Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Ο κόσμος με τα μάτια κλειστά (διήγημα) - Νίκος Σουβατζής

Τα παλιά στρατιωτάκια που βρέθηκαν στο πατάρι, γέμιζαν τις τελευταίες μέρες τις άδειες ώρες τους. Μια γραμμή από κιμωλία στο πάτωμα παρίστανε τα σύνορα. Πολεμικές ιαχές, διαταγές, επιθέσεις και οπισθοχωρήσεις, σκοτωμοί, τραυματισμοί και βολές πυροβόλων τάραζαν την ησυχία του σαλονιού. Ώσπου κουράστηκαν να παίζουν με σοβαρά πράγματα. Έσβησαν τη γραμμή στο πάτωμα. Έβγαλαν τις στολές απ' τους στρατιώτες τους για να μην ξεχωρίζουν. Τους σκόρπισαν σε όλα τα σημεία που λίγο πριν ήταν πεδίο μάχης.
Δεν ήταν πια αναλώσιμο υλικό αλλά άνθρωποι. Με ανάγκες, με επιθυμίες και συναισθήματα. Με όλα αυτά που κάνουν τον άνθρωπο να νιώθει άνθρωπος. Έκλεισαν τα μάτια και προσπάθησαν να φανταστούν τον κόσμο διαφορετικό. Για λίγες στιγμές ο παππούς τους δεν είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, αλλά ήταν ακόμη μαζί τους και τους έλεγε ιστορίες της νιότης του τα βράδια. Τον προπάππου τους δεν τον είχαν διώξει απ' την πατρίδα του και δεν είχε πεθάνει λίγα χρόνια μετά απ' τον καημό του, αλλά ζούσε ακόμη και πότιζε τις τριανταφυλλιές του. Τον αδελφό τους δεν τον είχαν βρει ένα παγωμένο πρωί με μια σφαίρα στην καρδιά σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο, αλλά ήταν κοντά τους και τους πήγαινε κάθε Κυριακή στο λούνα παρκ. Η γιαγιά τους δε φοβόταν να μιλήσει τη γλώσσα της.
Δεν υπήρχαν άνθρωποι που περπατούσαν κυνηγημένοι μέρες ολόκληρες ψάχνοντας έναν τόπο να ριζώσουν. Τα παιδιά που αντί να πηγαίνουν σχολείο έτρεχαν πεινασμένα να γλιτώσουν απ' τις βόμβες, ήταν ένας εφιάλτης απ' τον οποίο είχαν ξυπνήσει. Ο γείτονας που έσερνε το σακατεμένο του πόδι βλαστημώντας την ώρα που τον έστειλαν να σκοτώσει, τους καλημέριζε χαρούμενος. Ο συμμαθητής τους που καθόταν πάντα μόνος στα διαλείμματα και έσκυβε το κεφάλι όταν τον ρωτούσαν γιατί οι γονείς του δεν έρχονται στις γιορτές του σχολείου, ήταν φίλος τους Δεν υπήρχαν μάνες που περίμεναν μια ζωή απάντηση σε ένα κιτρινισμένο γράμμα. Δεν υπήρχαν παιδιά που το μόνο που είχαν για να θυμούνται τον πατέρα τους ήταν ένα ψυχρό στρατιωτικό έγγραφο. Στις πλατείες δεν υπήρχαν χαρτόκουτα που έκρυβαν μέσα ανθρώπινες τραγωδίες. Στους τοίχους δεν υπήρχαν σημάδια από σφαίρες αλλά μόνο παιδικές ζωγραφιές. Καραβάκια που αρμενίζουν στο πέλαγος και δάση με πολύχρωμα δέντρα. Δεν υπήρχαν άψυχα κορμιά που περιμένουν να αναγνωριστούν απ' τους δικούς τους, για να ησυχάσουν οι ψυχές που τα είχαν εγκαταλείψει.
Οι άνθρωποι που όταν άκουγαν τον ήχο των αεροπλάνων έτρεχαν να κρυφτούν στα καταφύγια, τώρα ακούγοντας αυτό τον ήχο ονειρεύονταν ταξίδια σε τόπους μακρινούς. Δεν υπήρχαν πόλεις χωρισμένες στα δύο. Η φωτιά και οι εκκωφαντικοί κρότοι δεν είχαν θέση στα νυχτερινά όνειρα. Ο φόβος δε σερνόταν στους έρημους δρόμους κατεστραμμένων πόλεων και οι άνθρωποι κοιτάζονταν στα μάτια. Όλοι οι αδικοχαμένοι συγγενείς που βλέπανε στις φωτογραφίες κάθονταν σε ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι. Δεν υπήρχαν γκρεμισμένα σπίτια, καμμένα χωριά, νάρκες και συρματοπλέγματα. Τα όπλα ήταν στα μουσεία και ο πόλεμος σχήμα λόγου. Τώρα πια φοβόντουσαν να ανοίξουν τα μάτια. Έδωσαν μια υπόσχεση. Να κρατήσουν για πάντα μέσα τους τις εικόνες που είδαν με τα μάτια κλειστά, για να μην ξεχνάνε πως γεννήθηκαν άνθρωποι.

O Nίκος Σουβατζής γεννήθηκε στο Βερολίνο.