Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Η φωνή (διήγημα) - Μαρίνα Μέλη

Η ατμόσφαιρα ήταν ονειρική στο λευκό δωμάτιο. Θα έπρεπε να λυπάμαι που την έβλεπα να κλαίει αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Μπορεί αυτό να ήταν επίδραση των ισχυρών παυσίπονων, που κυλούσαν στο αίμα μου. Μπορεί να μη με ένοιαζε καθόλου το τι ένιωθε εκείνη που για μήνες νόμιζα ότι αγαπούσα. Άλλωστε εγώ  ο πραγματικός εαυτός μου της ήμουν άγνωστος. Γιατί να με νοιάζει λοιπόν εκείνη;
Ρούφηξε τη μύτη της και άρχισε ξανά τις ερωτήσεις για να λύσει το μεγάλο μυστήριο του γιατί αποφάσισα εκείνο το πρωί, ενώ εκείνη ακόμα κοιμόταν να κόψω το αυτί μου με το κουζινομάχαιρο.

«Οπότε», είπε με δυσκολία ανάμεσα στα αναφιλητά της  «όλα άρχισαν όταν μπήκες σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και κάλεσες έναν τηλεφωνικό αριθμό που είδες γραμμένο εκεί , ε;». Μουρμούρισα ναι. Τώρα μπορούσα να ακούσω μόνο από το αριστερό μου αυτί. Ήταν σαν νερό να είχε βουλώσει το άλλο. Θυμήθηκα τον καιρό που έκανα κολυμβητήριο. Η μυρωδιά της χλωρίνης. Η ευχάριστη αίσθηση του να βγάζεις το κεφάλι σου από το νερό μετά από τρία λεπτά χωρίς ανάσα. Επιτέλους ετοιμάστηκα να βυθιστώ στα όνειρα μου. Αλλά πριν γίνει αυτό μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασαν από το μυαλό μου όλα τα συμβάντα που με οδήγησαν σε αυτό το κρεβάτι του νοσοκομείου.

*

Όλα ξεκίνησαν με μία κρίση πανικού. Πάντα το καταλαβαίνω όταν είναι να συμβεί μία κρίση πανικού. Tο καταλαβαίνω γιατί βλέπω τα σημάδια… Ωστόσο λέω ψέματα στον εαυτό μου ότι θα τα ξεπεράσω χωρίς να πονέσω. Καμιά φορά μου συμβαίνει όταν είμαι ανάμεσα σε κόσμο. Άλλες φορές όταν είμαι ολομόναχος. Όλες τις φορές  νιώθω το ίδιο συναίσθημα: αηδία για την ανθρώπινη ύπαρξη, αηδία για τον εαυτό μου και ταυτόχρονα ανυπόφορη μοναξιά.

Εκείνη τη φορά ήμουν στο δωμάτιο μου. Είχα κλειδώσει την πόρτα. Ακουγόταν από το διπλανό δωμάτιο η φωνή ενός εκφωνητή στην τηλεόραση, έπειτα η μουσική της εκπομπής πριν τις διαφημίσεις… Προσπαθούσα να φανταστώ το μέλλον. Θα τελειώσω τις σπουδές μου και μετά θα κάνω μεταπτυχιακό σε κάτι που φαίνεται να με ενδιαφέρει. Η καρδιά μου σφιγγόταν και χτυπούσε πιο δυνατά από το φυσιολογικό. Προσπάθησα να σταματήσω τη ροή της σκέψης μου και να πάρω βαθιές ανάσες. Ήταν πολύ αργά. Οι γρήγοροι παλμοί της καρδιάς μου μεταφέρονταν στο χώρο και τον έκαναν ανυπόφορο. Τακ τακ! Οι τοίχοι φαίνονταν να πλησιάζουν το κρεβάτι μου. Τακ τακ! Τι απαίσια χρώματα που είχαν οι αφίσες μου. Ποιος διάβολος έκανε το χρώμα τους να μου πληγώνει τα μάτια. Τακ τακ! Έπρεπε να την πάρω τηλέφωνο!

Έπιασα το κινητό μου και κοίταξα το όνομά της.  «Αγγελική Ασωμάτου» ψιθύρισα. Κάποιες λέξεις και κάποια ονόματα είναι μαγικά. Η εκφορά του δικού της ονόματος φτιάχνει έναν στρόβιλο στο κεφάλι μου.  Έναν στρόβιλο που περιστρέφεται όλο και πιο γρήγορα καθώς σκέφτομαι κραυγές, σκοτεινά χαμόγελα και πίδακες πυρόξανθων μαλλιών. Τακ τακ! Τακ τακ! Τακ τακ! Η καρδιά μου θα σπάσει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον! Θέλω να μείνω μόνος! Θέλω να ξαπλώσω λίγο! Θέλω να φύγω μακριά. Θέλω να τρέξω μέχρι να λιώσουν τα παπούτσια μου.

 Ήξερα όμως ότι αντί γι’ αυτό θα έπινα. Θα νανούριζα  τον πανικό μου,  μετά θα βλέπαμε  ταινίες και θα πέφταμε μαζί για ύπνο. Έβαλα τα παπούτσια μου και μαύρα γυαλιά ηλίου και βγήκα στον έξω κόσμο.

Οι ήχοι από τα αυτοκίνητα έκαναν τα αυτιά μου να βουίζουν, αλλά όχι τόσο δυνατά ώστε να σταματήσω να ακούω αυτόν τον μηχανισμό που με παρέσερνε. Για κάποιο λόγο, αντί να στρίψω στη γωνία για να πάω στο ψιλικατζίδικο για να αγοράσω κάτι να πιω,  ακολούθησα ευθύγραμμη πορεία ώσπου έφτασα στον τηλεφωνικό θάλαμο. Σταμάτησα μπροστά του προσπαθώντας να εκλογικεύσω την επιλογή του παράδοξου προορισμού μου.

Τον κοίταξα για λίγο. Ο τηλεφωνικός θάλαμος ήταν παλιός και γεμάτος γκράφιτι. Κανείς πια δεν χρησιμοποιεί τηλεφωνικούς θαλάμους. Όλοι έχουν κινητά. Είδα από μακριά μία παρέα σχολιαρόπαιδα να πλησιάζει προς το μέρος μου. Ήταν σε αυτήν την ηλικία που τα παιδιά ασχημαίνουν. Άλλα ήταν υπερβολικά χοντρά και  δυσκίνητα και άλλα ψηλόλιγνα και έδειχναν  ανίκανα να χειριστούν με μια κάποια χάρη τα μακριά τους σώματα.

Μπήκα στον τηλεφωνικό θάλαμο και έκλεισα την πόρτα αηδιασμένος. Θα στεκόμουν εδώ μέχρι να φύγουν τα τερατόπαιδα. Αλλά αυτά με εντόπισαν με την ευκολία που τα ζώα μυρίζονται τον φόβο ενός αδύναμου θηράματος. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά από τον τηλεφωνικό θάλαμο και άρχισαν να με δείχνουν και να γελάνε μαζί μου. Πρέπει να παρουσίαζα αστείο θέαμα. Θυμήθηκα ότι φορούσα ακόμα τις πιτζάμες μου με τον Μπαγκς Μπάνι και ένα παλιό μπουρνούζι της μαμάς  και ήμουν αξύριστος. Πρέπει να έδειχνα σαν τρελός αλήτης με αυτήν την αμφίεση. Δεν έπρεπε να δουν τα τρομαγμένα μου μάτια. Έπρεπε να φανεί ότι κάνω κάτι. Σήκωσα το ακουστικό. Ένα από τα παιδιά, το πιο μεγαλόσωμο και πιο άσχημο παιδάκι από όλα, άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μου. Έτρωγε γαριδάκια. Ήταν από αυτά τα παιδιά που δεν τα έχουν μάθει να κλείνουν το στόμα τους όταν τρώνε. Μου ερχόταν ναυτία.
Έπρεπε να φανεί ότι κάνω κάτι.  Κοίταξα στο έδαφος έντρομος. Μία τηλεκάρτα. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Ήταν παλιά και φθαρμένη. Πάνω της κάποιος είχε γράψει με κόκκινο μελάνι έναν αριθμό: 8672211. Έκλεισα τα μάτια και τον κάλεσα.

Το σήκωσε πριν το πρώτο ντριν. Με το άκουσμα της ανάσας της ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα στο εσωτερικό του αυτιού μου και μετά εκείνη απλώθηκε σαν ηρωίνη σε όλο μου το κορμί χαλαρώνοντας τους παλμούς της καρδιάς μου και κάθε τεντωμένο μου νεύρο. Όλα αυτά πριν καν μου μιλήσει. Και μετά μου μίλησε.

«Καλημέρα Νίκο. Σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα». Αν η φωνή της ήταν γεύση θα ήταν ζεστή σοκολάτα. Χαμογέλασα. Δε με τρόμαξε που ήξερε το όνομα μου. Ήμουν τόσο ήρεμος. Ένιωθα τόσο σίγουρος για τον εαυτό μου. Γύρισα προς το παιδί με τα γαριδάκια που τώρα ήταν πολύ κοντά στο τζάμι του θαλάμου. Κάτι στο σίγουρο βλέμμα μου τον έκανε να κάνει ένα βήμα πίσω αλλά όχι και να φύγει. Κάτι άλλο είχε φαίνεται  συμφωνήσει να κάνει με τους φίλους του. Τον είδα να μπουκώνει το στόμα του με γαριδάκια και να μασάει. Πορτοκαλί πολτός κυλούσε στα χείλη του. Και μετά έφτυσε μια  γαριδόμπαλα στο τζάμι. Δεν αηδίασα. Συνέχισα να χαμογελάω. Το αγόρι αν και περίμενε άλλη αντίδραση δεν αποθαρρύνθηκε. Ξεμπουκώθηκε με γαριδάκια.«Ξέρεις τι να κάνεις Νίκο» μου είπε η Φωνή. Ναι ήξερα. Μέσα σε δευτερόλεπτα φαντάστηκα τον εαυτό μου να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Μετά άνοιξα την πόρτα, αστραπιαία γύρισα το παιδί ανάποδα ώστε να αντικρίζει τους φίλους του και έβαλα τα χέρια μου στο λαιμό το. Άρχισα να το πνίγω. Το αγόρι άνοιξε το στόμα του, για να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε. Πορτοκαλί πολτός κυλούσε στον λευκό γιακά του. Οι φίλοι του είχαν πετρώσει. Τον άφησα ελεύθερο λίγο πριν τα χάσει τις αισθήσεις του ρίχνοντας του μία δυνατή κλοτσιά στα πισινά. Μετά του γύρισα την πλάτη και ξαναμπήκα στον  θάλαμο. Όταν ξανακοίταξα έξω, τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί.

Μιλήσαμε λίγο ακόμα με τη Φωνή, ή μάλλον εκείνη γέμισε με εικόνες το μυαλό μου, και μετά γύρισα σπίτι σίγουρος για το πώς θα κατακτούσα την Αγγελική.

*

Το υπόλοιπο της εβδομάδας μου κύλισε ευχάριστα. Δεν με έπιασε ξανά κρίση πανικού.  Μπορούσα να συγκεντρωθώ περισσότερο από πριν σε ότι έκανα χωρίς να στοιχειώνει ο φόβος για το μέλλον μου. Περπατούσα με τον αέρα του νικητή. Ένιωθα πιο ψηλός και πιο μυώδης. Το περίεργο ήταν ότι και οι γύρω μου γοητεύονταν από το νέο γεμάτο σιγουριά εαυτό μου. Όλοι άντρες, γυναίκες με κοίταζαν με σεβασμό και ηδυπάθεια. Σκεφτόμουν τη συζήτηση μου με τη φωνή αλλά δεν ήθελα να προσπαθήσω να εξιχνιάσω το μυστήριο της όπως ο πιστός δεν θέλει να ερευνήσει ένα θαύμα. Φοβόμουν μήπως έτσι έχανε κάτι από την μαγική επιρροή της.

Την Παρασκευή το βράδυ έκανα όπως μου είπε η Φωνή. Περιέλουσα την Αγγελική με τη γοητεία μου. Έτσι μου φαίνεται δηλαδή, γιατί η Φωνή έκανε όλη τη δουλειά. Η Φωνή την έκανε να γελάσει με τα αστεία της, η Φωνή της άγγιξε το χέρι με τρόπο που την έκανε να ανατριχιάσει και της έκανε έρωτα το βράδυ. Εγώ όμως δεν ζήλευα τη Φωνή αλλά απολάμβανα ναρκωμένος τα επιτεύγματα της.

Το άλλο πρωί που ξύπνησα η Αγγελική κοιμόταν στην αγκαλιά μου. Ξαφνικά το θέαμα της ομορφιάς της με πανικόβαλε. Γιατί αυτός ο άγγελος κοιμόταν μαζί μου. Τι θα γινόταν αν καταλάβαινε πόσο λαπάς είμαι χωρίς τις συμβουλές της Φωνής; Μετακίνησα με προσοχή το κορμί της και κλείστηκα στην τουαλέτα με το κινητό μου. Θυμόμουν τον αριθμό απ’ έξω αλλά δε χρειάστηκε να την καλέσω.

 Από μόνη της μου ψιθύρισε στο αυτί.«Καλημέρα μικρό μου κοτοπουλάκι. Το κορίτσι σου είναι υπέροχο. Ούτε εγώ δε θα σου διάλεγα καλύτερη». Η φωνή της με τύλιξε ξανά σαν ζεστή αγκαλιά. Τώρα ήξερα τι έπρεπε να κάνω.

*

Οι μήνες κυλούσαν ευχάριστα. Ήμουν με το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος και η Φωνή με βοηθούσε να επιλέξω μεταπτυχιακό. Για την ακρίβεια εκείνη διάλεξε ένα για μένα. Δε ζητούσε τίποτα εκείνη, μόνο μονοπωλούσε λίγο χρόνο από τα όνειρά μου. Με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό άλλωστε. Δεν ήταν ενοχλητικό. Μαζί ονειρευόμασταν την έρημο από όπου προερχόταν το αρχαίο της πνεύμα,  δωμάτια με πορφύρες κουρτίνες και χρυσά αγάλματα. Δεν τη ρωτούσα για το παρελθόν της. Οι εραστές δε ρωτούν ο ένας τον άλλον για το παρελθόν τους γιατί ξέρουν ότι έτσι θα πληγωθούν. Μόνο δεχόμουν με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια της. Έτσι πλήρωνε ενοίκιο για να κατοικεί στο εσωτερικό του αυτιού μου και να ονειρεύεται μαζί μου τα βράδια.

Η ευτυχία μου δεν έμελε να κρατήσει για πάντα. Η Φωνή κάποια στιγμή με βαρέθηκε και τώρα έψαχνε άλλο σώμα για να κατοικήσει. Προσπάθησε να μου ξεφύγει ύπουλα αλλά εγώ την κατάλαβα.

Ένα βράδυ ήμουν ξαπλωμένος πάνω στην Αγγελική όταν εκείνη άρχισε να μου διηγείται εικόνες από τα όνειρα της. Τον τελευταίο καιρό ονειρευόταν ερήμους με χρυσή άμμο και σκοτεινά δωμάτια και φαντασιωνόταν ότι ηλεκτρισμός έδινε ενέργεια στο κορμί της. Τινάχτηκα. Αυτά ήταν όνειρα της Φωνής. Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία και βγήκα έξω.

«Φωνή τι είναι αυτά! Τι κάνεις στην Αγγελική!» φώναξα αγνοώντας τα απορημένα βλέμματα των περαστικών που με άκουγαν να φωνάζω στο κενό. Η Φωνή για πρώτη φορά με αγνόησε. Άρχισα να δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά. Χωρίς τη Φωνή ήμουν έρμαιο του πανικού μου. Οι επόμενες μέρες και νύχτες είναι θολές στο μυαλό μου. Γυρνούσα από εδώ κι από εκεί πίνοντας με γνωστούς και αγνώστους. Έμενα σε σπίτια φίλων. Ευτυχώς είχα κάνει πολλούς φίλους με τη βοήθεια της Φωνής αλλιώς ποιος ξέρει που θα κατέληγα. Αγνοούσα τα τηλεφωνήματα της Αγγελικής. Ένιωθα γι’ αυτήν ένα παράλογο μίσος.  Ζήλευα, το ότι μέσα της ήθελε να κατοικήσει η Φωνή.

Συνερχόμουν από πολύωρο εμετό σε ένα φιλικό σπίτι όταν η Φωνή αποφάσισε να μου μιλήσει ξανά. Μου είπε ότι οι φόβοι μου είναι παράλογοι και με συμβούλευσε να πάω στο σπίτι της Αγγελικής. Έκανα ό,τι μου είπε αλλά δεν την εμπιστευόμουν πια και το ήξερε. Μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου. Γι’ αυτό και της ψιθύρισα μαλακά όχι με το στόμα μου αλλά με το μυαλό μου ότι αν με άφηνε για την Αγγελική θα τις σκότωνα και τις δυο. Η Φωνή σώπασε και πάλι. Ήξερε ότι δεν αστειευόμουν.

Ξύπνησα κάθιδρος από ένα δυνατό τσίμπημα στο αυτί. Ένιωσα ότι η Φωνή θα προσπαθούσε να αποδράσει από το σώμα μου. Η Αγγελική κοιμόταν γαλήνια δίπλα μου. «Φώνή» ψιθύρισα. «Φωνή, που είσαι. Αν δεν απαντήσεις θα την σκοτώσω. Ξέρω πόσο τη θέλεις. Δε με πιστεύεις ;». Χαμογέλασα. Είδα την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη. Τα δόντια μου γυάλιζαν στο σκοτάδι. Η σκέψη ότι ίσως ήμουν τρελός πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου. Την έδιωξα αμέσως. Είχα πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτώ. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς τη Φωνή. Πήγα στην κουζίνα. Σε ένα βρώμικο πιάτο στο νεροχύτη βρήκα ένα μεγάλο μαχαίρι. Μόλις έπιασα τη λαβή του η Φωνή αποφάσισε να επέμβει. «Νίκο», μου είπε μαλακά «τι πας να κάνεις;». Το μυαλό μου της απάντησε «Σε αγαπώ, μη με αφήσεις μόνο». «Μα θέλω να φύγω». «Δε θα σε αφήσω». Η Φωνή έκλαιγε με λυγμούς καθώς πλησίαζα την Αγγελική κρατώντας το μαχαίρι. «Σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό» είπε. «Δε μου δίνεις άλλη επιλογή.»

Στάθηκα πάνω από την κοιμισμένη. Αν έπρεπε να χύσω λίγο αίμα για να εξασφαλίσω μία καλή ζωή θα το έκανα. Δεν έφταιγα εγώ. Η Φωνή με ανάγκασε. Το έκανα για τη Φωνή. Την αγαπούσα πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο. Σήκωσα το μαχαίρι ψηλά για να πάρω φόρα. Τότε η Φωνή άρχιζε να ουρλιάζει. Το ουρλιαχτό απλώθηκε σαν δηλητήριο σε όλο μου το κορμί. Γονάτισα. Έπρεπε να το σταματήσω. Θα με σκότωνε. Αίμα κυλούσε από τη μύτη και τα αυτιά μου. Αυτό δε θα το καταλάβαινα παρά αργότερα. Εκείνη την στιγμή ένιωθα μόνο τον πόνο. Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Κάτι έπεσε στο έδαφος από το κεφάλι μου. Πέταξα κάτω το μαχαίρι. Ήταν ματωμένο. Έβαλα το χέρι μου στη θέση που μέχρι τώρα ήταν το αυτί μου. Έπιασα κάτι υγρό. Ήταν αίμα. Συνειδητοποίησα κόψει το αυτί μου.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά Φοβόμουν τη μοναξιά. Φοβόμουν τη νεοαποκτηθείσα μου ελευθερία. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πνιγόμουν ξανά,. Τότε κάτι, μία δύναμη μέσα μου πρωτόγονη και ζωώδης , με ανάγκασε να ουρλιάξω, να ουρλιάξω και να ανασάνω βαθιά σαν νεογέννητο που μόλις άφησε την ασφαλή κοιλιά της μάνας του. Μετά εξαντλημένος λιποθύμησα. Και καθώς κολυμπούσα στη θάλασσα του ονείρου χαμογελούσα γαλήνια γιατί κατάλαβα ότι τώρα μετά από πολύ καιρό επιτέλους τα όνειρα μου δεν τα μοιραζόμουν  με τη Φωνή. Τα όνειρά μου ήταν ξανά ολοδικά μου.
Η Μαρίνα Μέλη ζει στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε συλλογική έκδοση διηγημάτων του φανταστικού (www.youcube.gr).