Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Το παρατηρητήριο (διήγημα) - Νίκος Κουρμουλής

Υγροί, κολλώδεις κρύσταλλοι μολυσμένης ατμόσφαιρας, εφαρμόζουν σαν χειμωνιάτικο παλτό πάνω στη σάρκα. Η άσφαλτος αχνίζει. Πρωινό, 14 Αυγούστου και οι ψυχές εξαφανισμένες από την Αθήνα. Καταδιοκώμενοι δραπέτες οι κάτοικοι της, ψάχνουν καταφύγιο σε παράκτιους προορισμούς, που τους ορίζουν ανάλογα με το δείκτη  του αντηλιακού τους.

Κάτω από αυτό το πρίσμα ο Σταύρος συλλογίζεται και φωτογραφίζει νοητά τον έξω κόσμο. Κοιτά επίμονα εδώ και αρκετές ώρες το μικρό κομμάτι του ακάλυπτου, που διαγράφεται μέσα από τη στενή χαραμάδα που σχηματίζει το κούφωμα των πατζουριών. Αφού τσούξανε τα μάτια του από το αδιάκοπο ζάπινγκ στα τηλεμάρκετινγκ, κάθεται χαυνωμένος στο καναπέ και η μόνη λέξη που του σφίγγει το μυαλό σα μέγγενη, είναι «άπνοια».

Το σώμα του παραμένει στην ακαμψία της αδρανείας. Σέρνει τα μάτια του από τη μπαλκονόπορτα, προς τη πολυθρόνα που βρίσκεται πίσω από τη ράχη του καναπέ. Καμαρώνει μια καλοσιδερωμένη στολή, που απλώνεται σε όλο το μήκος της. Βαθύ γαλάζιο πουκάμισο, κόκκινα σιρίτια στους ώμους, ανθρακί γραβάτα, «Nova Security» πάνω από το τσεπάκι της καρδιάς, σε μαυροκόκκινο φόντο. Από κάτω, μαύρο παντελόνι με μπλε ρίγα στα πλαϊνά, ενώ στη κρεμάστρα πάνω από τη πολυθρόνα, έπλεε μέσα στη προστασία του λεπτού σελοφάν το μαύρο σακάκι, με το χρυσαφένιο λογότυπο της εταιρίας σε κόκκινο πλαίσιο και το στογγυλλό «οικόσημο» εκατέρωθεν στα δυο μπράτσα. Αυτό το σακάκι ήταν η αδυναμία του. Του ήταν λίγο στενό τώρα, λόγο κάποιων περιττών κιλών από έτοιμο φαγητό, αλλά όταν το είχε πρωτοπροβάρει στα γραφεία της «Νova» μαζί με άλλους 10 καινούργιους, είχε νιώσει πολύ περήφανος. Είναι η μοναδική γωνιά που αποπνέει μια κλινική καθαριότητα και έναν τόνο σοβαρότητας σε ένα σπίτι που φέρνει στο νου τη μούχλα ενός ανθρώπου που έχει αποσυρθεί σε μια στατική παιδικότητα.

Μπάτσος δεν ήθελε να γίνει, είχε το πατέρα του και αυτό έφτανε. Από μικρός είχε έλλειψη στόχων. Οτιδήποτε έκανε ή καταπιάνονταν, θεωρούσε πως ήταν μέτριο για τα γούστα του. Ποια ήταν αυτά; Κομπιούτερ γενικώς και αορίστως. Τώρα κοντά στα 28 το μοναδικό πράγμα που τον γοήτευε ήταν το ηλεκτρονικό βίντεογκεϊμ, «ΤΕΚΚΕΝ». Είχε εξασκηθεί σε σπάνιες παραλλαγές κινήσεων και ονειρεύονταν να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάποια πολεμική τέχνη, μάλλον μάι τάι. Είναι και της μόδας εξάλλου. Κατόπι έπεσε με τα μούτρα στα κόμικς και διάβασε όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος όλη τη μίνι σειρά του «Batman: The Dark Knight Returns» πίστευε πως θα ασχοληθεί και με το σχέδιο. Αποτυχία και εδώ αφού αδυνατούσε να τραβήξει ίσια γραμμή. Τι τα θέλεις τα κουλτουριάρικα είχε γκρινιάξει ο μπαμπάς του. Αυτό που  αρχικά τον τραβούσε, το άφηνε στη μέση. Έτσι και το σχολείο, δεν το τέλειωσε ποτέ, για να πάει να καταταγεί στα Ο.Υ.Κ. Κίνηση απελπισίας. Μα ο μπαμπάς καμάρωνε, έβαζε στοίχημα πως ο γιόκας του θα γίνει ο δεκαθλητής των ειδικών δυνάμεων. Εκεί προς μεγάλη απογοήτευση της οικογενειακής κεφαλής, δεν έκανε τίποτε. Μόνο καμπάνες έτρωγε για να περνά ο χρόνος. Εκδιώχθηκε κακήν, κακώς, λόγω του ότι σε μια 25η Μαρτίου έσκασε όλα τα λάστιχα των αυτοκινήτων των καλεσμένων φορώντας στολή παραλλαγής και εξάρτηση.  Οι παριστάμενοι νόμισαν πως ήταν μέρος κάποιας άσκησης, αλλά... Την επόμενη Κυριακή του περιστατικού, πήγε σε ένα ματς της Πανάθας. Το μάτι του έπεσε στον security της πύλης και του φάνηκε εύκολο και κυριλέ επάγγελμα. Γιατί όχι; Άσε που πουλάς εύκολα μούρη, ενώ είσαι πάντα στην απ’έξω.

Τώρα, με τους γονείς του πεθαμένους και τον αδερφό του να σπουδάζει μονίμως  μηχανικός στην Αγγλία, ξέμεινε στο πατρικό. Καμία κίνηση για απογαλακτισμό, έστω και μετά θάνατον. Το κινητό χτυπά χοροπηδώντας μέσα στο κουτί της χθεσινοβραδινής πίτσας. Ο Σταύρος του ρίχνει μια κλεφτή ματιά και τα μηνίγγια του αρχίζουν να βαράνε τυμπανοκρουσίες. Ανακάθεται βαριεστημένα και ξέρει ότι δεν πρέπει να το σηκώσει. Όμως το ηλεκτρονικό μαραφέτι  παίζει επίμονα τραμπολίνο πάνω στα υπολείμματα από πεπερόνι. Κοιτά τον αριθμό και απαντά απαξιωτικά:

«Ναι»

Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται να βρίσκεται υπό πίεση.

«Τι ναι βρε μαλάκα; Ξεκωλιάστικα να σε παίρνω και ήσουν συνέχεια κλειστός»

Ο Σταύρος κοιτά στωικά τις 15 κλήσεις.

«Τσιφ κοιμόμουν εντάξει; Τις βάρδιες μου τις κάνει ο Νίκος, που είναι το πρόβλημα;»

«Μη κάνεις τη κότα, γιατί μου σπας τα αρχίδια. Όταν σε παίρνω προσωπικά σημαίνει ότι η «κυρία» σε θέλει στο μέγαρο εντάξει; Πόσες φορές θα λέμε τα ίδια και τα ίδια»

Ο Σταύρος προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα από το αναπόφευκτο. Η φωνή του τρέμοντας κατεβαίνει ένα ημιτόνιο.

«Κοίτα, είμαι σε άδεια και δεν θέλω τώρα να μπω σε ζόρια».

«Δεν με ενδιαφέρει που είσαι ή αν σε έχουν πιάσει τα ψυχολογικά σου. Είναι η καλύτερη πελάτισσά μας και θέλει μόνο εσένα. Συνέχεια θα σε νταντεύω; Με το που φτάσεις, πάρε».

Ο επικεφαλής της  «Nova Security», κλείνει φουριόζος το τηλέφωνο και ο Σταύρος μένει να κοιτάζει το βρώμικο πάτωμα μουδιασμένος. Ο τρόμος ανακατεμένος με πόθο είχε χτυπήσει ακαριαία, φρακάροντας το νευρικό του σύστημα. Η Έλενα ήταν ο τύπος της γυναίκας που ξυπνούσε τη σεξουαλική οργή του. Διαπερνούσε όλες τις κουτσές ερωτικές σχέσεις του, και τη συναισθηματική πτώχευση του κατ’επέκταση. Έφερνε τη φαντασίωση, σε σημείο θραύσης. Άκουγε το θρόισμα της ανάλαφρης περπατησιάς  της και καταλύονταν από ανείποτες σκέψεις.

Δίχως περιττές κινήσεις ο Σταύρος σηκώνεται, βάζει ένα cd των «Black Flag» με πολλά γκάζια μήπως και τονωθεί η πεσμένη αδρεναλίνη του. Ξεκινά τη μικρή τελετουργία της προετοιμασίας, από το ξύρισμα που τόσο μισούσε. Ελέγχει και τις τελευταίες λεπτομέριες στο πουκάμισο και το καπέλο που είναι δανεικό, ίχνος σκόνης δεν υπάρχει, γυαλίζει τα παπούτσια του, από όπου εκκινεί η μισή εξουσία, κλείνει τη μουσική και ψαχουλεύοντας κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ βγάζει αυτό που αποκαλούσε το «καμάρι» του. Έναν ηλεκτρικό εκκενοτήρα των 1000 βολτ. Το απαγορευμένο όπλο, που του το είχε χαρίσει ένας Γερμανός εκπαιδευτής των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του Μονάχου, όταν πριν τέσσερα χρόνια η «Nova» είχε ταξιδέψει μέχρι εκεί για εκπαίδευση των νέων μελών. Ένιωσε το λείο ατσάλινο σώμα του, θαύμασε για μια ακόμη φορά το τις μικρές αστραπές που έβγαιναν από τις αργυρόχρωμες δαγκάνες του. Από μικρός ένιωθε μια ακατανίκητη έλξη προς τα όπλα. Τον γοήτευαν το σχήμα και η εφαρμογή που είχαν στις παλάμες και τα δάχτυλά του. Ο παππούς του γνωστός συλλέκτης πολεμικού εξοπλισμού του Β.Π.Π, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του είχε δώσει να κρατήσει στη τρυφερή ηλικία των 12 χρόνων ένα αγγλικό τουφέκι Μ1. Αυτό ήταν, λάτρεψε το βάρος και τη μπαρουτοκαπνισμένη μυρωδιά του. Με αυτές τις σκέψεις ο Σταύρος βάζει τον απινιδωτή στη τσέπη και φεύγει.  

Στο μικρό βαν της εταιρίας και καθώς ανέβαινε τη Κιφησίας με προορισμό το Ψυχικό, το εσωτερικό των χεριών του άρχιζε να ιδρώνει πάνω στο τιμόνι. Στρες σκέφτηκε. Το στομάχι του δέθηκε κόμπο, η ανάσα του άρχισε να απορυθμίζεται. Κλείνει το αναθεματισμένο ερ κοντίσιον και ανοίγει το παράθυρο. Ο καυτός λίβας τον καταπίνει αμάσητο, ανακαλόντας στη μνήμη του την πρώτη μοιραία συνάντηση με την Έλενα.    

Το ζεύγος Ηλιάδη, ήταν στη βάση του το τυπικό των βορείων προαστείων. Ο Αντώνης διπλωματικός ακόλουθος με εξειδίκευση στο πολιτισμό και η Έλενα αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων. Πολύς καιρός χώρια, άρα ευτυχία δεδομένη. Η Έλενα πάει να πιάσει τα 40 και ο κυνικός ερωτισμός της ήταν κάτι πρωτόγνωρο για το Σταύρο. Φυσική ξανθιά, δεν είχε κανένα κόμπλεξ να επιδεικνύει κάθε φορά το πλούσιο στήθος μέσα από αβυσσαλέα ντεκολτέ της και το ηδονιστικό της βάδισμα, σκότωνε. Κοινωνικά πανέξυπνη, μπορούσε να σε φέρει στα νερά της, με μια μόνο κίνηση. Γόνος αστικής οικογένειας της Κυψέλης, έπλητε θανάσιμα με την ραθυμία της επιτυχιμένης-χρηματικά-ζωής και αρέσκονταν σε αλλόκοτα παιχνίδια που έφερναν στο φως την αχόρταγη δίψα της για αίμα.

Τη πρώτη φορά που έτυχε στο Σταύρο να φυλάξει την έπαυλη, ήταν φέτος το Φλεβάρη, όταν το ζευγάρι ήταν διακοπές στην Αϊτή και κάποιοι επιχείρησαν να βουτήξουν την αμύθητη συλλογή έργων τέχνης του Αντώνη. Το σπίτι διαθέτει μια σειρά από σπάνιους πίνακες του Ντεγκά, όλοι γνήσιοι. Ότι χρήματα βγάζει ο Αντώνης πηγαίνουν σε αγορές σπάνιων δημιουργημάτων του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου. Την επόμενη νύχτα της ληστείας  ο Σταύρος, μέσα στο φιμέ κουβούκλιο μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, έβριζε το κρύο. Για συντροφιά είχε μόνο την ενδοεπικοινωνία, μια αρμαθιά αντικλείδια και ένα λιωμένο από τη πολλή χρήση ερωτικό κόμικ, στο συρταράκι ακριβώς μπροστά του. Ο χειμωνιάτικος βοριάς σάρωνε τα πάντα και έκανε την ατμόσφαιρά να μυρίζει έντονα καμένο ξύλο. Η σύζυγος ήταν μόνη στο σπίτι όπως του είπε ο προηγούμενος,  πετώντας του μια «καλή τύχη» μέσα από τα δόντια.

Καθώς ο Σταύρος προσπαθούσε να μετριάσει τη παγωμάρα βάζοντας τα γάντια του και κουμπώνοντας το μπουφάν μέχρι τη καρωτίδα, ακούει ένα διαπεραστικό θόρυβο μέσα από το σπίτι. Έμοιαζε με κραυγή αγωνίας, αδιευκρίνιστου φύλου. Με το θάρρος του πρωτάρη, θέλοντας να ξεφύγει από το στενή σκοπιά-φέρετρο, πιάνει τα αντικλείδια και ανοίγει την βαριά πόρτα από αλουμίνιο χρώματος κυπαρισσί. Μπαίνοντας υπάρχει ένας μικρός πέτρινος διάδρομος, ενώ δεξιά και αριστερά γκαζόν με τρεις τεράστιες κλαίουσες. Η κραυγή ξανακούγεται από το βάθος. Ανεβαίνει τα σκαλιά από καφέ ξύλο για να φτάσει στη πρώτη είσοδο, μια τζαμένια πόρτα. Δυο κάμερες εκατέρωθεν πάνω από το κεφάλι του γυρίζουν να τον εξετάσουν, βγάζοντας αυτό τον συριστικό ήχο. Πάνω που πάει να βγάλει τα κλειδιά η πόρτα ανοίγει. Μετά από ένα μικρό διάδρομο, η Έλενα τον περιμένει στο κατώφλι της εξώπορτας του διαμερίσματος. Το αχνό φως που έρχεται από πίσω, τονίζει τον ξανθό χείμαρρο των μαλλιών της. Φορά ένα κοντό, σατέν  νυχτικό και από πάνω μια μακριά ρόμπα.

«Σα πολύ βιαστικός δεν είσαι;»

Ο Σταύρος κοκκαλώνει στη μέση του κατασκότεινου διαδρόμου.

«Άκουσα κάτι και νόμισα ότι πάθατε τίποτα»

Η κυρία του απαντά περιπαικτικά.

«Είσαι ο καινούργιος έτσι; Χμμ, νόστιμος φαίνεσαι. Περίμενε όμως δυο λεπτά»

(...)

Ο Νίκος Κουρμουλής είναι κριτικός κινηματογράφου. Ζει στην Αθήνα.