Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Άντο Ρούνελ: 16 ποιήματα

photo © Lauri Kulpsoo

photo © Lauri Kulpsoo

Μεταφράζει η Μαγδαληνή Θωμά

Ο Άντο Ρούνελ (Hando Runnel) γεννήθηκε το 1938 στο Jäärvamaal της Εσθονίας. Τελείωσε τη βασική εκπαίδευση στο Tartu και στο Paide και στη συνέχεια γράφτηκε στη Γεωπονική Ακαδημία, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Ilmamaa και έγινε αρχισυντάκτης της σειράς «Εσθονική Ιστορία του πνεύματος». Εργάστηκε ως καθηγητής «Ελευθέρων Τεχνών» στο πανεπιστήμιο του Tartu. Από το έτος 2012 έγινε Ακαδημαϊκός στον Τομέα της Λογοτεχνίας. Είναι ο μοναδικός Ακαδημαϊκός στην Εσθονία, ο οποίος δεν είναι απόφοιτος πανεπιστημίου.

Η ιδιαίτερη ποιητική του τον αναδεικνύει ως έναν από τους πιο ξεχωριστούς Εσθονούς ποιητές και το έργο του είναι πλούσιο. Χαρακτηριστική είναι η λετριστική αναζήτηση της έκφρασης που εξαντλεί το ρυθμό και τη μουσικότητα του στίχου μέσα από συνδυαστικά λεκτικά παιχνίδια και ηχοποιήσεις: ένας φορμαλισμός που απελευθερώνει το νόημα, ανανεώνοντας τις γλωσσικές συμβάσεις.

Τα παρακάτω ποιήματα προέρχονται από την ποιητική συλλογή “Punaste Õhtute Purpur”.

**

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΤΟΝ ΝΙΩΘΕΙ ΑΠ' ΤΑ ΜΑΤΙΑ
τον εχθρό τον γνωρίζει απ' τα φιλμ του πολέμου

πες μου από πούθε φτάνεις, να σου πω κι εγώ ποιος είσαι
φτάνεις από τον βορρά, μιας άλκης έχεις την καρδιά
φτάνεις απ' τον άγριο νότο, είσαι λιονταρίσιο χνώτο
φτάνεις απ' την έξω πόρτα, είσ' ομίχλη μες στα χόρτα
κι από τη βροχή βρεμένη, ουράνιου τόξου σαϊτιά.

**

ΑΠΛΟ
και καθαρό
είναι το ποίημα
σαν φίλημα
παιδιού
στα χείλη

**

Μ' ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
γιατί δε γελούνε
μα ούτε και κλαίνε
γιατί απλώς είναι.

Σ' αυτά κατοικεί
αιθέρια πηγή
δεν κλαίει, δε γελάει
απλώς κατοικεί.

Κι αν όλα γλιστρούν
και φεύγουν και πάνε
τα πράγματα μένουν
γιατί αγαπάνε

αυτό που πετρώνει
και μέσα απ' τα χέρια μου
πηγαίνει και φεύγει
σ' αυτό που είν' αυτά.

**

ΙΣΩΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΩΚΕΑΝΟΣ
πού να το ξέρω, αν μπορώ να τον μετρήσω
στη μια μεριά της όχθης είμαι εγώ, εσύ στην άλλη.
Κι ο έρωτας ανάμεσα βουίζει.

Ο ωκεανός είναι εμπρός -αλίμονο
και λείπει το κουπί, το αεροπλάνο χάνεται,
η γέφυρα πέφτει, το πλοίο φεύγει
είμαι μέσα στο άπειρο κι ο έρωτας είναι εμπρός.

**

ΣΤΗ ΓΗ ΕΚΕΙΝΗ ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
όπου όλα αλλάζουν, φεύγουν, γυρνούν...

Σήμερα, αύριο, την επομένη
ίσως εδώ όλα γυρνούν.

Σήμερα, αύριο, ίσως την άλλη -
όλα που φεύγουν, αλλάζουν, γυρνούν.

Κάποτε όλα που ειπώνονται, φεύγουν
κι αλλάζουν όλα όσα γυρνούν!

**

ΕΧΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
ή μήπως είναι για όλους ένας
μεγάλος κήπος και αυλή
όπου όλα που υπήρξαν, έγιναν ένα:
καθώς φτάνει το τέλος της ώρας
πλένεις, λες, τα σκαλιά
φτάνει από κει ο θάνατός σου
ή μήπως ο καιρός, ο ένας;

**

ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
δούλευε πάντα ως το βράδυ
έφευγε την αυγή απ' το σπίτι
κι ερχότανε μες στο σκοτάδι

όλο μας έπιανε στον ύπνο
κι ούτε τον βλέπαμε στο ξύπνιο
μονάχα μια φορά το μπόι του είδα
στον ίσκιο του ονείρου βαθιά.

**

ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
κείνο τον άλλο τρόπο
για έναν Ιούνιο παλιό
στης χέρσας γης τον τόπο
όπου μια φήμη έφτασε
μια θυμωμένη ζάλη
πως τάχα από μόνοι μας
σπάσαμε το κεφάλι!

**

ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ
τρέχει το νερό στη ράδα
το νερό αλλάζει ρότα
που 'θε πάει, τρέχα ρώτα,
απ' τη ράδα στο ρυάκι,
του ωκεανού παιδάκι
και μια θάλασσα αγκαλιά
στου σωλήνα την κοιλιά,
φθάνει το νερό των κρύων
στην κοιλάδα των δακρύων.

**

ΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΣΕ ΦΤΥΝΕΙ
“διάολε!” πες δυνατά
κι όταν ο θεός σε κρίνει
“θε μου”, λέγε θαρρετά
και μην ντρέπεσαι τους φίλους,
μην τους κρύβεις τους εχθρούς,
ακολούθα την καρδιά σου
βοσκοπούλα στους αγρούς.

**

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ, ΤΡΥΦΕΡΟ
μικρό κι αγαπημένο
μικρό, αγαπημένα τρυφερό
περήφανο, μικρό μου αγαπημένο.

Αγαπημένο μου μικρό
περήφανο και τρυφερό,
μικρό και τρυφερά αγαπημένο,
μικρό, αγαπημένο, τρυφερό.

Μικρό, αγαπημένο μου μικρό
μικρό, μικρό και τρυφερό
περήφανα περήφανο μικρό
αγαπημένο, τρυφερό.

**

Η ΤΕΧΝΗ ΜΙΚΡΗ, Η ΖΩΗ ΜΕΓΑΛΗ
μικρή η ανάπαυλα, η μάχη μεγάλη
μικρή κι η τιμή, μα η ντροπή μεγάλη
ο ζήλος μικρός, η ζήλεια μεγάλη
η μνήμη μικρή, η σκέψη μεγάλη
μικρό το τραγούδι, η μουσική μεγάλη
η ars μικρή κι η longa μεγάλη.

**

Η ΝΥΧΤΑ ΖΕΙ Σ' ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΠΥΚΝΟ
εκεί όπου κατοικεί η αρχή του κόσμου
μα ένα σκοτάδι τόσο γκρεμισμένο
είναι στ' αλήθεια φως;

**

ΜΕΛΙ ΠΟΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
κοιτάζοντας εσένα από μακριά:
δική σου η νύχτα, το καλοκαίρι,
ο ήλιος που ανατέλλει στη βραδιά.

**

ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ, ΠΟΛΥ ΨΗΛΑ
το ιδανικό προστάζει
εδώ φτωχά, πολύ φτωχά
το μαύρο χώμα τάζει.

**

ΚΑΛΟ ΝΕΡΟ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΨΑΡΙ
κι ο άνθρωπος, τον άνθρωπο.
Πού καταλήγουμε λοιπόν;
Αλίμονο, προς το παρόν!