Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Bernard-Marie Koltes : η ιστορία ενός χαρούμενου desperado

της Κατερίνας Καντσού

Το παρακάτω κείμενο είναι αφιερωμένο στον Ζήση Αϊναλή, που ζει και αναπνέει στο Παρίσι και που μας μαγεύει με τις λέξεις του, θυμίζοντας τον αγαπημένο και ξεχωριστό Koltès.

O Bernard-Marie Koltès είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους, σημαίνοντες και ευρέως παιγμένους θεατρικούς συγγραφείς. Γάλλος, συγγραφέας δώδεκα έργων, αναδύθηκε αμέσως ως η πιο χαρακτηριστική και δραματική φωνή των 80’s.

ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

Γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1948 στο Μετς, στη Γαλλία, σε μια καθολική μεσοαστική οικογένεια και μαθήτευσε κοντά στους Ιησουίτες, των οποίων η σκέψη και η ρητορική, χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της εκπαίδευσης, θα επηρεάσουν τους διαλόγους των έργων που θα γράψει. Μεγαλώνει με μια πολύ αυστηρή μητέρα που του επιβάλλει τη Χριστιανική εκπαίδευσή της. Ο πατέρας του, στρατιωτικός, ήταν συχνά απών. Φοιτεί στο Saint Clement College του Μετς, μαθαίνει πιάνο και αρμόνιο με τον Louis Thiry και το 1967 ξεκινά τις σπουδές του στη σχολή δημοσιογραφίας στο Στρασβούργο.

Το 1968 βλέπει την ηθοποιό Maria Casarès να παίζει τη Μήδεια στο Εθνικό Θέατρο του Στρασβούργου. Είναι ένα σοκ γι’ αυτόν και παράλληλα το σημείο αλλαγής : αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με το θέατρο και ν’ αφιερώσει τη ζωή του στη δραματική τέχνη. Είχε και στο παρελθόν σε πολύ νεαρή ηλικία προσπαθήσει να γράψει, αλλά αργότερα τα παράτησε και μόνο μετά την τελευταία του εμπειρία ξαναρχίζει το γράψιμο.

Σε ηλικία 17-18 χρονών εγκαταλείπει το Μετς. Το 1968 κάνει το πρώτο του ταξίδι στον Καναδά κι έπειτα στη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος λέει : "Στα 18 μου ξέσπασα. Πολύ γρήγορα έφτασα στο Στρασβούργο, πολύ γρήγορα στο Παρίσι και πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη, το ’68. Κι εκεί, ξαφνικά, η ζωή χύμηξε πάνω μου. Δεν υπήρξαν λοιπόν ενδιάμεσα στάδια, δεν είχα το χρόνο για να ονειρευτώ το Παρίσι, ονειρεύτηκα αμέσως την Νέα Υόρκη. Και η Νέα Υόρκη το ’68, ήταν πραγματικά ένας άλλος κόσμος".

Το 1970 γράφει το πρώτο του έργο "Οι πικρίες", που το σκηνοθετεί ο ίδιος. "Στο θέατρο πρωτοπήγα πολύ αργά. Ήμουν 22 ετών. Είδα ένα έργο που με συγκίνησε και μ’ εντυπωσίασε πάρα πολύ και στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο. Άρχισα μ’ ένα έργο που βασιζόταν στα παιδικά χρόνια του Γκόρκι και το ανέβασα με κάτι φίλους. Το είδε ο Hubert Gignoux -διευθυντής του θεάτρου- και μου πρότεινε να μπω στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου. Εκεί συνέχισα να γράφω έργα και να τ’ ανεβάζω με τους μαθητές ηθοποιούς. Συνέχισα μ’ αυτόν τον τρόπο επί οκτώ χρόνια, χωρίς κανένα έργο να παιχτεί σ’ ένα αληθινό θέατρο’.
Ιδρύει το θεατρικό θίασο Theatre du Quai και συνεχίζει να γράφει έργα και να τ’ ανεβάζει ο ίδιος : "Η Πορεία", "Μεθυσμένη Δίκη" (1971), "Η Κληρονομιά" ( 1972), "Νεκρές Αφηγήσεις" (1973). Το 1972 γίνεται ραδιοφωνική μετάδοση της "Κληρονομιάς" και το 1974 του έργου "Υπόκωφες Φωνές" σε σκηνοθεσία του Jacques Taroni από τον σταθμό Radio-France Alsace.

Το χειμώνα του 1973 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση με αυτοκίνητο απ’ το Παρίσι (Ανατολική Γερμανία, Κόσσοβο, Μόσχα). Το 1977 μετακομίζει στο Παρίσι όπου και γράφει το "Η νύχτα μόλις πριν απ’ τα δάση" που παρουσιάζεται στο φεστιβάλ off της Avignon, σε σκηνοθεσία του ίδιου, με τον Yves Ferry. Αυτή είναι και η τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1981 και αργότερα στο Μόναχο, τη Βιέννη, το Φράιμπουργκ, τη Φρανκφούρτη, το Άμστερνταμ, το Μιλάνο, την Κοπεγχάγη, το Όσλο, κάνοντάς τον γνωστό στη Γαλλία και την Ευρώπη.

Τον Φεβρουάριο του 1978 ταξιδεύει στη Νιγηρία και το καλοκαίρι με φθινόπωρο του ίδιου έτους ταξιδεύει στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, το Μεξικό και την Αφρική. Κατά τη διάρκεια παραμονής του στη Γουατεμάλα γράφει δύο μικρές ιστορίες και αρχίζει τη συγγραφή του έργου "Αγώνας νέγρου και σκύλων".  Τον Ιανουάριο του 1980 γίνεται ραδιοφωνική μετάδοση του έργου στον σταθμό France Culture. Το 1983 γίνεται πρεμιέρα του έργου στη Γαλλία σε σκηνοθεσία του Patrice Chereau στο Theatre des Amandiers της Nanterre. Θα παιχτεί επίσης στο Μπορντώ, στην Ανατολική και Δυτική Γερμανία, την Ελβετία, και τις Γιουγκοσλαβία, Αυστρία, Δανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Φιλανδία και Νότια Αφρική. Την ίδια εποχή συναντιέται με τον Claude Stratz -τον βοηθό του Chereau- ο οποίος γίνεται ο αγαπημένος αναγνώστης των κειμένων του και αντιπρόσωπός του.

Το 1984 ταξιδεύει στη Σενεγάλη. Δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Η φυγή με άλογο πολύ μακριά μες στην πόλη" που είχε γραφτεί το 1976. "Το απόλυτο όνειρό μου είναι να γράψω μυθιστορήματα. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσα ήταν ένα μυθιστόρημα. Το ότι δεν γράφω πια μυθιστορήματα οφείλεται στον απλό λόγο, ότι δεν μπορώ να ζήσω απ’ αυτά. Απ’ την άλλη μεριά, αρνούμαι να κάνω ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, έστω ένα επάγγελμα παραλογοτεχνικό. Γράφω και νιώθω καλά όταν γράφω, έστω κι αν αυτό είναι σκληρό, έστω κι αν είναι καταναγκαστικό. Απορρέουν απ’ αυτό μεγάλες στιγμές απόλαυσης".

Μεταξύ του 1983 με 1985 γράφει τη "Δυτική Αποβάθρα", που κάνει πρεμιέρα στο Άμστερνταμ στις αρχές του 1986 και μετά σκηνοθετήθηκε από τον Patrice Chereau στη Nanterre τον ίδιο χρόνο. Μέχρι το 1986 το έργο είχε παιχτεί σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Το έργο του "Ταμπατάμπα" παρουσιάστηκε μία φορά στο Φεστιβάλ της Avignon από το Theatre Ouvert σε σκηνοθεσία του Hammou Graia. Ξεκίνησε ένα καινούριο μυθιστόρημα, που όμως έμεινε ημιτελές μ’ ένα μοναδικό κεφάλαιο να έχει ολοκληρωθεί με τον τίτλο "Πρόλογος".

Το 1987 γίνεται πρεμιέρα του έργου "Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" στη Nanterre από τον Patrice Chereau. Το έργο αυτό παίχτηκε στη συνέχεια σε πέντε ηπείρους. Μεταφράζει το "Χειμωνιάτικο Παραμύθι" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ για λογαριασμό του σκηνοθέτη Luc Bondy στο Theatre des Amandiers στη Nanterre.

Το 1988 γράφει την "Επιστροφή στην έρημο", όπου γίνεται η πρεμιέρα του την ίδια χρονιά, και τον "Ρομπέρτο Τσούκο", που η πρεμιέρα του έγινε το 1990 στη γερμανική γλώσσα σε σκηνοθεσία του Peter Stein. O "Ρομπέρτο Τσούκο" θα γινόταν χωρίς αμφιβολία, το πιο ευρέως παιγμένο έργο του Koltès στον κόσμο.

Η υγεία του χειροτερεύει όλο και περισσότερο το 1988, μιας και ήταν άρρωστος εδώ και κάποια χρόνια. Το χειμώνα του ’88-’89 ταξιδεύει από τη Λισσαβώνα στο Μεξικό, τη Γουατεμάλα και το Παρίσι και τελικώς στη Λισσαβώνα, όπου μένει ένα μήνα. Επιστρέφει στο Παρίσι για λίγο, όπου πεθαίνει, λίγες μέρες μετά τα γενέθλια των 41ων χρόνων του, στις 15 Απριλίου του 1989, από aids.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ COLETTE GODARD

Σκέψεις για το έργο στη "Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" : «Στην αρχή είχα σκεφτεί να φέρω αντιμέτωπους έναν τραγουδιστή των μπλουζ κι έναν πανκ. Δύο απόψεις για τη ζωή εντελώς αντίθετες, κι αυτό είναι που έχει σημασία. Όταν η απόσταση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα είναι τόσο μεγάλη, τι μένει; Η διπλωματία, δηλαδή η γλώσσα. Συνομιλούν ή αλληλοσκοτώνονται. Άρα λοιπόν συνομιλούν, όμως το ότι αλληλοπροσεγγίζονται δεν οφείλεται στο ότι εγκιβωτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον. Όταν είδα την ταινία του Τζάρμους ‘Στην παγίδα του νόμου’, αναγνώρισα τον εαυτό μου στις σχέσεις του Tom Waits και του John Lurie, που χωρίς να το θέλουν έχουν βρεθεί μαζί. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους είναι κάτι το μυστηριώδες, σαν ένας αγώνας πυγμαχίας. Βάζουν δυο ανθρώπους πάνω σ’ ένα ρινγκ κι αυτοί πρέπει ν’ αγωνιστούν και να νικήσουν. Δυο πρόσωπα που δεν γνωρίζουν το ένα το άλλο, χτυπιούνται μέχρι θανάτου μπροστά στο κοινό, ζουν πράγματα που υπερβαίνουν το ερωτικό πάθος. Απέναντι στον αντίπαλο, απογυμνώνονται, υποφέρουν όπως ποτέ άλλοτε. Αυτοί οι άνθρωποι, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν φτάσει στον πάτο. Είναι δυνατοί. Δεν έχουν πλέον ούτε αυταπάτες, ούτε πίστη. Πράγμα που τους επιτρέπει να έχουν ασύλληπτες φιλοδοξίες, τρελές αλλά πολύ συγκεκριμένες ελπίδες. Εμείς θέλουμε την υπέρβαση, εδώ ακριβώς στην επίγεια ζωή. Την υπέρβαση για μία και μόνο στιγμή. Τη θυσία για ένα άμεσο αποτέλεσμα. Έτσι είναι τα θεατρικά μου πρόσωπα, τους ανεβαίνει η αδρεναλίνη, και ορμούν, έστω κι αν δεν πιστεύουν στο αποτέλεσμα.»

"Η ευτυχία να έχεις γράψει" (εφημερίδα Le monde, Φεβρουάριος 1988)

«Η ανάγκη να γράφεις δύσκολα εξηγείται. Είναι κάπως σαν τα ναρκωτικά νομίζω: αρχίζεις κατά τύχη, σου αρέσει και μετά δεν κάνεις δίχως αυτά, μολονότι δεν μπορείς να πεις αν πράγματι ευχαριστιέσαι. Όπως η ηρωίνη: δεν είναι η παρουσία της που σε ικανοποιεί, είναι η απουσία της που σε κάνει να υποφέρεις. Θα μπορούσε κανείς να απορήσει με το γεγονός ότι γράφω για το θέατρο, ενώ δεν πάω ποτέ ή σχεδόν ποτέ στο θέατρο και διαβάζω περισσότερο μυθιστορήματα. ‘Ισως επειδή το αγαπώ πάρα πολύ. Ή, δεν το αγαπώ καθόλου, μου αρέσει όμως να γράφω γι’ αυτό. Η πραγματική δυσκολία στο γράψιμο συνίσταται στο να επιβάλλεις στον εαυτό σου μια πειθαρχία. Τις περισσότερες φορές, πρέπει να ζορίζεσαι. Η απόλαυση να γράφεις είναι κάτι σπάνιο: η πραγματική απόλαυση είναι να έχεις γράψει. Το καθαυτό επιτήδευμα δεν είναι να γράφεις καλύτερα, αλλά να βρίσκεις τρόπους να παρακάμπτεις τη δυσκολία του να γράφεις. Προσπαθείς να θυμάσαι την ευχαρίστηση που νιώθεις όταν έχεις τελειώσει. Η πείρα πάντως, δεν σου επιτρέπει να γράφεις ένα έργο ευκολότερα απ’ το προηγούμενο. Επ’ αυτού, παραμένεις αρχάριος κάθε φορά που ξεκινάς. Νομίζω ότι καλός συγγραφέας είναι όποιος ξέρει να χειρίζεται τα προβλήματα δομής, όποιος ξέρει να οδηγεί μια αφήγηση. Μολονότι το ‘να γράφει καλά’ είναι το λιγότερο για ένα συγγραφέα. Είναι ωστόσο πολύ πιο εύκολο να γράφεις καλά από το να γράφεις άσχημα. Εκτός κι αν ισχυρίζεσαι ότι αναπαράγεις με ακρίβεια τη γλώσσα της ζωής. Βεβαίως και το θέατρο αφηγείται τη ζωή, βεβαίως και γράφουμε μόνο με υλικό από τη ζωή. Αν γράψουμε όμως ένα θεατρικό έργο, αν σκηνοθετηθεί και παιχτεί, είναι για να περάσουμε τη ζωή σε μιαν άλλη κατάσταση, να περάσουμε από την πραγματικότητα στο έργο τέχνης. Η ελευθερία, μεγάλο προνόμιο αυτής της δραστηριότητας, είναι συγχρόνως και το ρίσκο της. Υπάρχει πολύ μεγάλη απομόνωση: είσαι μηχανικός ,εργάτης, επιστάτης και κριτής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, γίνεσαι λίγο μισάνθρωπος, λίγο μυθομανής. Αλλά συμφιλιώνεσαι. Όπως και να ‘ναι, υπάρχει στο τέλος η απόλαυση να γλιστράς στην πλατεία, να βλέπεις τους ανθρώπους να κάθονται στα σκαλοπάτια, να μετράς τη διάρκεια του χειροκροτήματος. Το κοινό είναι πρωταρχικός και ύστατος στόχος μου, το πραγματικό μου κίνητρο. Η μεγαλύτερη αποτυχία μου θα ήταν να μην παιχτεί ένα έργο μου.»

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ "Η ΝΥΧΤΑ ΜΟΛΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ"

«…Μερικές φορές μάλιστα είμαι καλά, πολύ καλά, να όπως τώρα, αν δεν την κοπανήσεις βέβαια και προλάβω, στην κόχη όμως του μυαλού μου υπάρχει πάντα σκέτη λύπη, τόσο που να μην ξέρω πώς να σ’ το πω, μ’ αυτήν την ιστορία επίσης που μπορεί και να την βαρεθείς (επειδή μπορεί σήμερα να’μαι ένα τίποτα, κάποτε όμως), και να την κοπανήσεις προτού να την πω, δεν είμαι λοιπόν ευαίσθητος τύπος, θα σκεφτόμουνα όμως κι εγώ δεν ξέρω τι, πως θα ‘θελα να ‘μαι σαν οτιδήποτε δεν είναι δέντρο, κρυμμένος σ’ ένα δάσος στη Νικαράγουα, σαν το μικρότερο πουλάκι που θέλει να πετάει πάνω απ’ τις φυλλωσιές, μ’ ένα γύρω παραταγμένους τους στρατιώτες να το σκοπεύουν με το πολυβόλο, να παραφυλάνε την παραμικρή του κίνηση, και αυτό που θέλω να σου πω, δεν είναι εδώ που θα μπορούσα να στο πω, πρέπει να βρούμε το χορτάρι που θα μπορούσαμε να ξαπλώσουμε, με όλο τον ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι μας, και τη σκιά των δέντρων, ή ένα δωμάτιο τότε, να ‘χουμε όλο τον καιρό δικό μας…
…σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω απ’ τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ’ αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ’ αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ’ το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ’ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ’ αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πώς να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή..»

PATRICE CHEREAU, ένας φίλος

«…Ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη, την οποία ήταν μερικές φορές δύσκολο να προσπελάσει κανείς. Μπροστά του αισθανόμουν κάποιο δέος. Δεν συμφωνούσε πάντα με την ερμηνεία που έδινα στα έργα του. Σπανίως μου το έλεγε: είχε την ευγένεια να πιστεύει πως διέπραττα λιγότερα λάθη απ’ τους άλλους. Απ’ τη δική μου πλευρά, θέλησα ν’ αποδώσω, όσο λιγότερο άσχημα γινόταν και με τον ενθουσιασμό που προκαλεί η καθημερινή εργασία μ’ έναν συγγραφέα, έναν αληθινό συγγραφέα, τον δικό του κόσμο-ένα κοφτερό λεπίδι με το οποίο κόπηκα αρκετές φορές. Δεν ανεχόταν να χαρακτηρίζονται τα έργα του σκοτεινά ή απελπισμένα ή ρυπαρά. Μισούσε εκείνους που μπορούσαν να σκεφτούν κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο, τα έργα του δεν είναι ούτε σκοτεινά, ούτε ρυπαρά, δεν έχουν σχέση με τη συνηθισμένη απελπισία. Είναι κάτι άλλο πολύ πιο σκληρό, πιο γαλήνια ωμό για μας, για μένα.
Ήταν ένας χαρούμενος desperado, αυτό ήταν. Εγώ δεν είμαι desperado και συχνά ήμουν λιγότερο χαρούμενος από εκείνον που ήξερε τόσο καλά να γελάει.»

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Τα έργα του εξετάζουν τη διεκπεραιωτική φύση των ανθρώπινων σχέσεων, εξερευνώντας την αλληλεπίδραση των ψυχολογικών κινήτρων και των ιδεολογικών νοημάτων, σε μια κατάσταση που ο Koltès αποκαλεί συμφωνία, αλλά που δεν είναι πάντα φανερά εμπορική. Χρησιμοποιώντας πολύ υψηλές δραματικές καταστάσεις αλλά και γλώσσα, και με τις πολιτιστικές και φυλετικές αναμίξεις του περιβάλλοντα χώρου, προσφέρουν καταπληκτικές εικόνες της ζωής στα τέλη του 20ου αιώνα.

Όλα είναι βασισμένα σε αληθινά προβλήματα της ζωής κι εκφράζουν την τραγωδία της μοναξιάς και του θανάτου. Ο τρόπος γραφής του τονίζει τη δραματική ένταση και τον λυρισμό των έργων του. Είναι εμφανές ότι ο Genet και το θέατρο του παραλόγου επηρέασαν το γράψιμο του Koltès. Όπως κάθε συγγραφέας του παραλόγου, έτσι κι αυτός ένιωθε εξόριστος- στη δική του περίπτωση, ως ομοφυλόφιλος σ’ έναν ετερόφυλο κόσμο. Στην Αφρική είδε τις τοπικές κουλτούρες να εξαφανίζονται από τις Ευρωπαικές επιρροές. Αυτό έγινε αφορμή για να γραφτεί το "Αγώνας νέγρου και σκύλων". Μετά την επίσκεψή του στην Αμερική, έγραψε τη "Δυτική Αποβάθρα" για έναν αδερφό και μια αδερφή σ’ έναν ξένο τόπο.

Η φύση της "Νύχτας μόλις πριν από τα δάση", είναι ένα κολάζ από ένα μη ψυχολογικό παίξιμο. Στη σύλληψή του, θεωρείται ως a one man show, κάνοντας χρήση της μινιμαλιστικής θεατρικής έκφρασης. Οι ίδιοι γινόμαστε μάρτυρες ενός από τους πιο προκλητικούς μονολόγους στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μια βροχερή νύχτα, ένας ξένος εμφανίζεται απ’ το σκοτάδι ψάχνοντας για καταφύγιο-ένας φτωχός κι εξαντλημένος άντρας. Η παρουσίαση του Koltès είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ο συγγραφέας θέτει μια σειρά από ερωτήσεις, τοποθετώντας μας πάνω σε μυστηριώδη σταυροδρόμια, χωρίς να τα λύνει, κάτι το οποίο είναι αρκετά ευοίωνο : αν το κείμενο μας παρείχε τις απαντήσεις, το θέατρο δε θα ήταν πια απαραίτητο.

Το γράψιμο του συνδυάζει μια λυρική κομψότητα με δηκτικά κοινωνικά σχόλια κι έχει ξεχωρίσει ως ένα ποιητικό κι επιτηδευμένο στυλ γραφής με σχεδόν μυθικούς απόηχους, ενώ παραμένει βαθιά ριζωμένο σε μια σύγχρονη άποψη του κόσμου. Οι επιρροές του ποικίλουν επίσης,μεταξύ του Τσέχωφ, του Σαίξπηρ και του Μαριβώ. Έρευνες πάνω στον Κολτεσιανό θεατρικό κόσμο έχουν δώσει σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά την κατανόηση της μεταποικιακής μειονότητας σε θέματα ταυτότητας και ανήκειν. Η Donia Mounsef, στην ανάλυσή της πάνω στο έργο του "Η επιστροφή στην έρημο", ανέλυσε το ρόλο του σώματος ως ένα είδος μεσολάβησης όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ της Γαλλίας και της Αλγερίας. Η Catherine Brun, που επίσης ανέλυσε το ίδιο έργο, ανέπτυξε το σύνδεσμο μεταξύ του πολέμου στην Αλγερία και την κατάρρευση της επαρχιακής αστικής οικογένειας. Ο Koltès, πέρα από φυλετικές και κοινωνικές έννοιες, αποκαλύπτει μια θεμελιώδη βασική διφορούμενη στάση όσον αφορά την αξία της εθνικότητας ως εργαλείο για την αναγνώριση της ταυτότητας. Διαλύει τις παραδοσιακές αντιλήψεις της Γαλλικής εθνικής ταυτότητας, αμφισβητώντας τις θεμελιώδεις φιλοσοφίες και ταυτόχρονα καλεί για μια καινούρια αλληλεγγύη μέσα από ένα φυλετικό αλληλοανακάτεμα  και διάλογο.

Εν ολίγοις, υπήρξε ο αδιάλλακτος, σκοτεινός άγγελος που οδήγησε το κοινό μέσα από αφώτιστους δρόμους της ετερότητας. Ήταν ένας θεατρικός ποιητής της αποξένωσης. Τα ερημικά, ελλειπτικά, επίσημα ρητορικά του έργα-ένα μίγμα από την ωμή τοπική διάλεκτο και με θραύσματα από άκρως στυλιζαρισμένους μονολόγους -φανερώνουν συμπάθεια για χαρακτήρες που βρίσκονται στην περιφέρεια της συμβατικής κοινωνίας. Χαρακτηρίστηκε ως ένας μοναχικός λύκος, ως ο φύλακας των αουτσάιντερ και ως ο αληθινός διάδοχος των Samuel Beckett, Jean Cocteau και Jean Genet. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde : "είναι ένας απ’ τους κλασικούς της εποχής μας, που είναι απ’ το 1990 ο περισσότερο παιγμένος Γάλλος συγγραφέας στο εξωτερικό". Τα έργα του εξυμνητικά ή αινιγματικά μέσα στον αποφασιστικό αντινατουραλισμό τους, είναι άφθονα σε ολοκάθαρες ομιλίες διατυπώνοντας παράλληλα αδιαπέραστες σκέψεις.

Ο Hamilton λέει : "Δύο από τα έργα που έγραψε, η Δυτική Αποβάθρα και το Sallinger τοποθετούνται στην Αμερική και μιλούν για την κατάσταση στην Αμερική τώρα. Στους Κάμπους με Βαμβάκι μιλάει φιλοσοφικά για το πώς ο καπιταλισμός ενημερώνει κάθε πλευρά για την Αμερικάνικη ύπαρξη."  Ο Koltès ένιωθε πολύ περίεργα με τον εαυτό του που ο ίδιος ήταν λευκός και Γάλλος. Αυτή η διάθεση γίνεται ακόμη πιο περίεργη από ένα τραχύ στυλ διαλέκτου που ηχεί αλλόκοτο ακόμα και στους Γάλλους. "Η γαλλική γλώσσα που έχει ξαναγραφτεί και διορθωθεί από έναν ξένο πολιτισμό, θα κέρδιζε μία νέα διάσταση και αφθονία της έκφρασης με τον ίδιο τρόπο που ένα κλασσικό άγαλμα χωρίς χέρια ή άκρα, θα ήταν όμορφο από την ίδια του την απουσία", λέει ο Koltès. Μπορεί λοιπόν, να ήταν ένας τέλειος Γάλλος δραματουργός, αλλά στο βάθος ο ίδιος δεν ανήκε ποτέ πραγματικά στη Γαλλία.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

• Bitterness (Les Amertumes) (1970)
• La Marche (1970)
• Heritage (L'Héritage) (1972)
• Récits morts (1973)
• Sallinger (1977)
• The Night Just Before the Forests (La Nuit juste avant les forêts) (1977)
• Black Battles with Dogs (Combat de nègre et de chiens) (1979)
• Quay West (Quai Ouest) (1985)
• In the Solitude of Cotton Fields (Dans la solitude des champs de coton) (1985)
• Tabataba (1986)
• Return to the Desert (Retour au désert) (1988)
• Roberto Zucco (1988)

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Είχε γοητευτεί από την κουλτούρα του σύγχρονου κόσμου: τον κινηματογράφο, τα κόμικς, το μαύρο χρονικό στις εφημερίδες. Ήταν μεγάλος οπαδός του Bruce Lee, του  Bob Marley, του  James Dean. Του άρεσε να κατοικεί σε περιθωριακά περιβάλλοντα και βίωσε την απογοήτευση του μοντέρνου τρόπου ζωής. Δεν του άρεσε να κρατάει τίποτα ή σχεδόν τίποτα, ειδικά τα γράμματα που λάμβανε. Ζούσε με πολύ λίγα: λίγα έπιπλα, λίγα βιβλία και τίποτα άλλο. Κάθε φορά που άφηνε ένα μέρος, έδινε τα βιβλία και έπαιρνε μόνο μια ταξιδιωτική τσάντα μαζί του και πάντα τον Rimbaud του.
Ήταν ένας πολύ ιδιωτικός άνθρωπος. Ποτέ δεν συζήτησε δημόσια την ομοφυλοφιλία του και τα έργα του δεν έχουν ανοιχτά γκέι χαρακτήρες. ‘Έχω περίπλοκες ερωτικές ιστορίες σχεδόν κάθε μέρα και αρκετές ταυτόχρονα. Όμως μένω μόνος μου, με μια μικρή ικανότητα, πάνω από ένα οπωροπωλείο μες στη μέση του πολύβουου Παρισιού. Έχω τόσα πράγματα να σου πω: κεραυνοί πάνω απ’ την Πράγα, αγάπες μιας νύχτας, πρώτες αυγές, όνειρα, προειδοποιήσεις, όχι αναμνήσεις, αλλά γεμάτος σχέδια. Ας βιαστούμε!’, έγραφε στον αδερφό του François.
Πέρασε την ενήλικη ζωή του πάντα παλεύοντας με την έλλειψη χρημάτων, μετακομίζοντας συνέχεια από μοιρασμένα δωμάτια σε φθηνά ξενοδοχεία και μικρά διαμερίσματα για να συλλέγει εντυπώσεις και ιδέες για τα γραπτά του, όπως είχε ισχυριστεί αρκετές φορές. Τα περισσότερα απ’ τα γράμματα τα οποία έγραφε απευθύνονταν σε λίγους φίλους και την οικογένειά του (στην μητέρα του με την οποία είχε ένα πολύ δυνατό δέσιμο, στον αδερφό του και στον ανηψιό του Emmanuel στον οποίο γράφει απλά, συγκινητικά γράμματα κάθε φορά που ανακαλύπτει μια καινούρια χώρα, αποκαλώντας τον petit mec). Μια παράξενη αίσθηση μοναξιάς αναδύεται μέσα απ’ αυτά. Στην μητέρα του, που ανησυχεί για το μέλλον του έγραφε: ‘Υπάρχει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση ξέρεις, να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα. Σε μια κοινωνία που το χρήμα είναι ο αρχηγός, εσύ να μην έχεις χρήματα. Σε μια κοινωνία που η αγάπη είναι πειθαρχική, εσύ να έχεις έκλυτη αγάπη. Δεν είναι πιο παράλογο ή πιο οδυνηρό απ’ το να πηγαίνεις ανάποδα’.
Ο Koltès ήταν ένας συναρπαστικός ταξιδιώτης. Χάρη στα λεπτομερή γράμματά του, τον ακολουθούμε από το πρώτο του ταξίδι στον Καναδά και την Αμερική μέχρι τις συχνές διαμονές του στη Νέα Υόρκη, την οποία ερωτεύτηκε, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εν τω μεταξύ, πήγε στη Σοβιετική Ένωση, τη Τσεχοσλοβακία, την Αφρική, το Μεξικό, τη Βραζιλία. Πάντα προσπαθούσε ν’ αποφεύγει τους τουριστικούς προορισμούς και προτιμούσε ν’ ανακατεύεται με τους ντόπιους. Οι κρουαζιέρες ήταν ένας τρόπος να γνωρίζει καινούριους ανθρώπους. Πάντα έγραφε υπέροχα λόγια για τα μέρη που επισκεπτόταν, παρά τις οικονομικές κι άλλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
‘Εζησε μια ζωή έντονη, επαναστατική, μοναχική, μα βίαιη και καταστροφική στο τέλος, μιας και ήταν ένα απ’ τα πρώτα θύματα του ιού του aids του 20ου αιώνα.
Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, έγραψε απ’ τη Λισσαβώνα στον αδερφό του αυτό το μικρό σημείωμα:
In God we trust. Do we?