Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Θέλω το Σώμα μου Πίσω - Ανάγνωση του Αργύρη Παλούκα

Θέλω το Σώμα μου Πίσω, Ποίηση, Αργύρης Παλούκας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011

Έτσι όπως ανοίγει η συλλογή, από τις πρώτες της κιόλας γραμμές, ανοίγει κι η βεντάλια που προϊδεάζει τον αναγνώστη για την αφήγηση που ακολουθεί. Μια διαδρομή στη ζωή… ολόσωμη.
Μάλλον όταν ο ποιητής χάνει ή αναζητά το σώμα του, η ποίηση βρίσκει το δρόμο.
(Γιατί ο δρόμος μας έχει χαθεί. Είναι καιρός που φοβάμαι ότι αυτό που χάνεται η σειρά των πραγμάτων, οι προτεραιότητες και οι αξίες. Έχω χάσει, και δεν είμαι η μόνη, την άνεση του χρόνου και του χώρου, την ψυχραιμία και όλες τις συνθήκες για να μου λείπουν εκείνα που θα μου λείπουν ακόμα κι αν έρθει η ανάκαμψη της οικονομίας. Εκείνα που δεν αγοράζονται και δεν πουλιούνται με λεφτά, αυτά βάζει σε σειρά αυτή η σύνθεση σε εικοσιοκτώ ποιήματα.)
Ο Αργύρης Παλούκας στέκεται, καθώς μας ταξιδεύει και στοχάζεται, αναπολεί και συσχετίζει εντελώς «αποτελεσματικά» το δικό του δράμα με τη συναισθηματική δράση του κόσμου που ζούμε. Δηλαδή τη δημιουργία, την κοινωνία, την ομορφιά. Ένα κενό διαγράφεται και το κενό γεμίζει με τραγούδι, με αρμονία και σύνεση, με οράματα παντοτινά που βλέπει να αναδύονται, σαν για πρώτη φορά. Αλήθειες.
Είναι γνώριμη η φωνή αυτού του ποιητή. Γαλήνια, με δηλώσεις που αποκτούν βαρύτητα από την αβάσταχτη πραγματικότητα, από την αδιαμφισβήτητη διεργασία. Η λύπη είναι πάντα παρούσα, όπως στο Ξέφτι και όπως στο Αλάτι πίσω απ΄ τ΄ Αυτί, τις παλαιότερες καταθέσεις του στον ποιητικό μας λόγο.
Και το γνωστό φόντο παραμένει. Φως, σκοτάδι, νερό, θάλασσα. Φρέσκια βροχή. Τα υλικά είναι κατάλληλα για «συμπαντικές» διαπιστώσεις, αλλά καμία «συνταγή» δεν χρησιμοποιείται. Αφού καμία συνταγή δεν είναι ικανή να αντικαταστήσει τις καλές ανεπούλωτες πληγές και ρωγμές που από μέσα τους μπορεί να αναδυθεί ο λόγος.
Και την άλλη φορά όμως που διάβασα και έγραψα κάτι για την ποίηση αυτή, η τεχνική ανάλυση -που δεν με αφορά ως αναγνώστρια - και δεν είμαι και σε θέση να κάνω έτσι κι αλλιώς, παραμερίζει μπροστά στο πολύ απλό που δεν είναι αυτονόητο. Υπάρχουν δύο τρόποι, ανθρώπινοι, για να διαχειριστείς τα πράματα, τον πόνο, τον πόθο, τη φθορά. Ή κοιτάζεσαι μέσα τους για να ξαναπάρεις την εικόνα σου ομορφότερη, ή κάνεις τον κόσμο γύρω σου ομορφότερο. Παραμένεις όπου παραμένεις, στην οδύνη και στην μόνωση, αρνιέσαι τη φυγή από το συναίσθημα είναι άλλο, και άλλο πράγμα να αναπολείς χωρίς να έχεις τη δύναμη να δεις το «τώρα». Που η ποίηση δεν μπορεί βέβαια να το αλλάξει αλλά έχει την ομορφιά για να το καταστήσει ανοιχτό στους άλλους, ανοιχτό στο μέλλον.
Η λύπη κι η χαρά, μαζί,  η νοσταλγία της αθώας ματιάς που καθιστά τα απλά μεγάλα, η τρυφερή ματιά στον Άνθρωπο, τον άνθρωπο που ξέρει πώς «Σπίτι μας όλο κι όλο μια πετσέτα/που το χαλάμε και το ξαναφτιάχνουμε/σαν παραζαλισμένα από χαρά/για όσα θέλουμε να προλάβουνε τα μάτια.»
Οι εικόνες που αναδύονται σαν ξεχασμένα αγάλματα είναι συγκλονιστικές.
Είναι αποκαλυπτικές οι εικόνες. Και παρ΄όλο που είναι τέτοιες, οι αποχρώσεις της έκφρασης είναι εκεί. Όλα τα χρώματα, το γκρι της μελαγχολίας και της μοναξιάς που είναι απαραίτητες για να ανυψωθεί ο λόγος, το κόκκινο των καυτών ερωτημάτων που δεν θα απαντηθούν ποτέ, το μπλε της θάλασσας, τα «κίτρινα και ξερά»…
Αναδύονται τα λόγια, ζαρωμένα, απλώνονται στα μάτια και από κει, στη μνήμη, στου καθενός αναγνώστη την γκάμα, πάντα φωτεινά. Χειρονομίες αυτογνωσίας ακριβής που τίθεται στη διάθεσή μας. Πανέμορφα σεμνά, αφοπλιστικά ειλικρινή, τόσο διακριτά στην ατομικότητά τους, που καθίστανται πολιτικά.
(Ο βιολογικός μας θάνατος που κάποτε θαρθεί, για τον καθένα, μοιάζει μικρός κι ανήμπορος μπροστά στο μεγαλείο των μικρών θανάτων. Αλλά η ποίηση έχει την ικανότητα όσο ζουν κι υπάρχουν όσοι γράφουν να μετασχηματίζει αυτούς τους προκαταρκτικούς αγώνες της ζωής πριν από τον τελευταίο, σε αισιοδοξία:  Οτι αν δεν χάσουμε την ικανότητα να νοιαζόμαστε για τα άυλα που χάνονται, ακόμα και με μια δραχμή στην τσέπη θάμαστε πάλι επαρκείς, ότι θα πάμε για τον τερματισμό με το κεφάλι μας ψηλά.)
Ένα βιβλίο πολυτέλεια, στην ευτελή μας εποχή.