Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Το θαύμα του William Gibson

της Κατερίνας Καντσού

O William Gibson, συγγραφέας θεατρικών έργων, ποιημάτων και λογοτεχνίας είναι πασίγνωστος για το έργο του "The Miracle Worker" (μεταφρασμένο ως "Το θαύμα της Άννυ Σάλιβαν") που διαπραγματεύεται τη σχέση μεταξύ της Helen Keller, ενός κοριτσιού που σε ηλικία 19 μηνών μένει τυφλό και κωφάλαλο και της Annie Sullivan, της δασκάλας που διδάσκει στη Helen να μιλάει και να συμπεριφέρεται και της ανοίγει ένα παράθυρο στον έξω κόσμο βγάζοντάς την έξω απ’ τον σκοτεινό και μοναχικό δικό της. Το "Miracle Worker" παραμένει ως σήμερα το πιο αξιοθαύμαστο και ζωντανό του έργο.

Ο W. Gibson γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στις 13 Νοεμβρίου 1914, όπου και σπούδασε δημιουργική γραφή στο City College από το 1930 ως το 1932. Μετά την αποφοίτησή του, πήγε στο Κάνσας όπου και τα έβγαζε πέρα οικονομικά ως δάσκαλος του πιάνου, ενώ παράλληλα έδειχνε ενδιαφέρον για το θέατρο. Τα πρώιμα έργα του ήταν ελαφριές κωμωδίες, δύο απ’ αυτές ("A Cry of the Players", "Dinny and the Watches") τις επανεξέτασε και ξαναέπαιξε σε θέατρα στη μετέπειτα καριέρα του. Λίγο μετά τη διαμονή του στο Κάνσας γνώρισε τη ψυχαναλύτρια Margaret Brenman. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1940 κι έκαναν δύο γιους, τον Thomas και τον David.

Παρ’όλο που τα έργα του έχουν κατηγορηθεί ως επιπόλαια ρεαλιστικά δράματα τα οποία συναισθηματοποιούν τα σοβαρά θέματα τα οποία διαπραγματεύονται, ο Gibson επαινείται για την καθαρή αληθοφάνεια των διαλόγων του και της ισχυρής διάθεσής του για δραματική σύγκρουση. Ο Robert Brustein παρατήρησε: "O Gibson κατέχει ουσιώδη, σημαντικά λογοτεχνικά και δραματικά προσόντα, καθώς και μια τιμιότητα της πιο υψηλής τάξης. Επιπλέον, τα έργα του διακατέχονται από αυθεντική συμπόνοια, πνεύμα, εξυπνάδα, χιούμορ κι ένα ζωντανό, λογοτεχνικό πεζό λόγο ισάξιο με εκείνο λίγων Αμερικάνων δραματουργών".

Η ιστορία του "Miracle Worker" είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα κι ανθρώπους. Το έργο, αν και ρεαλιστικό, συχνά κάνει χρήση κινηματογραφικών κατευθύνσεων σε χρόνο και χώρο για να διαφωτίσει την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν. Χρησιμοποιώντας καινοτομίες στο φωτισμό και αλλαγές στα σκηνικά πάνω στη σκηνή, ο Gibson αντιπαραθέτει την παρούσα αναζήτηση της Helen για τη γλώσσα και μια γεμάτη νόημα ανθρώπινη επαφή, με τις παρελθοντικές εμπειρίες της Annie, η οποία εν μέρει θεραπεύτηκε από τύφλωση στην παιδική ηλικία μετά από εγχειρήσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας της. Όταν φτάνει στο σπίτι των Keller στην Τασκάμπια της Αλαμπάμα, ανακαλύπτει ότι η Helen (γεννημένη το 1880) είναι εξ’ ολοκλήρου κακομαθημένη και μη συνεργάσιμη από τους γονείς της που εν γνώση τους της επιτρέπουν να κάνει το σπίτι άνω-κάτω εξ’ αιτίας του οίκτου τους γι’ αυτήν και της συνεχής άρνησής τους να επιβάλλουν πειθαρχία. Έτσι η Annie παγιδεύεται σε συνεχείς δοκιμασίες από θελήματα με την ίδια τη Helen αλλά και με την οικογένειά της, έχοντας πίσω ένα δικό της παρελθόν που τη στοιχειώνει καθώς ακούει φωνές από τον νεκρό αδερφό της, ο οποίος πέθανε από φυματίωση, κάνοντάς την να νιώθει ακόμα πιο ανίκανη και ανίσχυρη να βοηθήσει οποιονδήποτε άλλον, πολύ περισσότερο τη Helen.

Οι προσπάθειες της Annie να εκπολιτίσει τη Helen και η αντίσταση της τελευταίας καταλήγουν σε μια σκληρή, συχνά φυσική μάχη η οποία διαμορφώνει την κεντρική σύγκρουση του έργου. Επαινώντας τη φρεσκάδα και τη δύναμη του έργου, ο κριτικός Bosley Crowther των New York Times περιέγραψε την καταπληκτική συγκέντρωση ενέργειας που εμφανίζεται στις σκηνές μάχης μεταξύ της Helen και της Annie: "Η φυσική ζωτικότητα και το πάθος είναι πολύ έντονα καθώς η δασκάλα μετακομίζει και αναλαμβάνει να διεισδύσει στη ψυχή της νεαρής. ‘Όταν το παιδί, που υποτίθεται ότι είναι η Helen στην πρώιμη παιδική της ηλικία, κλωτσάει και γρατζουνάει με την τρέλα ενός άγριου κτήνους, η επίθεση αυτή γίνεται μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο.
Κι όταν η Annie τη σέρνει και τη χτυπάει ή την τραβολογάει στην καρέκλα και πιέζει το φαγητό στο στόμα της για να της μάθει τις καθημερινές συνήθειες, είναι αρκετό για να κάνει το θεατή να του κοπεί η αναπνοή και να γρυλλίσει".

Το θαύμα εμφανίζεται όταν, ύστερα από μήνες αποτυχιών κι απογοητεύσεων, η Annie μπορεί επιτέλους να πλησιάσει το παιδί.
O Coy εξηγεί: "Μόλις ακριβώς η μάχη δείχνει να έχει χαθεί, η Helen αρχίζει να δουλεύει την αντλία του νερού στην αυλή και το θαύμα -καθώς το μυαλό της αρχίζει να ονομάζει τα πράγματα, με τη βοήθεια της Annie που συλλαβίζει ένα-ένα τα γράμματα πάνω στην παλάμη του κοριτσιού- συμβαίνει καθώς νιώθει το νερό και το υγρό χώμα. Η Annie και οι άλλοι καταλαβαίνουν τι γίνεται καθώς η Helen, κυριευμένη, αγγίζει πράγματα και μαθαίνει τ’ ονόματά τους και τελικώς λέει τις δύο λέξεις που προκαλούν τη μεγαλύτερη χαρά: "Μαμά" και "Μπαμπά". Αυτή η φρενίτιδα ελαττώνεται καθώς η Helen συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να το μάθει, βάζει την Annie να της το συλλαβίσει, το συλλαβίζει κι εκείνη και πηγαίνει να το συλλαβίσει για τη μητέρα της. Είναι η μοναδική λέξη που περισσότερο απ’ όλες περιγράφει το αντικείμενο του έργου: Δασκάλα".

Ο Gibson επαινήθηκε για τον ηρωικό, δοσμένο με χιούμορ και συμπάθεια, τρόπο διαχείρισης της μάχης της Annie και της Helen για ανθρώπινη γλώσσα κι αγάπη. Ο Walter Kerr υποστήριξε: "Ο Gibson έχει ανάγει δραματολογικά το ζωντανό μυαλό στην απίστευτη ενέργειά του, στην απόφασή του να εκφραστεί με τη βία όταν δεν μπορεί να τακτοποιηθεί μέσω της σκέψης. Όταν αυτό συμβαίνει, η φυσική επαφή του παιδιού και της δασκάλας- μια επαφή που είναι για πρώτη φορά γεμάτη σημασία και για πρώτη φορά στοργική- μας κατακλύζει ολοκληρωτικά".

"Τίποτα στο θέατρο εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο συντριπτικό όσο η τελευταία άναρθρη μα τόσο εύγλωττη σκηνή στην οποία ένα έξαλλο, μικρό κορίτσι καταλαβαίνει για πρώτη φορά το νόημα των λέξεων και συνειδητοποιεί ότι η δασκάλα είναι φίλη της", έγραψε ο κριτικός Brooks Atkinson των New York Times, και συνεχίζει : "Μια μικρή, αλλά τυφλωτική αχτίδα φωτός διαπέρασε το τρομακτικό σκοτάδι".

Η ίδια η Sullivan έμεινε στο πλάι της Helen για μισό αιώνα περίπου και η Helen μεγαλώνοντας έγινε μια διεθνώς γνωστή συγγραφέας και ανθρωπίστρια.

Ο Gibson πήρε αρκετές συνεντεύξεις και ενσωμάτωσε τα γεγονότα που εξιστορούνται λεπτομερώς στην αυτοβιογραφία της Keller. Η παραγωγή του έργου στο Broadway έγινε θερμά αποδεκτή και κέρδισε αρκετά βραβεία Tony, μεταξύ των οποίων κι αυτό Καλύτερου Έργου. Στη συνέχεια, το διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη με την Anne Bancroft και την Patty Duke να κερδίζουν Όσκαρς για τους ρόλους τους. Σήμερα, το έργο παίζεται κάθε χρόνο στο Ivy Green, τον τόπο γέννησης της Keller.

Σύμφωνα με τον Tom Shales: "Το έργο του W. Gibson παραμένει μια σχεδόν τέλεια απόλαυση, ένα απ’ τα πιο σίγουρα δραματικά έργα που βγήκαν απ’ τα αισιόδοξα’50s".

O Gibson αποσύρθηκε από το θέατρο της Νέας Υόρκης στη διάρκεια μεταξύ 1960 και 1970. Το τελευταίο του μεγάλο έργο για τη σκηνή της Νέας Υόρκης, το "Golden Boy" είναι μια μουσική διασκευή απ’ το βιβλίο του Clifford Odet σχετικά με τις ηθικές συνέπειες που αντιμετωπίζει ένας ταλαντούχος μαύρος μποξέρ όταν τυχαία σκοτώνει έναν άντρα στο ρινγκ. Άλλα έργα του απ’ τις δεκαετίες 1960 με 1970 είναι : "A Mass for the Dead" (1968), "A Season in Heaven" (1974), και "Shakespeare’s Game" (1978).

Ο ίδιος είχε πει: "Η τέχνη του να γράφεις τα κάνει όλα δυνατά σε μένα. Πάντα ένιωθα ότι το γράψιμο με βοηθούσε να ζήσω".

Η παράσταση "Το θαύμα της Άννυ Σάλιβαν" παίζεται στο θέατρο Άλφα (Πατησίων 37) κάθε Τετάρτη στις 7, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9:15 και Κυριακή στις 8.