Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Πηνελόπη Τριαδά : "Drood" (μτφρ.)

Drood, Μυθιστόρημα, Dan Simmons, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους, 2010 [Little, Brown and Company, 2009]

Κεφάλαιο 1

Το όνομά μου είναι Γουίλκι Κόλινς, και μαντεύω ότι, εφόσον σκοπεύω να καθυστερήσω την έκδοση αυτού του εγγράφου για τουλάχιστον εκατόν εικοσιπέντε χρόνια από την ημέρα του θανάτου μου, το όνομά μου δεν σου λέει τίποτα. Κάποιοι λένε ότι είμαι άνθρωπος του τζόγου κι εκείνοι που το λένε έχουν δίκιο, γι’ αυτό βάζω στοίχημα, Αγαπητέ Αναγνώστη, ότι δεν έχεις ούτε διαβάσει ούτε ακούσει κάποιο από τα βιβλία μου ή τα θεατρικά μου έργα. Ίσως εσείς οι Βρετανοί ή οι Αμερικανοί να μη μιλάτε καν αγγλικά εκατόν εικοσιπέντε χρόνια στο μέλλον. Ίσως να ντύνεστε σαν Οτεντότοι (1), να ζείτε σε σπηλιές που φωτίζονται από λυχνίες γκαζιού, να ταξιδεύετε με αερόστατα, και να επικοινωνείτε με τηλεγραφημένες σκέψεις χωρίς το εμπόδιο της φωνητικής ή γραπτής γλώσσας.
Όπως και να ‘χει, θα έβαζα στοίχημα την τωρινή μου περιουσία, όποια κι αν είναι αυτή, και όλα τα μελλοντικά μου δικαιώματα από τα θεατρικά μου και τα μυθιστορήματά μου, όποια κι να είναι αυτά, ότι σίγουρα θυμάστε το όνομα και τα βιβλία και τα θεατρικά και τους φανταστικούς χαρακτήρες του φίλου και πρώην συνεργάτη μου, κάποιου Κάρολου Ντίκενς.
Αυτή λοιπόν η αληθινή ιστορία μιλά για το φίλο μου (ή τουλάχιστον για τον άνθρωπο που υπήρξε κάποτε φίλος μου) Κάρολο Ντίκενς και για το δυστύχημα στο Στάπλχερστ που του στέρησε τη γαλήνη του, την υγεία του, και, όπως ίσως να έλεγαν κάποιοι, ακόμα και τα λογικά του. Αυτή η αληθινή ιστορία θα είναι για τα τελευταία πέντε χρόνια του Κάρολου Ντίκενς και για την αυξανόμενη εμμονή του όλο αυτό το διάστημα με έναν άνθρωπο  –αν όντως ήταν άνθρωπος– με το όνομα Ντρουντ, καθώς επίσης και με το φόνο, το θάνατο, τα πτώματα, τις κρύπτες, τον υπνωτισμό, το όπιο, τα φαντάσματα, τους δρόμους και τα σοκάκια των σκοτεινών σπλάχνων του Λονδίνου που ο συγγραφέας πάντα αποκαλούσε «η Βαβυλώνα μου» ή «Ο Μεγάλος Φούρνος». Σ’ αυτό το χειρόγραφο (το οποίο, όπως έχω εξηγήσει –τόσο για νομικούς λόγους όσο και για λόγους τιμής– σκοπεύω να κρατήσω κρυφό για περισσότερα από εκατό χρόνια μετά το δικό του και το δικό μου θάνατο), θα δώσω απάντηση στην ερώτηση που ίσως κανείς άλλος που έζησε στην εποχή μας δεν ήξερε να θέσει – «Πράγματι ο διάσημος και αγαπητός και αξιότιμος Κάρολος Ντίκενς συνωμότησε για να δολοφονήσει έναν αθώο άνθρωπο και να διαλύσει τη σάρκα του σε έναν λάκκο με καυστικό ασβέστη και να θάψει με μυστικότητα ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν, μονάχα τα οστά και το κρανίο δηλαδή, στην κρύπτη ενός αρχαίου καθεδρικού ναού ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παιδική ηλικία του Ντίκενς; Και πράγματι μετά ο Ντίκενς ραδιούργησε για να πετάξει τα γυαλιά, τα δαχτυλίδια, τις καρφίτσες, τα κουμπιά του πουκαμίσου και το ρολόι τσέπης του αθώου θύματος στον Ποταμό Τάμεση; Και αν έγινε όντως έτσι, ή αν ο Ντίκενς απλά ονειρεύτηκε ότι τα έκανε όλα αυτά, τι ρόλο έπαιξε στο ξέσπασμα αυτής της τρέλας ένα απολύτως αληθινό φάντασμα με το όνομα Ντρουντ;

Η ημερομηνία της συμφοράς του Ντίκενς ήταν η 9η Ιουνίου του 1865. Η αμαξοστοιχία που μετέφερε την επιτυχία του, τη γαλήνη του, τα λογικά του, το χειρόγραφό του και την ερωμένη του όδευε –κυριολεκτικά– προς ένα ρήγμα στις ράγες και μια τρομερή πτώση.
Δεν ξέρω αν εσείς, Αγαπητοί Αναγνώστες που ζείτε τόσα χρόνια μετά καταγράφετε ή διατηρείτε στη μνήμη σας την ιστορία (ίσως να έχετε απαρνηθεί τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και να ζείτε αιωνίως στο Έτος Μηδέν), αλλά αν στην εποχή σας διατηρείτε έστω κι ένα παραμικρό ίχνος της, τότε πρέπει να γνωρίζετε καλά τα σημαντικά γεγονότα της χρονιάς που ονομάζεται Σωτήριον Έτος 1865. Κάποια γεγονότα, όπως είναι το τέλος του αδελφοκτόνου πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μελετήθηκαν με μια δόση μελοδράματος και αρκετό ενδιαφέρον από πολλούς στην Αγγλία, αν και όχι και από τον Κάρολο Ντίκενς. Παρά το μεγάλο του ενδιαφέρον για την Αμερική –είχε ήδη ταξιδέψει εκεί και είχε γράψει βιβλία γι’ αυτήν, όχι ιδιαιτέρως κολακευτικά βιβλία θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, και αγωνίστηκε σκληρά να λάβει κάποια αποζημίωση για την πειρατεία των έργων του στις πρώην αποικίες οι οποίες αποτελούσαν τον παράδεισο της πνευματικής κλοπής– ο Ντίκενς ελάχιστα ενδιαφερόταν για έναν πόλεμο ανάμεσα σε κάποιον μακρινό Βορρά κι έναν ακόμα πιο μακρινό Νότο. Αλλά το 1865, τη χρονιά της συμφοράς στο Στάπλχερστ, ο Κάρολος Ντίκενς είχε λόγους να είναι πολύ ικανοποιημένος με την προσωπική του ιστορία.
Ήταν ο πιο δημοφιλής μυθιστοριογράφος στην Αγγλία, ίσως και στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι στην Αγγλία και την Αμερική θεωρούσαν ότι ο φίλος μου ήταν –με εξαίρεση τον Σαίξπηρ και ίσως τον Σωσέρ και τον Κιτς– ο μεγαλύτερος συγγραφέας που έζησε ποτέ.
Φυσικά, εγώ ήξερα ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ανοησία, αλλά η φήμη, όπως λένε (ή τουλάχιστον όπως έχω πει εγώ) γεννά περισσότερη φήμη. Έχω δει τον Κάρολο Ντίκενς χωμένο μέσα σε ένα υπαίθριο αποχωρητήριο χωρίς πόρτα, με τα παντελόνια του κατεβασμένα ως τους αστραγάλους του, να βελάζει σαν χαμένο πρόβατο ζητώντας λίγο χαρτί για να σκουπίσει τον πισινό του, και θα πρέπει να με συγχωρήσετε αν θεωρώ την εικόνα αυτή πιο αληθινή από «τον μεγαλύτερο συγγραφέα που έζησε ποτέ».
Αλλά αυτή την ημέρα του Ιουνίου του 1865, ο Ντίκενς είχε πολλούς λόγους να είναι αυτάρεσκος.
Εφτά χρόνια νωρίτερα, ο συγγραφέας είχε χωρίσει από τη γυναίκα του, Κάθριν, η οποία προφανώς στα είκοσι δύο χρόνια του γάμου τους τον είχε προσβάλλει γεννώντας του αγόγγυστα δέκα παιδιά και υποφέροντας πολλές αποβολές, ενώ παράλληλα υπέμενε το κάθε του παράπονο και ικανοποιούσε την κάθε του ιδιοτροπία. Η στάση της αυτή τον είχε κάνει να την αγαπήσει τόσο πολύ ώστε το 1857, σε έναν περίπατό μας στην εξοχή κατά τη διάρκεια του οποίου δοκιμάσαμε πολλά μπουκάλια από το τοπικό κρασί, ο Ντίκενς επέλεξε να μου περιγράψει την αγαπημένη του Κάθριν ως «Πολυαγαπημένη, Γουίλκι, πολυαγαπημένη. Αλλά, γενικά, περισσότερο νωθρή παρά συναρπαστική, περισσότερο δυσκίνητη παρά θηλυκή … ένα βαρετό παρασκεύασμα στο τσουκάλι ενός αλχημιστή τα συστατικά του οποίου είναι η αφηρημάδα, η διαρκής ανικανότητα, η βραδύτητα και η αδράνεια, ένας πηχτός χυλός ο οποίος διαταράσσεται μόνο από τον αναδευτήρα της συχνής της αυτολύπησης».
Αμφιβάλλω ότι ο φίλος μου θα θυμάται ότι μου το είπε αυτό, αλλά εγώ δεν το έχω ξεχάσει.
Στην πραγματικότητα, ήταν ένα παράπονο που μου εκμυστηρεύτηκε η Κάθριν. Όπως φαίνεται (στην πραγματικότητα δεν «φαίνεται» καθόλου –εκεί ήμουν όταν αγόρασε εκείνο το αναθεματισμένο πράγμα) ο Ντίκενς είχε αγοράσει στην ηθοποιό Έλεν Τέρναν ένα ακριβό βραχιόλι όταν ανεβάσαμε την παράσταση Τα Παγωμένα Βάθη, και ο ανόητος κοσμηματοπώλης το παρέδωσε στο σπίτι του Ντίκενς στο Λονδίνο, στην Οικία Τάβιστοκ, και όχι στο διαμέρισμα της δεσποινίδος Τέρναν. Το αποτέλεσμα αυτής της ατυχούς παράδοσης ήταν η γκρίνια της Κάθριν, η οποία κράτησε αρκετές εβδομάδες, καθώς αρνιόταν να πιστέψει ότι ήταν απλά μια ένδειξη της απλής εκτίμησης του άντρα της προς την ηθοποιό που είχε κάνει τόσο εξαιρετική (στην πραγματικότητα θα έλεγα απλά ικανοποιητική) δουλειά στο ρόλο της αγαπημένης του ήρωα, Κλάρα Μπέρνχαμ, στο έργο μας… ή μάλλον στο έργο μου με θέμα έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση στην Αρκτική.
Είναι αλήθεια, όπως εξήγησε ο Ντίκενς στην βαθιά πληγωμένη σύζυγό του το 1858, ότι ο συγγραφέας είχε τη συνήθεια να λούζει με γενναιόδωρα δώρα τους πρωταγωνιστές του και όλους όσους εργάζονταν στα διάφορα ερασιτεχνικά του θεατρικά έργα. Όταν ανέβηκαν Τα Παγωμένα Βάθη μοίρασε βραχιόλια και κοσμήματα, ένα ρολόι, και ένα σετ από τρία κουμπιά πουκαμίσων από γαλάζιο σμάλτο και σε άλλους που εργάστηκαν στην παράσταση.
Βέβαια, με τους άλλους δεν ήταν ερωτευμένος. Και με τη νεαρή Έλεν Τέρναν ήταν. Το ήξερα αυτό. Και η Κάθριν Ντίκενς το ήξερε. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν το ήξερε και ο Κάρολος Ντίκενς. Ο άνθρωπος ήταν ένας τόσο πειστικός μυθοποιός, για να μην πω και ένας από τους μεγαλύτερους υποκριτές που περπάτησαν σ’ αυτή τη γη, ώστε αμφιβάλλω αν συνειδητοποίησε και αναγνώρισε ποτέ τα ίδια του τα κίνητρα, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αυτά ήταν αγνά σαν την ανοιξιάτικη βροχή.
Σ’ αυτή την περίπτωση, εκείνος που εξοργίστηκε ήταν ο Ντίκενς, ουρλιάζοντας και μουγκρίζοντας στην τρομαγμένη Κάθριν ότι οι κατηγορίες της συζύγου του αποτελούσαν όνειδος για το αγνό και απολύτως τέλειο πρόσωπο της Έλεν Τέρναν. Οι συναισθηματικές, ρομαντικές και, τολμώ να πω, ερωτικές φαντασιώσεις του Ντίκενς, περιστρέφονταν πάντα γύρω από μια εξαγνισμένη, ιπποτική αφοσίωση σε κάποια υποθετική νεαρή και αθώα θεά, η αγνότητα της οποίας παραμένει για πάντα αδιαμφισβήτητη. Αλλά ο Ντίκενς ίσως να είχε ξεχάσει ότι η δύσμοιρη, και πλέον εξορισμένη από το σπίτι, Κάθριν είχε παρακολουθήσει τον Θείο Τζον, τη φάρσα  που ανεβάσαμε (στον αιώνα μας ήταν παράδοση να παρουσιάζεται και μια φάρσα μαζί με ένα σοβαρό δράμα) μετά Τα Παγωμένα Βάθη. Στον Θείο Τζον, ο Ντίκενς (στην ηλικία των σαράντα έξι) έπαιζε τον ηλικιωμένο κύριο και η Έλεν Τέρναν (δεκαοχτώ) έπαιζε την κηδεμονευόμενή του. Φυσικά, ο Θείος Τζον ερωτεύεται τρελά το κορίτσι που έχει λιγότερα από τα μισά του χρόνια. Η Κάθριν θα πρέπει να γνώριζε επίσης ότι ενώ εγώ ήμουν εκείνος που είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος του δράματος, Τα Παγωμένα Βάθη, με θέμα την έρευνα για την χαμένη Εξερευνητική Αποστολή Φράνκλιν, ο άντρας της ήταν εκείνος που είχε γράψει τη ρομαντική φάρσα και είχε επιλέξει τους ηθοποιούς, μετά τη γνωριμία του με την Έλεν Τέρναν.
Ο Θείος Τζον, όχι μόνο ερωτεύεται τη νεαρή κοπέλα που θα έπρεπε να προστατεύει, αλλά τη λούζει με, και παραθέτω τις σκηνικές οδηγίες του έργου, «υπέροχα δώρα –ένα μαργαριταρένιο κολιέ, διαμαντένια σκουλαρίκια».
Όπως είναι λοιπόν φυσικό, όταν το ακριβό βραχιόλι, που προοριζόταν για την Έλεν, εμφανίστηκε στην Οικία Τάβιστοκ, η Κάθριν ξύπνησε, ανάμεσα στις εγκυμοσύνες της, από την αφηρημάδα και την αδράνειά της και άρχισε να μουγκρίζει σαν αγελάδα που κατεβάζει γάλα με έναν Ουαλό γαλατά ανάμεσα στα πόδια της.
Ο Ντίκενς αντέδρασε όπως θα αντιδρούσε κάθε ένοχος σύζυγος. Αλλά μόνο αν αυτός ο σύζυγος τύχαινε να είναι ο πιο διάσημος συγγραφέας σε όλη την Αγγλία και τον αγγλόφωνο κόσμο και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας που έζησε ποτέ.
Πρώτα, απαίτησε να πραγματοποιήσει η Κάθριν μια κοινωνική επίσκεψη στην Έλεν Τέρναν και τη μητέρα της Έλεν, για να δείξει σε όλους ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ούτε ίχνος υποψίας ή ζήλιας από την πλευρά της γυναίκας του. Στην ουσία, ο Ντίκενς απαιτούσε από τη σύζυγό του να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από την ερωμένη του –ή τουλάχιστον τη γυναίκα που σύντομα θα επέλεγε για να γίνει η ερωμένη του όταν θα έβρισκε το θάρρος να της κάνει την πρόταση. Κλαίγοντας, η δυστυχισμένη Κάθριν έκανε αυτό που τη διέταξε. Ταπεινώθηκε πραγματοποιώντας κοινωνική επίσκεψη στην Έλεν και την Κυρία Τέρναν.
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για μετριάσει την οργή του Ντίκενς. Έδιωξε τη μητέρα των δέκα παιδιών του.
Έστειλε τον Τσάρλι, τον μεγαλύτερο γιο του, να ζήσει με την Κάθριν. Κράτησε τα υπόλοιπα παιδιά να ζήσουν μαζί του στην Οικία Τάβιστοκ και μετά στο Γκαντς Χιλ. (Είχα παρατηρήσει ότι ο Ντίκενς χαιρόταν να βρίσκεται με τα παιδιά του μέχρι που εκείνα άρχισαν να σκέφτονται και να ενεργούν αυτόβουλα… με άλλα λόγια, όταν σταμάτησαν να φέρονται σαν την Μικρή Νελ (2) ή τον Πολ Ντόμπι (3) ή κάποιον άλλο από τα φανταστικά του δημιουργήματα…και τότε τα βαριόταν γρήγορα).
Φυσικά, αυτό το σκάνδαλο δεν τελείωσε εκεί –ακολούθησαν διαμαρτυρίες από τους γονείς της Κάθριν, δημόσιες αναιρέσεις αυτών των διαμαρτυριών μετά από πίεση του Ντίκενς και δικηγόρων του, ψευτοπαλικαρισμοί και διαστρεβλωμένες δηλώσεις από τον συγγραφέα, νομικοί ελιγμοί, πολλή αρνητική δημοσιότητα, και ένας τελικός και οριστικός νομικός χωρισμός που επέβαλε στη γυναίκα του. Στο τέλος αρνήθηκε να διατηρήσει την οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της, ακόμα κι αν αυτή αφορούσε την ευημερία των παιδιών τους.
Όλα αυτά από έναν άντρα που αντιπροσώπευε, όχι μόνο για την Αγγλία αλλά και για όλο τον κόσμο, το πρότυπο του «χαρούμενου οικογενειάρχη».
Φυσικά ο Ντίκενς χρειαζόταν ακόμα μια γυναίκα στο σπίτι του. Είχε πολλούς υπηρέτες. Είχε εννιά παιδιά στο σπίτι με τα οποία δεν επιθυμούσε να ασχολείται εκτός κι αν είχε διάθεση να παίξει μαζί τους ή τα βάλει να καθίσουν στα γόνατά του για να βγάλουν φωτογραφίες. Είχε κοινωνικές υποχρεώσεις. Έπρεπε να ετοιμάζει μενού και λίστες  για τα ψώνια και να δίνει παραγγελίες στους ανθοπώλες. Έπρεπε να επιβλέπει το καθάρισμα και την οργάνωση. Ο Κάρολος Ντίκενς έπρεπε να απελευθερωθεί από όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Όπως καταλαβαίνετε, άλλωστε, ήταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας του κόσμου.
Ο Ντίκενς έκανε το προφανές, παρόλο που για εσάς ή για μένα ίσως να μην φαίνεται και τόσο προφανές. (ίσως σ’ αυτόν τον μακρινό εικοστό ή εικοστό πρώτο αιώνα στον οποίο παραδίδω αυτά τα απομνημονεύματα, να είναι όντως το εμφανές. Ή ίσως, αν είστε έξυπνοι να έχετε εγκαταλείψει τελείως τον αλλόκοτο και ανόητο θεσμό του γάμου. Όπως θα δείτε, κι εγώ στην εποχή μου απέφυγα τον γάμο, επιλέγοντας να ζήσω με μια γυναίκα και να κάνω παιδιά με μια άλλη, και προς μεγάλη μου ικανοποίηση κάποιοι με αποκαλούσαν παλιοτόμαρο και παλιάνθρωπο. Μάλλον όμως ξέφυγα από το θέμα μου).
Έτσι, λοιπόν, ο Ντίκενς έκανε το προφανές. Αναβάθμισε τη γεροντοκόρη αδερφή της Κάθριν, Τζωρτζίνα, στο ρόλο της αναπληρώτριας συζύγου, κυρίας του σπιτικού του και εκείνης που θα φροντίζει για την πειθαρχία των παιδιών του, της οικοδέσποινας στις πολλές δεξιώσεις του και στα δείπνα του, και τέλος, της Υπολοχαγού για τον μάγειρα και τους υπηρέτες.
Όταν ξεκίνησαν οι αναπόφευκτες φήμες –με επίκεντρο την Τζωρτζίνα και όχι την Έλεν Τέρναν, η οποία είχε αποσυρθεί, θα έλεγε κανείς, στα παρασκήνια– ο Ντίκενς κάλεσε ένα γιατρό στην Οικία Τάβιστοκ. Ο γιατρός διατάχτηκε να εξετάσει την Τζωρτζίνα και μετά να δημοσιεύσει μια ανακοίνωση, όπως και έκανε, η οποία δήλωνε σε όλους ότι Δεσποινίς Τζωρτζίνα Χόγκαρθ ήταν μια ανέγγιχτη παρθένα.
Ο Κάρολος Ντίκενς υπέθεσε ότι το θέμα θα έκλεινε εκεί.
Η νεότερη κόρη του θα μου έλεγε αργότερα, ή τουλάχιστον θα την άκουγα να λέει, «Ο πατέρας μου έκανε σαν τρελός. Αυτή η παράνομη σχέση του έβγαλε τον χειρότερο –και τον πιο αδύναμο– εαυτό του. Δεν έδινε δεκάρα τι θα συνέβαινε σ’ εμάς. Τίποτε δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη δυστυχία και τη θλίψη του σπιτιού μας».
Αν ο Ντίκενς είχε επίγνωση της δυστυχίας τους, ή αν τον ένοιαζε καν, δεν το έδειξε. Ούτε σ’ εμένα, ούτε στους καινούριους και τελικά πιο στενούς του φίλους.
Και είχε δίκιο όταν υπέθεσε ότι η κρίση θα περνούσε χωρίς να χάσει την υποστήριξη των αναγνωστών του. Αν όντως γνώριζαν τα οικογενειακά του ατοπήματα, προφανώς τον είχαν συγχωρέσει. Άλλωστε, ήταν ο Άγγλος προφήτης του ευτυχισμένου σπιτικού και ο μεγαλύτερος συγγραφέας του κόσμου. Πρέπει να γίνονται και κάποιες υποχωρήσεις.
Αλλά και οι άνδρες συνάδελφοί μας λογοτέχνες και φίλοι επίσης τον συγχώρησαν και ξέχασαν –εκτός από τον Θάκερεϊ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία– και πρέπει να παραδεχτώ ότι κάποιοι από αυτούς, κάποιοι από εμάς, σιωπηρά ή ιδιωτικά, επιδοκίμασαν την κίνηση του Κάρολου να απελευθερωθεί από την άσχημη και βαριά άγκυρα με την οποία ήταν δεμένος. Ο χωρισμός έδωσε μια ελπίδα σε όλους τους δυστυχισμένους παντρεμένους και διασκέδαζε εμάς τους εργένηδες με τη σκέψη ότι ίσως κάποιος κατάφερνε να γυρίσει από εκείνη την ανεξερεύνητη χώρα του γάμου από την οποία λέγεται ότι δεν μπορούσε να γυρίσει ποτέ κανείς.
Αλλά σε εκλιπαρώ, Αγαπητέ Αναγνώστη, θυμήσου ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που, κάποια στιγμή νωρίτερα, λίγο πριν από τη γνωριμία του με την Έλεν Τέρναν, την εποχή που εκείνος κι εγώ γυρίζαμε τα θέατρα αναζητώντας τις «ξεχωριστές μικρές αγριοελίτσες» όπως τις αποκαλούσαμε –εκείνες τις πολύ νέες και πολύ όμορφες ηθοποιούς που μας προσέφεραν αισθητική ικανοποίηση– μου είχε πει, «Γουίλκι, αν μπορείς να σκεφτείς κάποιον υπέροχο τρόπο να περάσεις το βράδυ σου, κάντο. Δεν με νοιάζει ποιος είναι αυτός. Γι’ αυτό και μόνο το βράδυ θα χαλιναγωγήσω τους Ανέμους! Αν ο νους που μπορεί να επινοήσει κάτι που θα μοιάζει με την Φιλήδονη Ρώμη την εποχή της αποκορύφωσης της λαγνείας της, εγώ είμαι ο άνθρωπός σου».
Και για το συγκεκριμένο σπορ, κι εγώ ήμουν ο δικός του.

Δεν έχω ξεχάσει την 9η Ιουνίου, το πραγματικό ξεκίνημα αυτής της σειράς των απίστευτων γεγονότων.
Ο Ντίκενς, αφού εξήγησε στους φίλους του ότι από τα μέσα του χειμώνα υπέφερε από υπερκόπωση και από αυτό που αποκαλούσε «κρυοπάγημα στο πόδι», πήρε μια βδομάδα άδεια από τη δουλειά του –εκείνη την εποχή ολοκλήρωνε το Ο Κοινός Μας Φίλος– για να απολαύσει λίγες διακοπές στο Παρίσι. Δεν ξέρω αν μαζί του πήγαν η Έλεν Τέρναν και η μητέρα της. Αυτό που ξέρω είναι ότι επέστρεψαν μαζί του.
Μια κυρία την οποία δεν έχω συναντήσει ποτέ και ούτε το επιθυμώ ιδιαιτέρως, κάποια κυρία Γουίλιαμ Κλάρα Πιτ Μπερν (φίλη, όπως μαθαίνω, του Τσαρλς Γουάτερτον –του φυσιοδίφη και εξερευνητή που δημοσίευσε της τολμηρές του περιπέτειες σε όλο τον κόσμο αλλά ο οποίος είχε πεθάνει όταν σκόνταψε και έπεσε στο κτήμα του στο Γουάκτον Χολ έντεκα μόλις μέρες πριν από το δυστύχημα στο Στάπλχερστ, και λέγεται ότι αργότερα το φάντασμά του στοίχειωνε το μέρος με τη μορφή ενός μεγάλου γκρίζου ερωδιού), αρεσκόταν να στέλνει μοχθηρά κουτσομπολίστικα σημειώματα στους Τάιμς. Το παρακάτω κακόβουλο δημοσίευμα, που ανέφερε ότι ο φίλος μας εθεάθη στο πλοίο από την Βουλώνη με προορισμό το Φόλκστον εκείνη τη μέρα της ενάτης Ιουνίου, εμφανίστηκε μερικούς μήνες μετά το δυστύχημα του Ντίκενς:

Μαζί του ταξίδευε και μια κυρία που δεν ήταν η γυναίκα του, ούτε η κουνιάδα του, ωστόσο περπατούσε κορδωτός στο κατάστρωμα με τον αέρα ενός άντρα που θεωρούσε τον εαυτό του ιδιαιτέρως σημαντικό, ενώ κάθε γραμμή του προσώπου του και κάθε κίνηση των άκρων του έμοιαζαν να λένε υπεροπτικά –«Κοιτάξτε με, εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία που σας δίδεται. Είμαι ο σπουδαίος, είμαι ο μοναδικός Κάρολος Ντίκενςֹ ό,τι κι αν επιλέξω να κάνω δικαιολογείται από αυτό το γεγονός».

Έχω πληροφορηθεί ότι η Κυρία Μπερν είναι γνωστή κυρίως για ένα βιβλίο που εξέδωσε πριν από μερικά χρόνια με τίτλο Φλογισμένα Σωθικά. Κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να είχε κρατήσει τη δηλητηριώδη της πένα για να γράφει για ντιβάνια και ταπετσαρίες. Τα ανθρώπινα πλάσματα είναι σαφώς έξω από το περιορισμένο της φάσμα.
Αφού αποβιβάστηκαν στο Φόλκστον, ο Ντίκενς, η Έλεν και η κυρία Τέρναν πήραν το τρένο των 2.38 για Λονδίνο. Καθώς πλησίαζαν στο Στάπλχερστ, ήταν οι μοναδικοί επιβάτες στο βαγόνι τους, ένα από τα εφτά βαγόνια πρώτης θέσης του τρένου.
Ο μηχανοδηγός πήγαινε με τη μέγιστη ταχύτητα –περίπου ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα– καθώς περνούσαν το Χέντκορν έντεκα λεπτά μετά τις τρεις το απόγευμα. Τώρα πλησίαζαν τη σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στο Στάπλχερστ, αν και η λέξη «γέφυρα»  –ο χαρακτηρισμός που δόθηκε στην κατασκευή στον επίσημο σιδηροδρομικό οδηγό–ίσως να είναι υπερβολική για τον ιστό των δοκών που στήριζε τις βαριές ξύλινες σανίδες που υψώνονταν πάνω από τον ρηχό ποταμό Μπέλτ.
Κάποιοι εργάτες πραγματοποιούσαν μια συνηθισμένη αντικατάσταση των παλιών ξύλων της γέφυρας. Η μετέπειτα έρευνα –και έχω διαβάσει τις αναφορές– έδειξε ότι ο εργοδηγός είχε συμβουλευτεί λάθος χρονοδιάγραμμα και περίμενε το τρένο μετά από δυο ώρες. (Φαίνεται ότι εμείς οι ταξιδιώτες δεν είμαστε οι μόνοι που μπερδευόμαστε από τα βρετανικά σιδηροδρομικά χρονοδιαγράμματα με τις άπειρες αργίες τους και τα σαββατοκύριακα και τους αστερίσκους και τις παρενθέσεις που μόνο σύγχυση προκαλούν).
Σύμφωνα με την πολιτική των σιδηροδρόμων και τον αγγλικό νόμο, θα έπρεπε να υπάρχει ένας άντρας με σημαία εννιακόσια μέτρα πιο μακριά από το σημείο που πραγματοποιούνται οι εργασίες στις σιδηροδρομικές γραμμές –δυο από τις ράγες είχαν ήδη αφαιρεθεί από τη γέφυρα και είχαν τοποθετηθεί δίπλα στη γραμμή– αλλά για κάποιο λόγο αυτός ο άντρας με την κόκκινη σημαία του βρισκόταν μονάχα πεντακόσια μέτρα μακριά από το ρήγμα. Αυτό δεν μπορούσε να δώσει σε ένα τρένο που ταξίδευε με την ταχύτητα του εξπρές Φόλκστον-Λονδίνο τη δυνατότητα να σταματήσει έγκαιρα.
Όταν ο μηχανοδηγός είδε τόσο αργά την κόκκινη σημαία να ανεμίζει και όταν είδε –σίγουρα ένα πολύ πιο καθηλωτικό θέαμα– το χάσμα στις ράγες και στα δοκάρια στη γέφυρα μπροστά του, έκανε ό,τι μπορούσε. Ίσως στη δική σου εποχή, Αγαπητέ Αναγνώστη, όλα τα τρένα να έχουν φρένα που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον μηχανοδηγό. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στη δική μας εποχή, εκείνη του 1865. Το κάθε βαγόνι πρέπει να φρενάρει ξεχωριστά αλλά και τότε μονάχα με οδηγία του μηχανοδηγού. Άρχισε να σφυρίζει με μανία στους υπεύθυνους των βαγονιών που βρίσκονταν τοποθετημένοι στο κάθε βαγόνι να τραβήξουν τα φρένα τους. Δεν είχε αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με την αναφορά, το τρένο πήγαινε ακόμα σχεδόν με σαράντα οχτώ χιλιόμετρα την ώρα όταν έφτασε στη σπασμένη γραμμή. Παραδόξως, η μηχανή πήδηξε το μήκους δώδεκα μέτρων κενό και προσγειώθηκε στην απέναντι πλευρά του ρήγματος. Από τα εφτά βαγόνια της πρώτης θέσης, όλα εκτός από ένα γκρεμίστηκαν και βούτηξαν στον βαλτώδη ποταμό από κάτω.
Το βαγόνι που σώθηκε ήταν εκείνο που μετέφερε τον Ντίκενς, την ερωμένη του, και τη μητέρα της.
Το βαγόνι που βρισκόταν πίσω ακριβώς από τη μηχανή εκσφενδονίστηκε στην άλλη γραμμή, παρασύροντας μαζί του το επόμενο βαγόνι – ένα βαγόνι της δεύτερης θέσης. Πίσω ακριβώς από αυτό το βαγόνι της δεύτερης θέσης ήταν το βαγόνι του Ντίκενς που κατάφερε εν μέρει να πηδήξει το ρήγμα στη γέφυρα ενώ τα άλλα έξι βαγόνια της πρώτης θέσης τσακίστηκαν κάτω. Το βαγόνι του Ντίκενς τελικά κατέληξε να κρέμεται στην άκρη της γέφυρας, και τώρα το μόνο που το συγκρατούσε από το να πέσει ήταν ότι ήταν ενωμένο με ένα άλλο βαγόνι της δεύτερης θέσης. Μονάχα το τελευταίο βαγόνι του τρένου παρέμεινε πάνω στις ράγες. Τα άλλα βαγόνια της πρώτης θέσης είχαν κάνει βουτιά, είχαν συντριβεί, είχαν αναποδογυρίσει, είχαν στραπατσαριστεί και γενικά είχαν γίνει συντρίμμια στο έλος που απλωνόταν από κάτω.
Ο Ντίκενς αργότερα έγραψε γι’ αυτές τις στιγμές, σε επιστολές σε φίλους του, αλλά πάντα με διακριτικότητα, φροντίζοντας να μην αναφέρει, παρά μόνο σε μερικούς πολύ οικείους του, τα ονόματα ή τις ταυτότητες των δυο συνταξιδιωτών του. Είμαι σίγουρος ότι είμαι το μοναδικό άτομο στο οποίο είπε ολόκληρη την ιστορία.
«Ξαφνικά», έγραψε στην πιο ευρέως διαδεδομένη εκδοχή των γεγονότων, «βγήκαμε από τις ράγες, και χτυπήσαμε στο έδαφος  όπως πιθανώς θα έκανε το καλάθι ενός μισοάδειου αερόστατου. Η ηλικιωμένη κυρία…[Εδώ πρέπει να τοποθετήσουμε την κυρία Τέρναν]… «φώναξε, ‘Θεέ μου!’ Η νεαρή κυρία που ταξίδευε μαζί της [αυτή φυσικά είναι η Έλεν Τέρναν] ούρλιαξε.
«Τις έπιασα και τις δυο… και είπα: ‘Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, μπορούμε όπως να παραμείνουμε ήρεμοι και συγκρατημένοι. Σας παρακαλώ, μην φωνάζετε!»
«Η ηλικιωμένη κυρία απάντησε αμέσως: ‘Ευχαριστώ. Βασιστείτε επάνω μου. Ορκίζομαι στην ψυχή μου ότι θα είμαι ήσυχη’. Μετά στριμωχτήκαμε όλοι σε μια γωνία του βαγονιού, και μείναμε ακίνητοι».
Το βαγόνι είχε πράγματι γείρει προς τα κάτω και προς τα αριστερά. Όλες οι αποσκευές και τα αντικείμενα που δεν ήταν στερεωμένα βρίσκονταν πεσμένα κάτω και στα αριστερά. Για την υπόλοιπη ζωή του, ο Κάρολος Ντίκενς θα βίωνε επανειλημμένα κρίσεις κατά τις οποίες «τα πάντα, όλο μου το σώμα, γέρνει  προς τα κάτω και αριστερά».
Ο Ντίκενς συνεχίζει την αφήγησή του:
«Είπα στις δυο γυναίκες, ‘Να είστε σίγουρες ότι τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να συμβεί. Ο κίνδυνος πρέπει να πέρασε.  Θα μείνετε εδώ, χωρίς να κουνηθείτε, όσο εγώ θα βγω από το παράθυρο;’»
Ο Ντίκενς, αρκετά ευκίνητος ακόμα στην ηλικία των πενήντα τριών, παρά το «κρυοπάγημα στο πόδι του» (σαν άτομο που υποφέρει εδώ και χρόνια από ποδάγρα, πράγμα που με ανάγκασε να παίρνω λάβδανο για πολλά χρόνια, αναγνωρίζω την ποδάγρα όταν ακούσω τα συμπτώματά της, και το «κρυοπάγημα» του Ντίκενς ήταν σχεδόν σίγουρα ποδάγρα), σκαρφάλωσε έξω, πήδηξε από το σκαλί του βαγονιού μέχρι την αποβάθρα πάνω από τη γέφυρα, και ανέφερε ότι είδε δυο υπεύθυνους βαγονιών να τρέχουν πάνω κάτω εμφανώς συγχυσμένοι.
Ο Ντίκενς γράφει ότι άρπαξε και σταμάτησε τον έναν από αυτούς, διατάζοντάς τον, «Κοίταξέ με! Σταμάτα για λίγο και κοίταξέ με, και πες μου αν με γνωρίζεις».
«Σας γνωρίζουμε πολύ καλά, κύριε Ντίκενς», ανέφερε ότι απάντησε αμέσως αυτός.
«Τότε, καλέ μου άνθρωπε», φώναξε ο Ντίκενς, σχεδόν χαρούμενα (μάλλον επειδή τον αναγνώρισαν μια τέτοια στιγμή, ίσως να έσπευδε να συμπληρώσει ένα μικρόψυχο άτομο σαν την Κλάρα Πιτ Μπερν), «για όνομα του Θεού δώσε μου το κλειδί σου και στείλε έναν από εκείνους τους εργάτες εδώ, κι εγώ θα αδειάσω αυτό το βαγόνι».
Και μετά, όπως αναφέρεται στις επιστολές του Ντίκενς προς τους φίλους του, οι υπεύθυνοι των βαγονιών έκαναν αυτό που τους πρόσταξε, οι εργάτες τοποθέτησαν σανίδες και ο συγγραφέας σκαρφάλωσε πάλι πάνω στο γερμένο βαγόνι και μπήκε μέσα για να πάρει το ημίψηλο καπέλο του και το φλασκί με το μπράντι του.
Εδώ πρέπει να διακόψω την περιγραφή του φίλου μας για να πω ότι, ερευνώντας τα ονόματα που παρατίθενται στην επίσημη αναφορά της σιδηροδρομικής υπηρεσίας, αργότερα εντόπισα τον υπεύθυνο που ο Ντίκενς υποστηρίζει ότι σταμάτησε και κινητοποίησε για να αναλάβει δράση. Ο υπεύθυνος –κάποιος Λέστερ Σμιθ– θυμόταν κάπως διαφορετικά αυτές τις στιγμές.
«Προσπαθούσαμε να κατέβουμε να βοηθήσουμε τους τραυματίες και τους ετοιμοθάνατους όταν αυτός ο λιμοκοντόρος που είχε σκαρφαλώσει έξω από το βαγόνι της πρώτης θέσης που κρεμόταν πάνω από τη γέφυρα άρχισε να τρέχει προς τον Πάντι Μπιλ κι εμένα, με γουρλωμένα μάτια και κατάχλομος, και να μας φωνάζει, ‘Με γνωρίζεις, άνθρωπέ μου!; Με γνωρίζεις!; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;;’
«Παραδέχομαι ότι απάντησα, ‘Δεν με νοιάζει ακόμα κι αν είσαι ο Πρίγκιπας Αλβέρτος, φίλε. Φύγε από μπροστά μου’. Δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος που θα μιλούσα σε έναν κύριο, αλλά εκείνη δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα».
Όπως και να ‘χει, ο Ντίκενς πράγματι επιστράτευσε κάποιους εργάτες να βοηθήσουν να απελευθερωθεί η Έλεν και η κυρία Τέρναν, πράγματι επέστρεψε στο βαγόνι για να πάρει το φλασκί και το ημίψηλο καπέλο του, πράγματι γέμισε το ημίψηλο καπέλο του με νερό πριν κατέβει την απότομη πλαγιά, και όλοι οι μάρτυρες συμφωνούν ότι ο Ντίκενς έσπευσε αμέσως να προσφέρει τη βοήθειά του στους ετοιμοθάνατους και τους νεκρούς.

Στα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του μετά το Στάπλχερστ, ο Ντίκενς δεν μιλούσε για τίποτα άλλο παρά μόνο γι’ αυτά που είχε δει σ’ εκείνη την όχθη του ποταμού –«Ήταν κάτι το αφάνταστο»– και γι’ αυτά που είχε ακούσει εκεί– «Ακατανόητα». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί ανήκουν στον άνθρωπο που όλοι συμφωνούν ότι διέθετε μεγαλύτερη φαντασία, μετά τον Σερ Γουόλτερ Σκοτ, από κάθε Άγγλο συγγραφέα. Και σε έναν άντρα οι ιστορίες του οποίου γίνονταν, αν μη τι άλλο, πάντοτε απολύτως κατανοητές.
Ίσως το ακατανόητο ξεκίνησε όταν άρχισε να κατεβαίνει την απότομη πλαγιά. Ξαφνικά, δίπλα του εμφανίστηκε ένας ψηλός, λεπτός άντρας ντυμένος με μια βαριά μαύρη κάπα που θα ταίριαζε περισσότερο για μια βραδιά στην όπερα παρά για ένα απογευματινό ταξίδι στο Λονδίνο με τρένο. Και οι δυο άντρες κρατούσαν τα ημίψηλα καπέλα τους στο ένα χέρι ενώ με τα ελεύθερα χέρια τους πιάνονταν από το ανάχωμα για ισορροπία. Αυτή η μορφή, όπως μου περιέγραψε αργότερα ο Ντίκενς με έναν βραχνό ψίθυρο το διάστημα που ακολούθησε μετά το ατύχημα όταν η φωνή του «δεν ήταν πια η δική μου», ήταν εξαιρετικά αδύνατος, σχεδόν σοκαριστικά χλωμός, και κοιτούσε τον συγγραφέα με δυο σκοτεινιασμένα μάτια που βρίσκονταν τοποθετημένα κάτω από ανοιχτόχρωμα, ψηλά φρύδια στερεωμένα πάνω σε ένα χλωμό, φαλακρό κεφάλι. Μερικές τούφες γκρίζα μαλλιά πετάγονταν από τα πλαϊνά του όμοιου με κρανίο προσώπου του. Η εντύπωση του Ντίκενς ότι θύμιζε κρανίο ενισχύθηκε, όπως είπε αργότερα, από την μικροσκοπική μύτη του –«περισσότερο έμοιαζε με δυο απλές μαύρες σχισμές πάνω στο ολόλευκο πρόσωπο παρά με μια συνηθισμένη απόφυση» ήταν ο τρόπος που την περιέγραψε ο Ντίκενς– και από τα μικρά, κοφτερά, στραβά δόντια, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν μεγάλα κενά, ενώ ήταν τοποθετημένα σε ούλα τόσο ανοιχτόχρωμα που ήταν πιο λευκά και από τα ίδια τα δόντια.
Ο συγγραφέας πρόσεξε επίσης ότι από το δεξί χέρι του άντρα έλειπαν –ή σχεδόν έλειπαν– δυο δάχτυλα, το μικρό δάχτυλο και ο παράμεσος ακριβώς δίπλα, ενώ έλειπε και το μεσαίο δάχτυλο από το αριστερό του χέρι. Αυτό που τράβηξε ιδιαιτέρως την προσοχή του Ντίκενς ήταν το γεγονός ότι τα δάχτυλα δεν είχαν κοπεί στην άρθρωση, όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις ατυχήματος στο χέρι ή μετά από χειρουργείο, αλλά φαίνεται ότι είχαν κοπεί στο κόκαλο ανάμεσα στις αρθρώσεις. «Σαν λιανοκέρια που είχαν εν  μέρει λιώσει», μου είπε αργότερα.
Ο Ντίκενς κοιτούσε σαστισμένος καθώς εκείνος και η παράξενη μορφή με τη μαύρη κάπα κατέβαιναν αργά την απότομη όχθη, χρησιμοποιώντας και οι δυο τους θάμνους και τους βράχους ως στηρίγματα.
«Είμαι ο Κάρολος Ντίκενς», είπε λαχανιασμένος ο φίλος μου.
«Ναιιι», είπε η χλωμή μορφή, με τα φωνήεντα να ακούγονται τραβηγμένα μέσα από τα μικροσκοπικά δόντια. «Το ξέρω».
Αυτό έκανε τον Ντίκενς να σαστίσει ακόμα περισσότερο. «Το όνομά σας, κύριε;» ρώτησε καθώς κατηφόριζαν μαζί την πλαγιά γλιστρώντας πάνω στις πέτρες.
«Ντρουντ», είπε ο άντρας. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Ντίκενς. Η χλωμή φιγούρα ήταν ψευδή και ο τόνος του χρωματιζόταν από αυτό που θα μπορούσε να είναι μια ξένη προφορά. Η λέξη ακούστηκε περισσότερο σαν «Ντρεντ».
«Ήσασταν στο τρένο για το Λονδίνο;» ρώτησε ο Ντίκενς καθώς πλησίαζαν στον πυθμένα της απότομης πλαγιάς.
«Για το Λάιμχαουζ», είπε συριστικά η άχαρη μορφή με τη σκούρα κάπα. «Το Γουάτιτσάπελ. Το Ράτκλιφ Κροςςς. Το Τζιν Άλεϊ. Το Θρι Φόξιςςς Κορτ. Την Οδό των Χασάπηδων και των Εμπόρων. Το Μιντ και άλλες συνοικίεςςς».
Ο Ντίκενς σήκωσε το κεφάλι του απότομα όταν άκουσε το παράξενο αυτό ρεσιτάλ, καθώς το τρένο τους πήγαινε στον σταθμό στο κεντρικό Λονδίνο, και όχι σ’ αυτά τα σκοτεινά σοκάκια στο Ανατολικό Λονδίνο. Ο όρος «συνοικίες» χρησιμοποιούνταν στη γλώσσα της πιάτσας για να χαρακτηρίσει τις χειρότερες από τις φτωχογειτονιές της πόλης. Αλλά τώρα είχαν φτάσει στον πυθμένα της πλαγιάς, και χωρίς άλλη λέξη, αυτός ο «Ντρουντ» απομακρύνθηκε μέσα στις σκιές κάτω από τη σιδηροδρομική γέφυρα. Σε λίγα δευτερόλεπτα η μαύρη κάπα του άντρα έγινε ένα με το σκοτάδι εκεί.
«Πρέπει να καταλάβεις», θα μου ψιθύριζε αργότερα ο Ντίκενς, «ότι δεν μου πέρασε από το μυαλό ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι αυτό το αλλόκοτο φάντασμα ήταν ο Θάνατος που είχε έρθει να διεκδικήσει αυτό που του ανήκε. Ούτε κάποια άλλη προσωποποίηση της τραγωδίας που λάμβανε χώρα εκείνη τη μέρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ τετριμμένο ακόμα και για πολύ κατώτερα μυθιστορήματα από αυτά που γράφω εγώ. Ωστόσο ομολογώ, Γουίλκι», είπε, «ότι εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα αν ο Ντρουντ ήταν κάποιος εργολάβος κηδειών που είχε έρθει από το Στάπλχερστ ή κάποιο άλλο κοντινό χωριουδάκι».
Μόνος του τώρα, ο Ντίκενς έστρεψε την προσοχή του στην εκατόμβη.
Τα βαγόνια του τρένου στην κοίτη του ποταμού και στις διπλανές ελώδεις όχθες δεν έμοιαζαν πια με σιδηροδρομικά βαγόνια. Εκτός από τους σιδερένιους άξονες και τους τροχούς που προεξείχαν εδώ κι εκεί μέσα από το νερό και σχημάτιζα απίστευτες γωνίες, η εικόνα έμοιαζε λες και μια σειρά από ξύλινες καλύβες είχαν πέσει από τον ουρανό, ίσως είχαν μεταφερθεί εδώ από κάποιον αμερικανικό κυκλώνα και είχαν γίνει κομμάτια. Και μετά τα κομμάτια έμοιαζαν σαν να είχαν πέσει και να είχαν γίνει για δεύτερη φορά κομμάτια.
Ο Ντίκενς πίστεψε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να έχει επιβιώσει από μια τέτοια σύγκρουση, τέτοια καταστροφή, ωστόσο η κοιλάδα του ποταμού άρχισε να πλημμυρίζει με φωνές από ζωντανούς που υπέφεραν –γιατί στην πραγματικότητα οι τραυματίες ήταν πολύ περισσότεροι από τους νεκρούς. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι αυτοί οι ήχοι δεν έμοιαζαν με ανθρώπινους. Κατά κάποιο τρόπο ήταν πολύ χειρότεροι από τα βογκητά και τις φωνές που είχε ακούσει όταν γύριζε στα γεμάτα νοσοκομεία, όπως είναι το Νοσοκομείο Παίδων του Ανατολικού Λονδίνου στο Ράτκλιφ Κρος –το οποίο ο Ντρουντ είχε μόλις αναφέρει– όπου κατέληγαν τα φτωχά παιδιά που βρίσκονταν στα αζήτητα για να πεθάνουν. Όχι, αυτές οι κραυγές έμοιαζαν περισσότερο θαρρείς και κάποιος είχε ανοίξει ένα παράθυρο στην Κόλαση και είχε επιτρέψει στους καταδικασμένους που βρίσκονταν εκεί να ουρλιάξουν για μια τελευταία φορά στον θνητό κόσμο.
Ο Ντίκενς παρακολούθησε έναν άντρα να έρχεται τρεκλίζοντας προς το μέρος του, με τα χέρια τεντωμένα σαν ήθελε να τον υποδεχτεί με μια αγκαλιά. Το πάνω μέρος του κεφαλιού του άντρα είχε σχιστεί όπως σπάει κανείς ένα αβγό με ένα κουτάλι στο πρωινό του γεύμα. Ο Ντίκενς μπορούσε να δει καθαρά τον γκρίζο και ροζ πολτό που γυάλιζε μέσα στο κοίλωμα του σπασμένου του κρανίου. Το πρόσωπο του ανθρώπου ήταν καλυμμένο με αίμα, τα μάτια του λευκές σφαίρες που κοίταζαν μέσα από βαθυκόκκινα ρυάκια.
Ο Ντίκενς δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο να βοηθήσει τον άντρα παρά μόνο να του προσφέρει λίγο μπράντι από το φλασκί του. Το στόμιο του φλασκιού γέμισε με αίμα όταν ήρθε σε επαφή με τα χείλη του άντρα. Ο Ντίκενς τον βοήθησε να ξαπλώσει στο χορτάρι και μετά χρησιμοποίησε το νερό στο ημίψηλο καπέλο του για να του καθαρίσει το πρόσωπο. «Πως είναι το όνομά σας, κύριε;» ρώτησε ο Ντίκενς.
Ο άντρας είπε μόνο, «Είμαι χαμένος», και πέθανε, ενώ τα λευκά του μάτια συνέχισαν να κοιτάζουν ψηλά στον ουρανό μέσα από τις ματωμένες λιμνούλες τους.
Μια σκιά πέρασε από πάνω τους. Ο Ντίκενς στριφογύρισε, σίγουρος –μου είπε αργότερα– ότι θα ήταν ο Ντρουντ, με την μαύρη του κάπα να ανεμίζει σαν τις φτερούγες ενός κορακιού. Αλλά ήταν μονάχα ένα σύννεφο που περνούσε ανάμεσα στον ήλιο και την κοιλάδα του ποταμού.
Ο Ντίκενς γέμισε ξανά το ημίψηλο καπέλο του με νερό από τον ποταμό και πλησίασε μια κυρία, το κατάχλομο πρόσωπο της οποίας ήταν επίσης καλυμμένο με αίμα. Ήταν σχεδόν γυμνή, τα ρούχα της δεν ήταν πλέον παρά μερικές ματωμένες λωρίδες υφάσματος που κρέμονταν σαν παλιοί επίδεσμοι από την ξεσχισμένη της σάρκα. Το αριστερό της στήθος έλειπε. Αρνήθηκε να σταματήσει για να μπορέσει ο συγγραφέας να της παράσχει τις πρώτες βοήθειες και δεν φάνηκε να ακούει τις συστάσεις του να καθίσει και να περιμένει να έρθει βοήθεια. Πέρασε δίπλα από τον Ντίκενς γρήγορα και εξαφανίστηκε μέσα στα λίγα δέντρα που υπήρχαν κατά μήκος της όχθης.
Βοήθησε δυο σοκαρισμένους υπεύθυνους βαγονιών να απελευθερώσουν το τσακισμένο σώμα μιας άλλης γυναίκας από ένα ισοπεδωμένο βαγόνι και να τοποθετήσουν το πτώμα απαλά στην όχθη. Ένας άντρας τσαλαβουτούσε στα νερά φωνάζοντας, «Η γυναίκα μου! Η γυναίκα μου!» Ο Ντίκενς τον οδήγησε στο πτώμα. Ο άντρας ούρλιαξε, σήκωσε τα χέρια ψηλά πάνω από το κεφάλι του, και άρχισε να τρέχει σαν μανιασμένος μέσα στο έλος κοντά στο ποτάμι σφαδάζοντας και βγάζοντας ήχους που ο Ντίκενς αργότερα είπε ότι «ήταν σαν τους συριγμούς και τους επιθανάτιους ρόγχους ενός αγριόχοιρου που έχει δεχτεί αρκετές σφαίρες μεγάλου διαμετρήματος στα πνευμόνια». Μετά ο άντρας λιποθύμησε, και από τον τρόπο που έπεσε μέσα στο βάλτο θύμιζε περισσότερο κάποιον που πυροβολήθηκε στην καρδιά παρά στα πνευμόνια.
Ο Ντίκενς κατευθύνθηκε και πάλι προς τα βαγόνια και βρήκε μια γυναίκα ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου. Εκτός από λίγο αίμα στο πρόσωπό της, ίσως από μια μικρή πληγή στο κρανίο, δεν φαινόταν να έχει χτυπήσει.
«Θα σας φέρω λίγο νερό, κυρία μου», είπε.
«Αυτό θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, κύριε», απάντησε εκείνη. Χαμογέλασε και ο Ντίκενς ζάρωσε. Είχε χάσει όλα της τα δόντια.
Πήγε στο ποτάμι και όταν γύρισε είδε μια μορφή που του φάνηκε σαν τον Ντρουντ –προφανώς κανείς άλλος δεν θα είχε κάνει την ανοησία να φορέσει μια βαριά κάπα όπερας εκείνη τη ζεστή μέρα του Ιουνίου– σκυμμένη με ενδιαφέρον πάνω από τη γυναίκα. Όταν ο Ντίκενς επέστρεψε μετά από μερικά δευτερόλεπτα με το ημίψηλο καπέλο του γεμάτο με νερό από το ποτάμι, ο μαυροφορεμένος άντρας είχε εξαφανιστεί και η γυναίκα ήταν νεκρή, ωστόσο έδειχνε ακόμα τα ξεσχισμένα, ματωμένα ούλα της σε μια παρωδία ενός ύστατου χαμόγελου.
Επέστρεψε στα κατεστραμμένα βαγόνια. Μέσα στα συντρίμμια ενός από αυτά,  ένας νεαρός άντρας βογκούσε αδύναμα. Κι άλλοι διασώστες κατηφόριζαν την πλαγιά τώρα. Ο Ντίκενς έτρεξε για να βρει κι άλλους δυνατούς άντρες για να τον βοηθήσουν να απελευθερώσει τον άντρα μέσα από τα σπασμένα τζάμια, το σκισμένο κόκκινο βελούδο, το βαρύ σίδερο, και το ξύλινο τσακισμένο πάτωμα του κουπέ. Ενώ οι υπεύθυνοι βαγονιών σήκωναν αγκομαχώντας τα βαριά πλαίσια των παραθύρων και το κομματιασμένο δάπεδο που τώρα είχε μετατραπεί σε μια γκρεμισμένη οροφή, ο Ντίκενς έσφιξε το χέρι του νεαρού άντρα και είπε, «Θα φροντίσω να βγεις με ασφάλεια, γιε μου».
«Σας ευχαριστώ», είπε αγκομαχώντας ο τραυματισμένος νεαρός κύριος, προφανώς επιβάτης σε ένα από τα βαγόνια της πρώτης θέσης. «Είστε πολύ ευγενικός».
«Πως ονομάζεστε;» ρώτησε ο μυθιστοριογράφος μας καθώς μετέφεραν τον νεαρό στην όχθη.
«Ντίκενσον», είπε ο νεαρός άντρας.
Ο Κάρολος Ντίκενς φρόντισε να μεταφερθεί ο κύριος Ντίκενσον επάνω, στη σιδηροδρομική γραμμή όπου είχαν καταφτάσει κι άλλοι διασώστες, και μετά γύρισε πάλι στο μακελειό. Έτρεχε από τον ένα τραυματισμένο στον άλλο, σηκώνοντας, παρηγορώντας, καταπραΰνοντας τη δίψα, καθησυχάζοντας, μερικές φορές καλύπτοντας τη γύμνια τους με όποιο κουρέλι έβρισκε μπροστά του, ενώ συνεχώς έλεγχε και τις άλλες σκόρπιες μορφές για να επιβεβαιώσει ότι δεν βρίσκονταν πια ανάμεσα στους ζωντανούς.
Μερικοί διασώστες και επιβάτες έδειχναν εξίσου προσηλωμένοι με τον συγγραφέα μας, αλλά οι περισσότεροι –όπως μου είπε αργότερα ο Ντίκενς– δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να στέκονται εκεί σοκαρισμένοι και να κοιτάζουν. Τα δυο άτομα που έκαναν την περισσότερη δουλειά εκείνο το τρομερό απόγευμα ανάμεσα στα συντρίμμια και τα βογκητά ήταν ο Ντίκενς και η παράξενη μορφή που είχε αποκαλέσει τον εαυτό της Ντρουντ, παρόλο που ο άντρας με τη μαύρη κάπα έμοιαζε να παραμένει συνεχώς σε μεγάλη απόσταση, σχεδόν έτοιμος να εξαφανιστεί και πάλι, και πάντα έμοιαζε περισσότερο να γλιστρά παρά να περπατά από το ένα τσακισμένο βαγόνι στο άλλο.
Ο Ντίκενς πλησίασε μια μεγαλόσωμη γυναίκα, και από τα χωριάτικα ρούχα της και το σχέδιο του φορέματός της μάντεψε ότι βρισκόταν σε ένα από τα βαγόνια των τελευταίων θέσεων. Κείτονταν μπρούμυτα στον βάλτο και είχε τα χέρια της κάτω από το σώμα της. Τη γύρισε ανάσκελα για να επιβεβαιώσει ότι δεν ήταν πλέον ζωντανή, όταν ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν απότομα στο λασπωμένο πρόσωπό της .
«Την έσωσα!» είπε αγκομαχώντας. «Την έσωσαν από αυτόν!»
Πέρασε μια στιγμή πριν ο Ντίκενς προσέξει το βρέφος που έσφιγγε η γυναίκα μέσα στα παχιά της χέρια, με το μικρό λευκό πρόσωπο χωμένο βαθιά στο κρεμασμένο στήθος της γυναίκας. Το μωρό ήταν νεκρό –είτε είχε πνιγεί στον ρηχό βάλτο είτε είχε πάθει ασφυξία από το βάρος της μητέρας του.
Ο Ντίκενς άκουσε μια συριστική φωνή, είδε τη χλωμή μορφή του Ντρουντ να του κάνει σινιάλο από τον ιστό των σκιών κάτω από τη σπασμένη γέφυρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, αλλά πρώτα έφτασε σε ένα γκρεμισμένο, αναποδογυρισμένο βαγόνι όπου το γυμνό αλλά καλοσχηματισμένο μπράτσο μιας νεαρής γυναίκας προεξείχε από ό,τι είχε απομείνει από αυτό που κάποτε ήταν παράθυρο. Τα δάχτυλά της σάλεψαν, σαν να καλούσαν τον Ντίκενς να πλησιάσει.
Ο Ντίκενς έσκυψε και πήρε τα απαλά δάχτυλα στα χέρια του. «Εδώ είμαι, αγαπητή μου», είπε στο σκοτάδι μέσα στο μικρό άνοιγμα που μόλις πριν από δεκαπέντε λεπτά ήταν ένα παράθυρο.  Έσφιξε το χέρι της κι εκείνη του το ανταπέδωσε σφίγγοντας το δικό του, σαν να ήθελε να τον ευχαριστήσει που προσπαθούσε να τη σώσει.
Ο Ντίκενς έσκυψε αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα εκτός από σκισμένη ταπετσαρία, σκούρα σχήματα, και σκιές μέσα στην μικροσκοπική, τριγωνική σπηλιά των συντριμμιών. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για χωρέσει ούτε καν μέχρι τους ώμους. Το επάνω πλαίσιο του παραθύρου ακουμπούσε σχεδόν μέχρι το βαλτώδες έδαφος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει την κοφτή, τρομοκρατημένη ανάσα της τραυματισμένης γυναίκας πάνω από το κελάρυσμα του ποταμού που κυλούσε δίπλα. Χωρίς να σκεφτεί ότι πιθανώς να ήταν ανάρμοστο, χάιδεψε το γυμνό της μπράτσο μέχρι εκεί που μπορούσε να το φτάσει μέσα στο τσακισμένο βαγόνι. Κατά μήκος του πήχη της υπήρχαν πολύ λεπτές κοκκινωπές τρίχες που γυάλιζαν χαλκόχρυσες κάτω από το απογευματινό φως.
«Βλέπω να έρχονται οι υπεύθυνοι των βαγονιών και ίσως κι ένας γιατρός», είπε ο Ντίκενς προς το μικρό άνοιγμα, σφίγγοντας εν τω μεταξύ το μπράτσο και το χέρι της. Δεν ήξερε σίγουρα αν ο κύριος που πλησίαζε με το καφετί κοστούμι και τη δερμάτινη τσάντα ήταν πράγματι γιατρός, αλλά το ήλπιζε με όλη του την ψυχή. Οι τέσσερις υπεύθυνοι έτρεχαν μπροστά κουβαλώντας αξίνες και σιδερόβεργες, ενώ ο κύριος με το επίσημο κοστούμι πάσχιζε να τους φτάσει λαχανιασμένος.
«Εδώ!» τους φώναξε ο Ντίκενς. Έσφιξε το χέρι της γυναίκας. Τα χλωμά της δάχτυλα του ανταπέδωσαν το σφίξιμο, με το πρώτο δάχτυλο να κλείνει, να ανοίγει, και μετά να κουλουριάζεται και να κλείνει ξανά γύρω από τα δάχτυλά του όπως θα άρπαζε ένα νεογέννητο ενστικτωδώς αλλά επιφυλακτικά το χέρι του πατέρα του. Δεν είπε τίποτα, αλλά ο Ντίκενς άκουσε τον αναστεναγμό της μέσα από τις σκιές. Έμοιαζε σχεδόν με έναν ήχο ευχαρίστησης. Κράτησε το χέρι της μέσα στα δικά του και προσευχήθηκε να μην έχει τραυματιστεί σοβαρά.
«Εδώ, για όνομα του Θεού, βιαστείτε!» φώναξε ο Ντίκενς. Οι άντρες συγκεντρώθηκαν γύρω του. Ο παχύς άντρας με το κοστούμι συστήθηκε –ήταν ένας γιατρός με το όνομα Μόρις– και ο Ντίκενς αρνήθηκε να εγκαταλείψει τόσο τη θέση του δίπλα από το τσακισμένο παράθυρο όσο και το χέρι της νεαρής κυρίας όταν οι τέσσερις υπεύθυνοι άρχισαν να σπρώχνουν το πλαίσιο του παραθύρου και το τσακισμένο ξύλο και σίδερο προς τα πάνω και προς το πλάι, μεγαλώνοντας τον μικροσκοπικό χώρο που με κάποιο τρόπο είχε γίνει το καταφύγιο και η σωτηρία της γυναίκας.
«Προσεκτικά τώρα!» φώναξε ο Ντίκενς στους άντρες. «Με μεγάλη προσοχή! Μην αφήσετε να πέσει τίποτα. Με προσοχή τις ράβδους!» Σκύβοντας πιο χαμηλά για να μιλήσει μέσα στον σκοτεινό χώρο, ο Ντίκενς της άρπαξε μανιασμένα το χέρι και ψιθύρισε, «Σχεδόν σε φτάσαμε, αγαπητή μου. Άλλο ένα λεπτό. Να είσαι γενναία!»
Ως απάντηση ήρθε ένα τελευταίο σφίξιμο του χεριού. Ο Ντίκενς μπορούσε να νιώσει την ευγνωμοσύνη που έκρυβε μέσα του.
«Πρέπει να κάνετε πίσω για ένα λεπτό, κύριε», είπε ο Δρ. Μόρις. «Κάντε πίσω για ένα λεπτό όσο τα παιδιά θα σηκώνουν τα συντρίμμια για να σκύψω και να δω αν είναι πολύ τραυματισμένη για να κουνηθεί ή όχι. Για ένα λεπτό μόνο, κύριε. Μπράβο, κύριε».
Ο Ντίκενς χάιδεψε την παλάμη της νεαρής κυρίας με δάχτυλα απρόθυμα να την αφήσουν, λαμβάνοντας ως απάντηση ένα τελευταίο σφίξιμο από τα λεπτά, χλωμά χέρια της με τα τέλεια νύχια. Το μυαλό του έδιωξε την πολύ πραγματική αλλά τελείως απρεπή ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει κάτι το σωματικό σε μια τόσο στενή επαφή με μια γυναίκα την οποία δεν είχε ακόμα γνωρίσει και το πρόσωπο της οποίας δεν είχε ακόμα δει. Είπε, «Σε ένα λεπτό θα έχεις βγει από εκεί μέσα και θα είσαι ασφαλής μαζί μας, αγαπητή μου», και άφησε το χέρι της. Μετά σύρθηκε προς τα πίσω πεσμένος στα τέσσερα, αφήνοντας χώρο για τους εργάτες και νιώθοντας το νερό του βάλτου να διαποτίζει τα γόνατα του παντελονιού του.
«Τώρα!» φώναξε ο γιατρός, γονατίζοντας εκεί που βρισκόταν ο Ντίκενς πριν από ένα λεπτό. «Βάλτε τα δυνατά σας, παιδιά!»
Οι τέσσερις γεροδεμένοι άντρες αρχικά σήκωσαν τα συντρίμμια με τις σιδερόβεργές τους και μετά τοποθέτησαν τις πλάτες τους κάτω από τον τσακισμένο τοίχο του γκρεμισμένου πατώματος που τώρα είχε γίνει μια βαριά πυραμίδα από ξύλα. Ο σκοτεινός κώνος άνοιξε λίγο από κάτω τους. Το φως του ήλιου φώτισε τα ερείπια. Πάσχιζαν αγκομαχώντας να κρατήσουν τα συντρίμμια όρθια και τότε ένας από τους άντρες έβγαλε ξανά μια πνιχτή κραυγή.
«Ω, Χριστέ μου!» φώναξε κάποιος.
Ο γιατρός τινάχτηκε προς τα πίσω λες και είχε αγγίξει ένα ηλεκτρικό καλώδιο. Ο Ντίκενς σύρθηκε εμπρός για να προσφέρει τη βοήθειά του και επιτέλους κατάφερε να δει μέσα στο χώρο.
Δεν υπήρχε ούτε γυναίκα ούτε κορίτσι. Μονάχα ένα γυμνό μπράτσο κομμένο κάτω ακριβώς από τον ώμο μέσα στον μικροσκοπικό ανοιχτό κύκλο καταμεσής των χαλασμάτων. Ο ρόζος του οστού έμοιαζε κατάλευκος κάτω από το φιλτραρισμένο απογευματινό φως.
Όλοι άρχισαν να φωνάζουν. Κατέφτασαν κι άλλοι άντρες. Επανέλαβαν τις εντολές. Οι φρουροί χρησιμοποίησαν τις αξίνες τους και τις σιδερόβεργές τους για να ανοίξουν τα χαλάσματα, στην αρχή προσεκτικά και μετά με ένα τρομακτικό, σχεδόν σκόπιμα καταστροφικό απότομο τίναγμα. Το υπόλοιπο σώμα της νεαρής γυναίκας απλούστατα δεν ήταν εκεί. Σ’ αυτό το σωρό των ερειπίων δεν υπήρχαν αρτιμελή σώματα, μονάχα παράταιρα κομμάτια κουρελιασμένου υφάσματος και τυχαία τμήματα σάρκας και σπασμένων κόκαλων. Δεν υπήρχε ούτε ένα κομμάτι από το φόρεμά της. Μονάχα το χλωμό χέρι που κατέληγε στα ολόλευκα, σφιγμένα και πλέον ακίνητα δάχτυλα.
Χωρίς άλλη λέξη, ο κύριος Μόρις γύρισε κι έφυγε, κατευθύνθηκε προς άλλους διασώστες που συγκεντρώνονταν τώρα γύρω από άλλα θύματα.
Ο Ντίκενς σηκώθηκε όρθιος, βλεφάρισε, έγλειψε τα χείλη του, και έψαξε το φλασκί με το μπράντι του. Είχε τη γεύση χαλκού. Συνειδητοποίησε ότι ήταν άδειο και ότι είχε μείνει η γεύση του αίματος από ένα από τα θύματα στο οποίο το είχε προσφέρει. Έψαξε να βρει το καπέλο του και μετά είδε ότι το φορούσε. Το νερό του ποταμού που μετέφερε μ’ αυτό είχε βρέξει τα μαλλιά του και έσταζε στον γιακά του.
Κατέφτασαν κι άλλοι διασώστες και θεατές. Ο Ντίκενς αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει ιδιαίτερη βοήθεια εκεί. Αργά, αδέξια, σκαρφάλωσε την απότομη πλαγιά και έφτασε μέχρι τις ράγες όπου τα βαγόνια που είχαν μείνει άθικτα στέκονταν άδεια.
Η Έλεν και η κυρία Τέρναν κάθονταν στη σκιά μιας στοίβας από σιδερόβεργες, πίνοντας ήρεμα νερό από φλιτζάνια που τους είχε φέρει κάποιος.
Ο Ντίκενς άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το γαντοφορεμένο χέρι της Έλεν αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνηση. Αντί γι’ αυτό, είπε, «Πως είσαι, αγαπητή μου;»
Η Έλεν χαμογέλασε, αλλά στα μάτια της υπήρχαν δάκρυα. Έπιανε το αριστερό της μπράτσο και ένα σημείο κάτω από τον ώμο της και πάνω από το αριστερό της στήθος. «Λίγο χτυπημένη, νομίζω, αλλά κατά τ’  άλλα καλά. Σας ευχαριστώ, κύριε Ντίκενς».
Ο μυθιστοριογράφος ένευσε σχεδόν αφηρημένα, με τα μάτια του στραμμένα αλλού. Μετά στράφηκε από την άλλη, περπάτησε ως την άκρη της σπασμένης γέφυρας, πήδηξε με την ευκινησία ενός ατόμου που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ στο σκαλί του βαγονιού της πρώτης θέσης που κρεμόταν από τη γέφυρα, χώθηκε μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο με την ίδια ευκολία σαν να έμπαινε από μια πόρτα, και κατέβηκε πατώντας πάνω σε σειρές θέσεων που τώρα έμοιαζαν με σκαλοπάτια στον κάθετο πλέον τοίχο του πατώματος του βαγονιού. Ολόκληρο το βαγόνι, που ακόμα κρεμόταν επικίνδυνα πάνω από τον πυθμένα της κοιλάδας και ενωνόταν με έναν μόνο σύνδεσμο με το βαγόνι της δεύτερης θέσης που βρισκόταν πάνω στις ράγες, αιωρήθηκε ελαφρά σαν το παλλόμενο εκκρεμές ενός σπασμένου ρολογιού.
Νωρίτερα, πριν ακόμα σώσει την Έλεν και την κυρία Τέρναν, είχε βγάλει από το βαγόνι την δερμάτινη τσάντα του μέσα στην οποία βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος του χειρογράφου του δέκατου έκτου κεφαλαίου του έργου Ο Κοινός Μας Φίλος, το οποίο είχε δουλέψει στη Γαλλία, αλλά τώρα θυμήθηκε ότι τα τελευταία δυο κεφάλαια βρίσκονταν στο παλτό του, το οποίο βρισκόταν ακόμα διπλωμένο στη θήκη πάνω από τις θέσεις τους. Πατώντας στις πλάτες αυτής της τελευταίας σειράς των θέσεων στο παλλόμενο βαγόνι που έτριζε, με το ποτάμι εννιά μέτρα από κάτω του να αντικατοπτρίζει τις αχτίδες φωτός που εισχωρούσαν μέσα από τα σπασμένα παράθυρα, πήρε το παλτό, έβγαλε το χειρόγραφο για να σιγουρευτεί ότι όλες οι σελίδες ήταν εκεί –είχε λερωθεί λίγο αλλά κατά τ’ άλλα ήταν άθικτο– και μετά, ισορροπώντας ακόμα πάνω στις θέσεις, έχωσε τα χαρτιά πάλι στο παλτό του.
Εκείνη τη στιγμή ο Ντίκενς έτυχε να κοιτάξει προς τα κάτω, μέσα από το σπασμένο τζάμι της πόρτας στην άκρη του βαγονιού. Χαμηλά, κάτω ακριβώς από τη μηχανή του τρένου, ένα παιχνίδισμα του φωτός έδειξε να στέκεται πάνω στο ποτάμι και όχι μέσα σ’ αυτό, αδιαφορώντας για τους τόνους ξύλου και σίδερου που κρέμονταν από πάνω του, το άτομο που ονομαζόταν Ντρουντ να κοιτάζει τον Ντίκενς με το κεφάλι του γερμένο προς τα πίσω. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια του άντρα μέσα στις βουλιαγμένες κόγχες τους έμοιαζαν σαν να μην έχουν βλεφαρίδες.
Τα χείλη της μορφής χωρίστηκαν, το στόμα του άνοιξε και κινήθηκε, η σαρκώδης γλώσσα ταλαντεύτηκε πίσω και ανάμεσα στα μικροσκοπικά δόντια, και ακούστηκαν συριστικοί ήχοι, αλλά ο Ντίκενς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις πάνω από το μουγκρητό των μετάλλων και τις συνεχείς κραυγές των τραυματισμένων στην κοιλάδα από κάτω. «Ακατανόητο», μουρμούρισε ο Ντίκενς. «Ακατανόητο».
Το βαγόνι της πρώτης θέσης ξαφνικά ταλαντεύτηκε και δονήθηκε σαν να ήταν έτοιμο να πέσει. Ο Ντίκενς πιάστηκε από μια θήκη πάνω από τα καθίσματα για να κρατήσει την ισορροπία του. Όταν η δόνηση σταμάτησε και ο Ντίκενς κοίταξε ξανά προς τα κάτω, ο Ντρουντ είχε εξαφανιστεί. Ο συγγραφέας πέταξε το παλτό που περιείχε το χειρόγραφό του πάνω στον ώμο του και σκαρφάλωσε και πάλι προς το φως.

Σημειώσεις

(1)    Είναι η περιφρονητική ευρωπαϊκή ονομασία για τον λαό KhoiKhoi της νοτιοδυτικής Αφρικής. Προέρχεται από το ολλανδικό Huttentut που σημαίνει τραυλός, επειδή έτσι ακουγόταν η γλώσσα τους στους αποικιοκράτες.
(2)    Ηρωΐδα του βιβλίου του Ντίκενς, «Το Παλαιοπωλείο».
(3)    Ήρωας του βιβλίου του Ντίκενς, «Ντόμπι και Υιός».

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2010.

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας