Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 44

Οι γρύπες, του Πέτρου Φούρναρη

Oι γρύπες, θέατρο, Πέτρος Φούρναρης, εκδόσεις Βακχικόν 2018

 

Ο Πέτρος Φούρναρης γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά ζει στη Λέρο. Είναι γεωπόνος, αλλά καλλιεργεί τα γράμματα. Ασχολείται με το διήγημα, αλλά γράφει και θέατρο. Λατρεύει τη "Συνείδηση του Ζήνωνα" που έγραψε ο Ίταλο Σβέβο, αλλά και τον "Μπεν Χουρ" του Λιούις Ουάλλας. Το θεατρικό μονόπρακτο που επιγράφεται "Οι γρύπες" είναι το πρώτο βιβλίο του Πέτρου Φούρναρη που οδηγήθηκε σε έκδοση.

Όσοι αγαπάτε την ποίηση ή το μυθιστόρημα, μη σας τρομάζει ότι πρόκειται για θέατρο. Η διαλογική μαεστρία του συγγραφέα εμπεριέχει στοιχεία κι από τα δύο αυτά είδη λόγου. Όσοι δε γνωρίζετε τι είναι "οι γρύπες", μας το εξηγεί μες στο έργο ο ίδιος ο συγγραφέας, παραπέμποντας στα μυθικά πουλιά ταυτόχρονα με τον υπαινιγμό ενός προσωπικού βιώματος.

Όσοι διστάζετε ν' αγγίξετε το βιβλίο, είναι βέβαιο ότι θα σας κερδίσει η αδρή εικόνα του εξωφύλλου, μια λινοτυπία της Μαρίας Κοκκίνη, με καταβολές στον εξπρεσιονισμό και στον Βαν Γκογκ, όπου οι ρόζοι στο ξύλινο πάτωμα, γίνονται κλαδιά και γραμμές ηλεκτρικού δικτύου που πάνω τους στέκονται γραπωμένοι οι γρύπες, καθρεφτισμένοι σ' ένα παράθυρο που από μέσα του μπορεί κανείς να δει ένα ξύλινο κάθισμα, μια λάμπα, μία σόμπα και μια φιάλη κρασί, ήτοι ένα μέρος από το σκηνικό  του έργου.

Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στον περίβολο ενός ψυχιατρείου και συγκεκριμένα στο κτίριο που φιλοξενεί το ξυλουργείο. Εδώ, θα συναντήσουμε στη διάρκεια του έργου πέντε πρόσωπα.

Το ένα, ένας χοντρός μαραγκός 40 ετών, κοιμάται κατά τη διάρκεια της δράσης, αλλά πάντα φοβάται κανείς την αντίδρασή του εάν ξυπνήσει - ένα ωραίο εύρημα του συγγραφέα. Πιθανότατα εκπροσωπεί τον άνθρωπο που αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν  κι εκπλήσσεται σφόδρα όταν αισθανθεί ή ανακαλύψει ότι κάτι κακό ή ανάρμοστα λαμβάνει χώρα δίπλα του  σα να ήταν έξω απ' όλα αυτά. Παράλληλα, ο συγγραφέας τον βάζει να ροχαλίζει έντονα σε διάφορα σημεία, σα να θέλει να τονίσει τα σημεία εκείνα και δίνει προτεραιότητα στον ήχο σε σχέση με την εικόνα.

Το άλλο πρόσωπο, ο Γιώργος, είναι ο υπεύθυνος του ξυλουργείου, ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα 58, που συνεργάζεται με τον άλλον ήρωα του έργου, τον γέρο μαραγκό, που έχει πατήσει τα 70, σε μία κατάσταση  αναγκαστικής συμβίωσης για να διώξουν το φάντασμα της μοναξιάς που τους καταδιώκει στον ζοφερό αυτό χώρο, αλλά και το φάντασμα ενός παρελθόντος που τους στοιχειώνει. Ο συγγραφέας κλιμακώνει με ένταση τη σχέση τους προς το τέλος, μια σχέση που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του έργου και από μέσα της αναβλύζουν όλες οι οσμές που αναδύουν κρίσιμοι παράγοντες, όπως ο τόπος  και η εξέλιξη της γνωριμίας τους, η μετεξέλιξη και η παγίωσή της σ' έναν άλλον τόπο.

Το τέταρτο πρόσωπο είναι ο Βασίλης: ένας νοσηλευόμενος, γύρω στα 50, ο οποίος μπαινοβγαίνει απρόσμενα στο χώρο παλεύοντας με μία άγρια εμμονή που έχει με τα ζώα. Αποτελεί έναν αυθεντικό τρόφιμο του ψυχιατρείου, για τον οποίον δε θ' αποκαλύψουμε περισσότερα γιατί σχετίζεται με αναπάντεχο τρόπο με την πλοκή του έργου.

Και τέλος, ένας Νέος, γύρω στα 35, γεωπόνος και εκπαιδευτής σε θέματα αγροτικών καλλιεργειών, που θα μπορούσε να είναι και το alter ego  του συγγραφέα. Από τη μια προσφέρει βοήθεια  στους τροφίμους μέσα στο ψυχιατρείο κι από την άλλη προσπαθεί  να βρει έξω χωράφια για να τους προσφέρει εργασία. Είναι εμφανές, ότι μη όντας ενσωματωμένος στο κλίμα που επικρατεί μες στο ψυχιατρείο, κρίνει τα γεγονότα με άλλη ματιά, ενώ παράλληλα προσφέρει πρακτικούς τρόπους αλληλεγγύης.

Οι ήρωες του έργου εκφράζουν έντονα την υπαρξιακή τους αγωνία τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό. Ο μικρόκοσμος του ψυχιατρείου αποδεικνύεται μια μικρογραφία της κοινωνίας μας, όπου οι αντιθετικοί ρόλοι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, ονειροπόλου και ρεαλιστή,  αλληλέγγυου και τυραννικού χαρακτήρα συνυπάρχουν και διασταυρώνονται στον ίδιο χώρο. Ο καθένας κουβαλάει τις εμμονές του, τις ξεφορτώνει στη σκηνή, αλλά αφήνει τους άλλους να ανοίξουν τον ασκό που τις μεταφέρει. Κι όλ' αυτά μες από έναν εύροο, διερευνητικό διάλογο που συδαυλίζει με σπίθες την εξέλιξη του έργου ως τις τελικές εκρήξεις του. Γιατί δεν είναι μία μόνο η έκρηξη που συνοδεύει το τέλος του έργου, αλλά αφορά σχεδόν όλους τους ήρωες. Υπάρχει, μάλιστα, μία σπαρακτική φωνή απ' έξω, που παρεμβαίνει σε κάποια σημεία και φωνάζει "Πατέρα! Πατέρα!" και ο απόηχός της θα ταίριαζε ν' ακούγεται μέχρι το τέλος του έργου.

Δε σκοπεύω ν' αποκαλύψω την υπόθεση του έργου, αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσε κάλλιστα να απηχεί ένα πραγματικό γεγονός, καθώς η κρίση που μαστίζει τον κοινωνικό μας ιστό δηλητηριάζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και τη σχέση τους  με τη φύση και τα ζώα. Ο συγγραφέας εμπλουτίζει με σιωπές, με καίριες επαναλήψεις και με σύντομες φράσεις τους χυμούς του έργου. Οι χυμοί δεν αργούν να δώσουν καρπούς, καθώς οι ήρωες διακλαδίζουν συνεχώς με νέα στοιχεία τον χαρακτήρα τους και ταυτόχρονα συμπυκνώνουν  το δέντρο της κοινωνικής ζωής. Τελικά, δεν έχει σημασία αν το σκηνικό είναι ένα ξυλουργείο, ένας χώρος ψυχιατρείου ή ένας τόπος συνάντησης βασανισμένων ανθρώπων. Σημασία έχει ότι οι γρύπες δεν είναι φύλακες, αλλά εμμονές, τύψεις, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, όνειρα που σαπίζουν σ' έναν ξυλουργικό πάγκο πριν τορνευτούν από έμπειρα, αλλά, δυστυχώς, άτολμα χέρια.

Όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να παρηγορήσουν αυτές τις βασανισμένες ψυχές παρελαύνουν μέσω του λόγου σαν ζωντανές εικόνες μπροστά μας: μία φιάλη κρασί, ένα τέμπλο της εκκλησίας, ένα τρυφερό, κυνηγημένο γατάκι, ένα πλάνισμα ροζιασμένου ξύλου, ένα πηγάδι που δεν έχει στερέψει ακόμα, ένα παιδί που περιμένει να του μιλήσουμε. Και οι ψυχές ανοίγουν δειλά - δειλά τα φύλλα της ψυχής τους όχι για να δεχτούν τον ήλιο της παρηγοριάς, αλλά την ψευδαίσθηση ότι κάτι θα γίνει, κάτι καλό θα συμβεί, ότι το όνειρο δε διαλύθηκε ακόμα. Όλοι οι ήρωες είναι πλασμένοι με πιστές ανθρώπινες διαστάσεις, με τα όμορφα και τ' άσχημα στοιχεία τους να συνοδοιπορούν, με τις ενέργειές τους να κρούουν τη θύρα ενός αδιεξόδου που επιζητεί εναγωνίως τη λύση του.

Από τεχνική άποψη, τον καμβά του έργου πλέκουν κατά βάση οι διάλογοι του Γιώργου (του αφεντικού στο ξυλουργείο) με τον Γέρο (τον μαραγκό βοηθό του). Αρκεί να πούμε ότι η σχέση αυτή αποτελεί μετάλλαξη μιας παλιότερης σχέσης, όπου ο γέρος ήταν εργάτης στα χωράφια που είχε ο πατέρας του Γιώργου. Ανάμεσά τους οι εκτενείς παρεμβάσεις του Βασίλη, οι ηχηρές παρεμβολές της φωνής απ' έξω και η σιωπή του χοντρού που κοιμάται. Και τέλος,  η καθοριστική σκηνή με τον νεαρό γεωπόνο, που οδηγεί προς την έξοδο του έργου. Οι σκηνές διαδέχονται αβίαστα η μία την άλλη χωρίς ιδιαίτερα κενά στη νοηματική ροή.  Ο θεατρικός χρόνος, με αριστοτεχνική διαχείριση, τεντώνεται και συρρικνώνεται σε μικρές σκηνές που περικλείουν δράση με την πλήρη συνεπικουρία του λόγου. Παράλληλα ο κάθε ήρωας έχει την ευκαιρία να μονολογήσει για πράγματα που αισθάνεται ή τον απασχολούν χωρίς φλυαρίες ή παρεκτροπές. Ο Πέτρος Φούρναρης αγαπάει τους ήρωές του και τους ποτίζει τακτικά για ν' ανθήσουν επάνω στο θεατρικό σανίδι. Ελπίζουμε να δούμε σύντομα τους "ΓΡΥΠΕΣ" του  να καρποφορούν.

Θανάσης Βαβλίδας