Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

#2 Δημήτρης Άλλος + Γιάννα Μπούκοβα : "Μας ανησυχεί ο εφιάλτης μιας επανάληψης"

της Μαρίας Ιωαννίδου

Ο συναρπαστικός διάλογος ανάμεσα σε δύο ποιητές αλλόγλωσσους αλλά ομόφωνους, ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία, ανάμεσα σε δύο εποχές. Πριν και μετά την άλωση των Βαλκανίων, ο Δημήτρης Άλλος και η Γιάννα Μπούκοβα, η Γιάννα και ο Δημήτρης. H ποίηση του Δημήτρη από τη μία, νευρώδης, γεμάτη ρήξεις και αναφορές ελληνικές, αλλά και μία ατμόσφαιρα που σε πάει κατευθείαν σε φοιτητικά στέκια και καλοκαιρινά τοπία σκληρά και ιδρωμένα. Από την άλλη η Γιάννα. Με μια φωνή που από πίσω ηχεί ξεκάθαρα η ευγενική βαλκάνια μελωδία, να διηγείται με έναν ρυθμό γνώριμο από την ελληνική ποίηση τις κρίσιμες και τραγικά επίκαιρες μεταμορφώσεις. Κατεβαίνοντας θα 'λεγε κανείς από το τοπίο της πατρίδας της που μόλις έγινε αγνώριστο, στον δικό μας νότο, στη δική μας γλώσσα, με έναν λόγο γνήσιο, συγκρατημένο, απίστευτα σκληρό και λυρικό μαζί, τρυφερά ανατρεπτικό.
Καθώς και οι δύο είναι ποιητές και μεταφραστές, μοιάζουν να χαράζουν δυο γραμμές, το σημείο τομής και συνάντησης δεν μπορούμε να το φανταστούμε αλλιώς παρά έναν έρημο σιδηροδρομικό σταθμό κάπου στη μέση, μέσα καλοκαιριού, δύο Βαλκάνιες φωνές, που συνηχούν και μια κουβέντα γνωριμίας με το "Βακχικόν". Εκ των πραγμάτων, εστιασμένη κυρίως στο γεγονός της συνύπαρξης στη κοινή ποιητική γλώσσα, της συνάντησης και του διπλού διαλόγου.

allos.jpgΓιάννα και Δημήτρη, είστε και οι δύο μεταφραστές και ποιητές. Πώς κρατάτε ο καθένας την ταυτότητα του σ΄ αυτή την ποιητική συνύπαρξη;

Γιάννα: Νομίζω ότι βασικό ρόλο έπαιξε το ότι γνωριστήκαμε ως δύο ολοκληρωμένες σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητες. Ο καθένας από εμάς είχε ήδη χαράξει την πορεία του, είχε καθορίσει κατά κάποιο τρόπο το ποιητικό του πεδίο.

Δημήτρης: Πραγματικά χαίρομαι πολύ που το διαπιστώνεις. Με την Γιάννα είμαστε μαζί από τα τέλη του 1990. Εξαρτάται τι ζητάει κανείς σε μία σχέση. Εκείνο που την κρατάει ζωντανή είναι η αίσθηση της επαφής με την διαφορετικότητα του άλλου, το να μην θεωρούνται όλα δεδομένα και προβλέψιμα.

Το «Άλλος» είναι ψευδώνυμο; Το «Γιάννα» ελληνοποιημένο;

Δημήτρης: Το «Άλλος» είναι απόσταση, μέτρο, αυτοθέαση, αυτοκριτική ή μέτρο αυτοκριτικής και πολλά άλλα ακόμα. Πάντως τίποτα ψεύτικο.

Γιάννα: «Γιάννα» είναι το επίσημο βουλγάρικο όνομα για το «Ιωάννα». Είναι παλαιό, αναφέρεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια. Υπάρχει και σε άλλες σλαβικές γλώσσες, όπως στα τσέχικα για παράδειγμα.

Πώς είναι η ζωή στην Αθήνα αλλά και στη Σόφια για δύο ανθρώπους που ο καθένας κάπου είναι ξένος; Σε σχέση με τους «άλλους ξένους», σε σχέση με τους «άλλους ποιητές» σε κάθε χώρα;

Γιάννα: Ο άνθρωπος κάλλιστα μπορεί να νιώθει ξένος και στην ίδια την χώρα του. Δεν είναι σχήμα λόγου, είναι μια πραγματικότητα που ο καθένας μας την έχει βιώσει κάποια στιγμή της ζωής του. Νομίζω ότι σε κάθε χώρα υπάρχει μία ομάδα ανθρώπων που με κάνει να νιώθω σπίτι μου. Είχα την τύχη να συναντήσω στην Ελλάδα ανθρώπους με καταπληκτική ποιότητα και ταλέντο, ανοιχτούς και γενναιόδωρους. Δεν μιλάω για καμία άλλη συγγένεια εκτός από την πνευματική, κανένα άλλο λόγο επικοινωνίας εκτός από την κοινή γλώσσα των απόψεων και των ευαισθησιών. Σε αυτούς οφείλω την αίσθηση ότι δεν είμαι ξένη. Θα ένιωθα εξίσου σπίτι μου αν αυτοί τύχαινε να είναι Φιλανδοί ή Κορεάτες ή ό,τι άλλο.

Δημήτρης: Έζησα στη Βουλγαρία σχεδόν 14 χρόνια (1981-1994). Πολύ γρήγορα «αποστασιοποιήθηκα» από το μεγάλο ελληνικό φοιτητικό γκέτο. Μοιράστηκα με τους ανθρώπους της χώρας αυτής σκέψεις, ανησυχίες, καθημερινότητα, δημιούργησα φιλίες που αντέχουν στο χρόνο και έζησα «από τα μέσα» τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του 1989 που μοιραία την καθόρισαν ή για να το θέσω αλλιώς δεν έζησα σαν ούφο σε αυτήν την κοινωνία. Όχι, δεν αισθάνομαι ξένος ούτε κι οι άνθρωποι εκεί με αισθάνονται ξένο. Αυτός ήταν και ο λόγος που μετά τις σπουδές μου έμεινα στην Βουλγαρία άλλα τέσσερα ακόμα χρόνια δημιουργώντας έναν εκδοτικό οίκο και ιδρύοντας μαζί με Βούλγαρους νέους ποιητές ένα λογοτεχνικό περιοδικό, το «Αχ, Μαρία - περιοδικό για τη λογοτεχνία και άλλες απολαύσεις» (1990-1994). Εάν δεν μεσολαβούσε η μεγάλη οικονομική κρίση, το 95-96, στη Βουλγαρία ίσως να μέναμε μόνιμα εκεί.

bukowa.gifΚρατάμε τον «Ελάχιστο Κήπο» και τον «Ψηλό στα Άχυρα», δύο τόμους βιβλίων που υπογράφονται από εκδότες που ο καθείς για άλλο λόγο, θεωρείται κορυφαίος. Θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό ή άξιο αυτής της επιλογής;

Γιάννα: Νιώθω πολύ τυχερή. Όχι μόνο επειδή γνωρίζω καλά πόσο δύσκολο είναι να εκδώσει κανείς βιβλίο ποίησης, και μάλιστα πρώτο βιβλίο, αλλά επειδή συνάντησα αληθινό σεβασμό για τα κείμενα και αληθινή αγάπη για τα βιβλία – κάτι πολύ σπάνιο σήμερα και πολύτιμο.

Δημήτρης: Επιλογή οπωσδήποτε… και η τύχη φαίνεται ότι κάποιες φορές αποκαθιστά ισορροπίες. Δεν ξέρω. Το λέω αυτό γιατί καμιά φορά -όπως καλή ώρα- μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι κι εγώ. Ειδικά αν ρίξει κανείς μια ματιά στα βιβλία ποίησης που εκδίδονταν στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς να μην αισθανθείς τυχερός όταν συνεργάζεσαι με ανθρώπους που αγαπούν την δουλειά τους και υποστηρίζουν την ποίηση, όταν μπορείς να πεις ένα ευχαριστώ και να το εννοείς. Πάντως αν και το επεδίωξα κάποια στιγμή, δεν έμαθα ποτέ ποιος και γιατί επέλεξε αυτό το βιβλίο ανάμεσα σε άλλα.

Ποιο νομίζετε ότι ήταν το πιο καθοριστικό για τη δυναμική της ποίησης στις νέες χώρες; Η πτώση του τείχους και οι σαρωτικές αλλαγές, η συσσωρευμένη ακαδημαϊκή γνώση που κληροδότησε το προηγούμενο καθεστώς, ή ένας συνδυασμός των δύο;

Δημήτρης: Ήμουν παρών στα γεγονότα από την πρώτη στιγμή και θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες. Το περιοδικό και οι εκδόσεις που ανέφερα παραπάνω μ’ αυτό ακριβώς είχαν να κάνουν. Η πτώση του τείχους και οι σαρωτικές αλλαγές που επακολούθησαν έπαιξαν αναμφίβολα τον μεγαλύτερο ρόλο. Αυτό ήταν που έσπασε το απόστημα της λογοκρισίας. Υπήρχε τεράστια έλλειψη βιβλίων, όχι μόνο στην λογοτεχνία αλλά στις ανθρωπιστικές επιστήμες γενικότερα. Κάποιοι από τους μεταφραστές σκαρφίζονταν απίθανα πράγματα για να ξεπεράσουν το σιδερένιο τείχος της λογοκρισίας, ρισκάροντας -όχι λίγες φορές- να χάσουν την δουλειά τους το λιγότερο (τι να σου λέω… για να βγάλεις μια φωτοτυπία χρειαζόταν ειδική άδεια…). Όσο για τη λεγόμενη ακαδημαϊκή γνώση που κληροδότησε το προηγούμενο καθεστώς στον χώρο της τέχνης ήταν τόσο παρωχημένη, σάπια εντελώς. Κατέρρευσε και τυπικά με τη μεταπολίτευση. Γίνεται λόγος για μια «γνώση» χειραγωγημένη ιδεολογικά στο έπακρο από τις αρχές-δόγματα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Ακριβώς... ακαδημαϊκή δηλαδή.

Μοιραστείτε μαζί μας την πρώτη-πρώτη επαφή του καθένα με την γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας τους άλλου. Ποιο υπήρξε το πρώτο-πρώτο ανάγνωσμα για τον καθένα, η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε την ύπαρξη της άλλης χώρας μέσα από τον πολιτισμό;

Γιάννα: Έχω τελειώσει Κλασικό λύκειο και μετά σπούδασα Κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Η πρώτη μου επαφή ήταν με τα αρχαία κείμενα, τους τόνους και τα πνεύματά τους. Μου λείπουν στη σημερινή γραφή, όσο παράξενο και να ακούγεται για έναν σύγχρονο έλληνα, ειδικά νεώτερης ηλικίας. Η δεύτερη μου μεγάλη συνάντηση ήταν με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση όταν ο Δημήτρης μου μετέφραζε «prima vista» στα βουλγάρικα, ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη (τότε δεν ήξερα ακόμα νέα ελληνικά). Έμεινα -ας μην ακουστεί κλισέ η λέξη, δεν βρίσκω άλλη- μαγεμένη. Και ακόμα είμαι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σαχτούρης είναι ο πρώτος ποιητής που μετάφρασα.

Δημήτρης: Άρχισα να μαθαίνω τα βουλγαρικά στην τελευταία τάξη του λυκείου. Μετά τις πρώτες πανελλήνιες (το 1980) ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα πετύχαινα την εισαγωγή μου στην ιατρική σχολή (παρεμπιπτόντως εγκατέλειψα τις σπουδές μου στην Ιατρική Ακαδημία της Σόφιας στο τρίτο έτος με προσωπική μου απόφαση). Όμως η πρώτη μου ουσιαστική επαφή έγινε μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Τα άκουσα για πρώτη φορά από Βούλγαρους συναδέλφους στις φοιτητικές εστίες μ' ένα ακορντεόν, μια κιθάρα, ένα μπουκάλι ρακί… ειδικά σ’ εκείνες τις προχωρημένες ώρες που τα πάρτι έπαιρναν διαστάσεις πιο ψυχικές... Τραγουδούσαμε κι εμείς τα δικά μας… μαγικά πράματα. Να κάπως έτσι συνέβαιναν πολιτιστικές ανταλλαγές.

Ποια η γνώμη σας για τις πολιτιστικές ανταλλαγές, τους επίσημους φορείς, τα ποιητικά και μεταφραστικά φόρα, τις κοινές εκδηλώσεις; Πού αρθρώνεται πιο πολύ η κοινή φωνή, εκεί, ή από το πήγαιν-έλα των φοιτητών και των μεταναστών;

Δημήτρης: Δυστυχώς οι πολιτιστικές ανταλλαγές των επισήμων φορέων διέπονται πάντα από πολιτικές και συναφείς νοοτροπίες. Ειδικά στον χώρο της λογοτεχνίας η κατάσταση είναι άσχημη -κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να πω. Σε κάθε χώρα υπάρχει ένα κατεστημένο το οποίο κακά τα ψέματα είναι δημιούργημα προσωπικών επιδιώξεων για προβολή και σχέσεων με τον εκάστοτε επίσημο φορέα που θα τις αναδείξει. Καλοθελητές πάμπολλοι ένθεν κακείθεν. Υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία που έχει ανάγκη από «ευρωπαϊκές διαβαλκανικές πολιτιστικές σχέσεις». Πιστεύω πως οτιδήποτε ουσιαστικό συμβαίνει σ’ αυτό το χώρο οφείλεται στη μαγκιά μερικών παθιασμένων ανθρώπων… Όπως ο Χρήστος ο Παπουτσάκης, ο οποίος εξέδωσε την ανθολογία βαλκανικής ποίησης ΑΙΜΟΣ σε επτά γλώσσες. Ένα έργο μοναδικό που συμμετείχαν πάνω από 150 μεταφραστές και πανεπιστημιακοί απ όλες τις χώρες των Βαλκανίων. Καμιά κρατική αρωγή (όχι μόνο από το εδώ κράτος). Μόνο με προσωπικές πρωτοβουλίες μπορεί να γίνει κάτι. Πράγμα διόλου εύκολο και ψυχοφθόρο γιατί το κάθε κατεστημένο αποστρέφεται και πολεμάει οτιδήποτε δεν το συμπεριλαμβάνει ή δεν το παίρνει τουλάχιστον υπόψη του.

Συμμετέχετε στις κοινωνικές διαδικασίες; Ψηφίζετε; Παίρνετε θέση;

Γιάννα: Ψηφίζουμε πάντα. Παίρνουμε θέση. Αποφεύγουμε να τη φωνάζουμε.

Πώς μοιράζεται –αν μοιράζεται- ο χρόνος ανάμεσα από δυο πατρίδες;

Γιάννα: Το να ανήκω ταυτόχρονα σε δύο τόπους, μεταξύ των οποίων οι ισορροπίες αγάπης, οικειότητας ή απογοήτευσης αλλάζουν ασταμάτητα, για χρόνια μου φαινόταν κάτι βασανιστικό. Αργότερα ανακάλυψα ότι είναι από τα πιο πολύτιμα πράγματα που έχω. Με βοηθάει να κρατάω κάποιες αποστάσεις από το άμεσο «εδώ και τώρα», να παραλείπω κάποιες μικρότητες και να διατηρώ (όσο μπορώ) την ψυχραιμία μου. Όχι ότι τα καταφέρνω πάντα, αλλά βοηθάει αρκετά. Παρεμπιπτόντως μου αρέσει πολύ η λέξη «ψυχραιμία», την θεωρώ πολύ σημαντική και για την σκέψη, και για τη γραφή, και ας μην είναι στη μόδα.

Δημήτρης: Πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορώ -τουλάχιστον μια φορά το χρόνο στη χειρότερη περίπτωση- παρακολουθώ τα πολιτικά και λογοτεχνικά πράγματα εκεί -πέρυσι με δέχτηκαν ως αντεπιστέλλον μέλος στην εταιρεία Βούλγαρων συγγραφέων. Και σίγουρα δεν πηγαίνω σε μια ξένη χώρα.

Η εμπειρία σας από μια πρώην σοσιαλιστική χώρα, σας έχει προσανατολίσει στο να καταγράφετε την οικουμενική δόνηση, το συνολικό αίσθημα, σε σχέση με τον ατομισμό της Δύσης;

Δημήτρης: Ακριβώς στη βάση αυτής της εμπειρίας θα δοκιμάσω να δώσω μιαν απάντηση. Ένα βράδυ σε μια παρέα διανοουμένων τους πρώτους μήνες μετά τις αλλαγές, συζητώντας για τις προοπτικές που διαγράφονταν για την Βουλγαρία και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως και για τις προσδοκίες γενικότερα των πολιτών στις χώρες αυτές, η συζήτηση έκλεισε λέγοντας «έχω την αίσθηση ότι ανεβαίνετε σε ένα τραίνο το οποίο έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό για όλους μας, ανεπιστρεπτί». Λίγοι πιστεύω αντιλήφθηκαν το πραγματικό νόημα της πτώσης του τείχους. Είναι κυνικό μάλλον αλλά το πολιτικό σύστημα του οικονομικά ανεπτυγμένου κόσμου, σήμερα –περισσότερο από ποτέ άλλοτε- βασίζεται συνειδητά σ' ένα υβρίδιο επιβολής εξουσίας που αντλεί την πείρα του από οτιδήποτε το εξυπηρετεί διαχρονικά. Το Κινεζικό κράτος για παράδειγμα φαίνεται ότι δεν τρέφει καμιά αυταπάτη πάνω στο ζήτημα αυτό. Μας πιάνει γέλιο νευρικό όταν ευρωπαϊκές «κοινωνικές εκδηλώσεις» ας πούμε –ο τρόπος ειδικά που τις προπαγανδίζουν τα Μ.Μ.Ε.- αρχίζουν να μοιάζουν ολοένα περισσότερο με εκείνες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Ναι, ταρακουνάει και εμάς αυτή η οικουμενική δόνηση για την οποία κάνεις λόγο και αυτό που μας προβληματίζει είναι ποια μορφή πολιτικής έκφρασης θα πάρει. Για την ώρα είναι ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από την υφήλιο. Μας ανησυχεί ο εφιάλτης μιας επανάληψης ανεξάρτητα από το πολιτικό χρώμα που θα έχει «ο μεγάλος αδελφός».

Ζείτε πεζά; Είστε καπνιστές;

Γιάννα: Ζούμε πεζότατα. Ούτε αυτοκίνητο δεν έχουμε… Είμαστε αδιόρθωτοι καπνιστές που προσπαθούν με κάθε τρόπο να σέβονται τα δικαιώματα των μη καπνιστών. Ελπίζουμε και αυτοί να σεβαστούν τα δικά μας.

Πού μαζεύετε τις ποιητικές εικόνες σας; Σας συμβαίνει να σχολιάσετε ή να επεξεργαστείτε ένα κάποιο ερέθισμα από την καθημερινότητα με παρόμοιο τρόπο; Με διαφορετικό;

Γιάννα: Ομολογώ, ότι ποτέ μου δεν έμαθα από πού μαζεύω τις εικόνες μου. Είναι κάτι που συμβαίνει χωρίς τη συμμετοχή μου ή τουλάχιστον χωρίς τη συνειδητή μου συμμετοχή. Εκ των υστέρων, όταν εμφανιστούν στο ποίημα, μπορώ να αναγνωρίσω την προέλευση κάποιων από αυτών. Αλλά μόνο εκ των υστέρων. Γενικά πιστεύω ότι κάθε προσπάθεια να αναλύσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει στην ποίηση φέρνει το ρίσκο να πάθει το ίδιο, το οποίο έπαθε η σαρανταποδαρούσα, όταν ξαφνικά αναρωτήθηκε πως περπατάει χωρίς να μπλέκει τα πόδια της.

Δημήτρης: Δεν τις μαζεύω. Μαζεύονται. Πώς γίνεται αυτό, γιατί κάποιες και όχι κάποιες άλλες είναι αδύνατον να το εξηγήσω. Ούτε και θέλω. Ας υπάρχουν οι ερμηνείες και οι υποθέσεις όποιου ενδιαφέρεται. Είναι κι αυτός ένας τρόπος συμμετοχής στο θαύμα.
Όσον αφορά στη δεύτερη ερώτηση σου –αν την κατάλαβα σωστά- γίνεται λόγος για δύο διαφορετικά πράγματα. Με τη Γιάννα συζητάμε. Ανταλλάσσουμε γνώμες, συμφωνούμε διαφωνούμε… για συν-ζήτηση γίνεται λόγος και όχι για παράλληλους μονόλογους. Όμως στη δημιουργία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σεβόμαστε πολύ ο ένας την δουλειά του άλλου ώστε ν' ανακατευθούμε σε αυτήν. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν θα πούμε τη γνώμη μας αν κάποιος από μας τη ζητήσει. Αρκεί να υπάρχει βέβαια…

Γιάννα, έχεις μεταφράσει τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές στη μητρική σου γλώσσα. Νοιώθεις ότι δανείζεσαι στοιχεία από το ρυθμό τους όταν γράφεις στα Ελληνικά; Στα Βουλγαρικά;

Γιάννα: Έχω μία πολύ έντονη προσωπική αίσθηση του ρυθμού όταν γράφω και τα πιο δυνατά αναγνώσματα δεν έχει τύχει να με επηρεάσουν. Με την ίδια αίσθηση του ρυθμού και της ρυθμικής κατασκευής όπως γράφω στα βουλγάρικα έγραψα και τα τρία μου ποιήματα στα ελληνικά. Απλά χρησιμοποίησα ελληνικές λέξεις. Αντιθέτως προσέχω με κάθε τρόπο να μην επιβάλλω τον προσωπικό μου ρυθμό στους ποιητές που μεταφράζω. θα το θεωρούσα μεγάλη μεταφραστική αποτυχία. Από αυτήν την άποψη η μετάφραση είναι μεγάλο σχολείο – μαθαίνεις πόσο όμορφα μπορεί να εκφραστεί κάτι σε ένα κείμενο που εξολοκλήρου ελέγχεις με ένα τρόπο εντελώς διαφορετικό από το δικό σου.

Δημήτρη, δουλεύεις στην «καρδιά» της Αθήνας, στην Κεντρική Αγορά, πιο «καρδιά» δεν γίνεται… Πιστεύεις ότι εκεί, μέσα στο θόρυβο και στην πεζή καθημερινότητα, δημιουργείται ένας ποιητικός λόγος εσωτερικός; Λειτουργεί αυτό το περιβάλλον κόντρα ή πρίμα στην έμπνευση από τη μία και στην εξυπηρέτηση της ποιητικής αλήθειας από την άλλη;

Δημήτρης: Η Δημοτική Αγορά, η Βαρβάκειος, βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και συχνά ο κόσμος τη μπερδεύει με την Κεντρική Αγορά Αθηνών στο Ρέντη. Τη Λαχαναγορά όπως είναι γνωστότερη. Δούλεψα εκεί 12 χρόνια κάτι άγρια ωράρια 10μμ με 10πμ. Εδώ και τρία χρόνια έχω σταματήσει. Μεγάλο σχολείο… Επανεκτιμάς αποφάσεις, σχέσεις με ανθρώπους, καταστάσεις… κατανοείς φερ’ ειπείν τι σημαίνει σκληρότατη επιείκεια και άλλα τέτοια αποφατικά… ένα είδος ολοκλήρωσης… Είναι αγορά με την αρχαία σημασία της λέξης θα έλεγα. Για να μην μακρηγορώ. Δεν ξέρω αν αυτό το περιβάλλον κάνει τον ποιητικό λόγο εσωτερικό ή πιο εσωτερικό. Μπορώ να πω όμως με σιγουριά ότι δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να γίνει αυτιστικός. Σ’ εμένα έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω, όπως το σίδερο στη φωτιά, την αλήθεια όχι μόνο των στίχων μου αλλά και της ποίησης γενικότερα. (Κάποιες στιγμές δε μπορούσες να πάρεις ανάσα από τα φούμαρα)

Τα ποιήματα του Δημήτρη βρίθουν από ελληνικότητα και αναφορές, αν και βρίσκεται στη χώρα του. Εκείνα της Γιάννας έχουν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, στοιχεία που να μαρτυρούν άμεσα τουλάχιστον ότι μιλάει από μια δεύτερη πατρίδα. Θέλετε να το σχολιάσετε;

Γιάννα: Νιώθω κάπως άβολα με τον όρο «δεύτερη πατρίδα». Αν πατρίδα μας είναι η γλώσσα, στους ποιητές μάλλον δεν επιτρέπεται να έχουν δεύτερη. Τα ποιήματα μου είναι συμβάντα του μυαλού μου, τις περισσότερες φορές χωρίς συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Όπως κατά κάποιο τρόπο ανέφερα πριν, δεν είναι η καθημερινότητα που μου δίνει ερεθίσματα. Ζω πολύ περισσότερο στο μυαλό μου απ’ όσο σε οποιαδήποτε γεωγραφία και αυτό κάπως αποτυπώνεται στα ποιήματά μου.

Δημήτρης: Όπως σου είπα κάποτε, η σχέση μου με τον χρόνο δεν είναι γραμμική. Η πρώτη γραφή του μεγαλύτερου μέρους του βιβλίου μου έγινε στην Βουλγαρία και το μεγαλύτερο μέρος πάλι της τελικής του επεξεργασίας το 96-97 στην Αθήνα πλέον. Η επεξεργασία αυτή είχε σχέση με την σπονδυλωτή δομή του ποιήματος και δεν απετέλεσε αφορμή -πώς να το πω;- για «προσχώσεις» ελληνικότητας. Το 1988 συζητώντας με τον Γιάννη Ρίτσο σε μια αποστροφή του λόγου του, αναφέρθηκε στην τύχη όσων έχουν την δυνατότητα να βλέπουν την Ελλάδα απ' έξω. Και ήταν κατηγορηματικός όταν έλεγε ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει κανείς σωστή αντίληψη για την χώρα του και την ιστορία της πατρίδας του. Ο ελληνικός πολιτισμός πάλι ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της Ελλάδας. Σ’ αυτά οφείλεται η ελληνικότητα που διαπίστωσες.

Συνήθως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες και οι άντρες λακωνικότεροι. Αισθάνεστε εξαίρεση αυτού του κανόνα;

Γιάννα: Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω συναντήσει πιο φλύαρα όντα από τους άντρες διανοούμενους…
Δεν νομίζω να είναι θέμα φύλου. Εγώ είμαι κλειστός χαρακτήρας, μιλάω λίγο και μόνο με ανθρώπους που θεωρώ πολύ δικούς μου. Γράφω επίσης λίγο. Απλώς αυτός είναι ο τρόπος μου.

Δημήτρης: Πολλές φορές η φλυαρία είναι εξαιρετικά χαλαρωτική, αλλά χρειάζονται ταλαντούχοι συνομιλητές γι αυτήν την ευχαρίστηση.

Και μια ερώτηση κοινή για το τέλος: «Aδύνατον λέω /αδύνατον/ να εξηγήσω/ τόσο/ μελάνι /στο κεφάλι μου» του Δημήτρη, και «Πόσο νερό/ πόσο πολύ νερό/ χωράει η καρδιά μου», της Γιάννας. Αυτή η συναρπαστική αντίστιξη, πείτε μας, μελάνι ή νερό; Τι είναι εκείνο που κυριαρχεί; Και από πού περνάει, από το μυαλό ή από την καρδιά;

Γιάννα: Μου αρέσει που στην αρχαιότητα η λέξη «φρήν» μπορούσε να σημαίνει και τα δύο. Αυτή η ενότητα υπάρχει και στην ποίηση. Γενικά πιστεύω ότι μαζί με όλα τα άλλα η ποίηση είναι και μία προσπάθεια αποκατάστασης της ενότητας των πραγμάτων. Ακολουθώντας αυτήν την γραμμή και την παραπάνω ερώτηση, μου φαίνεται, ότι το νερό και η μελάνη επίσης κάπως ενώνονται. Και τα δύο μπορούν να σε πνίξουν, και τα δύο μπορούν να σε ξεδιψάσουν και τα δύο μπορούν ν' αφήσουν εξίσου ορατά και αόρατα σημάδια. Όλα είναι θέμα ευαισθησίας.

Δημήτρης: Ναι! Έτσι!

Ο Δημήτρης Άλλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Ψηλός στα άχυρα" (Καστανιώτη, 2000) και "Φωνές που δεν γλύτωσαν" (Arts Foundation, Sofia, 2002). Ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια βουλγαρικής λογοτεχνίας.

Η Γιάννα Μπούκοβα γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας το 1968. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Τα Παλάτια του Διοκλητιανού" (Σόφια 1995) και "Lodka v okoto" (Σόφια 2000) και τη συλλογή διηγημάτων "Κι όπως κάθε τι" (Σόφια, 2006). Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί η ποιητική της συλλογή "Ο ελάχιστος κήπος", σε μετάφραση του Δημήτρη Άλλου (Ίκαρος, 2006). Ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια κειμένων ελληνικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας στα βουλγαρικά και σε δική της μετάφραση στη χώρα της έχουν εκδοθεί εννέα βιβλία.