Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 44

Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, του Μαξ Πόρτερ

Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, μυθιστόρημα, Μαξ Πόρτερ, μτφρ. Ι. Αβραμίδου, εκδόσεις Πόλις 2018

 

Το ζεστό μαύρο χρώμα της θλίψης

Πόσο ελαφρύ είναι το βάρος της θλίψης; Και ο θάνατος που την προκάλεσε, η απώλεια του αγαπημένου προσώπου πόσο μετράει μέσα σου; Μα και πώς να τα ζυγίσεις όλα αυτά;

Η λογοτεχνική γραφή έχει πολλούς τρόπους για να μιλήσει για το πένθος, χρησιμοποιώντας άλλοτε τη συνυποδηλωτική σημασία των λέξεων και άλλοτε δείχνοντας με την πιο σκληρή κυριολεκτική γλώσσα πόσο βαρύ φορτίο επωμίζεται αυτός που μένει πίσω. Η τέχνη έχει την ιαματική δύναμη (έστω για λίγο) να σηκώνει σαν υπομονετικός αχθοφόρος το άχθος του βιωματικού πόνου -για τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη- και να το μετατοπίζει λίγο πιο πέρα από το σκηνικό της καθημερινής απουσίας των προσώπων. Ένα τέτοιο δείγμα έχουμε με το παράξενο σε μορφή και σε περιεχόμενο (ως προς την ανάπτυξη της θεματικής του) πρώτο βιβλίο του Max Porter, που μας συστήνουν οι εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου.

Ο νέος και ευφυής συγγραφέας, επιλέγει εδώ τον πιο παράδοξο τρόπο να μιλήσει για τη θλίψη της απώλειας. Ο απρόσκλητος επισκέπτης που θα χτυπήσει την πόρτα της οικογένειας που πενθεί είναι ό,τι πιο αλλοπρόσαλλο θα περίμεναν ο πατέρας και οι δύο γιοι του· και δεν έχει έρθει ακριβώς για να τους παρηγορήσει με τον συνήθη τρόπο που οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γείτονες νομίζουν πως παρηγορούν τη στιγμή που μόνον εντείνουν τον πόνο.

Ο εφιάλτης της δήθεν οδύνης των άλλων

Το κοράκι, το μαύρο αυτό πετούμενο -με εμβληματική συχνά παρουσία στη λογοτεχνία- εδώ θα έρθει να μιλήσει με όλη του την αναίδεια, τον σαρκασμό, την απαξίωση απέναντι στο πένθος των προσώπων. Τι εξυπηρετεί, λοιπόν, η παρουσία του δίπλα στον πατέρα που χαμένος από τον θάνατο της γυναίκας του προσπαθεί να εξηγήσει στα μικρά παιδιά του τι σημαίνει η απουσία της μαμάς τους;

Ήμασταν μικρά αγόρια με τηλεκατευθυνόμενα
αυτοκινητάκια και σετ με πολύχρωμες σφραγίδες και
ξέραμε πως κάτι είχε συμβεί. Ξέραμε πως δεν μας έδιναν
ξεκάθαρη απάντηση όταν ρωτούσαμε «πού είναι
η Μαμά;» και ξέραμε, πριν ακόμα μας οδηγήσουν/
στο δωμάτιό μας και μας πουν να καθίσουμε δεξιά και
αριστερά του Μπαμπά μας, πως κάτι είχε αλλάξει.
Μαντεύαμε και καταλαβαίναμε ότι άρχιζε μια νέα ζωή
Και ότι ο Μπαμπάς δεν ήταν το ίδιο είδος Μπαμπά
κι εμείς ήμασταν διαφορετικά αγοράκια, ήμασταν νέα
θαρραλέα αγοράκια δίχως Μαμά.

Τα αγόρια είναι τα πρώτα που θα αντιληφθούν τον παρείσακτο στο σπίτι τους. Τα φτερά τον προδίδουν. Ή ίσως να είναι τα παιδιά οι πιο πρόσφοροι αποδέκτες του παράλογου, κι ας μην το ξέρουν.

Πάνω στο μαξιλάρι μου υπάρχει ένα φτερό.
Τα μαξιλάρια τα φτιάχνουν με φτερά, κοιμήσου.
Είναι ένα μεγάλο, μαύρο φτερό.
Έλα να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου.
Και στο δικό σου μαξιλάρι υπάρχει ένα φτερό.
Ας αφήσουμε τα φτερά εκεί που είναι
κι ας κοιμηθούμε καταγής.

Το κοράκι θα παρεμβάλει τη δική του φωνή στις άλλες δύο που ακούγονται: του πατέρα και των παιδιών. Θα μιλήσει σε πλήρη αυτοσυνειδησία για τον εαυτό του. Είναι ένας από μηχανής θεός (deus ex machina). Είναι αυτό που θα θέλαμε να σπάει τον τοίχο της θλίψης και να τον διαπερνά με τη βεβαιότητα της ορθής θέασης του κόσμου. Είναι η άλλη όψη του πένθους, το άνοιγμα προς τη ζωή, με το θράσος να γελοιοποιεί τη συνακόλουθη κατάθλιψη, να δείχνει προς μια έξοδο από αυτήν με το πέρας των σαράντα ημερών από αρχής θανάτου – μια εύστοχη οπωσδήποτε αντιπαραβολή με τις σαράντα μέρες πένθους μέχρι να φύγει τελειωτικά από τον θνητό κόσμο η ψυχή του θανόντος.

Η ιδιόμορφη αυτή persona (γιατί έτσι κυκλοφορεί μέσα στην ιστορία αυτός ο μαύρος, φτερωτός πρωταγωνιστής) είναι κάτι ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον αντίποδά της, τον παράλογο κόσμο, τον εξωπραγματικό. Μα, μήπως και ο θάνατος τέτοια μορφή δεν έχει; Η ζωή και η μη ζωή σε αντίστιξη. Είναι και αυτή μια ερμηνεία, μια αλήθεια, και το κοράκι φαίνεται να την κατανοεί.
Είμαι ένα καλούπι. […] Ένας μύθος για να σε χώσουν μέσα του. για να χωθείς μέσα του.

Και τότε μοιάζει το κατάμαυρο κοράκι να ανοίγει τις φτερούγες του για να πάρει στην αγκαλιά του τους ανθρώπους, σε μια παράξενη σχέση που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο. Δεν είναι όμως ένας παραμυθητικός, παρηγορητικός εναγκαλισμός αυτός. Είναι μια καταβύθιση στη συνειδητοποίηση του πένθους όχι σαν απελπισία και συμφορά αλλά σαν συνθήκη φυσιολογική – η άλλη όψη ενός και του αυτού: η ζωή και η συνέχισή της, ακόμα κι αν έχει τη μορφή του θανάτου. Ο τρόπος που προσεγγίζει ο αναγνώστης την οπτική του πένθους, που του προσφέρει ο συγγραφέας, δεν μπορεί παρά να είναι επίσης προσωπικός, με την αίσθηση της διαρκούς ακροβασίας ανάμεσα σ’ αυτό που έμαθε να αγγίζει με τις αισθήσεις του και στον υπέροχο κόσμο που τις υπερβαίνει.

Για να μιλήσει για όλο αυτό ο Porter χρειάστηκε να χωρίσει την ιστορία του σε τρία μέρη: Ένα νυχτερινό άγγιγμα, Η υπεράσπιση της φωλιάς, Άδεια αναχώρησης, που περιγράφουν τα στάδια του πένθους και της θλίψης παράλληλα με τα στάδια της επίσκεψης του μαύρου πουλιού. Άφησε τον λόγο του να αποδώσει, πότε πεζά και πότε ποιητικά, πότε θεατρικά και πότε αφηγηματικά, το πένθος και την υπέρβασή του. Αξίζει εδώ να επισημανθεί η άψογη μετάφραση ενός δύσκολου στην απόδοση λόγου από την Ιωάννα Αβραμίδου, που φαίνεται να ακολουθεί την ποικιλία των μορφών μεταφέροντας αποτελεσματικά κάθε φορά το διαφορετικό ύφος. Έκρυψε πίσω από τα δικά του λόγια τα γραφτά των άλλων κι έφερε στον νου τον Τεντ Χιουζ, τη Σύλβια Πλαθ, την Έμιλυ Ντίκινσον. Αλλά και όλους όσοι κατά καιρούς αναμετρήθηκαν με το πένθος και τη θλίψη, για να αναμετρηθεί κι αυτός με τη σειρά του μαζί τους σε βάθος γραφής, σε πρωτοτυπία, σε ανίχνευση μιας διαφορετικής συνθήκης αντιμετώπισης του άχθους.

Το πρώτο αυτό (και βραβευμένο) βιβλίο του Porter δεν το κατατάσσεις εύκολα σε μια κατηγορία (ούτε είναι απαραίτητο)· το ξεχωρίζεις από την πρώτη του σελίδα. Δεν είναι μόνο που πραγματεύεται την έννοια της θλίψης και του πένθους με έναν μοναδικό τρόπο, πρωτόγνωρο. Είναι που το αγαπάς από την πρώτη του λέξη μέχρι την τελευταία για τη γραφή του. Κυρίως είναι που ακούς το φτεροκόπημα πίσω από τις λέξεις του. Είναι που αυτό το κοράκι θα ήθελες να μην το ξεχάσεις ποτέ.

Διώνη Δημητριάδου