Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Σε κατάσταση πολιορκίας - Χριστίνα Σανούδου

 

Σε κοιτάζω ξανά.
Ασφυκτιάς στην ανάγκη
Να γεμίσεις τον κόσμο με στίχους κι οράματα.
Τι φοβάσαι λοιπόν;
Παραλύει το χέρι σου
Η κατάρα του άδειου χαρτιού.
Μουρμουρίζει η οθόνη σου
Το τραγούδι της κίνησης,
Σε καλεί να χαρείς, να φωνάξεις, να δεις
Μα η ζωή είναι αλλού,
Αγναντεύει το πέλαγος
Κι εσύ πιάστηκες πάλι
Στους ιστούς ενός ψέματος.

Τα τρεμάμενα φώτα, μοντέρνες σειρήνες,
Δε σ’ αφήνουνε μόνο σου ούτε στιγμή.
Εγκατέλειψες κάπου την άρπα της θλίψης σου
Κι είναι γκρίζες οι μέρες χωρίς μουσική.

Μη γελάς σαν ανόητος, άλλο ένα όνειρο
Θα χαθεί αν δε βρεις την παλιά συνταγή.
Σε θυμάμαι, γλιστρούσες σαν υδάτινο φάντασμα
Στα παλάτια της Έμπνευσης. Τώρα σιωπή.

Πανικός. Πανικός πλημμυρίζει τη σκέψη σου
Και πασχίζεις να υψώσεις καινούρια οχυρά,
Ν’ αποκόψεις τον άγνωστο μες στο κεφάλι σου
Απ’ του κόσμου τα εφήμερα ιδανικά.

Στην πυρά, στην πυρά, τ’ ακατέργαστα θαύματα,
Οι ρυθμοί μαζικής συγκοπής.
Αν ακόμα φλερτάρεις ψηφιακά περιγράμματα
Και ζητάς συγκινήσεις στιγμής,

Αν θυσιάζεις αλήθειες στο βωμό της διασκέδασης
Ψιθυρίζοντας λόγια ντροπής,
Μη θρηνείς που στερεύει το ποτάμι της Σύλληψης
Κι απομένεις απλός θεατής. 

*

Η σιωπή αναδεικνύει μια υπόσχεση έμπνευσης
-άλλο αν η έμπνευση γυρεύει να σ’ αποτρελάνει.
Έξω οι άνθρωποι πιστοί στους γνώριμους θορύβους τους,
Κέντρα διασκέδασης, αμάξια, πνιγμένες κραυγές.
Τα στυγνά φώτα της πλατείας συνωμοτούν
Με υποχθόνιες φωτεινές επιγραφές
Σε μια προσπάθεια να εκθρονίσουν το φεγγάρι.
Τι κρίμα, να ‘ναι κι απόψε οι σκέψεις μας πλαστές,
Από την επανάληψη φθαρμένες.
Γιατί φοβάστε τη γαλήνη, θα ‘θελα να τους πω,
Πόσο αβάσταχτη μορφή μπορούν να πάρουν οι εφιάλτες σας
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής;

Σε βλέπω να δακρύζεις. Αυθόρμητα
Ξεστομίζω φτηνές δικαιολογίες,
Αναρωτιέμαι αν θα άρμοζε να ζητήσω συγγνώμη.
Με δυσκολεύει το γεγονός
Πως δε θυμάμαι τ’ όνομα σου,
Νομίζω άρχιζε από Κ. Ή μήπως Τ;
Άραγε τι έγκλημα φριχτό απέναντι σου έχω διαπράξει;
Ήσουν σωστός εσύ; Έχω ξεχάσει.
Πάντως το σχήμα των χειλιών σου μάλλον μου φαίνεται γνωστό.

Αλλά για στάσου. Έτσι όπως πέρασε
Μια φευγαλέα ηλιαχτίδα απ’ τις μισόκλειστες κουρτίνες μου
Είδα την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη.
Μονολογούσε. Άλλος κανείς στο έρημο δωμάτιο.
Εσύ, λοιπόν,
Δεν ήσουν παρά ένα σύννεφο, ένας ίσκιος,
Ακόμα ένα χιλιομπαλωμένο πρόσχημα,
Δημιουργημένος για να καλύψεις ένα κενό,
Να ικανοποιήσεις όπως όπως μια ανάγκη,
Να μπεις ανάμεσα σε μένα και τις αχόρταγες ελπίδες μου,
Να αμβλύνεις κάπως τη λαχτάρα της φυγής.

Και τώρα οι δυο μας, ψιθυρίζω στο είδωλο μου,
Πιεστικές οι εξηγήσεις που εκκρεμούν,
Μ’ απασχολεί, προπάντων, αυτή η λάμψη στη ματιά σου
Η επικίνδυνη,
Για να μην αναφέρουμε τα αιώνια ψέματα σου.
Μην τρέμεις, Θα δείξω πάλι κατανόηση.
Αυτοσυγκράτηση. Υπομονή.
Άλλωστε τι θα ‘μουν εγώ χωρίς εσένα;
Ποιος θα συγκάλυπτε τα λάθη μου,
Ποιος θα προστάτευε τα όνειρα μου,
Ποιος θα εξευμένιζε τις ερινύες;
Συνείδηση δε ζήτησα.
Πάρτε την πίσω.

Γιατί ν’ ακροβατώ σε περιγράμματα,
Σκαλίζοντας τα χίλια σχήματα της λήθης
Με γυμνά χέρια στο παγωμένο μάρμαρο;
Που είσαι; Μη φεύγεις, είναι ακόμα νωρίς,
Μείνε για λίγο ακόμα. Αγάπησε με,
Μέχρι να σύρω απ’ το βυθό του πεπρωμένου μου
Απειροελάχιστα ψήγματα γενναιότητας,
Ώστε ν’ αντέξω στον αγώνα
Της εθελούσιας απομόνωσης.

Όχι πως θα νικήσω τη μοναξιά,
Αρκεί μόνο να μη λιποτακτήσω
Στο πρώτο άκουσμα πολεμικών ιαχών,
Αρκεί μόνο να μη μελαγχολήσω
Ανέκκλητα κι ολοκληρωτικά,
Αρκεί να μην παραδοθώ άνευ όρων
Ψελλίζοντας φθαρμένες κολακείες στον εχθρό
Κι ύστερα, από το αντίπαλο στρατόπεδο
Να καταρρίψω μ’ αυτοθυσία τον εαυτό μου.

Τι κάνω τόσα χρόνια, απάντησε μου.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που στάθηκαν στο πλάι μου
-αγαπημένα φαντάσματα με εκφράσεις ενδιαφέροντος
στερεωμένες στα χαρακτηριστικά τους-
Εξαφανίστηκαν σαν οπτασίες.
Χαριτωμένα προσωπεία διαδέχονταν το ένα το άλλο,
Λόγια, λόγια πολλά υποσχόμενα
Με νύξεις συγκατάβασης,
Πράξεις ανιδιοτέλειας κι αυταπάρνησης
Ή τέλος πάντων ότι ορίζει το πρωτόκολλο,
Οι νέες τάσεις στη μόδα του έρωτα.

Ώσπου ένα σούρουπο, υποκλιθήκαμε αντικριστά
Στο γραφικό χορό της εγκατάλειψης.
Τώρα σιωπή. Κι αυτή η έμπνευση
Δεν είναι πια σανίδα σωτηρίας. 

*

Homo anikanopoiitous.
Ο αναχρονισμός σκοτώνει την επικαιρότητα
Ή μήπως η επικαιρότητα απειλεί το χρόνο;
Τα παιδιά είπαν να κάψουνε την πόλη
Και κάπως έτσι καταλάβαμε
Πως δεν είμαστε πια παιδιά.
Μα είμαστ’ ακόμα νέοι.
Είμαστε νέοι;
Είναι η νεότητα στο σώμα ή στην ψυχή;
Γιατί φοβάμαι πως το πνεύμα μου έχει αρχίσει να γερνάει.
Στεγνά, χωρίς το βάλσαμο της ωριμότητας,
Ωμά, χωρίς καμιά ψευδαίσθηση σοφίας.

Προπάντων η αυτοπεποίθηση, μου λένε,
Μόνο έτσι ανοίγεται ο δρόμος για τις κορφές που λαχταράς.
Κορφές; Θα πρόκειται για παρεξήγηση,
Δεν κατοικώ στα δάση της φιλοδοξίας,
Μονάχα γύρευα μια απόμερη σπηλιά
Να τη γεμίσω αστραφτερά παραληρήματα,
Έναν καθρέφτη να ξαπλώνουμε αγκαλιά
Κι ένα βιολί ν’ ανατριχιάζουν οι ορχιδέες.

Βουνά; Θα σας ξεγέλασε το βλέμμα μου,
Πολλοί μ’ έχουν περάσει για ορειβάτη,
Είναι που ’χω τον όλεθρο στο αίμα μου
Κι όταν βλέπω φωτιές, με πιάνει κάτι
- με τη φυγή αγαπημένο ψέμα μου,
αποκοιμιέμαι βολεμένη και χορτάτη.

Η Χριστίνα Σανούδου ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος.