Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

"Εν υπνώσει" του Νάσου Αθανασίου

athanasioua

Εν υπνώσει, ποίηση, Νάσος Αθανασίου, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

Διαβάστε το βιβλίο

Έγραφε ο Κάφκα, σε μια επιστολή του προς τον Όσκαρ Πόλακ, πως  [...] Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν απάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε,  όπως υποφέρουμε για το θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ' ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση — ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας [...].

Αν δε ζητάμε σε ό,τι διαβάζουμε τίποτα άλλο πέρα απ' τον ίλιγγο, τότε αυτή η συλλογή κρύβει και σασπένς και ζάλη. Τη βρίσκουμε να ξεφυτρώνει από τους στίχους του Νάσου Αθανασίου μέσα από ρωγμές διάσπαρτες όπου καρατομεί το έσω κτήνος. Και για όσους είναι λίγο υποψιασμένοι, όλο αυτό που θα ακολουθήσει με λέξεις, (φαντασία, όνειρο, τρόμος), προδιαγράφεται από το εξώφυλλο ακόμη, με τον πίνακα του Γάλλου συμβολιστή Ρεντόν.

Το βιβλίο αρχίζει με τον δηλωτικό τίτλο Εν υπνώσει,  μια ποιητική σύνθεση 20 λεπίδων στην οποία ηγείται το δίστιχο-ερώτηση " Και αν για τις σκιες ξημέρωσε, για τα σώματα πότε θα νυχτώσει;"

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο βιβλίο του Μπετόν, αναφερει πως δεν επιτρέπεται να ζούμε με ψευδαισθήσεις αφού υπάρχει η πιθανότητα ν' ανατραπούμε ανά πάσα στιγμή. Γι' αυτό χρειαζόμαστε όνειρα, όπου οι άνθρωποι πετάνε από τα παράθυρα, ταξιδεύουν κι ύστερα ξαναμπαίνουν, όμορφοι άνθρωποι, φυτά που δεν έχουμε ξαναδεί, με τεράστια φύλλα σαν ομπρέλες.

Τα όνειρα λοιπόν, οι βιωμένες εικόνες, οι ήχοι, οι αισθήσεις, κάποιες ιδέες, τα συναισθήματα και οι μορφές, δημιουργούν εδώ αλλοπρόσαλλες ιστορίες, - αφού το περιεχόμενό τους δεν έχει τη λογική αλληλουχία της φυσικής πραγματικότητας, αλλά μεγαλώνει πέρα από τον έλεγχο αυτού που ονειρεύεται -. Γι' αυτό ο ποιητής δημιουργεί την εξαίρεση σ' αυτό, φτιάχνει το συνειδητό όνειρο για να είναι σε θέση να αλλάξει το ονειρικό περιβάλλον, να ασκήσει ο ίδιος τον έλεγχο στις διάφορες πτυχές αυτού του ονειρικού περιεχομένου και να ντύσει το ιδεατό σε μια αντιληπτή μορφή μέσω των συμβόλων.

Το να γράφεις ποίηση, σε οποιαδήποτε εποχή, σε οποιοδήποτε επίπεδο και ύφος, προϋποθέτει μια τέτοια φόρτιση που να μπορεί να αναμετρηθεί με τα πολλαπλά πρόσωπα της ζωής.  Ο Νάσος Αθανασίου σ' αυτή τη συλλογή, προσθέτοντας στο ποιητικό σώμα κινηματογραφικά, μας χαρίζει ένα τέτοιο ονειρικό ταξίδι, το οποίο ξεφεύγει από τις σελίδες του βιβλίου και αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις. Κι ενώ όλη η σύνθεση μοιάζει μονοθεματική, στην πραγματικότητα μας προσφέρει διαφορετικά επεισόδια του ίδιου φαινομένου, διαφορετικά καρέ του ίδιου φιλμ, όλα δεμένα μεταξύ τους σαν ψηφίδες που συνταιριάζονται και δημιουργούν την ευρύτερη συμβολική εικόνα.

Δεν περιορίζεται μόνο σε συναισθηματικές εξάρσεις και σε μία καταγραφή ασύνδετων μεταξύ τους σκηνών, αλλά θέλει να δημιουργήσει στίγμα και ύφος διακριτό. Εξάλλου δεν χαράσσονται στην μνήμη μας τα ποιήματα μόνο ως αυτόνομα κομμάτια τέχνης, αλλά μένει και ο ξεχωριστός τρόπος που ο κάθε ποιητής στήνει τον δικό του κόσμο.
Ο γράφων χτίζει με λέξεις, εικόνες και συναισθήματα, ένα σύμπαν που -παρότι ο ίδιος έχει τον ρόλο του μύστη-, μας επιτρέπει να γίνουμε κι εμείς κοινωνοί αυτής της τελετουργίας. Από τη στιγμή που εισερχόμαστε στην αναγνωστική εμπειρία του ποιητικού κειμένου το οποίο καταθέτει, γινόμαστε συμμέτοχοι στις ζωηρές εικόνες που μας γεννάει, ταυτιζόμαστε με τις ιδέες και τα πάθη του.

Η γλώσσα στην ποίηση του Νάσου Αθανασίου, παρότι δεν είναι δωρική αλλά οργανικά περίτεχνη, δεν φαντάζει καθόλου εντυπωσιοθηρική, αλλά δυναμική. Με όχημα έναν όχι ακριβώς εύτακτο λόγο κι έναν ελεύθερο στίχο, παρατάσσει λεκτικά μοτίβα που συνιστούν το πεδίο εντός του οποίου κινεί το "εγώ" και τα προστάγματά του.

"Ο ρυθμός και η μουσική στο ποίημα πολλούς ταλάνισαν", γράφει ο Μάρκος Μέσκος. Τον ενδιαφέρει η λέξη όχι μόνο ως νόημα. Παραμερίζοντας ενίοτε τη σημασία της, ενδιαφέρεται για τη μουσικότητά της, τον ήχο της και την υποβλητικότητά της.

Ρήματα και ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες, μετοχές και μακρινά απαρέμφατα, μια γλώσσα που αναζητάει απελπισμένα την επικοινωνία, με όλα τα μόρια και όλα τα λάβαρά της είναι η γραφή του. Πιάνει τις λέξεις, τις διαμελίζει, πλαταγίζουν διαρκώς τα γράμματα. Κι όμως, γυρίζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου, δεν έχεις την αίσθηση της πλήρωσης ή της εκπλήρωσης, απλά αδειάζει το αίμα σου από τους δείκτες των δακτύλων.

Σκοντάφτουμε στους στίχους του, πέφτουμε κι υστερα οι ίδιες οι λεξεις είναι που μας φυγαδεύουν στη μόλις που αντέχουμε Αρχή του Τρομερού. Γιατί η ποίηση δεν είναι μόνο ένα λουλούδι, δεν είναι μόνο "αιώρα ρεμβασμών", αλλά και μια αράχνη που απλώνει πάνω σου τον ιστό της, ένας μπαλτάς που σε καθίζει και σε σφάζει κι ύστερα
 "ξεβράζει τα συμπτώματα του στις ακτές μας".

Ο γράφων "άμισθα κουβαλά καμπουρωτός τα βάρη αλλονών". Τα ποιήματά του όλα, μοιάζουν με πρόσωπο που 'χει τα μάτια χιλιοκαρφωμένα, έτσι όπως γίνεται στις ταινίες τρόμου κι όλη αυτή η αίσθηση καταγράφεται ως μία μυσταγωγία. Είναι αλήθεια πως θέλει μεγάλη τέχνη να γράψει κανείς για τον άλλον εαυτό του σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, και πόσο μάλλον όταν αυτός ο ύπνος του άλλου εαυτού, δεν αφορά μόνο στον ύπνο του ποιητή, αλλά υπάρχει ως κοινοκτημοσύνη με τα χαρακτηριστικά της στασιμότητας του ανθρώπινου στοιχείου και ως μονάδα και ως κοινωνικός περίγυρος.

"Όταν τα τροχοφόρα μαζέψουν την αναβροχιά από τους δρόμους και τα μαντήλια τα κουνούν μονάχα συγγενείς, τότε θα είμαστε έτοιμοι να καταλάβουμε τον ήλιο".

Γιατί οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να υπάρξουν πρώτα μέσα στη σκιά της φυσικής τους ύπαρξης, στα ονειρα να τελματώσουν και μετα να βγουν καθαροί εξω από αυτά, στον ήλιο. Έτσι συντελείται το θαύμα και το εξώφυλλο αλλάζει χρώματα, γίνεται από μαύρο άσπρο, από άσπρο μαύρο, κι όπως σου έχει αναποδογυρίσει τον κόσμο, ανακαλύπτεις πως ο ποιητής μπορεί να εντοιχίσει μαεστρικά το ιδιωτικό στο δημόσιο και τούμπαλιν.

Γράφει κάπου αλλού:

"Θα γίνω φως. Παρατεταμένο.
Και το λοιπόν, τις ψίχες από τις ψυχές που μοιράσανε οι φυσεροί σου κλέφτες θα ξεσκαρτάρω
και αφού βρω τη δική σου,
θα τη σπάσω.
Την ψυχή."

Ο Νάσος απειλεί με φθόγγους. Απειλεί το μέσα του, το μέσα σου, για να στρώσει το απ' εξω, το γύρω-γύρω Όλοι. Η Γραφή του είναι κατά βάση σε α' πρόσωπο. Παραληρηματική, γρήγορη και αποτελεσματική που δεν ενδιαφέρεται για τα "πρέπει" που φορτώθηκε η ποίηση.

"Τον  ξεγελά το άτιμο το δείλι που μπλέκει το δω και το εκεί, το πάνω και το κάτω".

Συλλογή πλήρης κρίκων αιχμαλωσίας. Η κάθε λέξη γίνεται κρίκος για να κρεμαστεί η επόμενη. Η ζωή φέρνει την Άνοιξη, η Άνοιξη τη βροχή, η βροχή τη δίψα, η δίψα το φιλί, το φιλί τη λήθη.

Οι τίτλοι που επιλέγει δρουν ως τροφοδότες των ποιημάτων στα οποια δεσπόζουν ζωηρές αντιθέσεις.  "Άνοιξη κατεψυγμένη", "φτυσιά του αμόλυντου εκδοχή", "οχυρό πεσμένο", "επισπεύδοντας την αργοπορία", " θανατικά χρωματιστά και πρόσχαρα", "άδωρα δώρα". Αντιθέσεις που δημιουργούν νοηματικές εκρήξεις, υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια της αληθοφάνειας και ελευθερώνουν τον μαγικό κόσμο των εικόνων-συμβόλων με "Χειραψίες αλλήθωρες", "οπίσθια μάτια", "χνώτο παραβάν" κι "έναν αναπνευστήρα για να βλέπεις".

Ενδιατριβεί σ' έναν εσωτερικό μονόλογο και φθάνει να οδηγείται στο πέρα του δρόμου των ονείρων. Ακολουθεί την έξοδο προς το φως της πλατωνικής σπηλιάς, εκτρέπεται, παρεκτρέπεται και την υπερβαίνει, αγγίζοντας το μη ορατό.

"Θα λιαζόμαστε όλοι αμίλητοι με ομπρέλες τα προσχήματα".

Με μια αποδομητική ειρωνία που αναλαμβάνει την αποκαθήλωση βεβαιοτήτων, με τη χρήση μιας γλώσσας η οποία συνυπάρχει με την ομιλούμενη και με τύπους καθαρεύουσας,

"Κάπου ανάμεσα σε φθορά και στην επιζητούμενη πλέον αφθαρσία, αποφασίζει να αναμετρηθεί, με αυτό που κάποτε είχε καταχωνιάσει άθελά του ασφαλώς στο βαθύ του υποσυνείδητο, την απώλεια ή το φόβο για αυτήν, και θέτει ένα πλέγμα εμπειριών και διερωτήσεων.

 Έτσι, Εν υπνώσει γυροφέρνει στην παιδική ηλικία ("σπάγανε το συρίγγιο στον ουρανίσκο μου - που μεθοδικά είχανε φυτρώσει με φρουτόκρεμες - να πίνω απ' το αίμα μου να σκληρύνω"), στην εφηβεία ("Τους κοντινούς μου απ' αίμα αν ρωτήσεις, θα σου αποκριθούν πως λογής-λογής χωρίσματα έσφαζαν τις γιορτινές μας συναθροίσεις" / "Αμέτρητα σπασμένα ποτήρια και δέρματα"), στο  τώρα ( "η πλάτη μου, με πανωφόρι τα χρόνια μας"/"Ηττημένος στασιώτης σε πλήρη απραξία"/ αγκομαχούσαμε να βρίσκουμε και να χάνουμε νοήματα και τώρα, αγκομαχείς να... θυμηθείς"), και στο μετά ( "Απόψε ονειρεύτηκα πως ήμουν χειροτέχνης, γέρος και στριφνός,/Γερασμένος λοιπόν απ' την κατάλευκη σου ψίχα".)

Απ' έξω τίποτα το ιδιαίτερο όπως όλοι μας. Άνθρωπος με δάχτυλα δέκα που θωπεύουν κι εξημερώνουν τον ύπνο. Καταβάθος όμως, Ρα?φτης αυτός, που όχι μόνο φέρει, αλλά και μας κεντάει σταυροβελονιά.

"Ανάμεσα σε θάνατο και Θάνατο
τι από τα δυο γλυκύτερο είναι να μαντάρω;- ρωτά,
και η χαρά του κοστούμι".

Κι έπειτα της κοπτοραπτικής, μεταλλάσεται σε διωκόμενο κουβαλητή που σέρνει αλλόκοτη πραμάτεια:

"μια ορφάνια για την κυοφορία μας
ένα ξεπροβόδισμα για τον βιασμό μας
μια παραλυσία για την αυή
ένα διπλαμπάρωμα για το αναθάρρεμα
μια γυρτή αντέννα για την πρόσκλησή μας
ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για τις εμμονές, την δική μου,την δική σου εμμονή, μια κολακεία για τον εφησυχασμό σου

ένα βραβείο για την επιμήκυνση σου
μια κλωστή για το πεταμένο σου
αλλά και ένα ντεπόζιτο για τον γκρεμό σου.

Αύτα εχει . "Μόνο", δηλώνει, και φτύνει στον κόρφο του για "το μακριά από μας", αφού έχει συνειδητοποιήσει πως ο κόσμος του ονείρου είναι μία πλάνη. Τα όνειρα του Νάσου Αθανασίου είναι το ίδιο το πλατωνικό δεσμωτήριο, ένα αναγκαίο κατασκεύασμα για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου. Αν δεν υπάρχει η νύχτα, δεν υπάρχει ούτε η μέρα.
Όσοι αγαπούν τα ονειρα, ξέρουν ότι δεν είναι πάντα παραμυθένια, δεν είναι μόνο "ένα μονόπρακτο σε στάση ανάσκελη". Αντιθέτως, -με εργαλείο τον αλληγορικό και μεταφορικό λόγο- κατορθώνουν και αποκρυσταλλώνουν ανθρώπινες αληθειες που πονάνε.

Εν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα από όσα σε κατάσταση εγρήγορσης.

"Τα όνειρα είναι οι τριγμοί πεσμένων δοντιών",  "ενός φυγόμαχου το γλότωμα."

Στον ύπνο οι λέξεις τσαλακώνονται. Ο ποιητής τους αλλάζει την πίστη, τις κάνει να καταπιούν ολες τις λέξεις κι ύστερα ένδοξα τις ξεκοιλιάζει.

Το ποιητικό του έργο σε αυτή τη συλλογή πυκνώνει ένα σύμπαν μέσα από το οποίο αφού γδάρει το δέρμα του -"γδαρμένο δέρμα αλεπούς που κατεβαίνει το βουνό απόκοσμα"- αναγιγνώσκεται και αυτοκαθορίζεται, κι έπειτα κερνά στο "εγώ του ένα δροσιστικό ποτό από τα ρέστα μας".

"Παλιά από πάνω του είχε έναν φωταγωγημένο τοίχο ακίνδυνο και ακίνητο, τον φώναζε ουρανό και παρέα, κάναν' ξυπνητοί όνειρα υπνωτικά.
Τώρα είναι κατηφορικός.
Του προκαλεί ασφυξία."

Το ποιητικό υποκείμενο υποφέρει. Υποφέρει από "εκταφές και μέρες γενέθλιες παιδιών αποτελεσμάτων και ακλόνητων απόστρατων, από στραγγαλισμένα γέλια προστακτικών και εβδομάδων κυλιόμενων, απ' ανοιγμένα πόδια ημερολογίου ζώσων ψυχών και βατών δρόμων κι από σαν του Χριστού στεφάνια και στερνά πικρόγελα."

Δεν είναι η ποιηση του Αθανασίου που βάζει τη θηλιά στο λαιμό, είναι αυτή που σου κλοτσάει το σκαμνί. Καιρός, λοιπόν, να γράψουμε απενοχοποιημένοι, να μιλήσουμε για το σήμερα μέσα από το εντός εκτός και επι τα αυτά, κυρίως να ματώσουμε, να λερωθούμε.

"Τόσα χρόνια δεν κουνήσαμε ούτε σπιθαμή
γιατί αργήσαμε να αντιληφθούμε
πως και στο λευθέρωμα· ναι, ακόμα και σ' αυτό χρειάζονται δυο."

Κι αν η ησυχία είναι απόλυτη για τους άλλους, αυτός έχει διαθέσιμους πυροβολισμούς
γιατί εξάλλου είναι "Πρώην αφέτης, νυν ανακριτής, Ένα φεγγάρι είχε κάνει και εντολοδόχος."
Γιατί πάνω απ' όλα, είναι ποιητής, χρειάζεται λίγη μέριμνα, την αλλαξοκαιριά να συντομεώσει, ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση που θα τον παρηγορεί για την ίδια τη ματαιότητα.

"Και ελάχιστα λίγο πριν μ' αγγίξεις,
θα σ' εξαφανίσω".

"Mε μια πυξίδα στο λαιμό βαρίδι
και μια άτακτη βελόνα να τρυπά τις χορδές, για ταξίδι άχνα δε θα βγάλω".

"Πόσες αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση", Νάσο;
"Τα πεφταστέρια ξέρουν από σημάδι";

Πριν εισέλθετε, καλού κακού, τραβήξτε την περόνη μέσα σας.
"Ίσως αν ανταλλάξουμε πεπρωμένα
ο Θάνατος να αργήσει".

Ειρήνη Καραγιαννίδου