Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

"Ποιήματα για την Αγάπη" του R.S. Thomas

μετάφραση : Κατερίνα Καντσού
εισαγωγή : Νέστορας Ι. Πουλάκος

Με τον Ζ.Δ. Αϊναλή βαδίζαμε στους δρόμους του Παρισιού ένα απόβραδο του Γενάρη, που είχε ψύχρα. Εκείνος με το παλτό και το σκούφο. Εγώ με μια καπαρντίνα, σαν χαζός άλλωστε κρύωνα. Μετά το ζεστό καφέ, ένα ζεστό κρασί στην πλατεία της Όπερας. Η είσοδος μας σε ένα τετραόροφο βιβλιοπωλείο επιτακτική. Που τέτοια μεγαλεία στην Ελλάδα, λέμε. Βεβαίως, βεβαίως. Και καθώς αγοράζαμε μετά μανίας αγγλόφωνη ποίηση από γάλλους μεταφραστές (sic!), ανάμεσα σε επιλογές Ντίκινσον και Γέιτς που είχαμε κάνει, πιάνει το χέρι μου ένα παλιό, φθαρμένο βιβλίο πίσω-πίσω. Προσοχή! Το βιβλιοπωλείο δεν πουλούσε παλιά βιβλία, φθαρμένα, δεύτερο χέρι δηλαδή. Αυτό, όμως, ήταν. Και τι άλλο; Σημειωμένο με μολύβι. Κι οι σημειώσεις; Στα ελληνικά! Ναι, στα ελληνικά! Ο ποιητής; O Ουαλλός ιερέας και ποιητής R.S. Thomas, αμετάφραστος στην Ελλάδα, παρά μόνο σε περιοδικά αν δεν με απατάει η μνήμη μου. Βιβλίο τσέπης, 80 σελίδων, ένας ποιητής άγνωστος εν γένει και voila...

Ο R.S. Thomas γεννήθηκε στο Κάρντιφ της Ουαλλίας το 1913. Έζησε στο Gwynedd. Ιερέας της Εκκλησίας της Ουαλλίας, αποσύρθηκε από το αξίωμά του το 1978. Tιμήθηκε με αρκετά βραβεία στη Μεγάλη Βρετανία και στον υπόλοιπο κόσμο για την ποίηση του. Έφτασε μια ανάσα από το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1996, όταν και το έχασε από τον Σέυ Μους Χήνυ. Συνολικά είχε εκδώσει 26 βιβλία, ποίησης, δοκιμίου και μια αυτοβιογραφία. Πέθανε το 2000.

Gifts

From my father my strong heart,
My weak stomache.
From my mother the fear.

From my sad country the shame.

To my wife all I have
Saving only the love
That is not mine to give.

To my one son the hunger.

Δώρα

Από τον πατέρα μου πήρα τη γερή καρδιά
Και το αδύναμο στομάχι.
Από τη μητέρα μου το φόβο.

Απ’ τη θλιμμένη χώρα μου τη ντροπή.

Στη γυναίκα μου δίνω όλα όσα έχω
Σώζοντας μονάχα την αγάπη
Που δεν είναι καν δική μου
Για να μπορέσω να τη δώσω.

Στο μοναδικό μου γιο τη λαχτάρα.

*

Almost

Was here and was one person
and was not; knew hunger
and its excess and was too full
for words; was memory’s
victim. Had he a hand
in himself? He had two
that were not his: with one
he would build, with the other
he would knock down. The earth
catered for him and he drank
blood. What was the mirror
he looked in? Over his shoulder
he saw fear, on the horizon
its likeness. A woman paused
for him on her way
nowhere and together they
made in the great darkness the
small fire that is life’s decoy.

Σχεδόν

Βρισκόταν εδώ μη ξέροντας αν υπάρχει
ή όχι. Γνώριζε καλά την επιθυμία
και την ίδια της την αγριότητα
με τρόπο που ήταν αδύνατο να το εκφράσει
με λέξεις. Ήταν ένα θύμα της μνήμης.
Μήπως είχε ένα χέρι; Είχε δύο
και δεν ήταν δικά του: με το ένα
έχτιζε, με το άλλο γκρέμιζε. Η γη
τον φρόντιζε κι εκείνος έπινε
αίμα. Ποιος ήταν αυτός ο καθρέφτης
που κοιταζόταν; Πάνω απ’ τον ώμο του
διέκρινε το φόβο και είδε στον ορίζοντα
την απεικόνισή του. Μια γυναίκα
στο δρόμο της για το πουθενά
σταμάτησε για εκείνον και
μέσα στο μεγάλο σκοτάδι έφτιαξαν μαζί
μια μικρή φωτιά που είναι το δέλεαρ
της ίδιας της ζωής.

*

Exchange

She goes out.
I stay in.
Now we have been
So long together
There’s no need
To share silence;
The old bed
Remains made
For two; spirits
Mate apart
From the sad flesh,
Growing thinner
On time’s diet
Of bile and gall.

Ανταλλαγή

Εκείνη βγαίνει έξω.
Εγώ μένω μέσα.
Είμαστε τόσο πολύ καιρό μαζί
Που δεν είναι ανάγκη
Να μοιραζόμαστε τη σιωπή.
Το παλιό κρεβάτι
Παραμένει στρωμένο για δύο.
Οι ψυχές μας ζευγαρώνουν
Ξεχωριστά απ’ τη θλιμμένη μας
Σάρκα, που γίνεται όλο και πιο
Αδύναμη από την πίκρα και τη χολή.

*

A Marriage

We met
under a shower
of bird-notes.
Fifty years passed,
love’s moment
in a world in
servitude to time.
She was young;
I kissed with my eyes
closed and opened
them on her wrinkles.
‘Come,’ said death,
Choosing her as his
Partner for
the last dance. And she,
who in life
had done everything
with a bird’s grace,
opened her bill now
for the shedding
of one sigh no
heavier than a feather.

Γάμος

Συναντηθήκαμε κάτω από
ένα πλήθος πουλιών που κελαηδούσαν.
Από τότε πέρασαν πενήντα χρόνια,
σαν να ήταν μια στιγμή αγάπης
μέσα σ’ ένα κόσμο
που είχε υποδουλωθεί στο χρόνο.
Ήταν νέα.
Τη φίλησα με τα μάτια μου κλειστά
κι όταν τ’ άνοιξα
είχε πια ρυτίδες στο πρόσωπο.
‘Έλα’, είπε ο θάνατος
διαλέγοντας εκείνη ως τη συνοδό του
για τον τελευταίο χορό.
Κι εκείνη, που είχε κάνει
τα πάντα στη ζωή της
με τη χάρη ενός πουλιού
άνοιξε το ράμφος της
για να σκορπίσει την ανάσα της
που δεν ήταν πιο βαριά από ένα φτερό.

*

I

I imagine it: Two people,
A bed; I was not
There. They dreamed of me?
No,they sought themselves
In the other, You,
They breathed. I overheard
From afar. I was nine months
Coming… nearer, nearer;
The ugliness of the place
Daunted. I hung back
In the dark, but was cast out,
Howling. Love, they promised;
It will be love and sunlight
And joy. I took their truth
In my mouth and mumbled it
For a while, till my teeth
Grew. Ah, they cried, so you would,
Would you? I knew the cold
Of the world and preffered warmth
To freedom. I let the cord
Hang, the lawn my
Horizon. Girls came
And stared at me, but her eyes
Cowed me. Duty,
They shrilled. I saw how their lives
Frayed, and praised myself
For emotion, swallowing
My snivel.
Years went by;
I escaped, but never outgrew
The initial contagion.

ΕΓΩ

Το φαντάζομαι: Δύο άνθρωποι,
Ένα κρεβάτι. Εγώ δεν ήμουν εκεί.
Μήπως με ονειρεύτηκαν;
Όχι, διέκριναν τους εαυτούς τους
Σ’ έναν άλλον, Εσένα, δίνοντάς σου
Πνοή. Εγώ τους άκουσα τυχαία
Από μακριά. Σε εννιά μήνες θα έφτανα…
Όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά.
Η ασχήμια αυτού του μέρους
Με τρόμαξε. Δίστασα και ήθελα να μείνω
Μέσα στο σκοτάδι, αλλά πετάχτηκα έξω
Ουρλιάζοντας. Μου υποσχέθηκαν αγάπη.
Και πως όλα θα είναι αγάπη και φως και χαρά.
Πήρα αυτή την αλήθεια τους στο στόμα μου
Και την μουρμούρισα για λίγο, μέχρι
Που τα δόντια μου μεγάλωσαν.
Ω, έκλαψαν, κι έτσι θα ‘πρεπε κι εσύ,
Έτσι δεν είναι; Γνώρισα την παγωνιά
Του κόσμου και προτίμησα τη ζεστασιά
Της ελευθερίας. Άφησα τον ομφάλιο λώρο
Να κρέμεται, μια χλόη μονάχα είχα για ορίζοντα.
Οι κοπέλες έρχονταν και με κάρφωναν
Με το βλέμμα τους, αλλά τα δικά της μάτια
Με τρομοκράτησαν. Στρίγγλιζαν
Για το καθήκον. Είδα πώς οι ζωές τους
Ξέφτισαν και εγώ επαίνεσα τον εαυτό μου
Που μπορούσε ακόμα να νιώθει,
Καταπίνοντας τα κλαψουρίσματά μου.
Τα χρόνια πέρασαν.
Ξέφυγα, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασα
Την αρχική μόλυνση.