Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Το τίμημα της φυγής - Παντελής Λιάκας

photo © Αλέξιος Μάινας

photo © Αλέξιος Μάινας

Η νύχτα είχε καλύψει για ακόμα μια φορά με το σκοτεινό της πέπλο τα σπίτια του χωριού που λαμπύριζαν στο σκοτάδι, σαν χρυσός μέσα από τα φωτεινά τους παράθυρα. Όλοι οι κάτοικοι είχαν κουρνιάσει σαν πουλιά στις φωλιές τους, συζητώντας για αυτά που βίωσαν και είδαν κατά την διάρκεια της μέρας, αλλά και για όσα η τύχη τους επιφύλαξε να μην αντικρίσουν ακόμα.

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και φέτος, όπως υποδήλωναν οι νιφάδες χιονιού που είχαν κατακλύσει τα κεραμίδια των σπιτιών, δημιουργώντας ένα αόρατο τοπίο βυθισμένο στο απόλυτο λευκό. Η αίσθηση που δημιουργούσε απέπνεε μονοτονία και θλίψη, σαν σάβανο που έντυσε όλα όσα βρήκε στο διάβα του, αλλάζοντάς τους παράλληλα την πρωταρχική τους υπόσταση. Αυτή η εικόνα γινόταν ακόμα πιο απόκοσμη κάτω από το φως της σελήνης, η οποία προσέδιδε ένα μυστηριακό αποτέλεσμα στο ομιχλώδες τοπίο.

Στη νότια πλευρά του χωριού δέσποζε ένα παλιό αρχοντικό που έμοιαζε παραγκωνισμένο από τα υπόλοιπα σπίτια και επιπλέον ξεχώριζε γιατί στην θέση του, αντί για κάποιον φράχτη, υπήρχαν πανύψηλα δέντρα που το περιχαράκωναν, καλύπτοντας την στέγη του με τα πελώρια κλαδιά τους. Αμέτρητες ζωές πτηνών και μικρών ζώων είχαν χτίσει το σπιτικό τους σε αυτά τα δέντρα, τα οποία τους παρείχαν πολλά από όσα χρειάζονταν για να ζήσουν μακριά από εξωτερικούς κινδύνους που θα απειλούσαν να ταράξουν την γαλήνια ζωή τους. Η περίοδος του καλοκαιριού ήταν η ιδανικότερη περίοδος για να δώσουν την σκιά τους σε περαστικούς που διάβαιναν βιαστικά το γεφυράκι που περνούσε από κάτω τους, με κατεύθυνση το κέντρο του χωριού. Η όλη εικόνα προσωποποιούσε την ευφρόσυνη διάθεση φυσικής ευδαιμονίας ενός τοπίου που αντιστεκόταν αέναα στην απροσωπία της καθημερινότητας.

Στο βάθος του θολερού τοπίου διαγραφόταν η σιλουέτα μιας μεσόκοπης γριάς, ντυμένης στα μαύρα, η οποία φαινόταν να κάθεται ακίνητη στο μπαλκόνι του παλιού της αρχοντικού, σαν άγαλμα που είχε περιστοιχίσει την προγονική της περιουσία. Μέσα από το αρχοντικό ακουγόταν ο ήχος μιας μουσικής που έπαιζε σιγανά και ρυθμικά, σαν πένθιμο εμβατήριο που διασπούσε την σιγή του ψυχικού κενού της ζωής της σε πολλά κομμάτια και αυτόματα αναδύθηκε από το παρελθόν στην στιγμή του τώρα. Ήταν μια μουσική δραματική και πεισιθάνατη και σίγουρα από κάπου πήγαζε, ίσως από την βαθύτερη ψυχική διάθεση που αντανακλούσαν τα μάτια της γριάς, μέσα από τα ποτάμια δακρύων που χάραζαν το δέρμα της, καθώς κυλουσαν σαν σταγόνες βροχής από τα μάγουλά της.

Στον κάτασπρο λαιμό της κρεμόταν ένας μεγάλος χρυσός σταυρός που εξαπέλειε τις ακτίνες του αδιάκοπα, καθώς συναντούσε το φως της σελήνης που εκπεμπόταν από το άπειρο. Η γριά που έδειχνε μετέωρη στη δίνη των μύχιων σκέψεων που την ταλάνιζαν -εδώ και χρόνια- κρατούσε στο δεξί της χέρι μια παλιά φωτογραφία που απεικόνιζε έναν άντρα. Ο φακός τον είχε αποτυπώσει γαλήνιο μέσα στην εμπειρία ζωής, μια κληρονομιά της στιγμής που θα έμενε αιώνια στην μνήμη των αγαπημένων του προσώπων.

Ο αέρας που κάποτε λυσσομανούσε είχε κοπάσει, αφήνοντας τις σκέψεις της γριάς ελεύθερες να αναπολήσουν το τοπίο που φαινόταν να της δίνει την ψευδαίσθηση της απόλυτης ακινησίας. Ήταν πλεον σίγουρη ότι ο τελευταίος άνθρωπος που την αντίκρισε πραγματικά ήταν εκείνος, αυτός ο εγκλωβισμένος άνδρας στην φωτογραφία, του οποίου το χαμόγελο λειτουργούσε σαν λεπίδα που διαπερνά την κατακρουργημένη πληγή της μοναξιάς της και την βυθίζει σε ακόμα μεγαλύτερο υπαρξιακό αδιέξοδο.

Στην σιωπή της εσωτερικής της περισυλλογής αντήχησε η θύμηση ενός ήχου μακρινού, που υποδήλωσε την παρουσία της ανθρώπινης παρουσίας με την μορφή ενός περαστικού, καθώς πέρασε και χάθηκε σαν σίφουνας προκαλώντας αναταραχή στο κενό του ψυχικού της οδυρμού. Η απάντησή της σε αυτό τον ήχο ήταν ένα νεύμα συγκατάβασης, σαν να υποδήλωνε την παραδοχή της στην ήττα του άλγους που θρόιζε θλιμμένα, όπως οι φυλλωσιές της μεγάλης μουριάς που είχαν απλώσει τα κλαδιά τους πάνω από το αρχοντικό της.

Η θλίψη είχε αφήσει πάνω στην καρδιά της τις δικές της αποχρώσεις, ενώ το μυαλό της είχε σαστίσει από τις ώρες που παρουσιάζονταν μπροστά της, σαν αόρατες σκιές μιας δηλωτικής ειρωνείας στην αθλιότητα της ζωής που έμεινε άψυχη στα χέρια της. Η μόνη επιλογή που μπορούσε να κάνει η γριά προκειμένου να γλιτώσει -έστω και προσωρινά- από το αδιέξοδό της ήταν να ανοίξει τις κουρτίνες και να εισχωρήσει στο μελαγχολικό της σπίτι, αφήνοντας έτσι πίσω της στη λήθη τους εφιάλτες της. Αυτό το σπίτι άλλωστε -ποτέ δεν την πρόδωσε, ήταν πάντα δίπλα της και στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα που της επιφύλλασε η ζωή. Ένας πιστός φίλος που συμμεριζόταν εδώ και χρόνια τα προβλήματα των αναγκών της, λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο σαν καθρέπτης της βαθύτερης ψυχικής κατάστασης που βίωνε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Η γριά ακολούθησε την γνώριμη πορεία των αργόσυρτων βημάτων της που την οδηγούσαν σταθερά στην άλλοτε αναπαυτική της πολυθρόνα, η οποία τώρα είχε κουρελιαστεί και αυτή από τα χρόνια που πέρασαν από πάνω της βασανιστικά. Η ατμόσφαιρα είχε διαποτιστεί από καιόμενο λιβάνι που είχε κατακλύσει το εσωτερικό του σπιτιού, λες και η παρουσία του ήθελε να διώξει τα κακά πνεύματα που είχαν κυριεύσει εδώ και χρόνια την ψυχική της ηρεμία και είχαν διώξει για πάντα τους αγαπημένους της μακριά της. Το λινό άσπρο τραπεζομάντηλο ήταν στρωμένο -όπως πάντα- στο τραπέζι, διώχνοντας την μαυρίλα του θανάτου που περιτριγύριζε όλα τα παλιά αντικείμενα του σπιτιού, αφαιρώντας τους παράλληλα κάθε ίχνος ζωής που τα διακατείχε.

Δυο σερβίτσια καφέ μισοάδεια είχαν παραταχθεί και αυτά πάνω στο τραπέζι, περιμένοντας συγκαταβατικά να προσφέρουν την ευφρόσυνη διάθεση μιας συντροφικής κουβέντας που επικρατούσε έκδηλα στο σπίτι πριν κάποια χρόνια. Τότε επικρατούσε αγαλλίαση μέσα από τις πολλές συζητήσεις που κυριαρχούσαν μέσα στο σπίτι, τώρα όμως ήταν μόνη πλέον μέσα στην ερημιά των βομβαρδισμένων της αναμνήσεων. Το δεύτερο άθικτο φλιτζάνι που βρισκόταν μπροστά της υπενθύμιζε την απουσία του αγαπημένου της προσώπου που είχε φύγει, αφήνοντας πίσω του αδηφάγες σκέψεις που την κατέτρωγαν κάθε μέρα και γιγαντώνονταν ακόμα περισσότερο από τα ξεχασμένα πράγματα που είχε αφήσει, σαν τροφή σκέψεων στην μονότονη συνέχεια της ζωής της.

Οι καλογυαλισμένες μπότες του και η καλοσιδερωμένη στρατιωτική του στολή παρέμεναν στη θέση τους, δίπλα από το παλιό ντιβάνι, να τον θυμίζουν κάθε στιγμή που περνούσε βυθισμένος στην αιωνιότητα. Όταν είχε φύγει για τον πόλεμο της είχε πει, πως αν δεν γυρίσει, θα έχει γνωρίσει μια άλλη ζωή, εκείνη του ένδοξου θανάτου που θα τον οδηγήσει στις πύλες ενός άλλου αρχοντικού, διαφορετικού από αυτό που ζούσαν μέχρι τότε. Ο λόγος του τον επαλήθευσε σαν τραγική ειρωνεία, όπως τα άδεια του ρούχα που τώρα αντίκριζε μπροστά της, έρημα από την ψυχή του, πένθιμα ενδύματα, βουβά μέσα στη σιωπή του πένθους.

Υπάρχουν στιγμές που η θύμησή του εμφανιζόταν μπροστά της ζωντανή με σάρκα και οστά, αγέρωχος να την κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια με μια σκληρότητα, που σαν αποτέλεσμα είχε να εξωτερικεύεται σε σωματικό πόνο πάνω στο αβοήθητο κορμί της. Στην ουσία η ίδια παρακαλούσε να την επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορούσε, καθώς ήθελε να νιώθει ότι είναι καλά και έστω και νοερά να νιώθει και η ίδια αυτό το συναίσθημα, μέσα από αυτή την υπερρεαλιστική συνάντηση η οποία την διαπότιζε με την απαραίτητη ψυχική δύναμη. Ο σωματικός πόνος ήταν αβάσταχτος πάνω στο κορμί της, αλλά παράλληλα λειτουργούσε σαν βάλσαμο στην προσπάθειά της να ξεπεράσει τις αμέτρητες στιγμές αδυναμίας που την σφυροκοπούσαν συνεχώς. Στην προσπάθειά της αυτή άλλοτε χτυπούσε τα χέρια της στο τραπέζι, άλλοτε δάγκωνε τα χείλια της ή τσιμπούσε την ανήμπορη σάρκα της, τόσο δυνατά, σαν να ήθελε να καταπνίξει την συγκίνηση που την κατέτρωγε μέσω ενός ζοφερού σωματικού πόνου.

Ήταν η μέρα που περίμενε χρόνια, η στιγμή που θα κατάφερνε να αποτινάξει τα δεσμά που την κρατούσαν φυλακισμένη μέσα στο σπίτι του εσωτερικού υπαρξιακού της δεσμωτηρίου . Δεν θα άφηνε άλλο τα χρόνια να την παρασύρουν αργά στο σκοτάδι του βασανιστικού θανάτου. Καιρό το πάλευε μέσα της να ξεπεράσει τα ψυχικά της όρια, τις πιο πολλές φορές όμως την έπιανε φόβος, έκλαιγε, έβριζε, καταριόταν και χτυπούσε τα χέρια δυνατά στο τραπέζι γεμίζοντας τα δάχτυλά της με γρατζουνιές, μέσα στην αντήχηση ήχων που αργοπαλεύουν στο κενό, σαν καμπάνα νεκρώσιμης ακολουθίας.

Η μεγάλη απόφαση της επιλογής της φυγής ή του αργού θανάτου έπρεπε να ληφθεί σήμερα. Δεν άντεχε άλλο να νιώθει μετέωρη στην αβεβαιότητα και τον σκοταδισμό που της προετοιμάζε η τύχη της ζωής για αυτήν, χωρίς να λάβει υπόψη την γνώμη αυτής. Ένιωθε έτοιμη να διαλέξει την ελευθερία της φυγής, να νιώσει σαν τα πουλιά που κελαηδούσαν ελεύθερα κάθε πρωί πάνω στα κλαδιά των δέντρων που πλαισίωναν το σπίτι της.

Η ευκαιρία της στιγμής είχε σχεδιαστεί εδώ και καιρό -ίσως και χρόνια- προκειμένου να αναρριχηθεί μέσα από τον βούρκο της μελαγχολίας που την κατάπνιγε κάθε μέρα, όλο και πιο βαθιά. Οι βαλίτσες την περίμεναν γεμάτες με τα πράγματά της, εδώ και πολλά χρόνια, σε κατάσταση αναμονής, έτοιμες να την ακολουθήσουν συνοδοιπόροι στο ταξίδι της καινούργιας της πορείας. Η γριά έπιασε το μισοάδειο πακέτο με τα τσιγάρα της, φόρεσε τα μαύρα λουστρίνια, έπειτα το μαντήλι στο κεφάλι της και στάθηκε ακίνητη μπροστά από την φωτογραφία του ζωντανού -στην καρδιά της- προσώπου που την κοίταζε σαν να της υπενθύμιζε ότι όλα στη ζωή έχουν το τίμημά τους. Η πόρτα που θα έκλεινε πίσω της θα άνοιγε κάποια άλλη, περισσότερο υποφερτή, και σίγουρα λιγότερο πένθιμη.

Η γριά κοίταζε έξω μέχρι εκεί που της επέτρεπε τουλάχιστον το ομιχλώδες τοπίο που είχε διαμορφωθεί. Η νύχτα ήταν τόσο γαλήνια, ώστε είχε καλύψει τα πάντα -σχεδόν- με το γλυκό υφάδι της. Το φώς που έπεφτε από τις λάμπες του δρόμου πάνω στο στενό γεφύρι που περνούσε μπροστά από το παλιό αρχοντικό, δημιουργούσε μια εικόνα μαγείας στην ερημιά που επικρατούσε εκείνη την ώρα.

Η γριά έριξε άλλη μια ματιά πίσω της, στοχεύοντας με το βλέμμα της το πρόσωπο της σκονισμένης φωτογραφίας, το οποίο με την σειρά του και εκείνο την κοίταζε πίσω από ένα θολό σύννεφο θλίψης. Στην συνέχεια η γριά σκούπισε τα δακρυσμένα της μάτια, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι, αφήνοντας μονάχα μια λέξη πίσω της,  ''Αντίο''.

**

Ο Παντελής Λιάκας ζει στην Αθήνα.