Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Στάθης Κομνηνός: Οι πειρασμοί του Μεγάλου Αντωνίου

photo © Αλέξιος Μάινας

photo © Αλέξιος Μάινας

Οι περασμοί του Μεγάλου Αντωνίου, ποίηση, Στάθης Κομνηνός, 2016

         Φωτοαντίγραφο Χρονικό
                Ή ο πειρασμός της μεταμόρφωσης που βρικολακιάζει

                     Εθισμένοι στους ελιγμούς οι ουρανοί.

Στην αρχή σαν μελτεμάκι παρουσιάζεται
Μοιάζει ο χρόνος γιορτινός
σ’ ένα ποτήρι εκδιδόμενος
Ανοικτές όλες οι φυλλωσιές σαν μήτρες
Τα μονοπάτια στήθια να θηλάσεις
Ο ουρανός βαστά ένα χαμόγελο
Και ξάφνου να ! ο χρόνος κουβαλά τον ίδιο του το στόχο
Κέρασμα στο νέο φιλοξενούμενο !

Ανύποπτος δέχτηκες την ένεση !
Κυλά στο αίμα σου πια μια τονικότητα…

Το μελτεμάκι ύστερα το βάρος παίρνει των ερώτων
Αθόρυβα και μυστικά διψά να γίνει σώμα
Κι ιδού πλάθεται σκουλήκι στον καημό σου
Στων σπλάγχνων σου το στεναγμό
Εσύ θαρρείς πως έχεις γη, πατρίδα και στέρεο καταφύγιο
Στον γύρω σου κατακλυσμό κίτρινων φύλλων

                    Εθισμένοι στους ελιγμούς οι ουρανοί.

Αργότερα, η ενδοφλέβια δόση εύστοχα λειτουργεί
Κι αποζητάς φυλλομανής να τυλιχτείς κορμό ονείρων.
Το σκουλήκι μεταμορφώνεται σ’ ασημόγλαρο
Κι εσύ κάθειρκτος Διόνυσος χτυπάς ολοχρονίς τα κύμβαλα
Κι αλαλάζεις, και δίνεσαι και κατακομματιάζεσαι
Χαρά, χαρά, χαρά των πυρετών
Ζαριά, ζαριά, ζαριά βημάτων  

                    Εθισμένοι στους ελιγμούς οι ουρανοί.

Και πιο μετά γίνεται βράχος ο ασημόγλαρος στα σωθικά
Κι αρχίζει να γέρνει απ’ την πέτρα ο κορμός σου
Μεταμορφώνεται ο δολομίτης σε Μολώχ
Και τότε σάρκες πολλές δικές σου
Από τ’ αρχέγονό σου φόρτωμα μάλιστα
Κολλημένες, πατικωμένες, καθημαγμένες τον στολίζουν.
Τώρα είσαι μ’ άμφια πια
Κι έτσι καρατομείς οδούς
Διαμελίζεις πάμπολλες από του μέλλοντος τις άπειρες θύρες
Φυλακίζεις ισόβια τα στόμια του αρχέγονου
Ακρωτηριάζεις θάλασσες αφρισμένες
Λίμνες που κοχλάζουν
Ποτάμια που στροβιλίζονται
Ιερουργείς το ποτήρι του χρόνου
Το μελτεμάκι που ανδρώθηκε ιερουργείς.

                                                   Έτσι θεσπίζουν στερεοφωνικά οι βράχοι        

                    Εθισμένοι στους ελιγμούς οι ουρανοί.

Αργή η μεταμόρφωση των βράχων
Απομένεις ιερουργός για χρόνια
Ένα σημειωτόν παρόν
Ενεστώτας παραζαλισμένος
Τροχός που στέκεται παράδοξα σε κατηφόρα
Οι εποχές εξισώνονται
Το τελετουργικό σου σωρεύει πολλές πόρτες κλειστές
Πόρτες ανέγγιχτες
Πόρτες που σίδερα θα κάνει κάποιο μέλλον.
Και να ! σήμαν’ η ώρα κι ανεπαίσθητα
Τρίζουνε πια τα μαδέρια του σκαριού σου
Άβολος έγιν’ ο άμβωνας
Και σφάγια απεχθάνεσαι !
Και τότε ιδού ! του βράχου ξεκινά
Η προγραμματισμένη μεταμόρφωση :

Μανιτάρι γίνεται γαλάζιο
Που ως δυνάστης επιβάλλει να ξεφραχτούν τα στόμια
Ν’ ανοίξει των ανέμων το ασκί
Να βρουν κοινό σημείο οι ευθείες   
Τούμπες να κάνουν όλα τα πρώτα
Υποκλίσεις όλα τα τωρινά
Κι εσύ στην άκρη μάρμαρο να στέκεις
Με όλα στα χέρια σου δεμένα
Ζεμένος
Δίχως πιο πέρα κάτι να υπάρχει
Δίχως δικαίωμα για μιαν αφετηρία
Δίχως κάποιο να ’ρχεται μέλλον
Δίχως κάτι απ’ τα πίσω να ’ναι ασάλευτο

                    Εθισμένοι στους ελιγμούς οι ουρανοί.

Εξατμίστηκαν τ’ άστρα τώρα.

Και οπισθοδρομεί η μεταμόρφωση
Γίνεται το μανιτάρι βράχος
Κι ο βράχος ξεντύνεται κι ευθύς φοράει τον ασημόγλαρο
Κι αυτός την όψη παίρνει σκουληκιού
Που τη μορφή του δίνει στο μελτέμι
Και τούτο στόμα γίνεται σπηλαιώδες
Σχήμα έχοντας όμικρον
Που φθέγγεται στερεοφωνικά στ’ αυτί σου :
«Δύσμοιρε ακροατή των γιασεμιών !
Εύπιστε ακόλουθε των κυμάτων !
Δεν λόγιασες πως αίμα αντλεί η ένεση που σε καλεί ;
Αίμα δικό σου…
Δεν νόγησες πως ο βρικόλακας κατέχει την κλεψύδρα ;
Δεν ένιωσες το δίχτυ στο μελτέμι ;
Προσμένουν οι βρικόλακες καρτερικά
Τον ορισμένο χρόνο να ποτίσεις
Με το δικό σου ίδρωτα με το δικό σου αίμα
Η ορισμένη να φανερωθεί στιγμή
Που η μεταμόρφωση θ’ αποκαλυφθεί σκαλί,
Σκαλί-σκαλί στης άβυσσος το δρόμο,
Κι η κλίμακα θα δείξει χαχανίζοντας
Πως τα μελτέμια οδηγούν στ’ αδιέξοδο του χρόνου
Στων κύκλων το κενό
Στα κυπαρίσσια των τωρινών σου ημερών
Στ’ άπρακτα παροντικά σου χέρια ;…
Φραγμός στο γυρισμό
Και ν’ αρχινίσεις πάλι αδύνατον
Μια και βαθιά στο σώμα σου αιμάτωσες το χρόνο
Έτσι που κάθε μεταμόρφωση να είσαι Συ ο ίδιος
Κι άθραυστα αγάλματα εγίναν μέσαθέ σου τα σκαλιά.

Τώρα έγινε το μακριά μακρύτερα
Ο αναβαθμός απρόσιτος
Το κοντά αχάιδευτο
Το τέλος ένας γελαστός καπνός
Και τα μαρμάρινα μελτέμια σου
Μικρό, άσχημο πνίγος.    
Τώρα πια γίνε της αμηχανίας μάρμαρο
Κι αφέσου να σ’ απομυζά
Το βρικολακιασμένο μελτεμάκι της αρχής
Που ανυπεράσπιστο σ’ έφτιαχνε θύμα  
Παθητικό, δίχως αντίσταση αιμοδότη
Βασιλιά της αδυναμίας
Παράλυτο της Πράξης
Ρουφήχτρα του εαυτού σου
Κουβάρι μηρυκαστικό
Αλλοτινών ελπίδων φάντασμα.

Όλα σου τα σκαλιά βγάζουν στην απραξία !
Η κλίμακα πάντα  σ’ οδηγεί στην άκρα Αμηχανία !