Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Σωτηρία (διήγημα) - Άτη Σολέρτη

Ξυπνούσε το πρωί και ήταν σαν να μην ήταν εκεί. Ύστερα ξανακοιμόταν. Ή μάλλον έτσι αφηνόταν να νομίζει. Ποιος ξέρει αν το νόμιζε αλήθεια αυτή ή… οι άλλοι. Όσοι γειτνίαζαν με τα κοινά οράματα μίας στυγνής πραγματικότητας που συναντούσε το ίδιο βλέμμα. Αυτό που σε κοιτά και μοιάζει σα να ξέρει από πριν... Από πριν. Δεν έχει σημασία το πότε και σε τι κατάσταση βρισκόταν. Ούτε τι ήδη εκείνη γνώριζε. Αυτά τα ψάχνουν μόνο οι πεζοί. Εκείνη ζούσε ανάμεσά τους, σαν ποιητής αυθεντικός και έψαχνε από ένστικτο κι απόγνωση μαζί να βρει αλήθειες. Ήταν σαν να ‘πρεπε να πάρει απαντήσεις. Κι ο λόγος… ήταν ακόμα άγνωστος. Σαν έφηβος λαθρεπιβάτης είχε τρυπώσει μέσα της μόνο για να στοιχειώσει τις πιο απόκοσμές της σκέψεις… Κι εκείνη όλο ρωτούσε… Έψαχνε… Όχι μονάχα στα απλά μα και στα δύσκολα. Σε όσα και όσους της έκλεισαν την πόρτα της γνώσης, έτσι άδικα κι αναίτια μια κρύα νύχτα του Χειμώνα. Ύστερα πέτρωνε τα μάτια της αναπολώντας… κι όταν ξανά ξυπνούσε, παραδομένη στο κυνήγι μιας ζωής, μέτραγε βιαστικά τις ώρες κι έβγαινε έξω. Ριχνόταν στο κυνήγι των εικόνων, με τη ματιά της απορίας καρφωμένη σε ότι συναντούσε. Στα πρόσωπα, στα αντικείμενα, στα μέρη, στις ψυχές. Όλοι την νόμιζαν τρελή. Κι αυτή το ήξερε. Μα δεν την ένοιαζε καθόλου. Φτάνει που εκείνη γνώριζε το μέσα της και… δεν ήταν. Το όνομά της ήταν Σωτηρία. Συνήθως φόραγε μια φούστα καφετιά κι ένα γκρίζο πουλόβερ. Φορές που κρύωνε περισσότερο έριχνε ανάρριχτα στους ώμους της μία σκουρόχρωμη ζακέτα με βυσσινί ξεθωριασμένους ρόμβους. Λάτρευε εξάλλου τόσο τους συνδυασμούς! Όπως και στις συνήθειες και στους ανθρώπους, στις σκέψεις και στα ερωτήματα.  Για τις απαντήσεις δεν είχε καταλήξει. Ακόμα το έψαχνε… Χτένιζε τα κοντά γκρίζα μαλλιά της, ύψωνε τις γαλάζιες μάλλινες κάλτσες της ως τα γόνατα, και σέρνοντας τις δερμάτινες παντόφλες της σε κάθε της βήμα, σεργιάνιζε τη γειτονιά. Στα χέρια πάντα κράταγε τη τσάντα της, μία σακούλα μαύρη σκουπιδιών που της χαρίστηκε όπως έλεγε, κι επιδεικνύοντας το λάφυρο σκόρπιζε ένα πλατύ χαμόγελο στην άγρυπνη κενότητα του πλήθους, που αντικατόπτριζε το ταλαιπωρημένο βλέμμα της. Το ίδιο κενό. Στα συναισθήματα. Στις σκέψεις. Στις ψυχές. Όλα κυοφορούσαν μια ημερομηνία λήξης. Μια αίσθηση ψευδαίσθησης. Σαν κάτι να ‘ριξε κατάρα στη ψυχή της και να την καταδίκασε σ’ αιώνια συμφορά. Μια φορητή μελαγχολία η εικόνα της. Και το χαμόγελό της άρχισε σταδιακά να σβήνει. Ή μάλλον το έκανε να σβήσει γιατί ήταν θέμα αισθητικής. «Η θέα ενός στόματος όπου του λείπουν δόντια δεν είναι σε κανέναν αρεστή», έλεγε και ξανάλεγε. «Και που να βρεις λεφτά να βάλεις όσα λείπουν…;», συμπλήρωνε. «Παραμιλώντας, κάπως το σώζει κανείς, αλλά το γέλιο είναι καλό να αποφεύγεται. Εξάλλου για να γελάσει κανείς, σημαίνει πως… έρχεται σε κέφι. Έτσι δεν είναι; Εγώ συνήθισα τώρα και δεν μου κάνει καρδιά!». Δεν μπορούσα να διαφωνήσω μέσα μου. Όσο κι αν ήθελα να πιστέψω το αντίθετο, ένιωθα πίκρα και οίκτο και ίσα που άρχισαν να υγραίνονται τα μάτια μου. Εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Ίσως δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση. Θα κοίταξε μέσα μου. Ήξερε. Έτσι συνέχισε υπνωτισμένη να κοιτάζει τους περαστικούς, έτοιμη φευγαλέα ν’ αποκρυπτογραφήσει το πορτρέτο τους. Έτοιμη να μαντέψει τη φωνή τους. Τη σκέψη τους και τη ψυχή τους...  Όπως και τη δική μου ίσως.


Έμενε μόνη, ξεχασμένη, στον πρώτο όροφο μιας ξεφτισμένης απ’ τα χρόνια μονοκατοικίας. Τα βράδια κρυφοκοίταζε απ’ το παράθυρό της, τους επισκέπτες της χαράς που φέρνει η ήβη, στο απέναντι διαμέρισμα δυο νέων κοριτσιών της επαρχίας, που είχαν προσφάτως έρθει για σπουδές στην πόλη. Στην ίδια πόλη που φιλοξενούσε κι εκείνη. Τόσο ανισόρροπης όσο κι ανυποψίαστης στα μάτια των κατοίκων που μέσα της παρασιτούσαν. Κοιτούσε έξω τα φώτα μιας μέρας που έμοιαζε τόσο με νύχτα ή και το αντίθετο… κι έφτιαχνε στο μυαλό σενάρια με πρωταγωνιστές και κομπάρσους όσους τυχαία συναντούσε στο δρόμο της. Την πρόδιδε αδέξια το παραμιλητό της. Αλλά και πάλι κάπου σκάλωνε ο νους της κι άρχιζε πάλι σαστισμένη να ρωτά. Το μόνο που ήθελε ήτανε να μαθαίνει. Άλλοτε την απασχολούσε η ταυτότητα του καθενός, η όψη κι η καταγωγή του. Άλλοτε πάσχιζε να μάθει από τι φτιάχνεται το καθετί. Ποιος το ακούμπησε πριν απ’ αυτή. Τι του έδωσε, τι του άφησε, τι πήρε. Τι όνομα του δώσανε. Τι είπε… Της άρεσε να ξέρει. Και για το χρώμα που είχε ο ήλιος κι οι πλανήτες και τα γυαλιά κι οι πέτρες. Ίσως και να ‘πρεπε να ξέρει.
Έτσι μια μέρα απρόσμενα, κάθισε δίπλα μου τυχαία στο πιο παλιό παγκάκι της πλατείας κι άνοιξε και σε μένα τα χαρτιά των ερωτήσεών της. «Σου αρέσουν τα κρύσταλλα;» με ρώτησε. Είδα το φως τους διαυγές σε όραμα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου και μές στη λάμψη τους διέκρινα αλήθεια. Εκεί με πήγε η σκέψη τους. Απότομα την κοίταξα καχύποπτα και απάντησα «Πολύ!» με μία λέξη.«Εμένα μ’ αρέσουν γιατί είναι καθαρά» μου είπε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια σαν να ‘θελε να δει και στην ψυχή μου. «Σκέψου πόση δουλειά χρειάζεται για να φτιαχτεί ένα βάζο κρυστάλλινο! Έχεις ποτέ σου σκεφτεί; Ξέρεις αλήθεια πως το φτιάχνουνε πραγματικά;» Δεν απάντησα, δίνοντάς της την εντύπωση πως δεν ξέρω. Ούτε και με ένοιαζε άλλωστε. Εκείνη ακάθεκτα συνέχισε να μου μιλάει για τα κρύσταλλα, τα βάζα, τα γυαλιά... Τον τρόπο κοπής, γυαλίσματος, παραγωγής και έκθεσής τους. Στα περισσότερα απ’ όσα έλεγε, δεν έβγαζε άκρη κανείς, εφόσον μπέρδευε συχνά τα λόγια της. Είχε γοητεία όμως ο τρόπος της και σε καθήλωνε η ματιά της. Ύστερα παραδέχτηκε πως ούτε εκείνη γνώριζε τόσες λεπτομέρειες, όμως ρωτώντας τα κατάφερε να μάθει. «Ποιο είναι το πιο ωραίο κρυστάλλινο βάζο που έχεις δει;» με ρώτησε και άστραψε το βλέμμα της και γέμισε χαρά, όμοια μ’ εκείνη που έχουν τα μικρά παιδιά αναπολώντας κάποιο δώρο ή γλύκισμα που για αντάλλαγμα τους τάξανε οι γονείς τους. «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω.» βιάστηκα ν’ απαντήσω. Ωστόσο άρχισα να σκέφτομαι… «Εγώ… εκείνο με τη βάση τη χρυσή στου Χατζηαλεξάνδρου τη βιτρίνα. Το έχεις δει»; «Δεν νομίζω», απάντησα. «Θα ‘πρεπε να το είχες δει! Ένα σωστό έργο τέχνης! Ένα αριστούργημα! Ευλογημένο! Που λες πήγα στο μαγαζί του Χατζηαλεξάνδρου και ρώτησα. Για μήνες το κοιτούσα που το είχε στη βιτρίνα. Μια μέρα μπήκα μέσα στο κατάστημα και ρώτησα. Ήτανε μέσα η κυρία του, φτιαγμένη και ντυμένη ακριβά. Λέω θέλω να μάθω πως φτιάχνεται εκείνο το κρυστάλλινο βάζο. Και της το έδειξα. Θέλω να το αγοράσω γι’ αυτό. Εκείνη με κοίταξε περίεργα και φώναξε κάποιον μεγαλόσωμο άντρα. Κατάλαβα...» της είπα. Και είχα καταλάβει. «Μη δίνετε σημασία σ’ αυτό που βλέπετε, κυρία. Είμαι λιγάκι ατημέλητη τον τελευταίο καιρό. Όμως... κοιτάξτε! Έχω λεφτά! Θέλω να το αγοράσω! Εκείνη ούτε που κοίταξε μέσα στο πορτοφόλι μου. Αρνήθηκε να μου το δώσει». Γύρισε προς το μέρος μου η κυρα Σωτηρία και με κοίταξε όλη παράπονο... «Μα είναι δυνατόν; Σε ρωτάω! Είχα λεφτά!» Κάπου εδώ ένας κόμπος άρχισε δειλά δειλά να σφίγγει το λαιμό μου. Δεν είχα καν αέρα για να αρθρώσω έστω και την παραμικρή συλλαβή. Πως ήταν δυνατό να πάρει απάντηση; Εκείνη άλλαξε ύφος και  συνέχισε…«Μου λέει ξιπασμένα η κυρία, ποιος σας συστήνει; Λέω η κυρία Παυλίδη. Η Αλίκη. Είναι φίλη μου. Και πάλι δεν με πίστεψε κι ας ήξερε καλά την Αλίκη, ξαδέρφη της ήταν. Υποκριτές!» Φαινόταν συγχυσμένη κι αηδιασμένη από έναν κόσμο που εκείνη πάσχιζε να στολίσει μες στις σκέψεις της κι εκείνος όχι μονάχα την απέκλειε μα της το έδειχνε εμπράκτως. Γύρισε πάλι προς εμένα απευθυνόμενη. «Εσύ όταν πας για αγορές, λες και το όνομα αυτού που σε συστήνει στο μαγαζί;» «Όχι» είπα. Κι ένιωσα την αμηχανία να με παραλύει, να με αδειάζει για να ‘ρθει έπειτα η ενοχή να μου γεμίσει το κενό. «Μπορεί να αλλάξαν οι καιροί και οι συνήθειες! Τι να πω; Άλλωστε δεν συνηθίζω να αγοράζω… Μόνο όταν θέλω κάτι πολύ μαζεύω χρήματα… Και έτσι αποχωρίστηκα το βάζο που λες. Ούτε κι από το μαγαζί περνάω πια. Μπορεί και να πουλήθηκε εξάλλου. Είχε μια σπάνια ομορφιά όμως εκείνο. Ευλογημένο!» Έτσι είπε κι έκανε μηχανικά το σταυρό της, με βλέμμα καρφωμένο στο σιωπηλό κενό.

Κόντευε τα πενήντα όμως φαινότανε λιγάκι μεγαλύτερη. Βιώματα με ίχνη στο χρονικό της ύπαρξης, σκέφτηκα. Έπαιρνε σύνταξη τριακόσια ευρώ και καταριόταν μουρμουρίζοντας. «Άντε να τα βγάλεις πέρα»! έλεγε και ξανάλεγε. Κι άρχιζε το μονόλογο… «Σήμερα όλοι έχουν λεφτά. Κι η Μαρία, που έχει το φούρνο, κι ο Κωστάκης ο γιατρός που μένει απέναντι απ’ το σπίτι μου. Κι η κυρά Λένα η κομμώτρια… Κοίτα! Σήμερα πέρασα από ‘κει να με χτενίσει. Καλά δεν είναι; Της είπα πως δεν ήθελα να μου τα κόψει. Θα τα μακρύνω λέω… Καλύτερα ε; Εσύ τι λες;» Εγώ... δεν είπα τίποτα. Απέφευγα να απαντήσω σε ο,τι κι αν συνέχιζε να λέει. Φοβόμουνα πολύ μήπως της δώσω τη λάθος απάντηση και νιώσω ενοχή και πνιγώ σε ένα ποτάμι δακρύων που είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέσα μου. «Όλοι έχουν λεφτά. Πολλά λεφτά! Μα που τα βρίσκουν; Πες μου»! Με πίεζε ν’ απαντήσω και γούρλωνε τα μάτια της, λες κι ήθελε να με δει καλύτερα, αλλά να μ’ απειλήσει ήθελε για την απάντηση που θα ‘πρεπε να πάρει. Δεν ήθελε να χάσει λέξη απ’ τα λόγια που περίμενε να βγουν από μέσα μου. Ούτε και έκφραση. Κανένα βλέμμα, καμία κίνηση. Όλα θα αποτελούσαν μέρος της θεϊκής απάντησης που θα ‘παιρνε απ’ το στόμα του κάθε συνομιλητή της, κάθε φορά. Ψέλλισα κάτι δειλά, δεν ξέρω αν ακούστηκε. Με κοίταξε επίμονα. Ανέβασα λιγάκι τον τόνο της φωνής μου. «Ανάλογα με τις δουλειές του καθενός» απάντησα, «και… τις κληρονομιές του». «Τις δουλειές και τις κληρονομιές», επανέλαβε. «Σωστά, σωστά… Εσύ που δουλεύεις; Έχεις και κληρονομιές; χαχαχα!» είπε με δυνατή φωνή και γέλασε μπροστά μου ειρωνικά, σαν να ‘θελε να με καταδικάσει σε ισόβια δεσμά για το καλύτερο της κατάστασής μου. Γι’ αυτό που εκείνη επιφανειακά έβλεπε μπρος της. «Γιατί εγώ τριακόσια ευρώ παίρνω το μήνα. Και δεν σου λέω ψέμματα. Σε μια τρύπα μένω. Τη βρήκα από μια φίλη μου, την Αθηνά. Έχει κι αυτή λεφτά. Ναι! ΝαΙ! Δεν έχει ανάγκη! Είναι ο άντρας της τραπεζικός υπάλληλος… Ξέρεις, στις μεγάλες τράπεζες που βάζουν μέσα τα λεφτά τους οι πλούσιοι να τους τα φυλάνε. Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά να ‘χει μια τράπεζα… ; Ξέρεις; Θα ‘χει πολλά ε; χαχαχα! Τι σκέφτομαι ώρες ώρες! Μη δίνεις σημασία. Εκεί μένω που λες. Στην τρύπα. Κι έρχονται μέρες που δεν έχω να φάω. Δεν έχω να φάω! Δεν με πειράζει όμως. Όλο και κάτι βρίσκω έξω… Ξέρεις… Όχι καλέ απ’ αυτά που πετάνε οι χορτασμένοι δίπλα στους κάδους. Μην το σκεφτείς αυτό! Ποτέ! Μου φέρνουν φαγητό οι φίλες μου καμιά φορά. Καμιά φορά…» Ηρέμησε έτσι κάπως και έκανε μια μικρή παύση στυλώνοντας το βλέμμα σ’ ένα σημείο κάπου στα βάθη του πεπλοφόρου ορίζοντα που απλωνόταν ομαλά μπροστά της, δίνοντας την εντύπωση πως κάτι αναμοχλεύει μες στις μνήμες της. Η εναλλαγή στη διάθεσή της ήταν έντονη, παρασυρμένη από αναπολήσεις, σκέψεις και συνειρμούς. Μια αιωρούμενη ασφυξία εμπόδιζε κάθε προσπάθειά μου να συνδιαλεγώ μαζί της. Δεν λειτουργούσε καν ο νους μου μπροστά σε όσα συναισθήματα μου δημιουργούσε ο ακατάπαυστος λόγος της και το κυρίαρχα επίμονο και διαπεραστικό της βλέμμα. Έπειτα άρχισε και πάλι να μιλά αναπολώντας…

«Σου έχω πει για μένα;» Δεν με κοίταξε. Ούτε την ένοιαζε να πάρει απάντηση. Άφησα τη σιωπή να μου σφραγίσει τα χείλη κλείνοντας μέσα μου εκείνη την απροσδιόριστη αίσθηση παράξενης έλξης και ενοχής που με φόρτωνε η παρουσία της. «Εγώ… Όχι τώρα! Τότε παιδί μου! Τότε! Σαν ήμουν νέα…Ήμουν για χρόνια ράφτρα στην Αθήνα. Έραβα και κένταγα. Ήμουν μοδίστρα δηλαδή. Κι απ’ τις καλύτερες! Τότε με γνώριζαν πολλοί. Όπως κι εγώ εκείνους. Τα γούστα, τις παραξενιές τους, τι ταίριαζε και τι δεν ταίριαζε ανάλογα τα χρώματα, τη στάση, την τάξη, την καταγωγή τους. Τους έντυνα με τα καλύτερα υφάσματα! Και πάντα γνώριζα τι έπρεπε να φαρδύνει ή να στενέψει, να μακρύνει και να κοντύνει. Το μέτρο. Ήτανε σωστή τέχνη!» Σάστισε για λιγάκι. Ποιος ξέρει που ταξίδευε και πάλι το μυαλό της. Σε πόσα πρόσωπα έτρεχε η μνήμη της, σε πόσα κορμιά που είχε αναγκαστεί να ντύσει η σκέψη της για να αναδείξει καταλλήλως τη ψυχή τους. Δεν πρόλαβα να κάνω πέρα σκέψη. Με διέκοψαν τα λόγια της. «Αλλά κι εγώ! Κι εγώ… φορούσα κάτι ρούχα! Α! Όχι!» είπε αγριεμένη. «Μην κοιτάς τώρα αυτά που φοράω. Μην κρίνεις απ’ αυτά! Αυτά είναι κουρέλια.» Κι αγχωτικά έκρυψε με τα χέρια της το σώμα της για λίγα δευτερόλεπτα. «Δεν έχω άλλα, γι’ αυτό φοράω αυτά.»  Έτσι είπε με τρεμάμενη φωνή και ταπεινά χαμήλωσε το βλέμμα, αφήνοντας ένα λυγμό να στοιχειώσει τον ήχο της σκέψης της. Και της δικής μου. «Θα ‘θελα να ‘χα τα λουστρίνια μου, εκείνο το ταγέρ το μάλλινο που αγαπούσα να φοράω στις γιορτές, κι ακόμα εκείνη τη μονόχρωμη πορφυροκέντητη τσαντούλα που έπαιρνα σαν πήγαινα στην εκκλησία τις Κυριακές.  Άλλες εποχές τότε! Τώρα η μόδα, πως το λένε… Ναι, δεν μ’ αρέσει που λες. Μόνο άμα βρω κάτι καλό, κάτι ωραίο… Δεν αγοράζω και συχνά. Μόνο αν μ’ αρέσει κάτι πολύ. Προχτές πήγα στης Ξένης, που έχει την μπουτίκ, εδώ πιο κάτω στη γωνία… Την ξέρεις, έτσι δεν είναι; Είναι παντρεμένη;» Δεν ήξερα και αδιαφόρησα. Σάστισα κι έβλεπα μέσα μου. Τι μου συμβαίνει, τι ακούω, τι αναλύω, αν πιέζομαι, αν σπαταλάω το χρόνο μου. Τον χρόνο μου! Είναι αλήθεια! Είχα αρχίσει να ασχολούμαι πιο πολύ με το πώς ένιωθα εγώ παρά με την ταλαίπωρη ιστορία Εκείνης. Άλλη μια εγωκεντρική πτυχή του χαρακτήρα μου, σκέφτηκα! Ένα πνιχτό αλαζονικό γέλιο ακούστηκε στη σκέψη μου από μένα την ίδια και το μόνο που πραγματικά επιθυμούσα ήταν να φτύσω κατάμουτρα τον αξιοθρήνητο εαυτό μου. Με γέμισα αποστροφή κι αηδία. Μετανιωμένη για συναισθήματα που ντρέπομαι και τώρα να ανασύρω από τη μνήμη μου, συνέχισα να την ακούω, παραδομένη στα άνευρα χέρια ενός Θεού που με παρατηρούσε τόση ώρα. Στην ίδια θέση. Στο ίδιο μέρος. Με το ίδιο βλέμμα.  Εκείνη συνέχισε να λέει για το μαγαζί της Ξένης. «Ήταν στο χρώμα του εκρού που λες αυτή η τσάντα και πάνω είχε κάτι κεντητά πορτοκαλί λουλούδια σταυροβελονιά. Σαν πίνακας ζωγραφικής, σαν έργο τέχνης! Έκανα το σταυρό μου! Παναγία μου! Θαύμα λέω αυτή η τσάντα! Ευλογημένη! Ρώτησα την Ξένη πόσο κάνει. Είπε 34 ευρώ. Μπαινόβγαινα και την παρατηρούσα μήνες… Κι όσο πιο πολύ τη χάζευα, τόσο πιο πολύ μου έμπαινε στο μάτι. Περνούσανε και κάτι φίλες της από το μαγαζί. Άρεσε και σ’ εκείνες τούτη η τσάντα. Τάχα της έλεγαν πως θα την αγοράσουν μα όλο την κορόιδευαν την καημένη την Ξένη. Κάθε μέρα εκεί η τσάντα! Μάζεψα κι εγώ τα λεφτά, μπήκα στο μαγαζί της και χωρίς να την κουράσω με τις ερωτήσεις μου αυτή τη φορά για την πραμάτεια της, της έδειξα τα λεφτά μου και την αγόρασα! Ωραίες φίλες! Πήρα την τσάντα σπίτι μου και τη μελέτησα. Γι’ αυτό εξάλλου την αγόρασα. Είδα το πλέξιμο και θα το αντιγράψω! Μ’ αρέσει να μαθαίνω…» Ένα χαμόγελο σχημάτισε το πρόσωπό της. Σχεδόν ταυτόχρονα το ίδιο σχηματίστηκε και στο δικό μου. Κι ας ήταν διαφορετικός ο λόγος. «Καλά κάνατε» είπα. Ύστερα κοίταξα τριγύρω μου με μια διάθεση πρωτόγνωρης νηφαλιότητας και ειρηνικής αγάπης, έτοιμης να σηκώσει πάνω στους ώμους της όλο το βάρος του κόσμου. Ένιωσα την καρδιά μου να ανοίγει, να καθαρίζει σιγά σιγά από όλα τα μικρά και περιττά που συσκοτίζουν το νου κι άφησα έναν χείμαρρο από δάκρυα να ξεπλύνει τα μάτια μου, που προμελετημένα είχε θολώσει η ρουτίνα της σάπιας καθημερινότητας. Τα σκούπισα γρήγορα και άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει στον ορίζοντα ενός χωροχρόνου τόσο διαφορετικού τώρα πια. Το σώμα μου είχε μουδιάσει. Ήταν σαν να είχα παραλύσει. Δεν ήθελα να κάνω καμία κίνηση. Φωνή δεν έβγαινε εξάλλου. Θα ιεροσυλούσε τη στιγμή, απ’ την οποία μάλλον είχα για λίγο δραπετεύσει.

Κάποια στιγμή από το βάθος άρχισε ένας θόρυβος να ακούγεται, λιγάκι ενοχλητικός, που όμως ήταν αρκετός για να με επαναφέρει στη θέση μου. Έμοιαζε με αυτόν που κάνει μια σακούλα χάρτινη όταν ανοιγοκλείνει. Γύρισα απότομα το βλέμμα μου. «Δεν έχω και τσιγάρα…» Ακούστηκε να λέει η κυρά Σωτηρία. «Ψάχνω, ψάχνω… κι όμως…τίποτα! Θα πρέπει πάλι ν’ αγοράσω. Μα πήγανε κι αυτά τρία ευρώ το ένα πακέτο! Εσύ καπνίζεις;» «Όχι», απάντησα. «Καλά κάνεις». Είπε κοφτά. Έδειχνε φανερά ενοχλημένη. Συνέχισε όμως να μιλά αλλάζοντας ύφος. «Ούτε κι εγώ στην ηλικία σου κάπνιζα. Με τον καιρό όμως οι συνήθειες αλλάζουν. Φταίει και που δεν έχω και δουλειά! Και μια που το θυμήθηκα… Κάτσε να δεις που το ‘βαλα..» Και ρίχτηκε μανιωδώς να ψάχνει μες στην τσάντα της και να σκαλίζει όλα της τα πράγματα με τα κοκαλιασμένα χέρια της, αφήνοντας ένα φάλτσο κουδούνισμα ως τραγικό απόηχο της στιγμής. «Κοίτα!» Έβγαλε ένα χαρτάκι απ’ την άκρη της τσάντας της και άρχισε να το διαβάζει δυνατά. Έλεγε πως ζητούνται συνεργάτες από είκοσι έως πενήντα πέντε ετών, για απασχόληση. Δεν διευκρίνιζε τι είδους. Παρέπεμπε και σ’ έναν αριθμό τηλεφώνου. «Θα πάω!» μου είπε αποφασιστικά. «Έχει και το τηλέφωνο. Είδες; Θα πάρω. Κάπου είχα και μια τηλεκάρτα… Μα που την έβαλα κι αυτή μωρέ παιδί μου;» Με κοίταξε αινιγματικά. Μήπως ξέρεις εσύ που την έβαλα; Ξέρεις;» «Δεν ξέρω. Θα πρέπει απλά να θυμηθείτε που τη βάλατε», είπα. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα. «Α! Ναι! Εδώ την έβαλα. Ξεχνάω»! Είπε δυνατά κι ύστερα άνοιξε το πορτοφόλι της. Ένα καφέ δερμάτινο, μεγάλο κι ευρύχωρο που έμοιαζε με ορθογώνια κασετίνα. Είχε στοιβάξει εκεί μέσα κάτι ασημικά, παλιά αποκόμματα εφημερίδων, κέρματα, τηλεκάρτες που πιθανόν να είχαν λήξει, και ποιος ξέρει τι άλλο.. «Θα τηλεφωνήσω και θα δω». Μου είπε. «Μπορεί και να με πάρουν στη δουλειά, μη το γελάς! Ειλικρινά ψάχνω ότι να ναι. Δεν έχω πρόβλημα εγώ. Ούτε ντροπές χωράνε». Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά κι εκείνη ρίχτηκε και πάλι στο κέντρο του κόσμου της ψάχνοντας… Στο κέντρο της πολύτιμης σακούλας της. Έτοιμη να προβάλλει ερωτήσεις, πρώτα για να υπάρξει εκείνη και έπειτα για να λάβει τις απαντήσεις που περίμενε. Κι εγώ αυτή τη φορά, δεν τη φοβόμουν την ερώτηση. Ούτε και την απάντηση που θα ‘δινα. Σωστή η λανθασμένη. Το ‘ξερα πως δεν θα πόναγε το ίδιο, ούτε εκείνη αλλά ούτε κι εμένα. Η απορία και ο φόβος είχαν εξασθενήσει μπροστά στην ειλικρίνεια των σκέψεων και των συναισθημάτων. Μπροστά στη μαγική αλήθεια ενός βλέμματος.

«Για κοίτα να μου πεις»! ψέλλισε κι έβγαλε μέσα από την τσάντα της, ένα βιβλίο Μηχανολογίας. Είναι απ’ αυτά που βρήκα στα σκουπίδια. Δεν ξέρεις τι πετάει ο κόσμος σήμερα εκεί! Δεν έχεις ιδέα! Μα, τα βιβλία περιττά;» Έριξα μια ματιά στο βιβλίο κάνοντας ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Άλλωστε δεν θα έλεγα πως με ενδιέφερε η μηχανολογία ιδιαίτερα. Όλα εκείνα τα σχέδια, τα εξαρτήματα των μηχανών, οι κινητήρες, οι αντλίες, όλα μου προκαλούσαν μια ανεξήγητη αίσθηση δυσφορίας. Εκείνη έσπευσε να μου πάρει αμέσως το βιβλίο από τα χέρια λες κι ήθελα να της το κλέψω. Αφού το ζέστανε στα χέρια της, σα μάνα που αγκαλιάζει στοργικά το βρέφος της μετά από μια ξένη αγκαλιά, άρχισε να μιλάει και πάλι… «Ενδιαφέρον μου φαίνεται. Τι λες κι εσύ;» «Ενδιαφέρον, ναι!» της είπα, φανερά αδιάφορη. «Την προηγούμενη εβδομάδα διάβαζα Φυσική», μου είπε. «Έλεγε ένα βιβλίο για το φως και τις ακτίνες. Τις ταχύτητες, τις ροπές, τις κινήσεις…    Μου αρέσει να μαθαίνω για όλα αυτά. Εσύ τι είπαμε σπουδάζεις;» «Αρχαιολογία» απάντησα. «Α! Είναι σπουδαία επιστήμη» μου είπε. «Το ίδιο κι ο Γιαννάκης της Νεκταρίας που μένει δίπλα μου. Καλό παιδί ο Γιαννάκης! Είναι στην Ιταλία τώρα. Κάθε φορά που έρχεται, μ’ αρέσει να ρωτάω κι εκείνος μου μαθαίνει τόσα πολλά! Και κάθεται, κρατώντας μου παρέα με τις ώρες… Μου συζητάει για τους αρχαίους, τα μνημεία, την Ακρόπολη και τα ψηφιδωτά! Αυτά μ’ αρέσουνε εμένα! Αυτό που λέγεται τέχνη Βυζαντινή. Απ’ τον καιρό που πήγαινα συχνά στην εκκλησία, τα εξέταζα λεπτομερώς, τα θαύμαζα. Μα πως τα φτιάχνουν όλα αυτά; Τόσο μικρή κάθε ψηφίδα…και τα χρώματα! Κι η Παναγία, κι ο Χριστός! Και τα μάτια τους…  Ευλογημένα»! Ευλογημένα! είπε, κι έκανε το σταυρό της τρεις φορές. Ευλογημένος ο Κύριος!»

Έκανε να φύγει. Ίσως και να ‘χε φτάσει η ώρα που έπρεπε να ξανακοιμηθεί. Να κλείσει το βαθύ της βλέμμα για να γεμίσει οράματα στοχαστικά, όνειρα για ένα αύριο καλύτερο, σε έναν κόσμο πιο φιλόξενο από αυτόν που ζούσε. Ίσως να έπρεπε τη σκέψη της να πάψει για λιγάκι, να την αφήσει να ξεκουραστεί για να γεμίσει πάλι ερωτήματα που θα ‘ψαχναν καινούριες απαντήσεις. Ίσως και να ‘χε βαρεθεί τον ίδιο συνομιλητή που είχε τόση ώρα. Εμένα. Ίσως και να ‘πρεπε απλά να φύγει… Ίσως… Όμως δεν έφυγε. Με κοίταξε στοχαστικά, το ίδιο διαπεραστικά, όμως λιγάκι διαφορετικά αυτή τη φορά. Έμοιαζε σαν να μάντευε το μέσα βλέμμα μου. Τη σκέψη μου και τη ψυχή μου. «Θέλεις να μάθεις γιατί ρωτάω τόσο συχνά ε;» ψιθύρισε. Εγώ μονάχα χαμογέλασα συγκαταβατικά και άφησα ένα δάκρυ μου να πέσει κάτω, μην μπορώντας καθόλου να το συγκρατήσω. Τώρα θα έδινε Εκείνη την απάντηση σε ένα δικό μου ερώτημα. Δεν ξέρω αν θα ήτανε σωστή ή λανθασμένη. Ούτε και είχε σημασία. Ο λόγος της αντήχησε πιο δυνατά από τον ήχο της φωνής της σκέψης μου και δίχως να μ’ αφήσει περιθώριο για περαιτέρω συνειρμούς στοχαστικούς κι αλλοιωμένες εικασίες απ’ το χρόνο, με κοίταξε και είπε. «Εγώ δεν γνώρισα Πατέρα. Αυτό φταίει». Αμέσως βύθισε το βλέμμα μου σε μια ψυχρή και απόκοσμη αίθουσα σαν απ’ αυτές που συναντά κανείς στο  δικαστήριο. Γύρω μου οι περαστικοί χρίστηκαν ένορκοι μπροστά σε μια κατάθεση ψυχής κι εκείνη στύλωσε το βλέμμα στο κενό μπροστά μου στην ευθεία, απολογούμενη για μια ζωή γεμάτη απορίες. Συνέχισε να μου μιλά χωρίς να θέλει να φανεί πως είχε αρχίσει μέσα της βαθιά να συγκινείται. «Βλέπεις ετούτα τα παιδιά που παίζουν στην πλατεία; Καθένα έχει έναν Πατέρα που απαντάει στα πιο μικρά και πιο μεγάλα ερωτήματα που βγάζουν απ’ τη σκέψη τους. Κάτι θα δουν… στα πρόσωπα, στα μέρη, στις ψυχές, και τότε θα ρωτήσουν. Εγώ… κι αν ρώτησα γιατί, ποτέ δεν πήρα μια απάντηση. Δεν γνώρισα βλέπεις Πατέρα! Μόνο μητέρα. Αλλά κι εκείνη πέθανε νωρίς…» Έτσι μου είπε και δάκρυσε. Ύστερα πέρασε μέσα απ’ το βλέμμα της το όραμά της, σ’ εκείνο του δικού μου βλέμματος και σαν ταινία ξεδιπλώθηκε μπροστά μου, η παρακμή που τώρα στοίχειωνε τύψεις μιας άλλης εποχής, που έμοιαζε τόσο πολύ με τη δική μου. Το τελευταίο σκηνικό. Η τελευταία πράξη κι η απορία σφραγισμένη στο φάκελο της ετυμηγορίας των θεατών της.

Ήταν πολύ μικρή και φοβισμένη για να ζήσει μοναχή της στο χωριό. Μέσα της  πάλευε με την ορφάνια και την αδικία και πάλι για να βρει αλήθεια. Πήρε αγκαλιά τα μαξιλάρια που της είχε ράψει η μάνα της, τη μόνη της παρηγοριά, και δίχως να προβάλλει αντίσταση, τη στείλανε στης πόλης το ορφανοτροφείο. Εκεί δεν βρέθηκε κανείς και πάλι ν’ απαντήσει στα γιατί της. Κι είχε μαζέψει αρκετά απ’ την αρχή… κοιτάζοντας τώρα το τέλος. Ένας σωρός από ξεθωριασμένες απορίες! Ούτε θυμάται αν την πρόσεξε ποτέ κανένας πιο μετά... κάπου στο ενδιάμεσο, εκεί που χάνεται το βλέμμα στο ουδέτερο της επαφής με τις στιγμές, με τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, τις σκέψεις, τις ψυχές. Ξάπλωνε πάνω στα ολοκέντητα, σημαδεμένα μαξιλάρια της σιωπής, μιας μητρικής και τρυφερής ονειροπόλησης και στοχαζόταν… Εκεί σε μια γωνιά που είχε ποτίσει από δάκρυα παιδικά, αγνά, ψυχών λησμονημένων από Θεούς και Δαίμονες. Και νοσταλγούσε… και κατέγραφε με πένθιμο ρυθμό απορίες νεκρών και ζωντανών, ονείρων και εφιαλτών, καρτερικά προσμένοντας να πάρουν απαντήσεις. Και τώρα είχε μαζέψει τόσα ερωτηματικά στο κεφάλι της, τόσα αινίγματα που έπρεπε να πάρουν λύσεις! Όμως θα έπαιρναν, αργά η γρήγορα. Κι αυτή που γνώριζε καλά το μέσα της, ήξερε… πως θα έπαιρναν.


«Ας είναι!» ψέλλισε καθώς μου γύρισε την πλάτη κι ετοιμαζόταν να χαθεί σ’ εκείνη τη λοξή στροφή του δρόμου. «Ευλογημένα! Ευλογημένα!» φώναξε, κι έκανε το σταυρό της τρεις φορές. Ευλογημένος ο Κύριος!»

Αυτό είπε και προσπέρασε, χαμένη στη ματιά του κόσμου που έμοιαζε τόσο δικός της όσο και εχθρικός, σε μια πορεία τόσο επαναλαμβανόμενη, μα ποτέ ίδια. Για κανέναν. «Ούτε από μένα πήρε απάντηση.» Σκέφτηκα και ταράχτηκα για λίγο. Έμοιαζε να μην ήθελε να πάρει. Μάλλον να δώσει είχε σκοπό. Να επιλέξει το πιο κατάλληλο βλέμμα του πλήθους και σαν εξόριστος από καιρό να εκπληρώσει αυτό που ήταν καθήκον του, παλεύοντας τα κύματα ενός φουρτουνιασμένου χρόνου. Να διηγείται αυτά που έζησε ξορκίζοντας μία κατάρα που επέλεξε η μοίρα να της στείλει. Σε λίγο θα άρχιζε και πάλι να αναζητά το ίδιο βλέμμα, και σύντομα θα ξεκινούσε να παραμιλά πλάι σε κάποιον άλλον μαγεμένο ακροατή ρωτώντας πιθανόν τα ίδια. Ζητώντας την απάντηση που ίσως ποτέ δεν πήρε, γιατί μπορεί και να μην έπρεπε να πάρει τελικά. Σε μια πορεία που ξετύλιγε μ’ αλήθεια όταν ξυπνούσε το πρωί, θα ‘ψαχνε λύσεις για το αίνιγμα και για την άδικη κατάρα. Και θα ‘ταν σαν να μην ήταν εκεί. Φτάνει που γνώριζε καλά το μέσα της… και θα ήταν εκεί. Σε λίγο θα ‘ψαχνε να βρει το τέλος της, το τέλος ενός πρώτου κύκλου αποριών που με το κλείσιμο μίας φθαρμένης από ερωτήματα αυλαίας, θα ακολουθούσε το πιο οικείο χειροκρότημα. Κι ίσως εκεί… κάπου ανάμεσα στο πλήθος… και να κατάφερνε να συναντήσει το βλέμμα που είχε χριστεί να αναζητά και να μαντεύει. Εκείνο του Πατέρα της… Ενός ερμηνευτή που θα της χάριζε τη σωτηρία. Τον εαυτό της.
Η Άτη Σολέρτη ζει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Εβένινη δίνη" (Περί Τεχνών, 2007).