Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Αντι-μύθος είναι η ζωή; [Μέρος Α'] -νoυβέλα του Δημήτρη Παπαθέου

παπαθέου-νουβέλα-4

Έψαχνα να βρω το βιβλίο του Λαυρέντιου Γκεμερέυ «Η δύση της Δύσης», που καλό είναι να το διαβάσουν όλοι οι Έλληνες που έχουν περί πολλού τους Ευρωπαίους πλην Ελλήνων, και το βρήκα μέσω ενός καλού βιβλιοπώλη σ’ ένα παλαιοπωλείο και όταν το τελειώσω θα το χαρίσω στο φίλο μου τον Σωτήρη, να πιάσει τόπο.
Το πήρα στα χέρια μου και δεν είχε εκείνη την καινουργίλα που ενδόμυχα φέρνει μια καταναλωτική ευχαρίστηση και είναι η συνέχεια της ίδιας χαράς των δώρων της παιδικής μας ηλικίας και την αγωνία της ανακάλυψης –αποκάλυψης του νέου κόσμου τους.
Ήταν παλιό. Φθαρμένο χαρτί, χρονικά στρώματα το επικάλυψαν, το επεξεργάστηκαν και τελικά το προστάτεψαν, αφού έφτασε στα χέρια μου. Άραγε να διαβάστηκε από άλλους; Δεν φαίνονται σημάδια τους σαν τα δικά μου, που από μικρός με μολύβι τσεκάρω τις παραγράφους να τις ξαναδιαβάσω και να τις πάρω για τα «μαζώματά» μου.
Αν διαβάστηκε λοιπόν, ήταν διακριτικότεροι από μένα αναγνώστες και ίσως, ίσως ειλικρινέστεροι, που δεν σκέφτονταν υστερόβουλα πέρα από τον πλούτο του νου τους, να χρησιμοποιήσουν -όχι να κλέψουν αυτό είναι άλλη κατηγορία- τις αέρινες εικόνες που βρήκαν υπόσταση μέσα απ’ τη γραφή του Λαυρέντιου.
Αν διαβάστηκε, σκέφτηκα, το βιβλίο αυτό είναι ένα αντικείμενο μαγικό που προκάλεσε την σκέψη των προηγούμενων από μένα και στη συνέχεια όποιου μετά από μένα. Οι ιδέες του συγγραφέα φτερούγισαν στα δωμάτιά μας σε διάφορα χρονικά περάσματα και μας επηρέασαν έστω και ελάχιστα.
Α! Mόλις βρήκα υπογραμμίσεις τους, άτσαλες με στιλό αχνό ή που άχνισε από τη πολυκαιρία και αυτόματα σύγκρινα αυτό που του ή της έκανε εντύπωση, μ’ αυτά που μεγαλώνουν στα δικά μου μάτια, και είδα τις διαφορές μας.
Ο προηγούμενός μου -ας υποθέσουμε ότι ήταν άντρας- πολύ θετικότερος από μένα στη σκέψη, με πολύ πιο στέρεα πατήματα στη γη ψάχνει τις απαντήσεις του σε θέματα ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης, αγωνιά στα γιατί και βρίσκει απαντήσεις σε ερωτήματα που θα τον βασάνιζαν για καιρό.
Όμως το βιβλίο είναι ο συνδετικός κρίκος μας, θα μας οδηγήσει σ’ ένα συμπέρασμα σαν κοινός παρονομαστής ή καλύτερα σαν καταλύτης μιας χημικής ένωσης διαφορετικών στοιχείων. Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο, μια απογευματινή παρατήρηση έκανα.

(«Για μια στιγμή ήμουν εκεί μαζί σου, πάνω από την πολυθρόνα του γραφείου σου και έβλεπα τα υπογραμμισμένα κομμάτια με τα μάτια σου, σε άκουγα να μου λες αυτά που γράφεις, παραδόξως ΔΕΝ μιλούσα, άκουγα, καταλάβαινα, ένιωθα, μύριζα τις παλιές σελίδες, είδα κι εγώ τις σκέψεις τους να τριγυρίζουν στο δωμάτιο σαν εφέ από ταινίες του Χάρι Πότερ, κατάλαβα τι μου λες, και σου ’σφιξα το χέρι –να, έτσι είναι το άγγιγμα μου».
Αυτά μου τα ’γραψε η αγαπημένη μου φίλη που δεν την ξέρω και το χειρότερο ακόμα ούτε κι αυτή με ξέρει καθώς ποτέ δεν συναντηθήκαμε και μόνο ηλεκτρονικά ανταμώνουμε, όμως σαν πολύ δικός μου άνθρωπος μου μοιάζει πια, και συνέχισα να της στέλνω το γραφτό σαν μπλούζα πλεχτή της γιαγιάς μου καθεβραδύς στη πολυθρόνα, προ τηλεόρασης).

Μου ’κανε εντύπωση μια παλιά υπογράμμιση: «Τα ψυχικά ταραγμένα παιδιά -κατά κανόνα τα παιδιά των πιστών υπηρετών του Συστήματος- στρέφονται εναντίον του Συστήματος με το μελάνι: παίζουν την Παγκόσμια Επανάσταση, σπανιότερα κατεβαίνουν στα πεζοδρόμια, ακόμα πιο σπάνια εφαρμόζουν την «επανιδιωτικοποίηση» της εξουσίας με τη μορφή της τρομοκρατίας».
-Φίλε του πριν από μένα -μου επιτρέπεις να σε αποκαλώ φίλο; Είσαι το παιδί κάποιου πιστού υπηρέτη του Συστήματος τότε, που κι εγώ ήμουν παιδί να ξέρεις, ή είσαι ο πατέρας του, που έτσι δεν ταυτιζόμαστε στο Τότε αλλά στο Τώρα… Φίλε μου, από ποια πλευρά σε βασάνισε αυτό και θέλησες την αποκωδικοποίησή του; Κι αν τη βρήκες, σε γέμισε, ή τη χρησιμοποίησες απλώς σαν δικαιολογία, σαν εξομολόγηση που σε ξαλάφρωσε και ρίχτηκες στην επόμενη ολόιδια κίνησή σου;
(Το ’στειλα κι αυτό στη φίλη μου, αλλά πήρα την σκληρή απάντηση σαν πόρτα κλεισμένη κατάμουτρα:
«Άσε μας, ρε βλαμμένε, με τις φαντασιώσεις σου, ψάξε να βρεις το φίλο σου μόνος σου κι όταν τον βρεις και τα βρείτε ή πλακωθείτε πες μου το ρεζουμέ, γιατί μ’ έπιασες μπόσικια μια νύχτα και μου ’βγαλες μια πτυχή ποίησης που δεν την είχα για ξεπούλημα, για τις δύσκολες νύχτες την είχα, συνέχισε μόνος σου κι εδώ είμαι για το ρεζουμέ είπαμε, και -πού είσαι- κι εγώ σ’ αγαπάω, μην το πάρεις ανάποδα, απλώς δεν σε συντροφεύω σ’ αυτό το απέλπιδο ταξίδι -όμως θα 'μαι εδώ στο γύρισμα και στους σταθμούς, αν με χρειαστείς»).

Ας γνωριστούμε λοιπόν καλύτερα, φίλε μου, άσε τη να με περιμένει, έτσι κι αλλιώς δίπλα μου θα ’ναι, κι ίσως να ’ναι πιο σπουδαίο αυτό. Είναι πιο σπουδαίο αυτό!

* *

1

η ώρα είναι παράξενη
όμορφη και λαμπερή σαν την αγάπη
και δεν ταιριάζει η αόρατη γραφή
του γκρίζου απογεύματος
του ροζιασμένου ξύλου και των κρυμμένων νερών
της λησμονιάς όμως να, έτσι σαν το διάφανο του αγέρα
αποκαλύπτω το μυστήριο της ψυχής σου
και αφήνω χάμω τα δώρα μου
πριν γυρίσω στην θαλπωρή
της μοναξιάς

-Να σε λέω Πέτρο, για να ’χεις ένα όνομα;
-Να με λες Πέτρο, εγώ πώς θέλεις να σε λέω; Μήπως Καρυοφύλλη, που ’ταν το πραγματικό σου όνομα τέσσερις γενιές πίσω;
-Και δεν με λες; Θα τη βρούμε την άκρη.
-Άσε με εμένα, δεν με χάνεις, ασχολήσου με τη φίλη σου που φαίνεται δύσκολη, και για κάποιο ανεξήγητο και όχι καθαρά γυναικείο λόγο τα πήρε στο κρανίο, έτσι κι αλλιώς εγώ σε στάση χρόνου είμαι, γι’ αυτό συναντηθήκαμε, κατέβηκες στην ίδια στάση, δεν χανόμαστε, ασχολήσου σου λέω, και επί τη ευκαιρία αυτή πώς τη λένε;

( -Πέτρο, όταν θα μιλάς γι’ αυτήν, που Ελένη τη λένε, μίλα σιγά, ακούει πέρα από τις πέτρες και τα ποτάμια, πέρα απ’ τις πόλεις, ακούει πέρα κι απ’ τους ανθρώπους, σ’ άκουσε και μου μήνυσε: «Ναι, το ξέρεις ότι είμαι εκεί, σε είδα να μπαίνεις και παράτησα το βιβλίο μόλις μια ώρα πριν, θυμήσου! Και μη βάζεις το «γυναικείο» ως εξήγηση, βικτωριανέ τύπε, τα ίδια έκανες κι όταν πρωτογνωριστήκαμε, τη broken nail day μου που είπες γιατί δεν φτιάχνουμε γυναικείο fb και τα ’χαμε πάρει με τη Μαριλένα μαζί σου πολύ, αλλά σε αγνοήσαμε τότε, άντρας είπαμε, τι να καταλάβει! Και μετά που διαβάσαμε τα ποιήματα σου, το ξεχάσαμε. Τώρα το θυμήθηκα». Και ναι λοιπόν, αγαπημένε εξ αποστάσεως φίλε, άσε με να νιώσω κι εγώ μια φορά «γυναικεία» κι όχι ο αρχηγός που όλοι περιμένουν τι θα πει. Άσε με να νιώσω δέος μπροστά στον τρόπο που εσύ θα μου διαβάζεις το βιβλίο που λαχταράς, άσε με να είμαι εκεί δίπλα σου και να διαβάζω γυναικεία μόδα, και να σου σχολιάζω λίγα, όσα εσύ θες, άσε με να απολαύσω το παρασκήνιο. Σπανιότατα βρίσκω κάποιον να του παραχωρήσω τη σκηνή).

-Όπως κατάλαβες, Πέτρο, τα πράγματα δεν είναι σαν τότε που σώναμε την παρτίδα με λίγο Μαρξ κι αν χρειαζόταν και κάτι παραπάνω και λίγο Γιουνγκ, που ήταν της μόδας…
Άντε ν’ απαντήσεις, όταν δεν θέλεις. Όταν τα όσα σου είπε, σου είναι αρεστά περισσότερο απ’ όσο φανταζόσουν ότι θα ’ναι; Θα μου πεις γιατί τότε ν’ απαντήσεις; Να μια εξαιρετική ερώτηση, αλλά τότε ούτε βιβλία θα γραφόταν, ούτε αιώνιες αντιπαραθέσεις θα μετατρεπόταν σε έρωτες. Πολύ πεζά θα ’τανε όλα.

-Πέτρο, εδώ είσαι ακόμα ή έφυγες; Nα σου πω τι θα κάνουμε: Όταν βρίσκω υπογράμμισή σου θα τη σχολιάζω εγώ πρώτος, όταν όμως είναι κάτι που αρέσει σ’ εμένα θα το διαβάζω και θ’ ακούω το δικό σου σχόλιο πρώτο. Εντάξει είπες; Εμ’ τι θα ’λεγες, αφού όποτε θέλω σε καταργώ, συμφωνείς με τους δικούς μου όρους.

«Το σύστημα δεν έχει λερωμένα χέρια. Οι ελάχιστοι ιδεαλιστές οι οποίοι λερώνουν τα χέρια τους, όπως ο Τσε Γκεβάρα και ο Καμίλο Τορές, είναι ήδη νεκροί και πουλιούνται σαν πόστερς. Αλλά και τα επαναστατικά πόστερς προωθούν μόνο την ονειροπόληση, που κυριαρχεί σαν κατευθυνόμενη παράλυση των εγκεφάλων των καταναλωτών στα πλαίσια του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Ό,τι καταναλώνεται χωνεύεται, έστω κι αν κοστίσει στο στομάχι. Ο Μπουνιουέλ και ο Αϊζενστάιν δεν εξαιρούνται, όπως δεν εξαιρούνται και ο Φελλίνι κι ο Μπέργκμαν. Το μεγάλο φαγοπότι άρχισε πολύ πριν από την ομώνυμη ταινία».
-Δική μου η σημείωση, και αναρωτιέμαι πώς σου ξέφυγε. Αυτός ο Λαυρέντιος επικίνδυνος είναι. Πότε τα ’γραψε αυτά; Εκεί λίγο πριν το ’80; Εντάξει, τότε ήταν η εποχή που η Ελλάδα ξεδιπλωνόταν από την συσπείρωσή της για χρόνια κι αυτός ζούσε εδώ, τότε που λαμπάδιαζαν τα μυαλά και φέγγανε τους δρόμους κι οι μουσικοί καβάλαγαν τις νότες σε ξέφρενους καλπασμούς και τα παιδιά είχαν μέλλον, για τότε μιλάμε, πριν την υπονόμευση.
Όμως, μωρέ αδελφέ, αυτό είναι επικίνδυνα ισοπεδωτικό και καταλήγει σε τι δηλαδή; Να μην γίνονται γνωστά τα έργα των μεγάλων, γιατί κινδυνεύουν να υπηρετήσουν το σύστημα που θα τα εκμεταλλευτεί; Να μην γίνονται αληθινά μεγάλες πράξεις, γιατί θα χαρακτηρίσουν τους ήρωες σαν μεγάλους, και στη συνέχεια αυτοί θα καταναλωθούν και θα χωνευτούν; Έεεεε, κυρ-Λαυρέντιε, ξεχνάς ένα ουσιαστικό θεματάκι, την ίδια την ουσία, την ίδια τη μεγαλοσύνη των πράξεων και των δημιουργών, που από μόνοι τους δεν κεφαλαιοποιούνται, δεν ευτελίζονται, ναρκοθετούν και χαράζουν ορίζοντες και ακόμη κι αν σκαρτέψουν οι ίδιοι, κάτι αυτόνομο μένει να ’ναι ο κρυφός οδηγός ονείρων των νέων, πριν και την δική τους αφομοίωση, κάτι διαρκές και μη συμμορφούμενο. Αλλιώς δεν θα υπήρχε ελπίδα ούτε σαν μια αέρινη χαραματιά στο ανθρώπινο γένος, και δεν νομίζω πως θες να πεις κάτι τέτοιο μ’ αυτό το βιβλίο σου, έτσι Λαυρέντιε;

Άκου αν θέλεις κάτι:

Σ’ ένα τοπίο
που χιόνισε
μαύρα κομμάτια γυαλιά
σπάρθηκε το αύριο
χτες
ετοιμόγεννη μάνα φιδιού
ίδιοι πόνοι
γεννάει η άνοιξη τον ήλιο
κι ο ήλιος το ρόδι
το ρόδι σκάζοντας
σκοτώνει παιδιά
κι αυτά με τη σειρά τους
τυφλώνουν τη μοίρα

-Τι βιάζεσαι. μωρέ Καρυοφύλλη; Είπαμε να σχολιάζομε σημειώσεις που από μόνες τους θα ’χουν αυτοτέλεια. Αν σου ’ρθε να ασχοληθείς μ’ ένα τέτοιο θέμα που θέλουμε άλλο ένα βιβλίο σαν του Γκεμερέυ οι δυο μας για ν’ αναπτύξουμε, τότε δεν κάνουμε τίποτα.
-Πέτρο, εντάξει, δεν το ξανακάνω, ομολογώ ότι ήταν βλακεία μου.
-Καρυοφύλλη, πήγαινε στη σελίδα 32 και δες τι είχα γράψει, έτσι, για να σε μπερδέψω λιγάκι.
Σελίδα 32, λοιπόν, με πολύ ψιλά γράμματα, μέχρι που χρειάστηκα φακό στο περιθώριο, γράμματα και με μολύβι, που η τύχη θέλησε να μη σβηστούν, διαβάζω:

«Σαν κατακάθισε η σκόνη
και φάνηκαν τα άλογα
χωρίς καβαλάρηδες να καλπάζουν κατά πάνω μας μόνα τους
το αίμα μας πέτρα
τα μάτια χαμένα
ταραχή, βουητό, αντάρα
και ξαφνικά σαν καταλάγιασμα αιώνων
φανερώθηκε ένας απλός άνθρωπος
με ρούχα σχόλης καθαρά και μ’ ένα χαμόγελο
σφύριξε στ’ άλογα
που αμέσως σταμάτησαν και μας κοίταξαν κι αυτά μ’ απορία
και μετά πριν φύγει
καθώς γύρισε να μας χαιρετίσει
μας φώναξε
δεν υπάρχω μην τρομάζετε, δεν υπάρχω
και έφυγε γελώντας.
-Ουίλιαμ Μπλέικ, κάπως έτσι σε φανταζόμουν να γράφεις τότε»

-Πέτρο, δικό σου; Αρχίζω και σε πάω με χίλια. Άκου κάτι του Μπλουμ αφού μελέτησες Μπλέικ, που όταν ήμουν φοιτητής πλήρωνα ό,τι είχα και δεν είχα για να βρω μεταφρασμένο βιβλίο αυτουνού και του άλλου του συν-τρελού του, τού Ουϊτμαν: «Η ειλικρίνεια δεν είναι ο βασιλικός δρόμος προς την αλήθεια, και η δημιουργική λογοτεχνία της φαντασίας τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην αλήθεια και τη σημασία, ένα κάπου το οποίο κάποτε το συνέκρινα μ’ αυτό που οι αρχαίοι γνωστικοί αποκαλούσαν κένωση, το κοσμολογικό κενό μέσα στο οποίο περιπλανιόμαστε και θρηνούμε, όπως έλεγε ο Μπλέικ».
Δεν ήταν μακριά νυχτωμένο λοιπόν αυτό που πιο πάνω σού ’ρθε, κι έγραψες για τον αγαπημένο Ουίλιαμ.

απλώνουμε τα τυφλά μας χέρια
έρμαια
στην ελεημοσύνη των καιρών

-«Η ερμηνεία μιας λέξης δεν είναι παρά μια άλλη λέξη», και η άλλη λέξη είναι παραπομπή σε άλλη καθώς λέξεις αυθύπαρκτες είναι καταδικασμένες σε πρόσκαιρη έκλαμψη. Οι λέξεις είναι οι μεταφορείς της σκέψης σε σχηματισμό γλώσσας, αλλιώς λέξεις αγαπημένες και ανιστόρητες θα ’ναι, λέξεις κάρβουνα, λέξεις διαμάντια, μόνο λέξεις.

-Κάθισε να βάλουμε μια σειρά, Πέτρο, κάτι που διαβάζουμε μας απορροφά εντελώς και κάποιες φορές σε κάνει ν’ ανησυχείς γιατί σού ’χει ξεφύγει μια τέτοια διάσταση, σε κάνει να αμφιβάλλεις για το δογματισμό σου, για την επιμονή σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά κι αυτό καλό είναι, πολύ καλό μάλιστα, όσο νιώθεις πως υπάρχει αύριο.
-Καλύτερο ακόμα η αποδοχή και το ξεκαβαλήκεμα και το καινούργιο απόγευμα καλύτερο ακόμα. Καμιά φορά ο πρώιμος δογματισμός είναι αθωότητα κι έλλειψη εμπειριών, είναι αγνή άποψη πριν έρθει σ' επαφή με την πραγματικότητα, και μόνον αν συνεχίσει να μένει αναλλοίωτος θα είναι συντηρητισμός. Αν όμως βάλεις κι άλλα υλικά στο μείγμα, θα αλλάξεις άποψη κι αυτό δεν σημαίνει συμβιβάζομαι, αλλά προοδεύω. Μα πρέπει να γίνει έτσι, σταδιακά κι εξελικτικά, αυτό εννοώ, και μην ξαναδώ απορία στα πρόσωπά σας όταν μιλάω, γιατί σιχαίνομαι τις επεξηγήσεις, καθώς λατρεύω τις εικόνες και την επιφάνεια, η οποία είναι κι ο από μέσα καθρέφτης των κρυμμένων -και μη μ’ αναγκάσετε να το ξανακάνω.

-Άργησα στο ραντεβού μας, Πέτρο, αν και τα λέγατε με την Ελένη απ’ όσο πρόλαβα, με συγχωρείς αλλά πήγα στο λιμάνι να πιω το ούζο μου και να ξελαμπικάρω, να αδειάσει το κεφάλι μου από ορισμούς κι έννοιες που επιστρατεύονται για τους πολέμους των εδράνων καθημερινά. Στο συνηθισμένο μου στέκι παρακολούθαγα το κυνηγητό των λεπτών με τα χρώματα, τις αλλαγές της μέρας με της ψυχής κι όλο μέρωνα περ’σότερο και τα παιδιά γύρω απ’ τα τραπέζια καθόλου όχληση, αντιθέτως κάνανε τη προοπτική παιχνίδι, κι εμείς οι αναγκαίοι ακίνητοι σηματοδότες τους. Αλλά αυτό το απόγευμα στο λιμάνι, Πέτρο, ήταν κάτι παράξενο: μπουνάτσα απόλυτη λαδιά, φώτα αρυτίδωτα, σχοινιά χαλαρωμένα και το νερό να φεύγει. Τώρα μου φαινόταν; πραγματικά έφευγε; Τι να σου πω… Αλλάξανε λες ρόλους με τα δεμένα σκάφη, μην πάψει η κίνηση, μη δεν μεταφερθούν τα νέα, τα βάσανα, τα γέλια των ανθρώπων από τόπο σε τόπο. Μην βουβαθούν τα όνειρα απ’ την απραξία. Λίγο κράτησε αυτό, Πέτρο, μετά όλα ξαναπήραν τους ρυθμούς τους σαν να πέρασαν από ένα πέπλο αόρατο άλλης διάστασης στο τελειωμό αυτής της μέρας, που μόλις και τη πρόλαβαν.

-Πέτρο, σήμερα δεν θα σου πω δικά μου. Θα σου διαβάσω κάτι από το φίλο μου τον Σωτήρη τον Κακίση, απ’ το δύσκολα ευρισκόμενο πια βιβλιαράκι του λόγω μεγέθους, βιβλιάρα από περιεχόμενο «Οι Καλές Γυναίκες». Άκου το Πέτρο:

2

«Ο Θεός κι η Ψυχή μου» (έτσι το λέει).

Ξέρετε μερικά πράγματα για το Θεό; Είν’ ένας τύπος πλακατζής και υπεράνω όλων, γλυκούλης σαν κοριτσάκι, σκληρός σαν κοριτσάκι όταν του πεις ότι δεν είναι υπεράνω όλων. Είναι ένας τύπος που συνδέεται με όλα τα γήπεδα, που μεταδίδει λεπτό προς λεπτό το ματς Πλούτων-Άρης, που μπορεί να διεξάγεται σε ουδέτερο γήπεδο, στην Αφροδίτη, και που διακόπτει την μετάδοση να μας πληροφορήσει ότι στην ερασιτεχνική κατηγορία Γης ο Σωτήρης Κακίσης Πάλι πάλι χάνει, ότι ηττάται 3-1, αλλά επιμένει. Ότι ανατρέπεται στη μικρή περιοχή τρις και δεν κερδίζει πέναλτι, και δεν διαμαρτύρεται ο καλός σπόρτσμαν. Ή τέλος πάντων, διαμαρτύρεται κόσμια, και μετά βάζει το κεφάλι κάτω και επιτίθεται να πετύχει το 3-2, γιατί μόνο από το 3-2 πας στο 3-3 και στη νίκη 4-3 ή 5-3 ή 6-3, από κανέναν άλλο δρόμο. Κι ευτυχώς εδώ που τα λέμε, που είμαστε έστω και στο 3-1 κι όχι στο 3-0 ή στο 4-0, όπως κινδυνέψαμε να είμαστε.
Τι πλάκα όμως σκέφτηκε ο Θεός να του κάνει του ερασιτέχνη του; Είχε μια ιδέα ο Σωτήρης, τώρα που θα ήτανε μόνος και θα πήγαινε στη Νέα Υόρκη να ξεχειμωνιάσει, κι έπιασε κι έγραψε από την Αθήνα ένα ωραίο γράμμα στον εαυτό του στην Αμερική να το βρει όταν πάει, να το «λάβει» και να χαρεί, να κόψει στα δύο τη μοναξιά του, ότι, ντε και καλά, κάποιος τον σκέφτεται στην Αθήνα, και δεν είναι κι αυτός ήρωας του Παπαδιαμάντη, ότι είναι τριπλέρ μεγάλος και θα ξανασκοράρει. Το γράμμα έλεγε:
«Τιτίτη μου,
Τι ’ναι παιδί μου; Τι είναι, τζίτζη μου; Σε σκέφτομαι συνέχεια, μη φοβάσαι. Εύκολο το ’χεις εμείς πια οι δύο να χωρίσουμε; Όταν τραγουδάω και τραγουδάω κάθε βράδυ, λέω νότες για σένα πολλές, και ντο και σι, και πάλι ντο. Αφού λέω νότες για σένα λοιπόν, και βλέμματα έχω φυλαγμένα, και μέλλον στη πάντα. Εύκολο το ’χεις εμείς οι δύο πια να χωρίσουμε; Δεν είμαστε σαν τους άλλους».
Κι έβαλα αντί για υπογραφή μια καρδούλα. Έτσι μου ’ρθε. Φτάνω στην ώρα μου στο Νέο Κόσμο και καταλύω. Το γράμμα όμως αργεί λίγο. Όχι πολύ, τρεις-τέσσερις μέρες. Καλύτερα λέω, να ’χει και σασπένς. Έρχεται το γράμμα με τα πολλά. («Με τα πολλά» το γράφω σαν έκφραση των παλιών, αλλά και με τα «πολλά» άλλα γράμματα ήτανε, σαν έκφραση της μοναξιάς μου επί πλέον, αφού όλοι παίρνουν από άλλους γράμματα, όχι από τον εαυτό τους όπως εγώ, από τον εαυτό τους προ εβδομάδος!). Το ανοίγω το γράμμα αργά-αργά, όπως τυλίγουμε τσιγαράκι, το ξετυλίγω, όπως κοιτάμε το ταβάνι, το κοιτάω, το κοιτάω αργά-αργά, δεν το χαϊδεύω για να μην υπερβάλλουμε, είμαι σαν γέροντας αυτή τη στιγμή με ελάχιστα πράγματα, με ελάχιστες ανάγκες με τις αγάπες μου στα χέρια των άλλων, με τους άλλους πιστολάδες και μ’ εμένα Λόουν Ρέιντζερ, Ζορρό. Σαν όνειρο όμως διαβάζω. Διαβάζω άλλα, όχι αυτά που έγραψα ο ίδιος στην Αθήνα. Διαβάζω άλλα με τα ίδια τα γράμματά μου, με γράμματα το ίδιο πλάγια, το ίδιο νευρικά, το ίδιο ανέμελα, το ίδιο αιχμάλωτα. Τι έχει να κάνει ο Θεός, λέτε, κι είναι πολύ ωραίος; Όλα τα ’χει αλλάξει, να με τσιγκλίσει:
«Σωτήρη.
Δεν σου γράφω γιατί έχω μπλέξει τον τελευταίο καιρό. Αν ιδωθούμε, θα σου πω από κοντά μερικά πράγματα.
Φιλιά».
Εμένα μου φάνηκε φυσικό. Μου φάνηκε ένα πράγμα μεταξύ μας. Το έχω σκεφτεί κι εγώ ο ίδιος με τα λίγα μου εγκεφαλικά μέσα να γίνεται σε καμιά ταινία. Το ότι συνέβη στην πραγματικότητα δεν σημαίνει ότι είμαστε εντός οργανωμένου παραληρήματος, όπως λένε οι γιατροί, αλλά εντός της πραγματικότητας. Ότι έχουμε πετύχει κέντρο, Θεό».

-Ωραία, ρε Καρυοφύλλη, που δεν σε πετυχαίνω πώς ξυπνάς τα Σάββατα και πώς σου ’ρχονται οι κεραμίδες, τώρα τι θες να κουβεντιάσουμε για το Θεό ή για τον Σωτήρη; Γιατί αν θες για τον Σωτήρη, θα ’ναι μονόλογος, δικός σου φίλος είναι, καλύτερα τον ξέρεις από μένα που μόνο τα γραφτά του ξέρω, αν θες για το Θεό τα ’πανε άλλοι πρότερον, και νομίζω όπως τα ’πε μόλις ο φίλος σου ανοίγει ένα εντελώς διαφορετικό παράθυρο στο θέμα, έτσι δεν είναι;

* *

Θα φτιάξω μια βάρκα από μια μεγάλη κολοκύθα
και θα της βάλω φωτάκια παντού
και θ’ ανοιχτώ στου πελάγου τα ψέματα
και θα συναντήσω τους πανέμορφους γέρους
και θα κωπηλατώ στο κατόπι τους
ν’ ακούω τις ορμήνιες τους στον αέρα
από συνήθεια των χρόνων που πέρασαν
χωρίς να περάσουν μέσα τους,
σαν χάδι ψυχής
σαν μουσική,
σαν άστρων σφύριγμα στις νεράιδες
σαν κάτι τέλος πάντων.
Γιατί όλα να πρέπει να τελειώνουν;

-Το ξέρεις δα ότι από τη στιγμή που θα ξεστομιστούν τα λόγια έχουν την δική τους οντότητα, το δικό τους ταξίδι και η ευθύνη μας λιγοστεύει κατά πολύ και χρόνο το χρόνο χάνεται, καθώς τα βαραίνει πια η δική τους πορεία;
Αυτό είπα και στον αδελφό ενός σπουδαίου φίλου κινηματογραφιστή, που κι αυτός σπουδαίος μου φάνηκε, σήμερα που γιορτάζαμε σε μια ταράτσα της Αθήνας, όταν μου ’πε ότι έχει μετανιώσει για πολλά που έχει πει και μετά καταμεσής της ταράτσας καταμεσής της Αθήνας, καβάλα της μάλλον, μου μίλησε για το Φθινόπωρο που θα ’ρχόταν.

-Πέτρο, Κυριακή πρωί, με παλάβωσε η Σούλα με την ηλεκτρική σκούπα, κατάφερε κι έβαλε τις σκέψεις μου μες τον κάδο της κι είναι από αυτές που ’χουν και νερό και πλένουν και μου τις έπλυνε κιόλας, αν δεις τι μαυρίλα βγάζει! Πόση να ’ναι από τα χαλιά και πόση από τις σκέψεις μου;
-Όχι, η μαυρίλα είναι από τα χαλιά, η σκέψη σου είναι γαλάζια και φωτεινή, μερικές φόρες σκούρα μπλε βελούδινη με αστέρια σαν ουρανός, πότε-πότε κόκκινη κι ανταριασμένη, μπορεί και μπορντό σαν το κοτλέ παντελόνι σου στα φοιτητικά, μωβ άμα είσαι στα blues σου και καταπράσινη σαν φτερά παπαγάλου ή τροπικό δάσος μετά τη βροχή, άμα έχεις έμπνευση και αισιοδοξία. Όχι δεν είναι μαύρη, ίσως η σκόνη μόνον της γκρίζας πραγματικότητας των εδράνων και των δημοσίων γραφείων. Και χρυσοκίτρινη, όχι αυτό το παγωμένο κίτρινο, χρυσοκίτρινη με πορτοκαλιές και βιολετιές ανταύγειες όταν αρχίζεις να φωτογραφίζεις το δειλινό στην πόλη της καρδιάς σου... Μπορεί και στην ανατολή -δεν έχουμε μοιραστεί ανατολές- θα ’χεις λίγο κίτρινο και λίγο κρεμ, σαν παγωτό από αληθινή βανίλια, όχι ψεύτικο λευκό.

-Καρυοφύλλη, αυτή είναι η φίλη σου η Ελένη, κατά τα άλλα θα καθόταν στη γωνιά της να σε/μας περιμένει σ’ αυτό το ταξίδι -αλλά τι να πεις; Γυναίκες, μονά-ζυγά δικά τους, ούτε να μελαγχολήσεις δεν μπορείς να το ευχαριστηθείς, και τώρα που θα μ’ ακούσει θα πει: «Δεν είπα και τίποτα, στη γωνιά μου κάθομαι, αλλά αν δεν βάλω και το γυναικείο μου χέρι, μαύρο θα το βγάλετε το βιβλίο ή πάντως σκούρο, ολόσκουρο».
(-Ελένη, ας λέω μέχρι τώρα, πολύ προσέχω αυτά που λες και πολύ μ’ απορούνε, αφού είσαι πολύ μικρότερη από μας πώς έμαθες τη σκέψη έτσι;
-Με πρόλαβες αλλά με κολάκεψες κιόλας αν κατάλαβα καλά, για κοπλιμέντο μου το ’πες σίγουρα, κι εδώ είναι η πλάκα, το κοπλιμέντο της δικής σας γενιάς είναι κατάρα της δικής μας, αλλά τ’ όνομά μου πώς το ’μαθες;

Κι αν πως ταξίδεψες πίστεψες
και πως γύρισες πάλι
χωρίς βέβαια ποτέ απ’ το μικρό σου δρόμο
αντίκρυ να πέρασες
κι αν ανατολές πολλές νομίζεις πως μέτρησες
σε θάλασσες ξένες
χωρίς ποτέ σε καράβι να μπήκες
τι πειράζει;
Φτάνει που κοσμοπολίτης πια
χαίρεσαι το γυρισμό στη πατρίδα.

-Πέτρο, θα μπερδευτούμε και λυπάμαι και πολύ τον όποιο επιμελητή δοκιμάσει κάποτε να ξεμπερδέψει τούτο το πράμα. Πάντως μου άρεσε. Παλιομοδίτικο, και μυρίζει και λίγο μπάρμπα-Κώστα Αλεξανδρινό.

3

Ριζωμένοι
στις πέτρες πού βύζαξαν των άνομων
τη σκληράδα

Τέλος πάντων δική σου είναι αυτή η σημείωση στον Γκεμερέυ, είναι μ’ άλλο χρώμα και άλλης μορφής η σημείωση, άκου το κομμάτι:

«Η υπερνίκηση των παθών απελευθερώνει τον άνθρωπο, λέει η διδασκαλία της Στοάς, αντίφαση καταπιεσμένων κοινωνικών δομών: η υπερνίκηση των παθών δεν απελευθερώνει, αλλά υποδουλώνει. Η κλήση προς τα πάθη που είναι γενικό χαρακτηριστικό των λαών της Μεσογείου αντικατοπτρίζει μια πανάρχαια Μητριαρχική κληρονομιά. Η Ελευθερία και το Πάθος συνδέονται όπως το άτομο με την κοινωνία, επόμενο είναι να συνδέεται με τα δύο και το στοιχείο του Χάους. Αυτή η τριάδα φαίνεται να είναι η ρίζα όλων των προσπαθειών να δημιουργηθεί το Μέτρον, η ιδανική κοινωνία, το ιδανικό κράτος, χωρίς να φιμώσει η προσπάθεια αυτή ούτε μια στιγμή τον ζωοφόρο σύνδεσμο Ελευθερίας, Πάθους και Χάους. Γι’ αυτό έχτισαν οι Έλληνες π.χ. τον Παρθενώνα, όχι σαν σύμβολο της κυριαρχίας Θεού-Βασιλιά, ούτε για να αποθανατίσουν τη φυλετική δόξα, αλλά μόνο για το κέφι της στιγμής εκείνης, μαζί με τον πολύ πρακτικό σκοπό μιας «Εθνικής Τράπεζας», γιατί η φορεσιά της τεράστιας Αθηνάς του Φειδία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα αποθέματα χρυσού της Αττικής Συμμαχίας. Η απόλυτη έκφραση του αισθήματος της ζωής «εδώ και τώρα»».

-Πώς θα μπορούσε να ’ναι δικιά μου μια τέτοια σημείωση; Μπήκε μετά από μένα, αφού εγώ το είχα πάρει καινούργιο, τσεκ, το βιβλίο και ποτέ δε κατάλαβα πώς έφτασε στο Παλαιοπωλείο, πριν με φωνάξεις πίστευα ότι είναι στη βιβλιοθήκη μου ακόμα. Αλλά η σημείωση μοιάζει σαν γυναικείο χέρι και μυαλό να τη κρατήσανε στα υπ’ όψιν.
-Δηλαδή σαφέστατα υποδεικνύεις να καλωσορίσουμε στην παρέα και τρίτο μέλος, αν όχι τέταρτο ανάλογα με τα κέφια της Ελένης, γυναίκα κι αυτή τη φορά. Και πώς τη λένε παρακαλώ;
-Αν μου αφήσεις να σου πω μια ιστορία άσχετη εντελώς μ’ αυτά που καταπιαστήκαμε, θα σου ζητήσω να τη λέμε Ξένια. Και επειδή θα χρειαστεί ένα μέρος σαν βάση που διαδραματίζεται η ιστορία μου, πού βρίσκεσαι τούτη τη στιγμή που ξεκίνησες το όλο πείραμα που ποιος ξέρει πού θα καταλήξει;
-Σου το ’πα νομίζω, Πέτρο: στο Μεσολόγγι ζω.
-Ωραία! Απίστευτος χώρος για την επικέντρωση των δρώμενων.
-Μπράβο σας! Με καλέσατε στην παρέα σας μέσα από αυτά τα μυστηριώδη περάσματα του χρόνου και ενώ είμαι κατά πάρα πολύ μικρότερή σας -αφήνοντας απ’ έξω την Ελένη που δεν είναι στο κόλπο του βιβλίου, αφού δεν είχα γεννηθεί καν όταν ο Λαυρέντιος έγραψε αυτό το βιβλιαράκι στο οποίο έφτασα γιατί ο βαρεμένος ο γκόμενός μου μού το αγόρασε και επειδή δεν συμφωνούσε με όσα εγώ υπογράμμιζα το γύρισε πίσω στον Παλαιοπώλη του κι εγώ αυτόν στη μάνα του, αντί λοιπόν να κάνετε τεμενάδες που βρίσκομαι μαζί σας και να ξεκινήσετε ρωτώντας με για την υπογράμμιση, υποψιάζομαι ότι θα αρχίσετε τις βλακείες μεταξύ σας, εξιστορώντας ποιος ξέρει τι παθήματα ζωής, που αν κρίνω από το παρουσιαστικό και τις βλακείες που κάνετε, ποτέ δεν σας έγιναν μαθήματα. Τέλος πάντων, ας κάνω κι αλλιώς, αλλά παρακαλώ επειδή έρχεται καλοκαίρι ας είναι ανάλαφρες, μη μας πιάσει καμιά κατάθλιψη, και πιστεύω να ’χω κι εγώ σειρά να πω τις δικές μου, ξεκινώντας από την πιο πάνω σημείωση, που θα σκάσω άμα δεν σας την πω, μωροφιλόδοξοι άντρες, στην καλύτερη περίπτωση μισο-φαλλοκράτες. Άντε ξεκίνα, Πέτρο, και μην ξεχάσω, Ευαγγελία με λένε, άκου, Ξένια, πώς σού ’ρθε;
-Επιτέλους κι άλλη λογική φωνή στη παρέα, πετάχτηκε όπως πάντα η Ελένη, και μου μυρίζει συμμαχία εδώ(…)

**

Σημειώσεις
1. Η νουβέλα θα συνεχιστεί με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της στο επόμενο τεύχος του Vakxikon.gr.
2. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν κι εδώ το κείμενο του Δημήτρη Παπαθέου είναι του Βασίλη Αρτίκου.

**

Του Δημήτρη Παπαθέου (1951-2013) έχουν εκδοθεί τα αφηγήματα Ντόρος –χρονογυρίσματα στο Μεσολόγγι (Μεσολόγγι 2010, εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2011) και σε κοινή έκδοση τα Σεωρή/Ταϊτατάτς (Μεσολόγγι 2011). Επίσης τα διηγήματα Μια Πόλη Φευγάτη (εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2013).