Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Ελεάννα Μαρτίνου : Από τον Giambattista Piranesi στο Matrix Μέρος Α'

της Ελεάννας Μαρτίνου - σχόλια : Γ.Ι. Μπαμπασάκης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

martinou-1.jpgΟ χώρος είναι το στοιχείο που ανέκαθεν μου κέντριζε το ενδιαφέρον.
Στη διάρκεια της έρευνας γύρω από την έννοια του χώρου, εντόπισα κάποιες περιοχές που με προκάλεσαν να τις γνωρίσω.
Η ίδια η ζωγραφική διαδικασία ως διαδικασία και χωρίς να υπάρχει εκ των προτέρων ένα προκαθορισμένο περιεχόμενο θεωρητικού χαρακτήρα, είναι αυτή που με οδήγησε στην εξερεύνηση.
Θέλοντας να αποφύγω την εύκολη λύση των επικολλημένων υλικών επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια ή ακόμα και τον όγκο του ίδιου του υλικού που βγαίνει έξω από τη ζωγραφική επιφάνεια και υπάρχει μέσα στον τρισδιάστατο, καρτεσιανό χώρο, επέλεξα να αλλάξω υλικά.
Δηλαδή, θέλησα σε μια τελείως λεία επιφάνεια, να απεικονίσω το βάθος και τη διαφάνεια αποκλειστικά με ζωγραφικό τρόπο.
Το υλικό που επέλεξα για αυτόν το σκοπό είναι το μελάνι επάνω σε χαρτί αφίσας, το οποίο χρησιμοποιείται σε μηχανήματα ψηφιακών εκτυπώσεων σύγχρονης τεχνολογίας.
Το συγκεκριμένο υλικό μου έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστώ με διαφορετικούς έως τώρα τρόπους και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας οδήγησε το ενδιαφέρον μου σε κάποιες περιοχές θεωρητικού χαρακτήρα.

Από τις συγκεκριμένες περιοχές, επέλεξα να ασχοληθώ περισσότερο με εκείνες που περιέχουν την έννοια του λαβυρίνθου και συγκεκριμένα, με δύο περιοχές που θεωρώ ότι αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον μέσω της παράθεσής τους :

1.    Τις Φυλακές του Giovanni Battista Piranesi (18ος αιώνας)
2.    Τους χώρους επιστημονικής φαντασίας στο Matrix (21ος αιώνας)

Στα δικά μου μάτια, η αντίθεση και η ενδιαφέρουσα παραδοξότητα ανάμεσα στις δύο παραπάνω περιοχές είναι η εξής :

Ο Piranesi που ζει σε μια εποχή απόλυτου ορθολογισμού, “τάξης” και οργάνωσης, το 18ο αιώνα, καταφέρνει να απεικονίσει στα έργα του το παράδοξο, το “τρελό”, έναν χώρο φυγής και απελευθέρωσης από την υπάρχουσα πραγματικότητα.  

Αντίθετα, στο Matrix που ανήκει σε μια εποχή σύγχρονη, “ελεύθερη”, χαώδη και παράλογη, διακρίνω χώρους-κουτιά, χώρους περίκλειστους, απολύτως ορθολογικούς, με έλλειψη φαντασίας και με αδυναμία δημιουργίας της αίσθησης της φυγής. Παρατηρώντας τους χώρους του Matrix αισθάνομαι εγκλωβισμό και έλλειψη ανοιχτότητας. Δεν υπάρχει κάποια γέφυρα που να συνδέει παρόν, παρελθόν και μέλλον παρά μόνο ένας μετεωρισμός και ένα αδιέξοδο.

Στη μελέτη που ακολουθεί, συνδυάζω προσωπικές μου σκέψεις και προβληματισμούς με μία περίληψη των στοιχείων εκείνων που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον.

Συνειδητά αποφεύγω τη χρήση φιλοσοφικών όρων, θεωρώντας πιο ειλικρινή τη χρήση μιας γλώσσας που με εκφράζει στην καθημερινή μου ζωή.

Ι. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΟI ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ PIRANESI

ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ PIRANESI

Ο Giovanni Battista  (επίσης Giambattista) Piranesi  (4 Οκτωβρίου 1720 – 9 Νοεμβρίου 1778) είναι ο Ιταλός καλλιτέχνης που έγινε γνωστός από τη σειρά έργων του με τίτλο Οι Όψεις της Ρώμης αλλά και από τα έργα Φυλακές (Carceri d’Invezione ). Από το 1743 έως το 1747 έμεινε στη Βενετία όπου γνωρίστηκε με τον Giovanni Battista Tiepolo.
Στην πρώτη ενότητα έργων του Οι Όψεις της Ρώμης απεικονίζει τα ερείπια σπουδαίων ρωμαϊκών κτιρίων και θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά το Νεοκλασικισμό.

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

Οι Φυλακές (Carceri d’Invenzione ή Φανταστικές Φυλακές) αποτελούνται από μια σειρά 16 χαρακτικών (σε πρώτο και σε δεύτερο στάδιο) και απεικονίζουν κάποια τεράστια θησαυροφυλάκια με σκάλες και δυνατά μηχανήματα.
Η συγκεκριμένη σειρά έργων επηρέασε το Ρομαντισμό και το Σουρεαλισμό. Επίσης, σύμφωνα με την αίσθησή μου, συσχετίζεται με το έργο του Κάφκα, με τους λαβυρινθώδεις χώρους του Escher καθώς και με τη μουσική του Bach.
Τα αυθεντικά έργα έχουν διαστάσεις 16 επί 21 ίντσες, τυπώθηκαν το 1750 και ήταν 14, χωρίς τίτλο. Το 1761 ξανατυπώθηκαν ύστερα από κάποιες επεμβάσεις, αριθμήθηκαν από 1 έως 16 και δόθηκαν κάποιοι τίτλοι που είναι οι εξής :

•    I - Tavola di intestazione
•    II - L'uomo sulla roccia
•    III - La torre circolare
•    IV - La gran piazza
•    V - Il leone in bassorilievo
•    VI - Il fuoco fumante
•    VII - Il ponte levatoio
•    VIII - La scalinata con i trofei
•    IX - La ruota gigante
•    X - Prigionieri sulla piattaforma
•    XI - L'arco con la conchiglia
•    XII - Il cavalletto
•    XIII - Il pozzo
•    XIV - L'arco gotico
•    XV - Il muro con la lampada
•    XVI - Il muro con le catene

O Thomas De Quincey στη μελέτη του Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς (1821), αναφέρει (εκδόσεις Ερατώ, σ.126) :

“Πριν από μερικά χρόνια, καθώς κοίταζα το βιβλίο του Piranesi ‘Αρχαιότητες της Ρώμης’ , ο κύριος Coleridge που στεκόταν δίπλα, μου περιέγραψε μια σειρά από γκραβούρες αυτού του καλλιτέχνη, τις οποίες ονόμαζε ‘Όνειρα’ και που απεικόνιζαν ένα δικό του δράμα στη διάρκεια ενός παραληρήματος από τον πυρετό. Μερικά απ’αυτά (τα περιγράφω μόνο απ’όσα θυμόταν ο κύριος Coleridge), παρουσίαζαν τεράστιες γοτθικές αίθουσες: στο πάτωμα, υπήρχαν κάθε είδους μηχανήματα κι εργαλεία, τροχοί, άγκυρες, τροχαλίες, μοχλοί, καταπέλτες κλπ. που εκφράζουν μια τεράστια δύναμη για ελπίδα κι άμυνα. Στις πλευρές των τοίχων, διέκρινες μια σκάλα που υψωνόταν κατά μήκος και πάνω της, ήταν ο ίδιος ο Piranesi που την ανέβαινε ψηλαφώντας. Ακολούθησε λίγο ακόμα τις σκάλες και θα δεις ότι κάπου σταματούν απότομα, χωρίς κάγκελα, κι αυτός, που έχει φτάσει στην άκρη, δεν μπορεί να κάνει άλλο βήμα, παρά μονάχα στο κενό. ‘Ο,τι κι αν πρόκειται να συμβεί στο δύστυχο Piranesi, υποθέτεις ότι κατά κάποιο τρόπο εδώ τελειώνουν οι κόποι του. Αλλά, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε μια δεύτερη σειρά από σκαλιά, ακόμα πιο ψηλά: πάνω τους διακρίνεται πάλι ο Piranesi, που αυτή τη φορά στέκεται στο χείλος της αβύσσου. Σήκωσε πάλι τα μάτια και θα δεις ψηλότερα κι άλλα σκαλιά: και πάλι τον άμοιρο Piranesi απασχολημένο με τα φιλόδοξα έργα του. Και συνέχεια το ίδιο, έως ότου και οι σκάλες και ο Piranesi χαθούν στο σκοτάδι που βρίσκεται πολύ ψηλά στην αίθουσα. –Ακριβώς μ’αυτήν τη δύναμη της ατέλειωτης ανάπτυξης και αυτο-αναπαραγωγής, ενεργούσε κι η δική μου αρχιτεκτονική στα όνειρα. Στο πρώτο στάδιο της ασθένειάς μου, η λαμπρότητα των ονείρων μου ήταν κύρια αρχιτεκτονική: έβλεπα μεγαλοπρεπείς πόλεις και παλάτια που κανένα μάτι δεν έχει δει στην πραγματικότητα, εκτός μέσα στα σύννεφα. ”

ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ PIRANESI

Η Marguerite Yourcenar έχει γράψει μια ανάλυση σε βάθος των Φυλακών του Piranesi που τιτλοφορείται Dark Brain of Piranesi (1979). Επίσης, στοιχεία για τις Φυλακές βρίσκονται στη μελέτη The Mind and Art of Giovanni Battista Piranesi του John Wilton-Ely(1978).
Ο ίδιος ο Piranesi έχει καταγράψει τις σκέψεις του επάνω στη δουλειά του ενώ ενδιαφέρουσες μελέτες στο έργο του έχουν κάνει μεταξύ άλλων ο Eisenstein,ο Manfredo Tafuri,ο Michel Foucault,ο Huxley και ο Thomas de Quincey.
Φέτος την άνοιξη (2009) πραγματοποιείται σεμινάριο στο Harvard Design School με τίτλο The Piranesi Effect στο οποίο εξετάζονται τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν τη βάση ενός φορμαλισμού ο οποίος συνδέει την επινόηση με την αρχαιότητα και την αρχιτεκτονική με την απεικόνιση.

PIRANESI ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ    

Το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Fanglelsestaden (1978) του Σουηδού συγγραφέα Sam J.Lundwall είναι εμπνευσμένο από τις Φυλακές του Piranesi.
Ο Grant Morrison  αναφέρεται στον Piranesi στην ιστορία Painting that ate Paris που περιλαμβάνεται στο κόμικ Doom Patrol.
Επίσης, έχει κυκλοφορήσει 3D έκδοση ηλεκτρονικού παιχνιδιού που διαδραματίζεται μέσα στις Φυλακές του Piranesi.

ΠΩΣ Ο SERGEI M.EISENSTAIN ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ PIRANESI.
ΦΥΛΑΚΕΣ – CEZANNE – GUERNICA - ΟΚΤΩΒΡΗΣ.

Στη μελέτη του Piranesi, or the Fluidity of Forms, ο Ρώσος avant-garde σκηνοθέτης Sergei M.Eisenstein γράφει:

“Ένα αρχικό άλμα πέρα από τα όρια της επακριβούς διάρθρωσης των αντικειμένων προς το παιχνίδι των γεωμετρικών μορφών που τα αποτελούν, και βρισκόμαστε μπροστά στο Cezanne, ένα ακόμα βήμα μπροστά κι έχουμε τον  Picasso στη Χρυσή Εποχή του. Το αντικείμενο-πρόσχημα έχει ήδη εξαφανιστεί”.

Ο Eisenstein αποκαλύπτει στον Piranesi την αμφιλεγόμενη διάσταση που αποδίδεται στα αντικείμενα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που αναγνωρίζει στις Φυλακές μια αναπάντητη ερώτηση για την μοίρα της οργανικής μορφής.
Συγκρίνοντας τη μέθοδο σύνθεσης του Piranesi με τις συνθέσεις των κάθετων τοπίων της κινέζικης και της γιαπωνέζικης ζωγραφικής, ο Eisenstein αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς τρόπους για να πετύχει τη σύνθεση των αντιθέσεων. Κατά την άποψή του, στην περίπτωση της ανατολικής τέχνης έχουμε “μία φιλοσοφία εφησυχασμού, που προσπαθεί πολύ επίμονα να συμβιβάσει τα αντίθετα διαλύοντάς τα το ένα μέσα στο άλλο”.
Στην περίπτωση του Piranesi, βρίσκουμε έναν “ερεθισμό πέρα από κάθε όριο” για τις αντιθέσεις, έτσι που αυτές εξαναγκάζονται “να διαπεράσουν η μία την άλλη” και να οδηγήσουν ως τα άκρα τον καταστροφικό δυναμισμό τους.

Σύμφωνα με τον Manfredo Tafuri, δεν είναι τυχαίο ότι στην ανάλυσή του ο Eisenstein παρεμβάλλει μια σύντομη επίθεση εναντίον της αρχιτεκτονικής του Κονστρουκτιβισμού, κατηγορώντας την ότι έχει υπερεκτιμήσει τον συγκεκριμένο ρόλο της εικόνας. Η  Guernica υπήρξε έτσι το έργο με το οποίο, ανακτώντας και απεικονίζοντας το πάθος, η αβανγκάρντ έγραψε ιστορία, με το οποίο ο Picasso ξεπέρασε την απόλυτα υποκειμενική στιγμή, και με το οποίο “μην ξέροντας πού να χτυπήσει αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για την κοινωνική αταξία αυτής της ‘τάξης πραγμάτων’, το άτομο θα χτυπούσε τα ‘πράγματa’ και την ‘τάξη’, προτού ξαφνικά ανακτήσει την όρασή του και αντιληφθεί πού και τι επιφέρει τη βλάβη κι αποτελεί το πρωταρχικό αίτιό της”.
Η ερμηνεία της  Guernica από αυτή τη σκοπιά έχει ενδιαφέρον, γιατί ρίχνει φως στην αξιολόγηση από τον Eisenstein της “πρωτοπόρας” φύσης του έργου που άφησε ο Piranesi. Και ο Piranesi, ακριβώς όπως ο κυβιστής Picasso, ανατρέπει “τα πράγματα” και “την τάξη”, επειδή δεν είναι σε θέση να επιτεθεί ευθέως εναντίον “της τάξης πραγμάτων”.

PIRANESI ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ   

Στη σειρά έργων Φυλακές ο Piranesi λειτουργεί τυπώνοντας απανωτά στάδια με αποτέλεσμα η τελευταία καταγραφή των έργων να χαρακτηρίζεται από μια έντονη αντίθεση φωτός και σκιάς. Στα δικά μου μάτια, απεικονίζοντας λαβυρινθώδεις χώρους με σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά αλλά και μέσω της παράθεσης του λευκού και του μαύρου, δημιουργεί μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και μια μοναδική αίσθηση χώρου, βάθους και αντανάκλασης σαν να βλέπουμε την εικόνα μέσα από έναν κατακερματισμένο καθρέφτη.
Θεωρείται ότι σημαντική επίδραση στη δουλειά του Piranesi έχει ασκήσει ο Rembrandt με τα χαρακτικά του.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ζωγράφος Goya είχε μια συλλογή από χαρακτικά του Piranesi, όπως αναφέρεται στο βιβλίο Goya του Pierre Gassier. Όταν ο Piranesi έφυγε για τη Ρώμη, ο Tiepolo εγκατέλειψε τη Βενετία και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη όπου ήρθε σε επαφή με τον Goya. Πιθανόν με αυτόν τον τρόπο ο Goya να γνώρισε το έργο του Piranesi.
Ο συμβολιστής ζωγράφος Gustave Moreau χρησιμοποίησε τα χαρακτικά του Piranesi ως μοντέλα για τη δουλειά του, ενώ ο Escher δημιούργησε μια σειρά έργων βασισμένη στις Φυλακές.
Σύμφωνα με την αίσθησή μου, η πρώτη σειρά των Φυλακών είναι λιγότερο σκοτεινή από τη δεύτερη τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Στην τελική μορφή των έργων υπάρχει πολύ έντονη αντίθεση φωτός και σκιάς με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας χώρος που παραπέμπει στη Guernica του Picasso που χαρακτηρίζεται από τις έντονες αντιθέσεις και από τη δημιουργία της τέταρτης διάστασης του χώρου, δηλαδή της αίσθησης του χρόνου.

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ GOLDBERG ΤΟΥ J.S.BACH
PIRANESI – GOEDEL - ESCHER – KAFKA – BACH
   

O Goethe  είχε διακρίνει τη σχέση μουσικής και αρχιτεκτονικής, αποκαλώντας την αρχιτεκτονική “παγωμένη μουσική” και θεωρούσε τον Ορφέα ως τον πρώτο αρχιτέκτονα, αφού, με τη λύρα του, μέσω της μουσικής του μπορούσε να μετακινεί τις πέτρες και να τις θέτει σε απόλυτη τάξη και δομή, γύρω από την αγορά.
Ο Piranesi  και ο Bach έχουν ως κοινά δομικά στοιχεία τόσο τη ζωγραφική όσο και τα μαθηματικά (Goedel).
Ο Αlbert Schweitzer στο βιβλίο του για τον Bach συνεχώς αναφέρεται στις ζωγραφικές ποιότητες  του συνθέτη.
Ο Goethe είχε ήδη διακρίνει τις συγκεκριμένες ποιότητες στη μελέτη του για τις φούγκες του Bach καθώς και τη μαθηματική τους φύση αφού τις αποκαλούσε “μαθηματικές ασκήσεις”.
Επίσης, τα κτίρια στα χαρακτικά του M.C.Escher παραπέμπουν στη δομή των Φυλακών. Παρότι ο Escher δεν απεικονίζει φυλακισμένους στα χαώδη κτίριά του, οπωσδήποτε παγιδεύει τον θεατή αφού τα έργα του αποτελούν μαθηματικές εξισώσεις που εκτελούνται ως οπτικές παραμορφώσεις. Η δουλειά του ως δομή σχετίζεται άμεσα με το έργο του Johann Sebastian Bach. O Escher περιγράφει με δέος την εμπειρία που έζησε ακούγοντας σε εκτέλεση τις Παραλλαγές Goldberg , όπως αναφέρεται στο βιβλίο Escher on Escher:Exploring the Infinite, NY:Abrams, 1989 :

“Το κονσέρτο μου έκανε απίστευτη εντύπωση. Άκουγα άφωνος και εκστασιασμένος αυτήν τη θεϊκή μουσική. Και όσο εκτυλισσόταν η μουσική, τόσο αυξανόταν ο θαυμασμός μου…Στον Bach είχα εναποθέσει καρδιά και νόηση ταυτοχρόνως.”

Στο τελευταίο έργο του Κάφκα με τίτλο Το Κτίσμα, η γραφή είναι λαβυρινθώδης και ο ρυθμός της γλώσσας ιλιγγιώδης. Κατά τη γνώμη μου, τόσο λόγω της θεματικής, αλλά κυρίως λόγω του ρυθμού που ρέει ακατάπαυστα χωρίς διακοπή, θα μπορούσε να παραλληλιστεί ως δομή με τις Παραλλαγές Goldberg J.S.Bach. Επίσης, οι εικόνες από τις Φυλακές συγγενεύουν κατά κάποιο τρόπο με το τούνελ διαφυγής που περιγράφει ο Κάφκα στο Κτίσμα του.

PIRANESI ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΚΑΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ    

Το αυξανόμενο ενδιαφέρον στον 20ο αιώνα για τις Φυλακές του Piranesi, θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι οι Φυλακές δεν απεικονίζουν τον αιώνα του, αλλά τη δική του αίσθηση των πραγμάτων και το προσωπικό του όραμα, ανεξάρτητα από την εποχή του. Αυτός είναι ο λόγος που τα συγκεκριμένα έργα είναι διαχρονικά και προκαλούν ακόμη και σήμερα το ενδιαφέρον.
Όπως αναφέρει ο Benjamin Burges Moore στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Piranesi καταφέρνει να είναι ταυτοχρόνως κλασικός αλλά και ρομαντικός :

“ Ήταν και τα δύο, από φύση και από πρόθεση. Όσο κλασικός και αν μπορεί να είναι στη θεματική του, παρόλαυτά, διακρίνεται από μια δυνατή παραδοξότητα που οδηγεί στο να μπορεί σε μεταγενέστερες εποχές να θεωρηθεί ρομαντικός. Αυτή η αντίφαση αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της αυθεντικότητάς του.”

(Συνεχίζεται)

*

martinou-2.jpgΗ Αναστοχαστική Ζωγραφική της Ελεάννας Μαρτίνου

Η Ζωγραφική ανταμώνει την Ποίηση, και οι δυο μαζί χορεύουν στους λειμώνες τ’ ουρανού αλλά και στα σοκάκια της απελπισίας, και της ανάτασης μαζί, των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

Η Ελεάννα Μαρτίνου συνθέτει τα έργα της μέσα σ’ αυτή τη διαλεκτική απελπισίας/ανάτασης, αντιμετωπίζοντας τον ιστό της πόλης σαν πρόσωπο γεμάτο χρόνο και σημασίες, και το πρόσωπο σαν πλέγμα κατοικιών/δρόμων/αστικών τοπίων.

Άλλοτε με την πένα και το μελάνι και άλλοτε με ένα εκρηκτικό κοκτέιλ υλικών η Ελεάννα Μαρτίνου επιχειρεί να ανασυνθέσει τη Μνήμη, να επινοήσει τρόπους δεξίωσης της νοσταλγίας εκ μέρους του θεατή, καθώς και να φανταστεί τόπους από το μέλλον, ίσως απειλητικούς, πάντως πάντα παντοδύναμους στην ακατάσχετη ροή τους προς ένα σύμπαν πότε δομημένο και πότε διαλυμένο (ενίοτε και τα δύο συνάμα).

Ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα της Κυπαρισσίας η ζωγράφος το αντιμετωπίζει με επαρκέστατη συναίσθηση του χρόνου που αποσυνθέτει την ύλη αλλά ανασυνθέτει τον στοχασμό πάνω στη ύλη, τον στοχασμό πάνω στη φθορά, τον στοχασμό πάνω στον αναπόδραστο χαμό, στην αναπόφευκτη απώλεια~ και μετά, μετατοπίζεται στο άγνωστο αλλού, ατενίζοντας μιαν άλλη δυνητική πραγματικότητα, επιχειρώντας στοχασμούς πάνω στο Μέλλον του Άλλου Αλλού, που σημαίνει επίσης επιχειρώντας στοχασμούς πάνω στο σήμερα και την φορά του, τη ροπή του, την κίνησή του.

Από ένα νυν που ωθείται ήδη προς ένα τότε, από το κτίσμα στην Κυπαρισσία που τείνει να οδηγηθεί σε ένα παρελθόν, η Ελεάννα Μαρτίνου οδηγείται (και μας οδηγεί) σε ένα αεί που όμως βυθίζεται μες στη χρονικότητα, είναι και αυτό θύμα της φθοράς, είναι ένα Μέλλον που θα έλεγες πως μοιάζει να πλάθεται και να ρημάζεται ταυτοχρόνως.

Σκαλωσιές που γίνονται πλέγματα/ιστοί/παγίδες, προσδοκίες που τσακίστηκαν από προδοσίες, η ουτοπία που μεταβάλλεται σε δυστοπία, μια επιστημονική φαντασία που σμικρύνει εφιαλτικά τον άνθρωπο, κάνει άμορφη τη μορφή του, τον αφήνει χωρίς υπόσταση ανάμεσα σε δοκούς/ αεροσκάφη/ εναέρια περάσματα/ μεταίχμια/ πολεοδομικές τερατογενέσεις. Και (είναι εκπληκτικό επίτευγμα της ζωγράφου) ακούς, ενόσω βλέπεις τους γιγαντοπίνακες της σειράς «Αόρατες Πόλεις», μια μουσική που είναι αρχέγονη, λες και προέρχεται από ωκεάνια βάθη ή από δυσθεώρητα ύψη, μια μουσική που φέρνει στο νου παγωμένες στέπες που αίφνης κατακλύστηκαν από φλεγόμενα δάση, μια μουσική που θυμίζει ένα τρελό χάος το οποίο πασχίζει, από μόνο του, να λάβει μορφή.

Τα χρώματα της Ελεάννας Μαρτίνου είναι νότες στην Παρτιτούρα του Ενδεχόμενου Επερχόμενου, μια παρτιτούρα που προειδοποιεί και μας καλεί, διαισθανόμενοι ένα μέλλον που είναι απειλή, να αναστοχαστούμε πάνω στο παρόν και να εντάξουμε σ’ αυτό στοιχεία από ένα παρελθόν που τείνουμε να λησμονήσουμε (και να χάσουμε) αμετάκλητα. Γι’ αυτό και η μετακίνηση από το σπίτι της Κυπαρισσίας στο αχανές των «Αόρατων Πόλεων», με ενδιάμεση φάση τα βαθιά ανθρώπινα πρόσωπα της σειράς «Rêverie du Pauvre», όπου το πρόσωπο γίνεται τοπίο, όπου το βλέμμα γίνεται ανάμνηση από το μέλλον, όπου οι ρυτίδες γίνονται κυματώσεις του χρόνου, προμηνύματα, διαισθήσεις.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 10/10/09