Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Γιώργος Πρεβεδουράκης : Μία επιστολή στον κ. Παπαντωνόπουλο

του Γιώργου Πρεβεδουράκη

Γαλλοελβετικά σύνορα, 24 Ιουνίου, 2007

Αγαπητέ μου κύριε Μιχάλη Παπαντωνόπουλε,

Με ιδιαίτερη χαρά πληροφορήθηκα πως σε λιγότερο από μία εβδομάδα πρόκειται να λάβετε μέρος στο 27ο Συμπόσιο Ποίησης. Μιας κι είσαστε τόσο νέος, θα σας προέτρεπα να εκλάβετε αυτή σας τη συμμετοχή ως επιβράβευση. Σκεφτείτε για λίγο έντιμε φίλε μου: έχετε την ίδια ηλικία με αυτό το επερχόμενο συμπόσιο, είστε μόλις 27 ετών, κάτι που στην πατρίδα σας αυτομάτως υποδηλώνει πως θα παραμείνετε νέος (κι ως νέος θα λογαριάζεστε) τουλάχιστον για τα επόμενα είκοσι με τριάντα χρόνια.

Εν πάση περιπτώσει, όπως ισχυρίζεται και ο ομόγλωσσός μου Γκαίτε ‘αν η νεότητα είναι ένα λάθος, το λάθος αυτό εξαφανίζεται πολύ γρήγορα’. Και θα ήταν όλως διόλου άδικο η παρουσία σας ανάμεσα σε τόσους άξιους ανθρώπους να εγκλωβιστεί από την επιφανειακή αυτή συνήθεια που πρώτα εντοπίζει τις ακριβείς ώρες εγγραφής των ποιητών στα μητρώα αρρένων κι έπειτα εξάγει μία σειρά από ανεδαφικά και βολικά συμπεράσματα για το έργο τους. Διότι αν κάτι όφειλε να αιφνιδιάσει ευχάριστα τον απροετοίμαστο αναγνώστη είναι η ίδια η ωριμότητα της γραφής σας, η παντελής απουσία δηλαδή της όποιας νεανικότητας από τις ποιητικές σας συνθέσεις, η άχρονη υφή των λιτών σας ασμάτων. Άχρονη όχι μόνο με την έννοια του ανθεκτικού απέναντι στις αλλαγές τάσεων και ρευμάτων έργου, αλλά κυρίως με το νόημα και την λάμψη εκείνου που καθρεφτίζεται σαν μέσα από κρύπτη, εκείνου που περιέχεται κι εμπεριέχει μέλλον και παρελθόν δίχως να φωνασκεί ακίνδυνα στο παρόν του. Δείγματα και σώματα μιας τέτοιας γραφής μπορούν να εντοπιστούν σε αρκετούς ποιητές της νεότερης αυτής γενιάς, όποια κι αν είναι η σημασιοδότηση που σας επιτρέπεται πλέον να δώσετε στη γενιά σας υπό το σκιώδες πέπλο της νεοελληνικής νύχτας. Δυστυχώς για εσάς, η κοινωνία στην οποία έτυχε να ανδρωθείτε, τελεί υπό σοβαροφανή κατάληψη, βρίθει από ευφυείς κι αναίσθητους υπηκόους, πλήττεται απ’ την ατέρμονη πλήξη μιας δήθεν εξωστρεφούς φωτεινότητας που φοβάται και γι’ αυτό λοιδορεί το πολυαγαπημένο σας έρεβος, στερώντας το από όλες του τις σπάνιες σημασίες. Θα γνωρίζετε φαντάζομαι, κάτοικος καθώς είστε μιας παράκτιας χώρας, πως τα ρηχά νερά συνήθως διακρίνονται για τη θολότητά τους.

Επιτρέψτε μου να ισχυριστώ αγαπητέ φίλε, πως η νέα αυτή γενιά ποιητών, ίσως η πλέον πολύπλευρη και πολυσχιδής που γνώρισε ποτέ η τουριστική σας Ελλάδα, δεν αποτελεί παρά μια συλλογικά ασυνείδητη κι ατομικά συνειδητή προσπάθεια να περιοριστεί ο δραπέτης χρόνος, κι έτσι αμετάκλητα να σας επιστραφεί, ως χαμένο δικαίωμα που συναντάει τελικά την αφορμή του. Η τάση αυτή της επιστροφής σε άλλα κλίματα και εποχές, συντελείται υπό τους όρους μιας εκ νέου αναζήτησης ενός πιο στέρεου κι ακλόνητου εδάφους, μιας άγνωστης χώρας που θα πρέπει να κατοικηθεί μόνο για να ερημώσει πάλι. Και θέλω να πιστεύω πως μια τέτοια ποιητική είναι και η δική σας φίλε Μιχάλη, αλλά και πως σε αυτά τα πλαίσια της αέναης επιστροφής και δημιουργικής αναδόμησης μπορεί να ενταχθεί η μέχρι σήμερα αξιόλογη πορεία σας στα ελληνικά γράμματα. Μια πορεία που ξεκίνησε το έτος 2001 όταν και σε ηλικία 21 ετών δημοσιεύσατε τη μετεφηβική συλλογή ‘Πλάσματα της Νύχτας’. Εκεί θέσατε το ερώτημα ‘πόση οδύνη πρέπει να υπάρχει εκεί έξω;’ και μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια που ακολούθησαν δεν κάνατε τίποτα άλλο απ’ το να παρουσιάσετε τις απόλυτα προσωπικές σας απαντήσεις. Σύντροφοι σε αυτή σας την προσπάθεια, εκτός από τους μεγάλους συμβολιστές του περασμένου αιώνα και το γενικότερο κλίμα του εξπρεσιονιστικού υπαρξισμού, υπήρξαν πάντοτε λογής-λογής ‘πλάσματα’ οι ψίθυροι των οποίων ενσωματώνονταν διαρκώς στη φωνή της ποιητικής αφήγησης, αλλά και σύγκορμη ‘η νύχτα’ με όλα τα ερέβη της και όλες τις σκιές της. Μέσω αυτών των δύο συνισταμένων αφοσιωθήκατε στη σύνθεση και χαρτογράφηση μίας εσώτερης παρακμιακής νωπογραφίας. Δεν  γράψατε απλώς ποιήματα αγαπητέ κύριε. Συνθέσατε άσματα για πεσμένους προπάτορες εξιστορώντας την ενοχή εκείνου που παραβίασε κάποιον αόριστο, κι άγραφο πάντα, νόμο. Γίνατε ο άπελπις, ελπίζοντας μέσα στο δωρικό καταφύγιο μιας εορταστικής απελπισίας, αναπνέοντας μέσα στο ασφυκτικό σύμπαν των ζοφερών σας εικόνων. “Κ’ έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ’ έβγαινε / Κόκκινα σκοτεινό το στήθος”, αντιγράφω από το δεύτερο βιβλίο σας που τιτλοφορείται αινιγματικά ‘Δ’ και το οποίο χρήζει πιστεύω ιδιαίτερης προσοχής καθώς μαρτυρεί έναν ειλικρινή ψυχισμό που έχει ήδη χαράξει πλώρη για τα μεγάλα ερωτήματα, για τα δύσκολα ανηφορικά σκαλοπάτια. 

Μη λησμονήσετε επίσης να πείτε σε αυτόν τον ανίδεο που θα σας παρουσιάσει πως από το 2005, κατόπιν προσκλήσεως της Αγγελικής Κωσταβάρα, συμμετέχετε ενεργά στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μανδραγόρας. Επίσης, φρόνιμο θα ήταν να αναφέρετε μέσω του επιστήθιου αντιπροσώπου σας, πως την ίδια χρονιά, κατόπιν προσκλήσεως και πάλι, λάβατε μέρος στο σποραδικό και ασυστηματοποίητο αφιέρωμα στη νεότερη ελληνική ποίηση του περιοδικού Ποίηση (αρ25) ενώ για λόγους καθαρά τυχαίους δεν συμπεριληφθήκατε στην πολύ καλή, στην εξαιρετική, στην εξαιρετικότατη θα λέγαμε (warum nicht?), ανθολογία της γενιάς του ’90 (εκδόσεις Μανδραγόρας) που είχε ήδη κυκλοφορήσει από το μακρινό κι εξωτικό 2002.

Αγαπητέ κύριε Παπαντωνόπουλε, αν σε ορισμένα σημεία αυτής της επιστολής εντοπίζετε μια υποψία ενδόμυχης πικρίας, που ίσως και σας ξενίζει, συγχωρέστε με: ξέρετε, το να είστε νεκρός για περισσότερα από ογδόντα ένα έτη, είναι ώρες-ώρες, εξαιρετικά πληκτικό. Πιο επώδυνο εντούτοις είναι να σας αντιμετωπίζουν ως νεκρό ενόσω ζείτε. Και κάτι μέσα μου διατείνεται πως σε κάποια στάδια της ζωής σας θα πρέπει να υπήρξατε κι εσείς δέκτης μιας τέτοιας θλιβερής αντιμετώπισης. Δεν πρέπει να πέρασε και πολύς καιρός εξάλλου από τότε που οριζόσασταν απουσιολόγος στο δημοτικό σχολείο, ενώ στην τάξη πλανιόταν το αταξικό ερώτημα ‘ωχ αμάν (δις) γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια’; Ό,τι περιέβαλε, σημάδεψε και στοίχειωσε την πρώιμη νιότη σας δεν ήταν παρά οι πλέον σημαντικές στιγμές της ασημαντότητας, καθώς αυτή ανερχόταν αργά και σταθερά προς το ακλόνητο βασίλειό της. Σας ομιλώ, καθώς θα έχετε ήδη καταλάβει, για όλα αυτά τα κενόδοξα νεύματα των εκάστοτε εθνοσωτήρων από μπαλκόνια και σκάλες αεροπλάνων, για ετούτη την στερεότυπη αισθητική των λαϊκιστών, τους εθνικόφρονες με τον κότσο, τις Βέφες των καταναγκαστικών, μαγειρεμένων και προγραμματισμένων στύσεων, τους δωρεάν χρόνους ομιλίας, που όντας δωρεάν δεν έχουν τίποτα να πουν ή τίποτα να προσθέσουν.       

Θα σας καλούσα ωστόσο, να καταβάλετε κάθε προσπάθεια για να κρατήσετε τον ψυχισμό σας αμόλυντο από όλες αυτές τις εξουσιαστικές και αντιποιητικές πιρουέτες που σίγουρα και θα ξανασυναντήσετε στο διάβα σας. Η παρουσία σας στην ετήσια γιορτή της ποίησης, ας συμβολίσει μια ρήξη με αυτά τα επικαθοριστικά περιβάλλοντα κι ας δώσει μια πνοή ελπίδας σε όσους πέρασαν μια ολόκληρη ζωή κάτω από τη μέθη της μελέτης και της δημιουργίας, μόνο για να ξυπνήσουν με φριχτό πονοκέφαλο μέσα στην καρδιά ενός αποχαυνωμένου απογεύματος που κάποτε ίσως δώσει τη θέση του στην αισιόδοξη νύχτα. Έστω κι ως φάσμα λοιπόν σας προτρέπω να κοινωνήσετε τη δική σας πραγματικότητα. Όπως κι ο ίδιος άλλωστε λέτε σε ένα ανέκδοτο ποίημά σας «Κι ένα ξεδοντιασμένο στόμα δεν έχει δικαίωμα να κραυγάσει την πάσα αλήθεια;».

Μην πτοηθείτε, ούτε για μια στιγμή, αγαπητέ φίλε. Αγνοήστε τον επηρμένο κριτικό, εγκαταλείψτε τους χιλιάδες λουόμενους του Ρίο στα μαρτυρικά, πεζογραφικά ανάκλιντρα μιας Βούλας Ροντέα (ενδεικτικός τίτλος: ‘σ’ αγάπησα…γιατί σιωπάς;’), και δίχως φόβο ή ντροπή γιορτάστε τον εαυτό σας σε αυτό το συμπόσιο, με όποιον τρόπο κρίνετε εσείς θεμιτό.  Έχετε άλλωστε επιπρόσθετους λόγους για μια τέτοια γιορτή, λόγους που ανήκουν στην ιδιωτική σας σφαίρα και που δεν χρειάζεται να αναφερθούν δημοσίως. Δεν πέρασαν άλλωστε παρά μόνο ολίγοι μήνες από τότε που έμαθα για την γέννηση της κόρης σας Μαρίας-Σοφίας αλλά και για τον επερχόμενο γάμο σας με την εξόχως μελαψή, Κύπρια σύντροφό σας Ρεβέκκα, στο πλευρό της οποίας γνωρίζετε την στοργή και την αφοσίωση βρισκόμενος, καθώς αρμόζει σε νέους ποιητές, υπό το καθεστώς μιας διαρκούς κι ευπροσήγορης αγκαλιάς.

Πόσο χαίρομαι που η ζωή σας έφτασε σε αυτό το τόσο ειρηνικό ξέφωτο αγαπητέ φίλε. Αναλογίζομαι ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές επιδράσεις αυτών των ευτυχών συγκυριών πάνω στην ποιητική σας. Ίσως η κοσμική κι αρχέγονη βαρυθυμία που διαποτίζει τον τόνο και την μουσικότητα των γραπτών σας να υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση της σε μία πιο αισιόδοξη αλλά και πιο ρομαντική ενατένιση των αινιγμάτων που σας συναποτελούν. Ίσως πάλι να σας φέρει αντιμέτωπο με νέα, απροσδόκητα αινίγματα, βαθαίνοντας την ευαίσθητη κράση σας και την μελαγχολική σας ιδιοσυγκρασία. Οι περιστάσεις λοιπόν είναι εξαιρετικά ευτυχείς κι ας μην πικράνουμε κι άλλο τη σκέψη μας με αφορισμούς και περιττές εντάσεις. Μέσα από το πλούσιο μεταφραστικό σας έργο (Trakl, Yeats, Wilde, Novalis) έχετε ήδη κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση των αναγνωστών, τουλάχιστον εκείνων που κι εσείς με τη σειρά σας εκτιμάτε και σέβεστε. Το σημαντικότερο, μέσω της τελευταίας συλλογής σας, ‘Δ’, πιστεύω πως διευρύνατε έστω και λίγο τον στενό αυτό κύκλο των μυημένων, καθώς δώσατε την ευκαιρία σε συνομήλικούς σας αναγνώστες ν’ αλλάξουν τοπωνύμια και ρούχα και δεσμά, κοινώς να απελευθερωθούν, μέσα σε άλλες πιο εύοσμες κλούβες, να γίνουν κάποιοι άλλοι, ανίατα μεσοπολεμικοί αναγνώστες, πολίτες ενός κόσμου που δεν τον κατοικούν βασανιστές και ψυχοτρομοκράτες, αλλά η ίδια η αναδίπλωση του Δυτικού πολιτισμού, η οπιούχα μελαγχολία της απόσυρσης, τα επερχόμενα κρεματόρια, η ατόφια φρίκη.

Σαν παλιό αρχοντικό η ποίησή σας κύριε, σαν κυκλάμινο σανατορίου. Μέχρι σήμερα, η συνολική παρουσία σας δεν είναι παρά μία συνειδητή και μοναχική, καθώς αρμόζει, προσπάθεια να βουτήξετε στα βαθιά. Κι επειδή διακρίνεστε από μια ουσιαστική σεμνότητα αυτό σας το εγχείρημα δεν το επιδεικνύεται ασκόπως.

Zum schluss, σας ευχαριστώ για την ευλαβική όσο και γενναία μεταφραστική σας προσέγγιση στο έργο μου ‘Ο Βίος της Μαρίας’.

Ελπίζω οι ευχές μου να σας συντροφέψουν στο δύσκολο δρόμο που επιλέξατε 

Πείτε στους φίλους σας να ζούνε αληθινά
Δικός σας

RAINER MARIA RILKE

Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε στις 30 Ιουνίου του 2007 κατά τη διάρκεια του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα.