Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Η Μαρία Ιωαννίδου διαβάζει Δημήτρη Αθηνάκη

Χωρίσεμεις, Ποίηση, Δημήτρης Αθηνάκης, Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2009  

Σαν οξυγόνο που καίγεται.

Σπιθίζοντας μέσα σε σκοτάδια σκάει μια φωνή. Με όλες τις ιδιότητες οξυγόνου, οξυγόνου που καίγεται. Ακριβά πληρωμένες ανάσες, ψηλές θερμοκρασίες, μίγματα και σχήματα τολμηρά, υλικά ετερόκλητα.

Οράματα, πότε ονειρικά και πότε εφιαλτικά, καταθέσεις από συναισθήματα εκρηκτικά, ποιήματα που δεν θυμίζουν τίποτα γνωστό, αλλά και όλα τα θυμίζουν.

Συγκρούσεις και μεταλλικοί κρότοι, αίμα και σιωπές από κείνες που τέμνουν μελωδικά τον χρόνο, απρόβλεπτα λυρικά γυρίσματα.

[«Χωρίσεμεις», του Δημήτρη Αθηνάκη]

Ο τίτλος από μόνος του, σε πρώτη ανάγνωση παίζει με την  έννοια του αποχωρισμού, πιστεύω όμως ότι συμπυκνώνει πολλά άλλα, κεφαλαιώδη. Πέρα μάλλον από τις προθέσεις του ποιητή, και πέρα από τα γεγονότα και τα βιώματα που οδηγούν το μολύβι προς το χαρτί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Εδώ, η  περιπλάνηση κι η  μοίρα του κάθε ανθρώπου που χρειάζεται ν' αρνηθεί για να αυτονομηθεί, ν' αποχωριστεί για να επιβιώσει, να πενθήσει για να συμφιλιωθεί ξανά με τη ζωή, να σπάσει για να ξανακολλήσει, να εξατομικεύσει για να αντιληφθεί το όλο, να πονέσει για ν' αρέσει, στον ίδιο του τον εαυτό.

Σ΄ όλη τη διαδρομή, η αφήγηση δεν ξεχνιέται στιγμή, δεν αυταπατάται, ξέρει να θυμάται και να πορεύεται κόντρα στο αναπόφευκτο ανοιχτό ερωτηματικό που ανατέλλει πάντα σ΄όλα τα σημεία του ορίζοντά του.

Ο πόνος δε συγχωρεί
[θυμίζει]

Πίσω από τον καπνό - προπέτασμα που βγαίνει από το κάψιμο μιας πολύ συγκεκριμένης ύλης αναδύεται η  κορυφαία αγωνία του κάθε ανθρώπου,  το πώς και τι και με τι κόστος θα επιβιώσει μετά το «χωρίς». Χωρίς τη μήτρα, χωρίς το πρώτο χώμα και χωρίς το τελευταίο, χωρίς τον άνθρωπο, τον άλλον, ή τον παραμέσα από την επιφάνεια, το άγνωστο σκοτεινό μας μέσα.

«Ολη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός», θυμάμαι τον στίχο της Λένας Πλάτωνος.

Και το «χωρίς» χτυπιέται συνέχεια με λέξεις και σκαμπανεβάσματα με το «εμείς» που υπήρξε. Τα συστατικά είναι, ή θα μπορούσε να είναι ένας εγκαταλελειμμένος τόπος, ένα στοιχείο όπου η ζωή συνεχίζεται ερήμην της οδύνης. Θα μπορούσε να είναι ό,τι χάνεται αλλά δεν εξαφανίζεται, ό,τι επιβιώνει στη μνήμη, ό,τι κυοφορεί καταιγίδες, ό,τι επιμένει χωρίς να υπομένει, αφού «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία».

Ή ακόμα η σκληρή, κοφτερή πλευρά ενός ποτηριού μισοσπασμένου αλλά εντελώς γεμάτου και ό,τι απόμεινε στο κέντρο μιας αποξηραμένης πλέον όασης. Ο ποιητής ταξιδεύει, και σταθερά προσανατολίζεται από το ίδιο σημείο, και επιστρέφει σταθερά, παρά τη δίψα και για τη δίψα, για την οπτική απάτη και παρά την οπτική απάτη. Επιστρέφει όπως η βελόνα στο βορρά, μοιραία και όχι τυχαία.

Πιάσε την πλάτη μου σφιχτά
σφιχτά και το μυαλό μου
[Δεν είναι η φυλακή αυτό που με σκοτώνει
είναι η ελευθερία μου που δεν μπορώ ν΄ αντέξω]

Ο ποιητής επιμένει, να καθοδηγείται από την ίδια δίψα που υπαγορεύεται από την ανάγκη, να ανακατευθύνεται στην ίδια πηγή από την πίστη, τη στερημένη και στερεμένη, γιατί η στέρηση την καθιστά ιδανική, και η στειρότητα, παράδοξα υγρή. Και μ΄αυτή την αφορμή οραματίζεται συνέχεια, εξίσου μια επερχόμενη καταστροφή, εξίσου μια λύτρωση για να καταλήξει από την πρώτη-πρώτη σελίδα ως την τελευταία, στο κυρίαρχο, στο αναπόφευκτο, αφού έχει διαγράψει έναν ολόκληρο κύκλο, μισάνοιχτο, και εκεί παραμένει, σημειωτόν βαδίζοντας. Σημειωτόν, που ποτέ δεν ξέρει κανείς αν υπαγορεύεται από ελπίδα επιστροφής ή από επίγνωση αδιεξόδου. Στο αντικείμενο της πίστης του, λατρεμένο σε σημείο ταύτισης, απαρνημένο σε σημείο εξαύλωσης μετά από φωτιά.

Πάρε στα χέρια σου λοιπόν
τα χνάρια μιας ζωής θαμμένης για πάντα
σε μιαν άμμο ακίνητη

Ας ήταν τουλάχιστον κινούμενη
να έπαιρνα και κάποιον άλλο μαζί μου
[Έστω και διά της βίας]

Αυτή η ποίηση ενδέχεται να μην είναι η τεχνικά τελειότερη, να μην ανήκει ή να μην αναφέρεται σε καμιά σχολή, ελληνική. Ενδέχεται να μην διαδοθεί μέσα από τα συγκεκριμένα κυκλώματα που είναι απαραίτητο να υπάρχουν για το κάθε νέο βιβλίο, ως εμπόρευμα. Μπορεί και να έχει την τύχη, βραχυπρόθεσμα, που θα είχε και η κάθε ποιητική συλλογή. Σταγόνα στον ωκεανό των δεκάδων και εκατοντάδων συλλογών.
Αυτή η οξυγονοκόλληση, όμως θα ενώσει και θα διαχωρίσει, σαν σημείο στο χρόνο, και σαν ενέργεια που εκλύεται με δύναμη, τα πιο ασύμβατα υλικά. Ποιητικά, ανθρώπινα, ψυχικά, ιστορικά, υλικά και άϋλα.
Γιατί ζούμε σε εποχή σκοτεινή και άφιλη, και το κάθε «χωρίς» που προκύπτει ανά πάσα στιγμή, από τον άρτον ημών τον επιούσιον μέχρι την ίδια την προοπτική να ζούμε αύριο στοιχειωδώς, εμείς, οι δύο ή οι τρεις, οι μύριοι, ο καθένας μέσα του, χρειαζόμαστε άμεσα και θα χρειαζόμαστε συνέχεια κάτι που να μιλάει για το  Ένα-εμείς που χάνεται, αναγνωρίζοντας ότι οι πιο μεγάλοι μας εχθροί είναι, ή έστω υπήρξαν κάποτε δικό μας κομμάτι και συστατικό, γι αυτό αξιοσέβαστο.

Βαδίζω δίπλα
στα τυφλά
χωρίς τα χέρια μου να ζώνουν το κορμί σου
Φοβάμαι δίπλα σου και ‘γω μην ξεχαστώ
Δεν ξέρω
[ξέρε το]

Όπως και το «χωρίς» που επιβιώνει, όρθιο.

Για την αισθητική, λοιπόν ας μιλήσουν άλλοι, που ξέρουν πιο πολλά και πιο καλά, μιλάω για την αίσθηση. Και μιλάω πιο πολύ για την ουσία και το περιεχόμενο, παρά για την τεχνοτροπία, από καθαρά προσωπική εμμονή ότι εκείνο που λέγεται προέχει και διαμορφώνει το πώς, ενώ το αντίθετο, σε πληθώρα στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο, οι φορμαλισμοί και η καλλιέπεια για την καλλιέπεια είναι καταδικασμένη να παραμένει διακοσμητική και ανούσια. Με άλλα λόγια, την ποίηση αυτή την βρίσκω ήδη σημαντική, ανεξάρτητα από το εξελίξιμη, γιατί καταπιάνεται με ένα θέμα ανεξάντλητο με έναν προσωπικό τρόπο, το αντίθετο δηλαδή από το να καταπιάνεται με προσωπικά θέματα με ανεξάντλητους, ανιαρούς τρόπους.
Αρα δεν θα πω και για τη βαθιά γνώση και το σεβασμό στη γλώσσα, για τα ρίγη της ποιητικής που περνάνε υπόγεια, και άλλα τέτοια τεχνικά που συνήθως δικαιώνουν τα ποιήματα. Θα επιστρέψω μόνο στην πρώτη εντύπωση. Τη δύναμη που αλλάζει, την αλήθεια που πυροδοτεί το καύσιμο «ζωή», το δέντρο που είναι κι αυτό μπολιασμένο με ζωή και πάθος, ένα πεισματάρικο κεραυνοβολημένο δέντρο που πήρε απότομο ύψος.
Και για την ποίηση που κατά τη γνώμη μου, εκτός από ψηλά, για να βλέπει όλη την εικόνα, θα πάει μακριά, πέρα από τα ράφια των βιβλιοπωλείων –μόλις εξαντληθεί- πέρα από τις ατομικές βιβλιοθήκες, για να ακούγεται συχνά, στο μέλλον.
‘Ισως και εσωτερικά σαν μουσική.