Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Χρήστος Μπουλώτης, παρουσίαση ενός μαγευτικού παραμυθά

της Κατερίνας Καντσού

Ο Χρήστος Μπουλώτης γεννήθηκε το 1952 στη Μύρινα της Λήμνου, ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, απέναντι ακριβώς από την Τροία. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Συγκριτική Γλωσσολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Wurzburg (Γερμανία), όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή το 1980. Έχει ειδικευτεί στον Μινωικό και Μυκηναϊκό Πολιτισμό. Δίδαξε Αρχαιολογία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (Κέρκυρα) και στα μεταπτυχιακά τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής  του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης Ιστορία της Αιγαιακής Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το 1985 είναι αρχαιολόγος-ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών. Διεξάγει ανασκαφές στην Κρήτη, την Σαντορίνη, την αρχαία Ήλιδα καθώς επίσης στην γενέτειρά του, την Λήμνο.

Με την παιδική λογοτεχνία ασχολείται συστηματικά από το 1987. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει τριάντα περίπου βιβλία σε διάφορους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Το πρώτο του παιδικό βιβλίο, "Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας", τιμήθηκε το 1989 από το Πανεπιστήμιο της Padova με το πρώτο ευρωπαϊκό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας "Pier Paolo Vergerio". Το βιβλίο του "Με τα φτερά του Πήγασου" τιμήθηκε το 1994 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2000 για το βιβλίο του "Το άγαλμα που κρύωνε" απέσπασε τρία βραβεία : το κρατικό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας και τα αντίστοιχα βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Ο ίδιος έχει πει : "Ηταν ένα ευχάριστο ταξίδι και μια ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη. Γράφω ιστορίες από τότε που ήμουν παιδί. Ένιωθα την ανάγκη να δημιουργήσω σκηνές γύρω μου, να δημιουργήσω μια σύνθεση από σύμβολα, πράγματα, πραγματικότητες. Τώρα, οι ιστορίες έχουν γίνει ανάγκη για μένα".

Στη Λήμνο, η προσωπική του συλλογή παλιών παιχνιδιών και παιδικών βιβλίων αποτέλεσε τον πυρήνα για την ίδρυση του Μουσείου Ιστορίας παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου, κάτι που αποτελούσε για χρόνια όνειρο και προσωπικό του στόχο.

Είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας εν ζωή. Μακριά από ηθικολογίες και εξωραϊσμούς, καταφέρνει να μιλήσει στην καρδιά του μικρού (και όχι μόνο) αναγνώστη μ’ έναν απαράμιλλο τρόπο. Με κατευθυντήριο οδηγό τη φαντασία, την αφήνει να ξεδιπλωθεί ολοζώντανα και να οδηγήσει σε μονοπάτια μυστικά και δρόμους μαγικούς.
Θέματα και όπλα του η ομορφιά, ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία, ο μαγικός κόσμος των παιχνιδιών, μα και η μοναξιά, η ανάγκη των ανθρώπων για συνύπαρξη, αποδοχή και κατανόηση, ο πόνος της προσφυγιάς, ακόμη κι ο θάνατος.

Ήρωες του ένα άγαλμα, μία λεύκα, ένα άλογο, μία ακρίδα, ένας γάτος, ένα μικρό κορίτσι με μαγικές ιδιότητες, ένα παλιό Φολγκσβάγκεν, ένας ηλικιωμένος κύριος που τα παιδιά τον φωνάζουν κ. Αύριο Βράδυ και άλλοι πολλοί, μας παίρνουν απ’ το χέρι και μας θυμίζουν το μικρό παιδί που όλοι κρύβουμε ακόμη μέσα μας, κάποιοι όμως από εμάς το έχουμε ξεχάσει κι άλλοι απλώς αδιαφορούμε, την αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας και τα όνειρα που κάναμε τότε.

Με γλώσσα απλή, προσεγμένη, ελεγειακή, σχεδόν ποιητική κι όλα δοσμένα με μια απέραντη δόση τρυφερότητας κι αγάπης καταφέρνει να μαγέψει και να συγκινήσει τους αναγνώστες όλων των ηλικιών. Όλα του τα έργα διακατέχονται από φρεσκάδα, ζωντάνια, αμεσότητα, ειλικρίνεια, απλότητα, αθωότητα, μια δόση νοσταλγίας για την εποχή των παλιών, καλών καιρών και τις περισσότερες φορές αφήνουν έναν τόνο αισιοδοξίας μαζί με μια γλυκόπικρη αίσθηση στην καρδιά. Εκεί ακριβώς όπου είναι ο στόχος του.

ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αρχαιολόγος, συγγραφέας ή συλλέκτης παιχνιδιών; Στο διαμέρισμά του στα Εξάρχεια, παλιά παιχνίδια είναι πεταμένα ανάμεσα σε βιβλία αρχαιολογίας. Φιγούρες σε χαρτιά έχουν τοποθετηθεί δίπλα σε πίνακες γνωστών καλλιτεχνών και βιβλίων για παιδιά. Παρ’όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να πει πως το μέρος είναι ακατάστατο. Φαίνεται πως ο ενοικιαστής έχει βάλει όλα τα πράγματα που έχουν γι’ αυτόν σημασία σ’ ένα σωρό, στο οποίο στρέφεται κάθε τόσο, ούτως ώστε να δημιουργήσει κάτι παλίμψηστο.
Ο ίδιος λέει: ‘Μ’ εμπνέει. Είναι τρόπος ζωής για μένα. Δεν είναι μόνο το σπίτι μου που είναι έτσι, είναι και το μυαλό μου και ο τρόπος σκέψης μου. Είναι η δομή της προσωπικότητάς μου. Παίρνω τα πάντα όπου κι αν πηγαίνω και μ’ αρέσει να υπάρχουν γύρω μου. Όταν όλα γύρω μου είναι τέλεια και τακτοποιημένα νιώθω ότι είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Δεν μπορώ να δημιουργήσω τίποτα εκτός κι αν ζω σ’ ένα ρυθμικό χάος,, αλλιώς νιώθω σαν πρόσφυγας’.

Η αίσθηση του να είναι πρόσφυγας υπάρχει πολύ έντονα μες στη ψυχή του Χρήστου Μπουλώτη. Με καταγωγή και ρίζες απ’ τη Μικρά Ασία, απ’ όπου ήρθαν οι γονείς του, γεννήθηκε στη Λήμνο και μεγάλωσε στη προσφυγική περιοχή του Περισσού. Ο ίδιος νιώθει ότι ανήκει στο Αιγαίο το οποίο δεν τον ενδιαφέρει μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά ‘ως η θάλασσα της ιστορίας και του πολιτισμού’. Ως αρχαιολόγος, η περισσότερη απ’ τη δουλειά του έχει επικεντρωθεί στο Αιγαίο. ‘Η αρχαιολογία για μένα είναι τρόπος ζωής, είναι η γυναίκα μου. Όλες οι άλλες δραστηριότητες είναι οι ερωμένες μου. Οι ιστορίες και τα παιχνίδια είναι εξωσυζυγικές σχέσεις’.
Η έμπνευση για τα βιβλία του είναι πάντα ένα αληθινό γεγονός. ‘Θέλω να δείξω ότι το όραμα, η ιστορία, ακριβώς όπως το όνειρο είναι ενέργειες αντίδρασης, ειδικά στις μέρες μας.. ‘Ετσι αν και τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι είναι πάντα φανταστικά, η ιδέα πίσω απ’ την ιστορία βασίζεται πάντα στην πραγματικότητα. Πρώτα απ’ όλα, γράφω για τον εαυτό μου, για εκείνο το μικρό αγόρι που ήμουν στη Λήμνο με τις τιράντες στα παντελόνια του’.

Και συνεχίζει: ‘Για μένα, οι ιστορίες είναι πάντα πράξεις κάθαρσης. Με βοηθούν να γυρίζω στην αρχαιολογία με πιο ανοιχτό μυαλό. Η επιστήμη είναι το βαθύσκιωτο δάσος και το παραμύθι το ξέφωτο. Είναι αυτό το 10% της δραστηριότητάς μου, το "ευλογημένο", που μου δίνει ενέργεια να συνεχίσω τη σκληρή ερευνητική δουλειά. Που δίνει ποιότητα στο υπόλοιπο 90%. Ξύνω και καθαρίζω την ψυχή μου με το να γράφω ιστορίες. Σε μια απ’ αυτές, βάζω τον ήρωα να πει: ‘Φοβάμαι τους μεγάλους που δεν διαβάζουν ιστορίες’. Οι άνθρωποι που έχουν εξοστρακίσει τα παιχνίδια και τις ιστορίες απ’ τις ζωές τους είναι επικίνδυνοι.’

Ένα χρόνο ακριβώς πριν, ο συγγραφέας σκιαγραφείται απαντώντας στο "Ερωτηματολόγιο του Προυστ"

-Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Λαχταριστό ένα μήλο, χωρίς το αφανές σκουλήκι να αργοσαλεύει μέσα του.
-Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Τα αγκίστρια που όλο προσδοκίες ρίχνω αποβραδίς στην επόμενη μέρα. Και η συνήθεια του καφέ, βέβαια.
-Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Όταν ντυμένος για διάλεξη, με κουτσούλησε στην Ερεσσού ένα ερωτύλο σύμβολο ειρήνης- άτιμο πετεινό...
-Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Η εμμονή μου στο παλίμψηστο. Καραμπινάτη εμμονή.
-Το βασικό ελάττωμά σας;
Η κακή διαχείριση του χρόνου. Κι ένα σωρό ακόμη, ευτυχώς μικρά και ύφαλα.
-Ποιο τραγούδι σφυρίζετε κάνοντας ντους;
Δεν έχω τη συνήθεια. Ο ύμνος της ΑΕΚ όμως δεν θα ήταν κακή επιλογή.
-Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Σ΄ αυτά της χλωρής ηλικίας.
-Η τελευταία φορά που κλάψατε;
Συχνά ανεβαίνει μέσα μου βουβό ένα κύμα.
-Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Οι ταυτίσεις, όσο μεγαλώνω, με τρομάζουν. Κουβαλάνε μέσα τους ένα παράξενο κράμα ρητορείας και αδυναμίας.
-Ποια είναι η ταινία που σας σημάδεψε;
Η μπαλάντα του Ναραγιάμα του Σοχέι Ιμαμούρα.
-Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Έστω ξεθωριασμένοι, με ακολουθούν ακόμη εκείνοι των παιδικών μου αναγνωσμάτων. Συνειδητά όμως συντάσσομαι πλέον με τους αντι-ήρωες.
-Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Όπου πάει τρένο ή πλοίο. Αλλά και η Χώρα του Ποτέ με τον Πίτερ Παν.
-Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Αγαπώ μεμονωμένα έργα, όχι συγγραφικές ολότητες. Πάντως, Τζόις, Μούζιλ, Γιουρσενάρ, Παπαδιαμάντης και Πεντζίκης θα διεκδικούσαν από τις πρώτες θέσεις.
-Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Τη δύναμη να καρφώνει ένα ατσαλένιο καρφί και μόνο με το μυαλό του.
- ... Και σε μια γυναίκα;
Να θαυμάζει ανυπόκριτα έναν τέτοιο άντρα.
-Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Συνεχίζω ακόμη με Μάλερ, νοσταλγίας ένεκεν.
-Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Ο τρυφερός βάρβαρος του Χράμπαλ.
-Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Ο Μόραλης σε όλες του τις περιόδους.
-Το αγαπημένο σας χρώμα;
Όλα όσα χωράνε βροχή και νύχτα.
-Ποια θεωρείτε ως μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Όταν καταφέρνω να πορεύομαι ευθύγραμμα ακολουθώντας τεθλασμένες.
-Το αγαπημένο σας ποτό;
Η μοιρασμένη βότκα, την καλή στιγμή.
-Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Για την απουσία μου από τις στερνές μέρες μιας παιδικής μου φίλης.
-Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ΄ όλα;
Το γένος των ανθρώπων saligarus glipsimatius.
-Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Τελευταίως η αρχειοθέτηση. Από ανάγκη εσωτερικής ευρυθμίας.
-Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η μεταφυσική μου δύσπνοια, όταν με αφαιρεί από τα παρόντα.
-Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Όταν το ψέμα συντηρεί τη ζωή, εκεί που η αλήθεια τη σκοτώνει.
-Ποιο είναι το μότο σας;
Δεν αγαπά πολύ όποιος αγαπά με μέτρο (όπως είπε ο La Βotie).
-Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Δεν επιθυμώ. Ας είναι όμως, ποδηλατώντας ορθοπεταλιά.
-Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό,τι θα θέλατε να σας πει;
Γιατί τα νεράντζια στους δρόμους της Αθήνας είναι πικρά, αφού το παίζουν πορτοκάλια;
-Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Της ετοιμόβολης χορδής, που όμως φοβάται μη σπάσει.

Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο, 12-13.04.08

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Με τα φτερά του πήγασου. Εικον. L. Z. Zian. Αθήνα, Γνώση, 1994.
Κάθε βιβλίο που γράφει ο Χ.Μ. τα τελευταία χρόνια είναι κι ένα διαμάντι της παιδικής μας λογοτεχνίας. Είναι κατά βάση ένας παραμυθάς, που με μεταμυθοπλαστικό και μοναδικά ποιητικό τρόπο χρησιμοποιεί σύμβολα και εικόνες, για να ταξιδέψει τον μικρό μα και τον μεγάλο αναγνώστη σε μαγικές ασύνορες χώρες, όπου το χαμόγελο κι η ομορφιά, ο έρωτας κι η ευτυχία, είναι πάνω από ό,τι άσχημο κουβαλάει ετούτος ο κόσμος…
Σ' αυτό το παραμύθι, ο μυθικός Πήγασος κι ένα ξύλινο άλογο και δύο κορίτσια κι ο αέρας κι ο χρόνος… Αλήθεια, πως μπορεί να σταματήσει ο χρόνος. Μα τι λέμε τώρα! Γίνεται, εδώ, να πεις σε 145 λέξεις πως; Δε γίνεται… Στο βιβλίο όμως… (Για παιδιά από 7 ετών).

Γιάννης Παπαδάτος
Κριτικός παιδικής λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ.

Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά. Αθήνα, Γνώση, 1991. Αθήνα, Πατάκης, 1998.
… Ας σημειωθεί πως τα μικρά αυτά κείμενα γράφτηκαν για να περιγράψουν με λόγια επτά εικόνες φτιαγμένες στη δεκαετία του '20, από επτά διαφορετικούς εικονογράφους. Κείμενα, λοιπόν, που από τη στιγμή της δημιουργίας τους αντιμετώπιζαν κάποιους περιορισμούς στην εξέλιξή τους. Αλλά ο Χρήστος Μπουλώτης καταφέρνει να ξεπερνά το σκόπελο κι έτσι δημιουργεί από τις ζωγραφιές της δεκαετίας του '20, εικόνες φτιαγμένες με λέξεις που ενεργοποιούνται από γεγονότα των τελευταίων χρόνων του αιώνα μας, από πρόσωπα υπαρκτά που ο συγγραφέας τα τοποθετεί στο χώρο της φαντασίας…
Ο Χρήστος Μπουλώτης κρατά σε υψηλά επίπεδα τη λεγόμενη παιδική λογοτεχνία. Της προσδίδει κύρος, προπαγανδίζει την ευαισθησία της και της αυξάνει τη δυναμική να μπορεί ν' απευθύνεται από τα επτά περίπου χρόνια, αλλά δεν έχει συγκεκριμένο όριο κατάληξης.

Μάνος Κοντολέων
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ.

Το άγαλμα που κρύωνε. Εικονογρ. Φωτεινή Στεφανίδου. Αθήνα, Πατάκης, 1999.
Ανάμεσα στη βία και στον παραλογισμό που κυριαρχούν στις μέρες μας και κάτω από την πίεση μιας καθημερινότητας αδυσώπητης, που τείνει να παραμορφώσει τον ψυχισμό μας, το μυθιστόρημα του Χρήστου Μπουλώτη, το "Άγαλμα που κρύωνε", μοιάζει με σταγόνα τρυφερότητας που ξαφνικά πέφτει πάνω στο παιδικό μέτωπο. Μια πνοή ευλογίας για όσα δεν έχουν χαθεί ακόμη.
Με πανέμορφες υπερρεαλιστικές εικόνες, που κινητοποιούν το μαγικό στοιχείο - πρωταρχικό υλικό της παιδικής φαντασίας-, ο Χρήστος Μπουλώτης συνθέτει μια γοητευτική ιστορία με πρωταγωνιστή ένα πραγματικό μικρό άγαλμα, που είναι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και που φέρει το όνομα "το μικρό προσφυγάκι"…
… Το "Άγαλμα που κρύωνε" παίρνει επάξια τη θέση του ανάμεσα στα πρώτα και τα καλύτερα της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.

Μαρία Λαμπαδαρίδου - Πόθου
Συγγραφέας
Εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20-7-1999.

Kαι να μου πεις για τα παιχνίδια σου! Ζωγραφιές: Βασίλης Παπατσαρούχας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
Ο Χρήστος Μπουλώτης κατορθώνει να σπάσει τη ζαχαρένια κρούστα της εύκολης αισθηματολογίας και να μιλήσει διακριτικά, με μεστή απλότητα και ποιητική υποβλητικότητα για το χλωρό παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Τα παλιά παιχνίδια ξεκλειδώνουν ευφρόσυνα τη θύρα της μνήμης και ενεργοποιούν γεύσεις και οσμές της παιδικότητας: τη γεύση της καραμέλας και της σκουριασμένης λαμαρίνας, τη οσμή του ξυσμένου μολυβιού, του μήλου, της σκόνης από τις αλάνες και τους χωματόδρομους της γειτονιάς…
Το "Και να μου πεις για τα παιχνίδια σου!" είναι αποτέλεσμα γνήσιου αισθήματος και ταυτόχρονα περίτεχνης, αλλά ουσιαστικής επεξεργασίας και επιδεξιότητας. Ο συγγραφέας θηρεύει τη λέξη άλλοτε ως αυτοτελή μονάδα, άλλοτε ως αλυσίδα λεκτικών συνδυασμών που δημιουργούν ποιητικά ή μουσικά αποτελέσματα. Η λέξη γίνεται χαρούμενο τσέρκι στα χέρια του Μπουλώτη, καθώς συλλαβίζει μεθυσμένος τις ξεχασμένες λέξεις των παιδικών παιχνιδιών…

Τζίνα Καλογήρου
Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών
Εφημ. ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

"Σ' ένα τοπίο μινωικό μού αποκαλύφθηκε πρώτη φορά γοητευτικό κι επώδυνο το πρόσωπο του χρόνου. Εκεί και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Ήταν, θυμάμαι, καυτός Ιούνιος κι ακόμη πιο καυτός Ιούλιος του '72. Στη σκιά του ιερού όρους Γιούχτα, κατάφυτο αμπέλια και λιόδεντρα το Φουρνί, ο λόφος δηλαδή απέναντι απ' τις Αρχάνες, όπου έμελλε εκείνο το καλοκαίρι, δευτεροετής τότε φοιτητής, να μυηθώ στην ανασκαφική πράξη. Ήταν το πολυπόθητο έναυσμα που, ώσπου να πατήσω το πόδι μου στο μυθικό εν αρχαιολογία Φουρνί, μου στοίχισε αγρύπνιες, μια κι η ανυπομονησία δεν χωρούσε με τίποτα στο εικοσάχρονο κορμί μου. Μαζί κι η αγωνία αν τελικά θα κατάφερνα να περάσω πάνω απ' τον πήχυ. Γιατί όσοι εκθείαζαν την εύνοια της τύχης μου να ανασκάψω σ' ένα μινωικό νεκροταφείο, τόσο σημαντικό όσο το Φουρνί, ήξεραν πως μια τέτοια τύχη ξεχωριστή συνεπαγόταν απαιτήσεις απ' την μεριά του μυστακιοφόρου διευθυντή της ανασκαφής, που συνήθιζε να κραδαίνει τεχνηέντως το ραβδί του δίκην ομηρικού σκήπτρου. Υψηλές, πράγματι, οι απαιτήσεις. Κι εγώ δεν διέθετα τότε για εφόδια παρά ενθουσιασμό και εμμονή να παίξω σοβαρά το παιχνίδι με τον υλοποιημένο χρόνο. Mόνο που δεν υποπτευόμουν, νεοφώτιστος, πόσο η πρώτη εκείνη ανασκαφική μου εμπειρία θα έγερνε προς τη μεριά υπαρξιακής αγωνίας, πόσο βαθιά θα χάρασσε στο θυμικό εκείνο το πρώτο chiaroscuro. Από τη μια δοξαστικά τα τζιτζικίσματα, ο κρητικός ήλιος, τα μπρούντζινα κορμιά που ιδρωκοπούσαν με το χτύπο της σκαπάνης, κι από την άλλη τα απογυμνωμένα οστά, δεκάδες σκελετοί Μινωιτών σε πήλινες λάρνακες, κι άλλα οστά απο ανακομιδές - ο τάφος ήταν ασύλητος, πρώιμος «θολωτός», μιας διευρυμένης οικογένειας ίσως. Μέσα σε λίγες ανασκαφικές μέρες είχα προνομιακά ταξιδέψει τέσσερεις ολόκληρες χιλιετίες, ίσαμε το ανώνυμο πένθος, δοξασίες μεταθανάτιες, ταφικές πρακτικές, που σύντομα θα γίνονταν επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος και επίλεκτα εκθέματα στο Μουσείο Ηρακλείου, αφού πλούσια τα κτερίσματα των τάφων. Στα είκοσί μου βρέθηκα καταμεσής σ' ένα πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα από την άκρη του μινωικού χρόνου, που με οδηγούσαν και με πήγαιναν κατακαλόκαιρα όπου τους πήγαιναν - έτσι τουλάχιστον ένιωθα τότε. Όμως εγώ δεν ήμουν ούτε το φως των ματιών τους, ούτε η μνήμη τους, ούτε οι επιθυμίες που συνέπαιρναν πάλαι ποτέ το κορμί τους. Η μεταφυσική μου δύσπνοια, για να καταλαγιάσει κάπως, ζητούσε κάτι ακόμη. Κι αυτό το κάτι δεν μου το έδωσαν τα χρυσά κτερίσματα, ούτε τα αργυρά, τα ελεφαντοστέινα και τα μαρμάρινα. Τη στιγμή που ο Μανόλης, ο στιβαρός εργάτης μας, αφήνοντας για λίγο τη σκαπάνη, πρόσθετε, κατά τη συνήθειά του, άλλον έναν σκορπιό στο πακέτο των τσιγάρων του, ήρθαν τα δακτυλικά αποτυπώματα. Πάνω σε πήλινο ειδώλιο, ευτελές, μικκύλο. Ήρθαν για να σαρκώσουν μεμιάς το εκτυφλωτικό κρητικό φως να σκοτεινιάζει αμήχανο κι απορημένο. Τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός ειδωλοπλάστη, που είχε μορφοποιήσει αδρά το πρόσωπο γυναίκας, συγκεκριμένα την προτεταμένη μύτη της, πιέζοντας ταυτόχρονα με αντίχειρα και δείκτη τον υγρό πηλό. Κι εκείνη η μακρινή στιγμή του πλασίματος, με τις σχεδόν αδιόρατες δακτυλικές γραμμές πάνω στον πηλό, έμεινε. Έφτασε ώς εμάς. Τα δακτυλικά αποτυπώματά του μινωίτη ειδωλοπλάστη ήταν αποτυπώματα του μινωίτη χρόνου.

Στο κολατσιό με την αρχαιολογική ομήγυρη, κάτω απ' το γέρικο λιόδεντρο, έστρεψα τη συζήτηση στις μεταφυσικές πλευρές του χρόνου. Άρχισα να λέω και για τα δακτυλικά αποτυπώματα που λίγο πριν είχα διαβάσει έκπληκτος πάνω στο πήλινο ειδώλιο γυναίκας, όταν με διέκοψε η φωνή του Μανόλη, που μας καλούσε να δούμε κι εμείς πώς αυτοκτονούν οι σκορπιοί του, ανάβοντας γύρω τους με οινόπνευμα μια κύκλια φωτιά".

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ 3 ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ

Ο γάτος της οδού Σμολένσκη

 "Καλά τα ρώσικα, κατά τα πιροσκί και οι βόλτες με τη Μάρω, καλές και οι τσιχλόφουσκες, μα πάνω απ' όλα η μουσική!" σκεφτόταν ο γατούλης. Δεν πίστευε την τύχη του. Τι ευτυχία να μπαινοβγαίνει στο διαμέρισμα της κυρίας Λελέ, όποτε του κάπνιζε. Κεραμιδόγατος και σπιτόγατος μαζί. Κι αυτό το πιάνο! Τι μαγικό όργανο! Τι μουσική! Δε χόρταινε ν' ακούει την κυρία Λελέ, που, όταν έπαιζε πιάνο, γινόταν, λες, κοριτσάκι, της έφευγαν μεμιάς οι πόνοι από τα χέρια και τα πόδια. Τα δάχτυλά της γλιστρούσαν στα πλήκτρα, πότε γρήγορα και δυνατά, και άλλοτε πάλι σαν πούπουλο, σαν βελουδένιο χάδι. Κι όσο εκείνη έπαιζε, λικνιζόταν ο Γατούλης ρυθμικά, μαζί κι ο ποντικούλης.

"Ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο του σημαντικού αυτού συγγραφέα, φτιαγμένο με τα γνωστά υλικά του (και τις κατάλληλες δόσεις): ευαισθησία, χιούμορ, τρυφερότητα, νοσταλγία."

Μάκης Τσίτας, Index Ιουλίου/ Αυγούστου 2008

"Ο γατούλης της οδού Σμολένσκη, στα Εξάρχεια, είναι ένας αμετανόητος κεραμιδόγατος. Όμως, η κλασική μουσική, και συγκεκριμένα το υπέροχο άκουσμα του πιάνου, που παίζει η κυρία Λελέ, τον έκαναν να πάρει την απόφαση και μαζί με τον φίλο του Ποντικούλη, να μπούνε στο διαμέρισμα της κυρίας Λελέ. Έτσι, έγινε ο πρώτος γάτος βιρτουόζος του πιάνου. Βραβευμένο με εξαιρετικές εικόνες της Φωτεινής Στεφανίδη."

Κωστούλα Τομαδάκη, Ελεύθερος, 16.06.08

O Μητσόγατος στη λαϊκή αγορά

Ένας γάτος που σιχαίνεται τα ψάρια, που δεν αντέχει στην ιδέα της ψαρομυρωδιάς. Αν και γιος του μεγαλύτερου ψαροαρωματοποιού, ο Μητσόγατος τρελαίνεται για φρούτα και λαχανικά γι' αυτό συχνάζει καθημερινά στη λαϊκή αγορά.
Αγαπημένος των παιδιών, των φτωχών και των ανήμπορων, καταφέρνει να κάνει δίκαιες όλες τις ζυγαριές αλλά και τους εμπόρους της αγοράς. Το μεγάλο ξύλινο καρότσι του "Η ευχάριστη αφθονία" είναι πάντα γεμάτο για εκείνους που δεν έχουν αρκετά χρήματα αλλά και για τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν να πάνε στη λαϊκή. Κι όλο χαμόγελα και χαρούμενες παιδικές φωνές γεμίζει η αγορά με το που έρχεται.
Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στη λαϊκή ο κακός μάγος Τρυποτρύπας και μαζί του έρχεται η καταστροφή. Τρελαίνεται να γεμίζει τρύπες όλα τα φρούτα, να τους πίνει το χυμό και να τα αχρηστεύει. Πώς όμως θα τον σταματήσουν, αφού γίνεται ολόκληρος αόρατος, εκτός από τα κόκκινα κορδόνια του;

Ο γάτος Λεοπόλδος στη σχολή Καλών Τεχνών

Ο κακόμοιρος ο γάτος Λεοπόλδος, ο ζωγράφος, έπεσε σε μαύρη απελπισία. Τρέχει σαν τρελός στους δρόμους για να μαζέψει τα χιλιάδες ποντίκια που ζωντάνεψαν και το έσκασαν από τους πίνακές του αφήνοντας λευκό τον καμβά πίσω τους. Μα εκείνα ούτε παρακάλια άκουγαν ούτε φοβέρες. Ο πρωθυπουργός του το είπε ξεκάθαρα, θα τον τιμωρούσε αυστηρά, αν δεν κατάφερνε σε δύο μέρες να εξαφανίσει τα ποντίκια που - στο κάτω κάτω- ήταν δικές του δημιουργίες. Οι καθηγητές, η μάνα του, οι φίλοι και συμφοιτητές του πολύ τον συμπονούσαν και σκέφτονταν με ποιον τρόπο να τον βοηθήσουν. Να έπιαναν τα ποντίκια με δίχτυα και απόχες; Αδύνατον, γιατί ειδικά αυτά τα ποντίκια ήταν στα πόδια πολύ πιο γρήγορα από γάτες και ανθρώπους. Να τα σκότωναν με σανίδες; Δεν άντεχε να ακούσει κάτι τέτοιο ο γάτος μας, ο ζωγράφος Λεοπόλδος, αφού σαν δημιουργήματά του που ήταν, τα θεωρούσε παιδιά του και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να τα εξοντώσει. Έτσι συμβαίνει πάντα με τους αληθινούς καλλιτέχνες.
"Κάθε βιβλίο του συγγραφέα δεν μπορείς να μην το δεις παρά με περισσό ενδιαφέρον, αφού ο ίδιος έχει κομίσει στην παιδική λογοτεχνία ένα ιδιαίτερο ύφος που διαπνέεται από συναίσθημα, δημιουργική νοσταλγία, ευφυές και απλό χιούμορ, ευαισθησία και ποίηση. Ο γάτος Λεοπόλδος, λοιπόν, είναι ζωγράφος. Χιλιάδες ποντίκια ζωγράφισε κι εκείνα ζωντάνεψαν. Και τώρα πώς να τα εξολοθρεύσει; Η διαταγή του πρωθυπουργού ήταν ξεκάθαρη. Και ιδού το δίλημμα για έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Πώς να καταστρέψει το έργο του; Μάταια παρακαλούσε τα ποντίκια να επιστρέψουν σ' αυτό. Ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα και ανατροπές. Η εικονογράφηση θελκτική και ενδιαφέρουσα. Ο εικονογράφος σε κάθε ζωγραφιά παραθέτει αποσπάσματα έργων ζωγράφων (Πικάσο, Γκόγια, Μιρό, κ.ά.) ανοίγοντας έτσι έναν ιδιότυπο διάλογο που αποτελεί ένα "άλλο" ενδιαφέρον κείμενο."

Γιάννης Σ. Παπαδάτος, Διαβάζω, Δεκέμβριος 2007

"[...] Μέσα σε μια θεότρελη σουρεαλιστική ιστορία όπου τα ποντίκια το σκάνε από τους πίνακες και πλημμυρίζουν την Αθήνα κατατρώγοντας τα πάντα, πλέκεται μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια ζωγραφισμένη ποντικίνα και σ' έναν πόντικα της πόλης. Κι όταν ο Λεοπόλδος, σαν τον μουσικό του γνωστού παραμυθιού, έπαιξε τον μαγικό του αυλό, όλα επανήλθαν στη θέση τους. Στο παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας που παίζει στα παραμύθια του ο Χρήστος Μπουλώτης, ο ήρωας κι οι αναγνώστες διαπιστώνουν ότι η δύναμη της αγάπης κάνει πέρα όλα τα εμπόδια, ακόμα κι αν πρόκειται να περάσεις τη ζωή σου μέσα σε μια ζωγραφιά. [...] Η τέχνη του Χρήστου Μπουλώτη βρίσκεται στον πλούτο των συναισθημάτων που μεταδίδουν οι ιστορίες του στους αναγνώστες. Έχουν γλύκα τα παραμύθια που διαβάσαμε, μια γλύκα που την αναγνωρίζουν όλοι και την επιβραβεύουν."

Μαρίζα Ντεκάστρο, Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο, 26-27.10.2007

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Το στρατιωτάκι που ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας και ποιητής. Εικονογράφηση: Τζώρτζης Παρμενίδης. Αθήνα, Λωτός, 1992
• Με τα φτερά του Πήγασου. Εικονογράφηση: L.Z. Jian. Αθήνα, Γνώση, 1994. Έπαινος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 1995.
• Η χελωνίτσα Καρέτα Καρέτα και το παλιό Φολκσβάγκεν. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 1995.
• Ο Κάδμος, η σκυλίτσα του και το φεγγάρι. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.
• Η αρκουδίτσα Κατερίνα-Κατίνα, από το τσίρκο στο σχολείο. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
• Επτά ιστοριούλες γιορτινές και παράξενες, επτά. Αθήνα, Γνώση, 1991 και Πατάκης, 1998.
• Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας. Εικονογράφηση: Νίνα Σταματίου. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999, 2000.
• Η Σεμέλη διώχνει το νέφος. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999.
• Ο Τομ Τιριτόμ και η πολιτεία που ήταν χωρισμένη στα δύο. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 1999.
• Το τελευταίο χρυσό αυγό του κόσμου. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 1999.
• Το άγαλμα που κρύωνε. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Πατάκης, 1999.
• Το ονειροπαρμένο καπέλο, Εικονογράφηση: Μιχάλης Κουντούρης. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2000.
• Θυμάμαι, θυμάσαι;, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
• Μια ερωτική ιστοριούλα με καλό τέλος και μια άλλη, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. 2000.
• Το κορίτσι που ζήτησε μια βελόνα, μια απλή βελόνα. Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος. Αθήνα, Πατάκης, 2000.
• Να 'ρχεσαι στον ύπνο μου. Εικονογράφηση: Σοφία Φόρτωμα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
• Για σένα πουλί μου. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
• Και να μου πεις για τα παιχνίδια σου!, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
• Ο Κύριος Αύριο -Βράδυ. Εικονογράφηση: Έφη Λαδά, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001.
• Η ακρίδα με τα κόκκινα γοβάκια. Εικονογράφηση: Μιχάλης Κουντούρης. Αθήνα, Μίνωας, 2001.
• Ο Πινόκιο στην Αθήνα. Εικονογράφηση: Βασίλης Παπατσαρούχας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001.
• Ο κλέφτης των καρπουζιών. Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη. Αθήνα, Εκδ.Πατάκη, 2003.