Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Under "Under the Volcano"...

του Παναγιώτη Χαχή

Στις 28 Ιουλίου 2009 κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του Κλάρενς Μάλκολμ Λόουρυ, του δημιουργού του μεγαλειώδους Κάτω από το ηφαίστειο. Μια από τις πιο δραματικές και βασανισμένες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς και ανατόμους της ανθρώπινης ψυχής στον 20ο αιώνα. Το Κάτω από το ηφαίστειο έχει ήδη βρει τη θέση του ανάμεσα στα αριστουργήματα της δυτικής λογοτεχνίας, όσο και στον προσωπικό κανόνα χιλιάδων αναγνωστών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η ιστορία της συγγραφής του, συνυφασμένη άρρηκτα με την ζωή του Μάλκολμ Λόουρυ, πάνω από δέκα χρόνια δουλειάς, επανειλημμένων διορθώσεων, αναθεωρήσεων κτλ, είναι λίγο πολύ γνωστή. Όσο και η κοπιαστική του οδύσσεια προς την πρώτη έκδοσή του. Το βιβλίο θα εκδοθεί τελικά, στις 19 Φεβρουαρίου του 1947 στη Νέα Υόρκη από τον εκδοτικό οίκο Reynal & Hitchcock και την 1η Σεπτεμβρίου 1947 στο Λονδίνο από τον Jonathan Cape. Σχεδόν αμέσως μετά προγραμματίζεται και η γαλλική μετάφραση του βιβλίου.
Τέλη Δεκεμβρίου του 1947 ο Μάλκολμ και η Μάργκερι Λόουρυ έρχονται στην Γαλλία και διαμένουν στο Βερνόν, στο σπίτι της φίλης τους Τζόαν Μπλακ. Ο Λόουρυ θα συνεργαστεί με τους γάλλους μεταφραστές του βιβλίου του Στεφάν Ρορσέ (που θα αντικατασταθεί αργότερα από τον Στέφεν Σπριελ), τον Μαξ-Πωλ Φουσέ και περισσότερο με την Κλαρίς Φρανσιγιόν, με την οποία θα συνδεθούν φιλικά και η οποία θα αναλάβει μαζί με τη Μάργκερι και την Τζόαν Μπλακ το δύσκολο έργο της φροντίδας του τρικυμιώδους Μάλκολμ κατά την παραμονή του στην Γαλλία. Η συνεργασία αυτή θα διαρκέσει όλο τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1948 και θα συνεχιστεί από τον Ιούλιο, όταν οι Λόουρυ επιστρέφουν από ένα ταξίδι στην Ιταλία, έως το τέλος του 1948.
Η γαλλική έκδοση θα δημοσιευτεί το 1949 με εισαγωγικό σημείωμα του Μωρίς Ναντώ, επίμετρο του Μαξ-Πωλ Φουσέ και πρόλογο του Μάλκολμ Λόουρυ από τις εκδόσεις Club Français du Livre. Τον πρόλογο αυτό συνέθεσε η Κλαρίς Φρανσιγιόν από σημειώσεις που τις είχε υπαγορεύσει ο Λόουρυ.

Μου αρέσουν οι εισαγωγές. Τις διαβάζω. Κάποιες φορές δεν διαβάζω παρακάτω, κι είναι πιθανόν κι εσείς να κάνετε το ίδιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εισαγωγή αυτή δεν θα ‘χει πετύχει το σκοπό της, να κάνει δηλαδή την πρόσβασή σας στο βιβλίο μου λίγο πιο εύκολη. Πάνω απ’ όλα, αναγνώστη, μην θεωρήσεις αυτές τις σελίδες ως μια προσβολή στη νοημοσύνη σου. Μάλλον αποδεικνύουν πως εδώ κι εκεί, ο συγγραφέας αμφισβητεί τη δική του.

Ξεκινώντας, το ίδιο το στυλ του συγγραφέα μπορεί να θεωρηθεί πως έχει μιαν αμήχανη ομοιότητα μ’ αυτό που περιγράφει ο Σοπενάουερ, ο οποίος επιθυμούσε να μιλήσει για έξι θέματα ταυτόχρονα αντί να τα εξετάσει το ένα μετά το άλλο. ‘Σ’ αυτές τις μακρόσυρτες, πλούσιες παρενθετικές περιόδους, σαν κουτιά μέσα σε κουτιά, ασφυκτικότερα γεμάτες κι από μια ψητή χήνα παραγεμισμένη με μήλα, είναι η μνήμη κάποιου που πάνω απ’ όλα αναλαμβάνει το καθήκον αντί της κατανόησης και της κρίσης να διεκπεραιώσει το δικό τους έργο’.

Να θεωρηθεί όμως μια κριτική του στυλ –όπως την εκλάμβανε ο Σοπενάουερ- κριτική του μυαλού και του χαρακτήρα του συγγραφέα ή ακόμη, όπως θα ήθελαν κάποιοι άλλοι, του ίδιου του ανθρώπου, είναι κάτι που ξεπερνά κάθε όριο. Αυτό τουλάχιστον είχα γράψει το 1946, πάνω σε ένα πλοίο που μετέφερε βωξίτη μεσοπέλαγα ανάμεσα στη Νέα Ορλεάνη και το Πορτ-ο-Πρενς. Εκείνη η εισαγωγή δεν δημοσιεύτηκε ποτέ(1). Όσο γι’ αυτήν εδώ, ο πρώτος λόγος για τον οποίο γράφεται είναι γιατί το 1945 το βιβλίο μου δέχτηκε μια πολύ χλιαρή υποδοχή από έναν Αγγλικό εκδοτικό οίκο (που από τότε βέβαια μου έκανε την τιμή να το εκδώσει). Αν και οι εκδότες θεώρησαν το έργο μου ‘σημαντικό και τίμιο’, πρότειναν εκτενείς διορθώσεις τις οποίες ήμουν απρόθυμος να κάνω. (Θα είχατε αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο αν είχατε γράψει ένα βιβλίο που σας είχε βασανίσει τόσο πολύ ώστε να το απορρίψετε και να το ξαναγράψετε πολλές φορές). Ανάμεσα σε άλλα, με συμβούλευαν να περιορίσω δυο ή τρεις χαρακτήρες, να μειώσω τα κεφάλαια από δώδεκα σε έξι, να αλλάξω το θέμα, το οποίο έμοιαζε πάρα πολύ με εκείνο του Poison(2)· με λίγα λόγια να πετάξω το βιβλίο μου από το παράθυρο και να γράψω ένα άλλο. Εφόσον τώρα μου γίνεται η τιμή να μεταφραστεί στα γαλλικά, ξαναπιάνω το απαντητικό μου γράμμα προς τον εκδότη και φίλο στο Λονδίνο(3). Το εγχείρημα ήταν αναμφίβολα χαζό· να παρουσιάσω όλους τους εσωτερικούς λόγους που δικαιολογούσαν γιατί το βιβλίο έπρεπε να παραμείνει ως είχε στην αρχή.

Τους λόγους εκείνους τους έχω τώρα ξεχάσει σχεδόν εντελώς, κι ίσως να είσαστε τυχεροί γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα είναι τόσο αληθές, όπως παρατήρησε ο Σέργουντ Άντερσον, πως σε ότι σχετίζεται με το έργο του ο συγγραφέας εκλαμβάνει ως δεδομένες τις πιο ασυνήθιστες φιλοδοξίες κι είναι έτοιμος να δικαιολογήσει το ο,τιδήποτε. Είναι επίσης πιθανό πως μια από τις ελάχιστες τίμιες παρατηρήσεις που έχει κάνει ποτέ συγγραφέας για το ζήτημα αυτό ήταν, πιστεύω, αυτή του Τζούλιαν Γκρην σχετικά με το αριστουργηματικό του Minouit: ‘Η πρόθεσή μου ήταν –κι έχει παραμείνει έκτοτε για μένα- σκοτεινή.’

Γράφοντας αυτό το βιβλίο, το οποίο ξεκίνησε όταν ήμουν είκοσι έξι (τώρα ετοιμάζομαι να μπω στα σαράντα μου) και τελείωσε πέντε χρόνια πριν, στην αρχή η πρόθεσή μου δεν ήταν σκοτεινή για μένα, αν και έγινε σταδιακά καθώς περνούσαν τα χρόνια. Αλλά, σκοτεινή ή όχι, εξακολουθεί να αποτελεί γεγονός πως μια από τις προθέσεις μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο.

Και πράγματι, πρόθεση μου δεν ήταν να γράψω ένα σχοινοτενές βιβλίο. Δεν πιστεύω πως ούτε ένας συγγραφέας, ακόμη κι ο πιο ιδιόρρυθμος όλων, είχε ποτέ συνειδητή πρόθεση να προκαλέσει ανία στον αναγνώστη του, αν και έχει λεχθεί πως και η πλήξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα μια τεχνική. Αλλά από τη στιγμή που το βιβλίο αυτό φάνηκε βαρετό σε έναν αναγνώστη –και μάλιστα έναν επαγγελματία- θεώρησα απαραίτητο να απαντήσω στις παρατηρήσεις εκείνου του επαγγελματία αναγνώστη, κι εδώ παραθέτω την ουσία των όσων του έγραψα. Ίσως όλα αυτά να σας φανούν φοβερά μάταια και επηρμένα, όμως πώς μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον που ισχυρίζεται πως η γραφή σου τον έκανε να βαρεθεί, ότι το σφάλμα είναι δικό του που αφέθηκε να βαρεθεί;

‘Αξιότιμε κύριε,’ έγραψα τότε, ‘Σας ευχαριστώ για το γράμμα σας της 29ης Νοεμβρίου 1945. Το έλαβα μόλις την Πρωτοχρονιά. Συν τοις άλλοις, έφτασε σε μένα εδώ στο Μεξικό όπου, εντελώς κατά τύχη, ζω στον πύργο που στάθηκε το μοντέλο για το σπίτι ενός από τους ήρωές μου. Δέκα χρόνια πριν είχα δει αυτόν τον πύργο μονάχα απ’ έξω, και –στο κεφάλαιο VI-  έγινε το μέρος όπου ο ήρωάς μου επίσης βίωσε μια κάποια στενοχώρια εξαιτίας μιας καθυστερημένης αλληλογραφίας…’

Ύστερα συνέχισα λέγοντας πώς αν το έργο μου είχε λάβει την κλασική μορφή της τυπωμένης σελίδας αντί για τη θλιβερή και δυστυχή όψη που χαρακτηρίζει ένα αδημοσίευτο χειρόγραφο, η γνώμη του αναγνώστη σίγουρα θα ήταν εντελώς διαφορετική εξαιτίας των διάφορων κριτικών που θα είχαν σφυροκοπήσει τ’ αυτιά του. Από τη στιγμή που η ανία, ή ο,τιδήποτε άλλο, της αρχής του Κάτω από το ηφαίστειο σε μένα φαινόταν να σχετίζεται με την πνευματική κατάσταση του αναγνώστη, με την ετοιμότητά του να συλλάβει την πρόθεση του συγγραφέα, πρότεινα –αναμφίβολα βρισκόμενος σε απόγνωση- πως μια σύντομη εισαγωγή ίσως εξάλειφε τις αντιδράσεις που διείδε ο επαγγελματίας αναγνώστης μου. Συνέχισα έτσι: ‘Εάν μου πείτε πως ένα καλό κρασί δεν έχει ανάγκη ετικέτα, θα απαντούσα πως δεν γράφω για το κρασί αλλά για το μεσκάλ, και πως ακόμη περισσότερο από την ετικέτα –όταν κανείς έχει διαβεί το κατώφλι της ταβέρνας- το μεσκάλ έχει ανάγκη τη συνοδεία τόσο λεμονιού όσο και αλατιού. Ελπίζω τουλάχιστον πως μια τέτοια εισαγωγή ίσως προσφέρει λίγο λεμόνι και αλάτι.’

Με τον τρόπο αυτό έγραψα ένα γράμμα περίπου 20.000 λέξεων, που μου πήρε τόσο καιρό όσον θα χρειαζόμουν για να ξεκινήσω την πρώτη γραφή ενός νέου μυθιστορήματος, ίσως ακόμη πιο βαρετού από το προηγούμενο. Κι από τη στιγμή που, στα μάτια του αναγνώστη μου, το πρώτο κεφάλαιο έμοιαζε να είναι το βαρύτερο έγκλημα του βιβλίου, περιορίστηκα σε μια ανάλυση αυτού του μακροσκελούς πρώτου κεφαλαίου το οποίο θεμελιώνει τα θέματα και τα υπο-θέματα  κι ενορχηστρώνει τον συμβολισμό δίνοντας τον τόνο σε όλο το βιβλίο.

Η αφήγηση, εξηγούσα, ξεκινά την Ημέρα των Νεκρών, το Νοέμβριο του 1939, σε ένα ξενοδοχείο που ονομαζόταν Καζίνο ντε λα Σέλβα, όπου σέλβα σημαίνει ξύλο. Κι ίσως να μην είναι άτοπο να παρατηρήσω εδώ πως το βιβλίο είχε πριν απ’ όλα συλληφθεί ως μια εξεζητημένη εκδοχή πάνω στο αιώνιο μοντέλο των Νεκρών Ψυχών του Γκόγκολ, και σαν το πρώτο μέρος ενός τριπτύχου ενός είδους μεθυσμένης Θείας Κωμωδίας. Το Πουργατόριο και ο Παράδεισος θα ακολουθούσαν, με τον πρωταγωνιστή, σαν τον Τσιτσίκωφ, να γίνεται ελαφρώς καλύτερος ή χειρότερος, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. (Ωστόσο, αν πιστέψουμε μια πρόσφατη αυθεντία, τον απίστευτο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, η πορεία σύμφωνα με τον Γκόγκολ ήταν μάλλον: Έγκλημα, Τιμωρία, Λύτρωση· ο Γκόγκολ πέταξε σχεδόν όλη την Τιμωρία και τη Λύτρωση στη φωτιά). Το θέμα του σκοτεινού ξύλου, το οποίο επανεισάγεται στο Κεφάλαιο VII όταν ο Πρόξενος μπαίνει σε μια θλιβερή καντίνα επονομαζόμενη Ελ Μπόσκε, το οποίο επίσης σημαίνει ξύλο, καταλήγει στο Κεφάλαιο IX, που σχετίζεται με το θάνατο της ηρωίδας και στο οποίο το ξύλο μεταβάλλεται σε πραγματικότητα και βίαιο θάνατο.

Το πρώτο αυτό κεφάλαιο παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός Γάλλου παραγωγού ταινιών, του Ζακ Λαρυέλ. Εγκαθιδρύει ένα είδος έρευνας του πεδίου δράσης, καθώς επίσης εκφράζει τον αργό, μελαγχολικό και τραγικό ρυθμό του ίδιου του Μεξικό: Μεξικό, το σημείο σύγκλισης τόσων πολλών φυλών, το αρχαίο πεδίο κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων όπου, όπως έδειξε πιστεύω ο Γουάλντο Φρανκ, ένας πολύχρωμος και ταλαντούχος λαός διατήρησε μια θρησκεία η οποία ήταν στην πραγματικότητα μια λατρεία του θανάτου. Αποτελεί το ιδεατό σκηνικό της πάλης ενός ανθρώπου ενάντια στις δυνάμεις του σκότους και του φωτός.

Φεύγοντας από το Καζίνο ντε λα Σέλβα, ο Ζακ Λαρυέλ συλλαμβάνει τον εαυτό του να κοιτά στην barranca η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, η οποία είναι επίσης το φαράγγι, η καταραμένη εκείνη άβυσσος μπροστά στην οποία, στην εποχή μας, στέκεται ο καθένας μας, κι ακόμη, πιο απλά, αν ο αναγνώστης το επιθυμεί, ο υπόνομος.

Το κεφάλαιο τελειώνει σε μιαν άλλη καντίνα όπου άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στη διάρκεια μιας εκτός εποχής καταιγίδας, ενώ αλλού, σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι σέρνονται στα αντιαεροπορικά καταφύγια· ύστερα σβήνουν τα φώτα, όπως ακριβώς σβήνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο επίσης. Έξω, μέσα σε ΄κείνη τη νύχτα που δημιούργησε η καταιγίδα, ο φωτεινός τροχός γυρίζει.

Ο τροχός αυτός είναι ο τροχός του Φέρις που έχει στηθεί στη μέση της πλατείας, αλλά είναι επίσης, αν θέλετε, πολλά άλλα πράγματα: ο τροχός του Νόμου, ο τροχός του Βούδα. Είναι ακόμη η αιωνιότητα, το σύμβολο της αιώνιας επιστροφής. Ο τροχός εκείνος, που εκφράζει την ίδια τη φόρμα του βιβλίου, μπορεί επίσης να θεωρηθεί από μια κινηματογραφική σκοπιά σαν τον τροχό του Χρόνου, ο οποίος πρόκειται να στραφεί προς τα πίσω, μέχρις ότου φτάσουμε στην προηγούμενη χρονιά. Γιατί η αρχή του δευτέρου κεφαλαίου μας μεταφέρει στην Ήμερα των Νεκρών ένα χρόνο πριν, το Νοέμβριο του 1938.

Στο σημείο αυτό προσπάθησα με μετριοφροσύνη να υπαινιχθώ πως το μικρό μου βιβλίο μου φαινόταν πυκνότερο και βαθύτερο, πως συντέθηκε και ολοκληρώθηκε με περισσότερη φροντίδα απ’ όση υπέθετε ο Άγγλος εκδότης· πως αν τα νοήματά του είχαν διαφύγει της προσοχής του αναγνώστη, ή εάν εκείνος είχε θεωρήσει πως τα νοήματα που κινούνταν στην επιφάνεια της αφήγησης δεν ήταν ενδιαφέροντα, αυτό ίσως είχε συμβεί εξαιτίας, τουλάχιστον εν μέρει, κάποιας δικιάς μου ικανότητας και όχι αποτυχίας. Στην πραγματικότητα, μήπως η πιο προσβάσιμη πλευρά του βιβλίου δεν είχε σχεδιαστεί τόσο προσεκτικά  έτσι ώστε ο αναγνώστης να επιθυμεί να μπει στον κόπο να μην κάνει μια παύση και να καταδυθεί κάτω από την επιφάνεια; ‘Εάν αυτό αληθεύει,’ προσέθεσα, όχι χωρίς μια κάποια ματαιοδοξία είν’ η αλήθεια, ‘για πόσα βιβλία μπορεί να ειπωθεί;’

Και σε έναν πιο συναισθηματικό τόνο, όχι όμως χωρίς την εμφάνιση μιας μεγαλύτερης μετριοφροσύνης, έγραψα στη συνέχεια τα εξής: ‘Από τη στιγμή που ζητώ μιαν επανανάγνωση του Ηφαιστείου, υπό το φως συγκεκριμένων διαστάσεων οι οποίες ίσως σας έχουν διαφύγει, κι εφόσον δεν επιθυμώ να αναλάβω την υπεράσπιση κάθε μιας παραγράφου, ίσως είναι εξίσου υπέρ μου να παραδεχτώ, πως από τη δική μου σκοπιά η πρωταρχική αποτυχία του βιβλίου, από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες, βρίσκεται σε κάτι που δεν μπορεί να θεραπευτεί: το πνευματικό φορτίο του βιβλίου είναι περισσότερο υποκειμενικό παρά αντικειμενικό· θα ταίριαζε καλύτερα σε έναν ποιητή –δεν λέω έναν καλό ποιητή- απ’ ότι σ’ έναν μυθιστοριογράφο, και είναι ένα φορτίο πολύ δύσκολο να μεταφερθεί ως τον τελικό του προορισμό. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς όπως ένας ράφτης γνωρίζει τις ατέλειες του σώματος του πελάτη του και προσπαθεί να τις κρύψει, έτσι κι εγώ προσπάθησα όσο ήταν δυνατό να κρύψω τα λάθη της δικής μου κατανόησης. Όμως από τη στιγμή που η σύλληψη του βιβλίου ήταν πρωτογενώς ποιητική, οι ατέλειες του αυτές ίσως δεν έχουν τελικά σημασία. Άλλωστε, τα ποιήματα συχνά απαιτούν περισσότερες αναγνώσεις πριν αποκαλυφθεί, -πριν εκτεθεί στο μυαλό όπως είπε ο Χόπκινς νομίζω- το νόημά τους κι είναι αυτήν ακριβώς την αντίληψη που έχετε παραβλέψει’.
Απαίτησα μια πιο σοβαρή εξέταση του κειμένου, και ρωτούσα πώς, χωρίς να έχει εκτιμήσει το περιεχόμενό του, ο αναγνώστης είχε οδηγηθεί στην άποψη πως το βιβλίο ήταν αρκετά μεγάλο, ειδικότερα όταν η αντίδρασή του ίσως να ήταν διαφορετική ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση. Μήπως οι αναγνώστες, όπως βεβαίως και οι συγγραφείς, δεν έπαιρναν το ρίσκο να πέσουν κάτω πηγαίνοντας τόσο γρήγορα; Και πόσο βαρετό πρέπει να ήταν το βιβλίο όταν το μόνο που μπορούσε να εξασφαλίσει ήταν μια τόσο βιαστική ανάγνωση!

Συνέχισα εξηγώντας πως το μυθιστόρημά μου αποτελείται από δώδεκα κεφάλαια, και το κύριο μέρος της αφήγησης διαδραματίζεται μέσα σε μία μόνο μέρα δώδεκα ωρών. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένας χρόνος έχει δώδεκα μήνες και ολόκληρο το βιβλίο διαδραματίζεται μέσα στα όρια ενός χρόνου, ενώ το βαθύτερο επίπεδο του μυθιστορήματος –ή του ποιήματος- που προέρχεται από το μύθο, συνδέεται σ’ αυτό το σημείο με την εβραϊκή Καββάλα, όπου ο αριθμός δώδεκα είναι μεγίστης σημασίας. Η Καββάλα χρησιμοποιείται για ποιητικούς σκοπούς επειδή αναπαριστά τις πνευματικές φιλοδοξίες του Ανθρώπου. Το Δέντρο της Ζωής, το έμβλημά της, είναι ένα είδος περίπλοκης σκάλας η κορυφή της οποίας ονομάζεται Kether, ή Φως, ενώ κάπου στο κέντρο της ανοίγεται μια άβυσσος. Η πνευματική κατάσταση του Προξένου είναι πιθανώς το Qliphoth, ο κόσμος των σκιών και των δαιμόνων, που αναπαριστάται με το Δέντρο της Ζωής ανεστραμμένο, και κυβερνάται από τον Βεελζεβούλ, τον Άρχοντα των Μυγών. Όλα αυτά δεν ήταν απαραίτητα για την κατανόηση του βιβλίου· τα ανέφερα παρεμπιπτόντως έτσι ώστε να δώσω την αίσθηση πως, όπως έχει πει ο Χένρυ Τζαίημς, ‘το βάθος υπάρχει’.

Στην εβραϊκή Καββάλα η κατάχρηση των μαγικών δυνάμεων παρομοιάζεται με τη μέθη ή την κατάχρηση του κρασιού, κι εκφράζεται, αν θυμάμαι σωστά, με την εβραϊκή λέξη sod. Μια άλλη απόδοση της λέξης sod σημαίνει κήπος, ή εγκατελειμένος κήπος, κι η ίδια η Καββάλα θεωρείται κάποιες φορές σαν ένας κήπος (παρόμοιος φυσικά με ‘κείνον όπου υπήρχε το δέντρο του απαγορευμένου καρπού που μας έδωσε τη Γνώση του Καλού και του Κακού) με το Δέντρο της Ζωής στο κέντρο του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα αυτά τα ζητήματα βρίσκονται στη βάση πολλών από τους μύθους μας σχετικά με την καταγωγή του ανθρώπου, και ο Ουίλιαμ Τζαίημς, αν όχι ο Φρόϋντ, θα συμφωνούσε μαζί μου όταν επιβεβαιώνω πώς οι αγωνίες του μέθυσου είναι σχεδόν παράλληλες με τις αγωνίες του μυστικιστή που έκανε κατάχρηση των δυνάμεών του. Στο σημείο αυτό, ο Πρόξενος τα συνδύασε όλα αυτά με έναν υπέροχα μεθυσμένο τρόπο. Στο Μεξικό, το μεσκάλ είναι ένα τρομερό ποτό, ένα ποτό ωστόσο που μπορεί κανείς να το βρει σε κάθε καντίνα πολύ πιο εύκολα, αν μπορώ να το πω, από το να βρεις ουίσκυ στο Impasse des Deux-Anges. (Επιτρέψτε μου να πω παρεμπιπτόντως πως ξέρω πως έχω κάνει κακό στο μεσκάλ και την τεκίλα, που είναι ποτά που μου αρέσουν πάρα πολύ, και γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε να απολογηθώ στη μεξικάνικη κυβέρνηση). Το μεσκάλ ωστόσο είναι επίσης και ναρκωτικό το οποίο χρησιμοποιείται με τη μορφή της μεσκαλίνης, και η υπερβατικότητα της επίδρασής του είναι ανάμεσα στους πιο γνωστούς πειραματισμούς μεταξύ των αποκρυφιστών. Φαίνεται πως ο Πρόξενος μπέρδεψε τις δύο καταστάσεις, κι εντέλει ίσως να μην έκανε λάθος.

Το μυθιστόρημα αυτό, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Έντμουντ Ουίλσον, έχει για θέμα του τις δυνάμεις που έγκεινται μέσα σε κάθε άνθρωπο και τον οδηγούν να κοιτάζει τον εαυτό μου με τρόμο. Το θέμα του είναι επίσης η πτώση του ανθρώπου, η μεταμέλειά του, ο ακατάπαυστος αγώνας του προς το φως κάτω απ’ το βάρος του παρελθόντος, τα οποία είναι η μοίρα του. Είναι μια αλληγορία του Κήπου της Εδέμ, ο κήπος που αναπαριστά τον κόσμο, από τον οποίο τώρα είμαστε λίγο ακόμη πιο κοντά στο να εκδιωχθούμε από τότε που έγραφα το βιβλίο. Σε ένα επίπεδο, η μέθη του Προξένου μπορεί να θεωρηθεί πως συμβολίζει την παγκόσμια μέθη του πολέμου, της περιόδου που προηγείται, ή οποτεδήποτε. Από την αρχή μέχρι το τέλος των δώδεκα κεφαλαίων, η μοίρα του ήρωά μου μπορεί να θεωρηθεί παράλληλη με τη μοίρα της ανθρωπότητας.

‘Κρατώ τον αριθμό δώδεκα’, προσέθεσα τότε. ‘ Είναι σαν να άκουσα ένα ρολόι να χτυπά μεσάνυχτα για τον Φάουστ, και καθώς σκέφτομαι την αργή πρόοδο των κεφαλαίων, αισθάνομαι πως τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από το δώδεκα δεν θα με ικανοποιούσε. Όσο για τα υπόλοιπα, το βιβλίο διαστρωματώνεται σε διάφορα επίπεδα. Η προσπάθειά μου ήταν να αποσαφηνίσω όσον το δυνατόν καλύτερα ο,τιδήποτε αρχικά μου είχε εμφανιστεί με έναν πολύπλοκο και εσωτερικό τρόπο. Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί απλώς σαν μια ιστορία από την οποία –αν το θέλεις- μπορείς να παρακάμψεις ολόκληρα αποσπάσματα, από το οποίο όμως θα κερδίσεις περισσότερα εάν δεν παραλήψεις τίποτα. Μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος συμφωνίας ή όπερας, ή ακόμα κάτι σαν ταινία γουέστερν. Ήθελα να δημιουργήσω από αυτό έναν τζαζ αυτοσχεδιασμό, ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια τραγωδία, μια κωμωδία, μια φάρσα. Είναι επιφανειακό, βαθυστόχαστο, διασκεδαστικό, βαρετό, ανάλογα με το γούστο του καθενός. Είναι μια προφητεία, μια πολιτική προειδοποίηση, ένα κρυπτόγραμμα, μια τρελή ταινία, ένας παραλογισμός, μια επιγραφή στον τοίχο. Μπορεί να το θεωρήσει κανείς σαν ένα είδος μηχανής· η οποία λειτουργεί, να είστε σίγουροι, γιατί το έχω διαπιστώσει καταβάλλοντας κόστος προσωπικό. Και στην περίπτωση που σκέφτεστε πως δημιούργησα ο,τιδήποτε άλλο εκτός από ένα μυθιστόρημα, θα απαντήσω πως σε τελική ανάλυση είχα την πρόθεση να δημιουργήσω ένα αληθινό μυθιστόρημα, και μάλιστα ένα καταδικαστέα σοβαρό μυθιστόρημα’.

Εν συντομία, κατέβαλλα τεράστιες προσπάθειες να εξηγήσω την ιδέα που είχα γι’ αυτό το άτυχο έργο·  έδωσα μια αξιοσημείωτη μάχη για το έργο ως είχε, όπως τελικά τυπώθηκε, κι όπως σήμερα παρουσιάζεται στους Γάλλους αναγνώστες μου. Και θυμηθείτε, πως έγραψα όλα τα παραπάνω στο Μεξικό, στο ίδιο ακριβώς μέρος όπου δέκα χρόνια νωρίτερα είχα ξεκινήσει το βιβλίο μου, και που στο τέλος, παρέλαβα, από τα χέρια του ίδιου εκείνου μικρόσωμου ταχυδρόμου που είχε φέρει στον Πρόξενο τη δική του καθυστερημένη αλληλογραφία, την είδηση πως είχε γίνει δεκτό.

Ύστερα από αυτό το προοίμιο, αγαπητέ μου Γάλλε αναγνώστη, θα ήταν ίσως τίμιο να σου παραδεχτώ πως η ιδέα που έτρεφα ενδόμυχα στην καρδιά μου ήταν να δημιουργήσω ένα πρωτοποριακό έργο στο είδος του, και να γράψω επιτέλους μια αυθεντική ιστορία ενός μέθυσου. Δεν ξέρω εάν τα κατάφερα. Και τώρα, φίλε μου, σε ικετεύω να συνεχίσεις τον περίπατό σου δίπλα στον Σηκουάνα, και σε παρακαλώ επέστρεψε το βιβλίο αυτό εκεί όπου το βρήκες, στο καλάθι των μεταχειρισμένων των 100 φράγκων του βιβλιοπωλείου.

Μάλκολμ Λόουρυ, Σεπτέμβριος, 1948

Σχόλια :

(1)ΣτΜ, Αναφέρεται στο ταξίδι που έκανε με την γυναίκα του στην Αϊτή το Δεκέμβρη του 1946. Ταξιδεύοντας πράγματι με το S.S. Donald S. Wright, πλοίο που μετέφερε βωξίτη από τη Βενεζουέλα στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ 25-31/12/1946, ο Λόουρυ συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος μιας εισαγωγής για το Κάτω από το Ηφαίστειο, που του είχε ζητήσει ο άγγλος εκδότης του Τζόναθαν Κέηπ. Η εισαγωγή αυτή, που όπως αναφέρει κι ο ίδιος, ουδέποτε δημοσιεύτηκε, ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια εξαιρετικά συνοπτική εκδοχή του γνωστού γράμματος του προς τον Κέηπ στην αρχή της ίδιας χρονιάς.
(2)ΣτΜ, O συγγραφέας αναφέρεται στο Χαμένο Σαββατοκύριακο του Τ. Τζάκσον, το οποίο είχε εκδοθεί μετά την οριστική ολοκλήρωση και πριν την έκδοση του Κάτω από το Ηφαίστειο.
(3)ΣτΜ, Ενόσω ο Λόουρυ και η σύζυγός του Μάργκερι βρισκόντουσαν στο Μεξικό, αναμένοντας μιαν απάντηση για την αποδοχή του Κάτω από το Ηφαίστειο, (το οποίο είχε ήδη απορριφθεί από περισσότερους από δέκα εκδότες), ήρθε σ’ αυτούς η απάντηση από τον άγγλο εκδότη Τζόναθαν Κέηπ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946. Στο γράμμα του ο Κέηπ όντως εξέφραζε τον θαυμασμό του για το βιβλίο, παράλληλα όμως συμμεριζόμενος και τις απόψεις άλλων δυο αναγνωστών του εκδοτικού του οίκου προέτρεπε τον Λόουρυ να προβεί σε εκτεταμένες διορθώσεις.  Σαν απάντηση ο Λόουρυ άρχισε να συγγράφει ένα απαντητικό γράμμα στις 2 Ιανουαρίου του 1946, στο οποίο υπερασπίστηκε το έργο του, εξηγώντας σχεδόν κεφάλαιο προς κεφάλαιο τη δομή, το περιεχόμενο και τους συμβολισμούς του. Το πραγματικά μνημειώδες αυτό γράμμα, μοναδικό στη λογοτεχνική ιστορία, ξεπέρασε τις 20.000 λέξεις και αποτελεί μια πρωτότυπη και από το χέρι του ίδιου του δημιουργού του ουσιαστική εισαγωγή στα βάθη και τα πολλαπλά επίπεδα του Κάτω από το Ηφαίστειο.