Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Οδυσσέας Ελύτης, μια επέτειος

του Νίκου Μπίνου

        Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ' τον Έρωτα, έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.

Θα ήταν λάθος να προσεγγίσουμε τον Ελύτη μέσα από ημερομηνίες και χρονολογίες. Η ουσία του έργου του δεν βρίσκεται σίγουρα στα βιογραφικά του στοιχεία. Ο καλύτερος τρόπος να τον γνωρίσει κανείς είναι  μέσα από το έργο του στο οποίο αυτοβιογραφείται έξοχα και το οποίο λίγο πολύ γνωρίζουμε και έχουμε σιγοτραγουδήσει όλοι. Εκεί βρίσκεται η μαγεία του μεγάλου ποιητή. Τόσο απλός και τόσο σύνθετος, ταυτόχρονα κατάφερε να μιλήσει κατευθείαν στις καρδιές ανθρώπων που δεν είχαν ιδέα από ποίηση. Και αυτό δεν το κατάφερε ούτε χάρη στην τεχνοτροπία που χρησιμοποίησε, ούτε λόγω της βαθιάς γνώσης της ελληνικής γλώσσας και της άριστης χρήσης της. Μέσα από το σύνθετο λόγο του έθιξε θέματα που αγγίζουν τον νεοέλληνα και γενικότερα τον άνθρωπο. Μίλησε για απλά, καθημερινά πράγματα, τη φύση, το φως, τον έρωτα, τη χαρά, τη λύπη, την Ελλάδα, τον πόλεμος, τη θλίψη.

Το 1940 συλλέγει τα ποιήματα που είχε γράψει μέχρι τότε και εκδίδει τους "Προσανατολισμούς". Το έργο, με σαφείς επιρροές από το κίνημα του υπερρεαλισμού, μας ταξιδεύει στο Αιγαίο, σε πλακόστρωτα σοκάκια, κυκλαδίτικα τοπία, ακρογιαλιές. Ποιήματα γεμάτα λυρισμό που μας μεταφέρουν στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, σε τοπία καθαρισμένα από τις βροχές, λουσμένα στο φως και το μεγαλείο της ομορφιάς της ελληνικής φύσης, τα οποία ο ποιητής αντιμετωπίζει με μια εσωτερική μελαγχολία.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων.
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Το 1943 ο Ελύτης αντιδρά με το δικό του πρώτο στο σκοτάδι της Κατοχής. Ο "Ήλιος ο Πρώτος", ένας ύμνος στη χαρά και την ομορφιά της ζωής στέκεται απέναντι σε εκείνη τη δύσκολη εποχή στον ανθρώπινο πόνο.

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
Να στρώσει νυφικό το πέλαγος
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
Πλέανε πλάι στ’ όνομά σου
Σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα
Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά
Σ’ απανωτές σπιλιάδες γραίγου.

Η συμμετοχή του στον ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940 ως έφεδρου αξιωματικού τον οδηγεί στο "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας", έργο το οποίο σχεδιάζεται από το 1942 για να δημοσιευτεί τελικά το 1945. Οι εμπειρίες του πολέμου οδηγούν τον ποιητή σε μια εσωτερική ωρίμανση και πλέον τα κυκλαδίτικα τοπία δίνουν τη θέση στον πόνο τις κακουχίες, το παράλογο του πολέμου. Το αριστουργηματικό αυτό έργο αποτελεί έναν ύμνο στην ελευθερία και μια κραυγή απελπισίας απέναντι στην υποταγή.

Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόϊ αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
κι η απορία μαρμάρωσε

Μετά από 15 χρόνια σιωπής ακολουθεί το "Άξιον Εστί". Ο Ελύτης ταξιδεύει στην Ευρώπη και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Οι εικόνες της ταλαιπωρημένης όμως Ελλάδα τον ακολουθούν παντού.

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.

Το αριστούργημα του Ελύτη είναι ένα μικρό οικοδόμημα αρχιτεκτονικής τελειότητας. Ο ποιητής χρησιμοποιώντας αναφορές στον ομώνυμο εκκλησιαστικό ύμνο "ιεροποιεί" όλα τα στοιχεία που περιβάλουν την ανθρώπινη ύπαρξη : τη φύση, τον έρωτα, τον θάνατο, τον ήλιο και τη μεγάλη του αγάπη : την Ελλάδα. Η πεμπτουσία της ελληνικότητας κρύβεται πίσω από κάθε στίχο, ενώ η τεχνική αρτιότητα και η άψογη χρήση της γλώσσας δεν καταφέρνουν να εμποδίσουν το λυρισμό και το συναίσθημα, στοιχεία τα οποία κυριαρχούν στο έργο.

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου  στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί  σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μετά το "Άξιον Εστί" έρχεται η αναγνώριση και η κατάκτηση της πιο σημαντικής διάκρισης από όλες, ίσως, ακόμη κι από το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1979. Το ότι τα ποιήματα του έρχονται στην κατοχή του πιο σημαντικού από όλους τους κριτικούς λογοτεχνίας. Του Ελληνικού λαού. Όλη η Ελλάδα πλέον τραγουδάει τα ποιήματα του Ελύτη. Ακολουθούν οι συλλογές "Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη ομορφιά" (1971), ο "Ηλιος ο ηλιάτορας" (1971), που μελοποιήθηκε από τον Δημήτρη Λάγιο μέσα στο 1980, "Το Μονόγραμμα" (1971), "τα Ρω του έρωτα" (1972), "Ο Φυλλομάντης" (1973), "Τα Ετεροθαλή" (1974).

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τήνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους.

Στις συλλογές αυτές η ελληνική φύση παίρνει και πάλι τα πρωτεία. Ζωντανές εικόνες, γεμάτες ρομαντική διάθεση υμνούν τη θάλασσα, τον ουρανό, το βότσαλο, το δέντρο. Το 1978 η αιθέρια "Μαρίνα των βράχων" δίνει τη θέση της σε ένα άλλο κορίτσι, τη "Μαρία Νεφέλη". Ο έρωτας του ποιητή για το κορίτσι αυτό θα τον οδηγήσει σε ένα σκηνικό ποίημα με παράλληλους μονολόγους. Από τη μία ο Αντιφωνητής (Ελύτης) και από την άλλη η Μαρία Νεφέλη, ένα κορίτσι της εποχής της μεταπολίτευσης, θα εκφράσουν τους φόβους, τις ανησυχίες τους και θα ταυτιστούν μέσα από τις αντιθέσεις τους. Με το "ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλιου" το 1984, ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του στον κάτω κόσμο και με το "μικρό ναυτίλο" το 1985, στο δικό του εσωτερικό «κάτω κόσμο».

βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου
θα πάω να βρω ποιος είμαι

Ο Ελύτης μας άφησε πριν 13 χρόνια για να πάει στην παρέα του Σεφέρη, του Καβάφη, του Σικελιανού. Επηρεασμένος από πολλές σχολές και κινήματα κατάφερε να συνδυάσει το λυρισμό του Κάλβου με το «παράλογο» του Εμπειρίκου, τον κυβισμό του Πικάσο με το πινέλο του Θεόφιλου, τη θρησκεία με την τέχνη για να περάσει πάνω από όλα αυτά και να καταφέρει ίσως το ακατόρθωτο. Να μας κάνει να ξυπνήσουμε απαλλαγμένοι από φόβους και σύγχρονα αδιέξοδα και αντικρύζοντας την ομορφιά που μας περιβάλλει μέσα από τη φύση, μέσα από την ελευθερία, μέσα από τον έρωτα να σκεφτούμε :
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ.

σημείωμα κειμενογράφου : "Ευχαριστώ, για την πολύτιμη κι αμέριστη συμβολή της, τη φίλη Αλεξία Νταμπίκη".