Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Διακοπές στην ποίηση: Αλίαζ Κοπριβνίκαρ (Σλοβενία)

dimoulimet32

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή

Ο Αλίαζ Κοπριβνίκαρ (Aljaž Koprivnikar) είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στη Λουμπλιάνα της Σλοβενίας. Εξασκεί συχνά τη μοναχικότητα του Ρίλκε και λατρεύει τη σλοβένικη γραμματική. Ο ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής είναι ο αγαπημένος του ήχος και είναι εθισμένος στη μυρωδιά των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων. Ζει μεταξύ Πράγας και Λιουμπλιάνας και όταν μεγαλώσει θέλει να αποκτήσει μια βερολινέζικη γάτα που θα την ονομάσει Μπάϊρον!

**

Διαιρέσεις

Ξαπλωμένοι δίπλα
ο ένας στον άλλο
το κρεβάτι
μας χωρίζει στα δύο.

Κλείνω τα φώτα
και το δωμάτιο γεμίζει μ’
ένα θυελλώδες άρωμα.

Προσεκτικά ελέγχω
κάτω απ’ τα σεντόνια
ηλεκτρισμένα, αδιανόητα
χάδια, σκάβω βαθιά

βαθύτερα, πολύ βαθιά
ροκανίζω το σχεδόν
παιδικό σου κρέας.

Ο κεραυνός πέρασε.
Αρνούμαι τα χρήματα για
το ταξί.

**

Θ’ άνοιγα την πόρτα, αν ήξερα ποιος και τι κρύβεται από την άλλη μεριά

Ξέρεις ότι ένα πρωινό φιλί
Σκοτώνει είκοσι χιλιάδες κύταρρα στο σώμα;

Je ne savais pas.

Στην ερημιά αυτής της πόλης
πέφτουν οι ανταύγειες απ’
τα μαλλιά σου ανάμεικτες με τις μέρες
που η εισπνοή σου γεμίζει τους πνεύμονές μου
με μια ανάσα
κουβαλώντας...κουβαλώντας
                                          το άρρητο
                                           το άγνωστο
                                                                     ένα κομμάτι ονείρου

Η τρυφερότητα είναι
η μόνη άμυνα εδώ
ο μόνος τρόπος διαφυγής
είναι να πετάξεις σαν πουλί απ’ την ανοιχτή πόρτα
                                                                και να μην κάνεις τίποτε άλλο παρά
                                                                 να κοιτάζεις τις ακτίνες της λιακάδας
                                                                και να τρέφεσαι με όνειρα

Το ήξερες ότι ο πόνος τρέφεται
 με ταχύτητα φωτός;

Je ne savais pas.

Πιασμένος από μια εμφανώς ορατή δεντροστοιχία
που χωρίζει και ανοίγει και
ορίζει ένα αδιέξοδο
όπου περπατάς...περπατάς
                                                     από
                                                                 δωμάτιο
                                                                                           σε
                                                                   δωμάτιο
Σ’ ένα άδειο παγκάκι
όπου άνθη λεβάντας
πέφτουν σαν αγέλη από
σύννεφα κρεμασμένα σ’
ένα άχρονο σκηνικό

Είναι η νευρική  κρίση σημαντική για το γύρισμα του κλειδιού;
Είναι ένα αλκοολικό παραλήρημα σημαντικό για το γύρισμα του αγκιστριού;

Θ’ άνοιγα την πόρτα, αν ήξερα ποιος και τι κρύβεται από την άλλη μεριά.

**

Μέρα αναμνήσεων

Στους αγαπημένους μου παππούδες, με τη θλίψη της θνητότητάς μας
Το σπίτι όπου συνήθιζα να περνώ τα απογεύματά μου διαβάζοντας ιστορίες
κατέρρευσε, ζαρωμένο σε ερείπια και μόλις άνοιξες την πόρτα
άκουσες το κοσκίνισμα του χρόνου να σε καλεί
να έρθεις μέσα, ανάμεσα στα πεπαλαιωμένα τους σώματα.

Οι πόρτες βαραίνουν μετά από κάθε επίσκεψη
οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο,
μορφές με σπασμένα χαμόγελα
ήσυχα να χαιρετούν το χώρο που είναι έτοιμο να χάσει τον άνθρωπό του
ήσυχα να χαιρετούν τον αργό αποχαιρετισμό της ζωής.

Όσο αναμειγνύεσαι με τον χρόνο τόσο πιο κοντά φτάνεις στις ρίζες
θρυμματισμένες παιδικές φωτογραφίες στα χέρια σου
ακούς τις δύο φωνές ότι κάποτε ήξερες και τώρα ξέχασες
να κρύβονται κάτω από ελώδη στρώματα εδάφους
να μιμούνται  τον θάνατο στον ύπνο τους, αναπνέοντας όλο και πιο λίγο
απ’ τον αέρα των δωματίων που σύντομα θα κυριαρχείται από...

‘Εχασα το όνομά μου, το πρόσωπό μου και οι
γονείς τους γεννήθηκαν χτες και τους καλούν ζωντανούς στο σπίτι,
με την υπόσχεση ότι μετά το σκοτάδι, θα υπάρχει ακόμα ψωμί κι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
να τους περιμένει στο τραπέζι, τα ονόματα κατοικούν στο νεκροταφείο γράμματα
που ουρλιάζουν στον αέρα.

Σαν να μιλούσαμε για τον νυχτερινό αέρα
περιδινίζεσαι στις αναμνήσεις, τις βάζεις στη γλώσσα και
χύνεις τον εαυτό σου στο χαρτί, είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβεις
την αβοήθητη αναπνοή στα δωμάτια, είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβεις
τις αβοήθητες μακρινές αναχωρήσεις ώς την τελευταία άφωνη αναπνοή.

Μέρα με τη μέρα έρχεσαι και φεύγεις
μέρα με τη μέρα φωνάζεις αναμένοντας
δεν υπάρχει τίποτα να περιμένεις, δεν υπάρχει τίποτα να περιμένεις
αν δεν υπάρχει ο ήλιος, δεν υπάρχει ήλιος, δίχως μνήμη.