Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, ιστορίες

της Άτης Σολέρτη

Μια στιγμή έρχεται...φεύγει...χάνεται. Τι μένει; Μια ανάμνηση κι ένα συναίσθημα καρφωμένο στη ψυχή.
Σε μια ψυχή ενός ατόμου που παίρνει υπόσταση μόνο τις νύχτες, για να κρύβεται απ’ όλους κι από όλα. Και από τον ίδιο του τον εαυτό.
Τι κι αν έχει φυλακιστεί ή χαριστεί σε σώμα ανθρώπινο, αυτή η ψυχή πάντα θα ανήκει αλλού, σε άλλον, και θα τρέφεται μόνο τις νύχτες μ' αίμα λευκό αγνών ψυχών, άυλων.
Κι αν νιώθω πως η δική μου ψυχή δε χωρά σ' ένα σώμα είναι γι' αυτό που την αφήνω να δραπετεύει. Γιατί όταν το πνίγει αυτό το αίσθημα της φυγής, εκρήγνυται και μπλέκεται στα κλαδιά του δέντρου της γνώσης του Καλού και του Κακού.
Ψάχνει για στεριά, για νερό, για φώς, φεγγάρι και ήλιο, για αέρα, για φωτιά να καεί και ν' αναπαυτεί. Ίσως έτσι εξαγνιστεί και λυτρωθεί συγχρόνως.
-Κι αν η φωτιά αποτελεί ψευδαίσθηση; Κι αν είναι κι αυτή όνειρο-παγίδα της νύχτας;  
-Μετά; Τι;
-Η ψυχή συνεχίζει να περιπλανιέται...
-Μόνο που εγώ δεν συνηθίζω να ονειρεύομαι τις νύχτες!

Ένα σπίρτο. Μια φλόγα. Πύρινη. Φωτιά. Μια φίλη αιώνια.
Μου μιλά και την ακούω. Καίει.
-''Τη φοβάσαι; Το νιώθω πως τη φοβάσαι. Το διακρίνω απ’ τον τρόπο που την κοιτάζεις''.         

Είπε ένα μικρό αγόρι που κάθισε δίπλα του, στο ίδιο παγκάκι, κι άκουσε το παραμιλητό του.
-ΟΧΙ. Τη ζηλεύω. Είναι τόσο ισχυρή. Δημιουργική.
-Δεν σου προσφέρει τη ζεστή αγκαλιά της από συμπόνοια.
Δεν αποτελεί τη μάνα που δεν γνώρισες. Μάθε να παίζεις μαζί της. Να την κάνεις πιόνι σου. Μη την στέφεις βασίλισσα σε μια παρτίδα σκάκι που κρίνεται μια ζωή. Παίξε μαζί της και μετά γέλα νικώντας την. Έτσι ξεπερνάς το φόβο σου.
Όπως όλοι οι άνθρωποι, γοητευμένοι απ' ότι τους προκαλεί ένα δέος πρωτόγνωρο, εκστατικό συνήθως παίζουν με ό,τι φοβούνται, έτσι κι εσύ. Παίξε μαζί της. Παίξε...!

-Και τί ξέρεις εσύ απ'  αυτά;
-Από παιχνίδια; Είμαι παιδί. Εγώ τα φτιάχνω. Τα δημιουργώ για την ψυχαγωγία μου. Μαθαίνω απ' αυτά. Ακούω. Βλέπω. Παρατηρώ.
Κυνηγητό, κρυφτό, όλα για τη φωτιά. Όλα για τα μυστικά μιας νίκης και μιας ήττας. Οι όροι αυτή τη φορά, δικοί σου.

-Δικοί μου... Αλλά...
-Πάντα αυτό το αλλά που κάνει το τίμημα ακριβό.
-Πάντα θα τη ψάχνω σ' εφιαλτικές ή ίσως ονειρικές κρυψώνες αναμνήσεων, πάντα θα την κυνηγάω σε τόπους παραδεισιακούς ή κολασμένους. Κι όταν προσπαθήσω να την ξεχάσω, τότε αυτή πιο τρανή και λαμπερή από ποτέ, θαμπώνοντας τα πάντα στο πέρασμά της, θα 'ρθει να με βρει όπου κι αν κρυφτώ.   Πάντα θα με βρίσκει οπουδήποτε κι αν τρέξω. Πάντα θα 'χει κάτι να μου πει. Πάντα κάτι θα 'χει να μου αφήσει. Δε μπορώ να πω πως τη φοβάμαι. Το ξέρω. Όχι...πια. Όχι!
-Άγγιξε τη! Θα σου αφήσει τουλάχιστον ένα σημάδι αλήθειας...πριν τη λύτρωση.
-Τι κάνεις; Καίγεσαι! Καίγεσαι!
-Όχι βέβαια! Μην γίνεσαι κουτός. Τυφλός. Όλα ψευδαισθήσεις. Μαγγανείες. Τρικ...,σαν του τσίρκου. Μαγικά. Μοναδικά. Δαιμονικά!  

Ένα γέλιο φιλικό ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του ασυναίσθητα, ειρηνικά, που δεν άργησε να του προσδώσει το ύφος απελπισμέ-νου. Τα λόγια του παιδιού ηχούσαν συνεχώς στ' αυτιά του ακατάστατα, ακατάληπτα, χωρίς να έχουν λογική συνοχή μεταξύ τους. Μεμονωμένες λέξεις, ήχοι, πνιχτά γέλια, βαθιά μακρά φωνήεντα. Προσπαθούσε να βγάλει κάποιο νόημα.
Σοφές ανακολουθίες..., η γλώσσα της αλχημείας.
Γύρισε προς το μέρος που καθόταν ο μικρός να τον κοιτάξει, και να βοηθηθεί από το βλέμμα του. Ίσως έτσι έβρισκε τις λύσεις των γρίφων που τον βασάνιζαν. Εκείνος... δεν ήταν πουθενά.  Ψευδαίσθηση κι αυτό;

Το σπίρτο ακόμα έκαιγε στο χέρι του. Έκαιγε το χέρι του.
Η φωτιά που μόνος του είχε ανάψει. Η φωτιά που κυνηγούσε για χρόνια.
Στο βάθος αναγνώρισε το παιδί. Το είδε. Ήταν το ίδιο. Βάδιζε δίπλα σε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, κρατώντας ένα στεφάνι από άνθη στα χέρια. Μόλις είχαν ανθίσει. Ήταν ένα στεφάνι από ρόδινα τριαντάφυλλα. Ένα στεφάνι... μ' αγκάθια.

Η ψυχή του παιδιού, άγραφος πίνακας. Tabula rasa.
Πόσα δαιμόνια θα τον κρατήσουν;

Πόσα  Γ Ι Α Τ Ι  θα ζωγραφιστούν πάνω του; Και πόσες φωτιές θ' αφήσουν πάνω τους το σημάδι τους;