Top menu

Η τελευταία σκηνή και το φινάλε του "Γυάλινου Κόσμου"

Tennessee Williams

O Γυάλινος Κόσμος
ένα Έργο Μνήμης

 

Μεταφράζει ο Δημήτρης Τσεκούρας, συγγραφέας - μεταφραστής

Η παρούσα απόδοση - μετάφραση του έργου βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο κείμενο της πρώτης έκδοσης (New York: Random House 1945). Επίσης, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προσθήκες - παραλλαγές στους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες της πρώτης παράστασης του έργου στη Νέα Υόρκη. Το περιοδικό Vakxikon.gr, δημοσιεύει ολόκληρη τη μετάφραση του έργου από τον γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή ανά σκηνή. Ακολουθεί το έβδομο μέρος των δημοσιεύσεων - Σκηνή 7 α', β' και γ' / Φινάλε. [Προηγούμενα: Σκηνή 1 | Σκηνή 2 | Σκηνή 3 | Σκηνή 4 | Σκηνή 5 | Σκηνή 6]

 

ΣΚΗΝΗ 7 - α

 

ΤΖΙΜ

Είστε καλά, κύριε Γλόμπε;

(λεζάντα στην οθόνη: «Διακοπή δημόσιας υπηρεσίας»)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(γελάει νευρικά)

Κύριε Ο’ Κόνορ, ξέρετε φαντάζομαι πού βρισκόταν ο Μωυσής όταν έσβησαν τα φώτα.

 

ΤΖΙΜ

Για πείτε μου, κυρία μου.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Στο σκοτάδι!

(ο Τζιμ γελάει)

Να μην κουνηθεί κανείς παρακαλώ. Θα ανάψουμε τα κεριά. Ένα σπίρτο μόνο. Μπορεί κάποιος κύριος να μου δώσει ένα σπίρτο;

 

ΤΖΙΜ

Ορίστε.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Σας ευχαριστώ, καλέ μου κύριε.

 

ΤΖΙΜ

Παρακαλώ, κυρία μου.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(ανάβει τα κεριά)

Θα κάηκε η ασφάλεια μάλλον. Κύριε Ο’ Κόνορ, μπορείτε σας παρακαλώ να ελέγξετε τις ασφάλειες; Εγώ αδυνατώ και ο Τομ στα ηλεκτρολογικά είναι σκέτη απελπισία.

 

ΤΖΙΜ

(γελάει)

Πού είναι ο πίνακας;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Πάνω απ’ τον φούρνο. Για ρίχτε μια ματιά, σας παρακαλώ.

 

ΤΖΙΜ

Μισό λεπτό!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Παράξενο πράγμα ο ηλεκτρισμός! Θαρρώ πως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν που τον ανακάλυψε όταν, ένα βροχερό απόγευμα, πήγε και κρέμασε ένα κλειδί πάνω σε έναν χαρταετό. Είναι φοβερό το πόσο μυστηριώδες είναι το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε! Λένε βέβαια ότι η επιστήμη μπορεί και λύνει όλα τα προβλήματα. Εγώ από την άλλη νομίζω ότι η επιστήμη δημιουργεί ακόμη περισσότερα.

Κύριε Ο’ Κόνορ, όλα εντάξει;

 

ΤΖΙΜ

Οι ασφάλειες είναι όλες μια χαρά.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τόοομ!

 

ΤΟΜ

Ναι, μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τον λογαριασμό του ηλεκτρικού που σου έδωσα τις προάλλες, τι τον έκανες;;;

Δεν φαντάζομαι να ξέχασες να τον πληρώσεις, Τομ!

 

ΤΟΜ

Όχι… δηλαδή…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ω Θεέ μου, έπρεπε να το φανταστώ!

 

ΤΖΙΜ

Απ’ ό,τι φαίνεται, κυρία Γουίνγκφιλντ, ο Σαίξπηρ κάποιο ποίημα θα έγραφε πάνω στο λογαριασμό και… ξεχάστηκε.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Εγώ φταίω που τον εμπιστεύτηκα!

 

ΤΖΙΜ

Για φανταστείτε όμως το ποίημα να κερδίσει κάποιο βραβείο!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι, αλλά απόψεθα πρέπει να περάσουμε την υπόλοιπη βραδιά μας στον δέκατο ένατο αιώνα!

 

ΤΖΙΜ

Δεν ξέρω εσείς, εγώ πάντως το φως το κεριών το αγαπάω πάρα πολύ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Εσείς είστε πολύ ρομαντικός, κύριε Ο’ Κόνορ, αλλά ο Τομ είναι εντελώς αδικαιολόγητος!

Πάλι καλά να λέμε που προλάβαμε και τελειώσαμε το φαγητό μας.

Και πολύ ευγενικό ασφαλώς εκ μέρους της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρικού που μας επέτρεψε να δειπνήσουμε πριν βυθιστούμε στο αιώνιο σκοτάδι. Τι λέτε κι εσείς, κύριε Ο’ Κόνορ;

(ο Τζιμ γελάει)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Όσο για σένα, Τομ, η τιμωρία σου είναι ότι θα με βοηθήσεις να σηκώσουμε τα πιάτα.

 

ΤΖΙΜ

Θα μου επιτρέψετε να σας βοηθήσω εγώ, κυρία Γουίνγκφιλντ;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό να το βγάλετε από το μυαλό σας.

 

ΤΖΙΜ

Μα γιατί; Να φανώ κι εγώ χρήσιμος σε κάτι.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(με υπερβολικό τόνο)

Να φανείτε χρήσιμος σε κάτι;

Κύριε Ο’ Κόνορ, θα πρέπει να ξέρετε ότι εδώ και χρόνια κανένας δεν με έκανε να διασκεδάσω τόσο όσο εσείς!Κανένας!

 

ΤΖΙΜ

Μήπως είστε λιγάκι υπερβολική, κυρία Γουίνγκφιλντ;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Καθόλου!

(παύση)

Μήπως να πάτε να κάνετε λίγη συντροφιά στη μικρή μας Λώρα που είναι μόνη της στο σαλόνι; Μπορώ να σας δώσω μάλιστα κι αυτό το πανέμορφο παλιό κηροπήγιο το οποίο βρισκόταν κάποτε στον ιερό ναό της Αγίας Αναπαύσεως. Ο θρύλος λέει ότι ο ναός χτυπήθηκε από κεραυνό και κάηκε επειδή άκουσονάκουσον! οι πιστοί τον είχαν μετατρέψει από Οίκο του Κυρίου σε Οίκο… Χαρτοπαιγνίου!

(ο Τζιμ γελάει)

Κι αν θέλετε, δώστε και λίγο κρασάκι στη μικρή μου. Σίγουρα θα της κάνει καλό!

(του δίνει το κηροπήγιο κι ένα ποτήρι κρασί)

Είστε σίγουρος ότι μπορείτε να τα κρατήσετε και τα δύο στα χέρια σας;

 

ΤΖΙΜ

Μα είμαι ο Σούπερμαν!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τόοομ! Φόρα μια ποδιά κι έλα εδώ γρήγορα!

(ο Τζιμ αποχωρεί, στο ένα χέρι το κηροπήγιο, στο άλλο ένα ποτήρι κρασί, πηγαίνει στη Λώρα, η Λώρα, καθώς πλησιάζει ο Τζιμ, γίνεται κάπως νευρική)

(λεζάντα στην οθόνη: «Με θυμάστε άραγε καθόλου;)

 

ΤΖΙΜ

Γειά σου, Λώρα.

 

ΛΩΡΑ

(ξεψυχισμένα)

Γεια.

 

ΤΖΙΜ

Νιώθεις λίγο καλύτερα;

 

ΛΩΡΑ

Ναι. Ευχαριστώ.

 

ΤΖΙΜ

Αυτό το κρασάκι είναι για σένα.

(της το προσφέρει με πολύ μεγάλη ευγένεια)

 

ΛΩΡΑ

Ευχαριστώ.

 

ΤΖΙΜ

(χαμογελάει)

Με προσοχή όμως. Μη μεθύσεις!

Δεν μου λες, το κηροπήγιο πού να το βάλουμε;

 

ΛΩΡΑ

Ό… όπου  θέλετε.

 

ΤΖΙΜ

Λοιπόν, νομίζω ότι εδώ… στο πάτωμα είναι ό,τι πρέπει. Τι λες κι εσύ;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Θα βάλω και μια εφημερίδα να μην στάζουν τα κεριά και θα καθίσω στο πάτωμα. Μου αρέσει πολύ να κάθομαι στο πάτωμα. Δεν σε πειράζει, Λώρα, ε;

 

ΛΩΡΑ

Καθόλου.

 

ΤΖΙΜ

Μου δίνεις ένα μαξιλάρι, σε παρακαλώ;

 

ΛΩΡΑ

Τι;

 

ΤΖΙΜ

Ένα μαξιλάρι.

 

ΛΩΡΑ

Ασφαλώς.

(του δίνει ένα με μια γρήγορη, νευρική κίνηση)

 

ΤΖΙΜ

Εσένα δεν σου αρέσει να κάθεσαι στο πάτωμα, Λώρα;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Γιατί δεν κάθεσαι λοιπόν; Πάρε ένα μαξιλάρι κι έλα!

(η Λώρα παίρνει ένα μαξιλάρι και κάθεται κι αυτή στο πάτωμα απέναντι από τον Τομ, ανάμεσά τους το κηροπήγιο, ο Τζιμ σταυρώνει τα πόδια του, είναι χαμογελαστός)

 

ΤΖΙΜ

Μόλις που σε βλέπω εκεί που κάθεσαι.

 

ΛΩΡΑ

Εγώ σας βλέπω καθαρά.

 

ΤΖΙΜ

Δεν είναι δίκαιο όμως αυτό! Όλα τα φώτα επάνω μου;!

(η Λώρα φέρνει το μαξιλάρι της πιο κοντά)

Τώρα μάλιστα! Τώρα σε βλέπω κι εγώ καθαρά! Κάθεσαι άνετα;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Κι εγώ. Πιο άνετα δεν γίνεται.

(παύση)

Θέλεις μια τσίχλα;

 

ΛΩΡΑ

Όχι. Ευχαριστώ.

 

ΤΖΙΜ

(ενώ ξεδιπλώνει το χαρτάκι με την τσίχλα)

Φαντάσου, Λώρα, τι περιουσία θα έκανε αυτός ο άνθρωπος που εφηύρε την τσίχλα!

(η Λώρα τον κοιτάζει άφωνη, παύση)

Μήπως τυχόν, Λώρα, είδες την έκθεση «Ο Αιώνας της Προόδου»; Εξαιρετική έκθεση! Ούτε που φαντάζεσαι πώς θα είναι στο μέλλον η Αμερική. Ακόμη καλύτερη από τώρα!

(η Λώρα εξακολουθεί να τον κοιτάζει σιωπηλή, παύση)

Ο Τομ μού είπε ότι είσαι λίγο… ντροπαλή. Είναι αλήθεια, Λώρα, αυτό;

 

ΛΩΡΑ

Δεν… δεν ξέρω.

 

ΤΖΙΜ

Εγώ ξέρεις τι νομίζω, Λώρα; Νομίζω απλά ότι είσαι ένα κορίτσι από άλλη εποχή.

 

ΛΩΡΑ

(βιαστικά και αμήχανα)

Κύριε Ο’ Κόνορ, πείτε μου κάτι, σας παρακαλώ.

 

ΤΖΙΜ

Τι;

 

ΛΩΡΑ

Τραγουδάτε ακόμα;

 

ΤΖΙΜ

Εγώ;

 

ΛΩΡΑ

Τραγουδούσατε τόσο ωραία!...

 

ΤΖΙΜ

Εγώ;

 

ΛΩΡΑ

Σας έχω ακούσει πολλές φορές να τραγουδάτε!

Εσείς νομίζω… νομίζω δεν με θυμάστε καθόλου.

 

ΤΖΙΜ

(με απορία)

Ξέρεις, Λώρα, όταν μας άνοιξες την πόρτα, η εικόνα σου κάτι μου θύμισε. Σαν να σε ήξερα από κάπου. Και το ακόμη πιο παράξενο είναι ότι την εικόνα σου δεν μπορούσα να τη συνδυάσω ακριβώς με όνομα… αλλά με κάτι άλλο… κάτι άλλο μου ήρθε στο μυαλό… κάτι σαν…

 

ΛΩΡΑ

Μπλε Ίριδα.

 

ΤΖΙΜ

(χαρούμενος)

Θεέ μου, ναι! Μπλε Ίριδα! Αυτό πήγαινε να βγει από το στόμα μου αλλά… είναι φοβερά τα παιχνίδια που παίζει η Μνήμη! Ήταν αδύνατον να σε συνδέσω με το σχολείο κι ούτε καν ήξερα ότι είσαι αδερφή του Σαίξπηρ! Λώρα, σου ζητώ πραγματικά συγγνώμη!

 

ΛΩΡΑ

Μα είναι απολύτως φυσικό. Με γνωρίζατε ελάχιστα!

 

ΤΖΙΜ

Όλο και μιλούσαμε όμως καμιά φορά, έτσι δεν είναι;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Εσύ πότε με αναγνώρισες;

 

ΛΩΡΑ

Αμέσως!

 

ΤΖΙΜ

Αμέσως μόλις μπήκα στο σπίτι;

 

ΛΩΡΑ

Όταν άκουσα από τον Τομ το όνομά σας, σκέφθηκα ότι είναι πολύ πιθανό να είστε εσείς. Το ήξερα ότι ο Τομ σάς γνώριζε από το σχολείο. Αλλά μετά… όταν άνοιξα την πόρτα και σας είδα μπροστά μου… ε τότε σιγουρεύτηκα εντελώς.

 

ΤΖΙΜ

Και γιατί δεν είπες τίποτα;

 

ΛΩΡΑ

Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ!

 

ΤΖΙΜ

Φοβερή σύμπτωση πάντως! Αστείο δεν είναι;

 

ΛΩΡΑ

Ναι, δηλαδή…

 

ΤΖΙΜ

Ήμασταν και σ’ ένα μάθημα μαζί, ναι;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Σε ποιο;

 

ΛΩΡΑ

Ήμασταν μαζί στη χορωδία!

(ο Τζιμ δείχνει εντελώς έκπληκτος)

Καθόμασταν στην ίδια ακριβώς σειρά στο αμφιθέατρο. Μας χώριζε μόνο ένας διάδρομος. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή.

 

ΤΖΙΜ

Ναι! Τώρα θυμάμαι! Και ερχόσουν πάντα τελευταία.

 

ΛΩΡΑ

Μου ήταν τόσο δύσκολο να ανέβω τα σκαλιά. Κι είχα κι αυτά τα σίδερα στο πόδι μου. Κάνανε τόσο πολύ θόρυβο.

 

ΤΖΙΜ

Εγώ πάντως δεν άκουσα ποτέ το παραμικρό.

 

ΛΩΡΑ

(βυθισμένη στην ανάμνηση)

Αυτά τα σίδερα στο πόδι μου κάνανε φριχτό θόρυβο… Ήταν σαν κεραυνός.

 

ΤΖΙΜ

Ούτε που το κατάλαβα ποτέ.

 

ΛΩΡΑ

Χώρια οι υπόλοιποι μαθητές που κάθονταν ήδη στις θέσεις τους.

Κι εγώ… εγώ έπρεπε να περπατήσω μπροστά απ’ όλους σχεδόν κι έπρεπε να ανέβω τα σκαλιά με όλα αυτά τα μάτια επάνω μου…

 

ΤΖΙΜ

Μα δεν έπρεπε να το σκέφτεσαι, Λώρα.

 

ΛΩΡΑ

Κι ούτε που φαντάζεστε πόση ανακούφιση αισθανόμουν όταν κάποια στιγμή άρχιζε επιτέλους το τραγούδι.

 

ΤΖΙΜ

Είναι φοβερό! Τώρα τα θυμάμαι όλα πεντακάθαρα.

Όμως, για πες μου, γιατί σε φώναζα «Μπλε Ίριδα»;

 

ΛΩΡΑ

Είχα λείψει κάποιες μέρες από το σχολείο, ήμουν άρρωστη, και μετά, όταν με είδατε από μακριά και με ρωτήσατε τι είχε συμβεί, εγώ σας απάντησα «τίποτα, μια απλή πλευρίτιδα», αλλά εσείς μάλλον ακούσατε «Μπλε Ίριδα», κι από τότε έμεινε… και κάθε φορά που με βλέπατε με φωνάζατε «Μπλε Ίριδα».

 

ΤΖΙΜ

Εύχομαι να μην σε ενοχλούσε.

 

ΛΩΡΑ

Ω όχι, κάθε άλλο, μου άρεσε πολύ! Βλέπετε, δεν γνώριζα και πολλούς ανθρώπους…

 

ΤΖΙΜ

Ναι, το θυμάμαι, ήσουν κάπως… μοναχική.

 

ΛΩΡΑ

Η αλήθεια είναι ότι δεν τα πήγαινα και πολύ καλά με τις… φιλίες.

 

ΤΖΙΜ

Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί.

 

ΛΩΡΑ

Δεν ξέρω… σαν να υπήρχε πάντα ένα εμπόδιο από την αρχή…

 

ΤΖΙΜ

Μήπως επειδή

 

ΛΩΡΑ

Ναι!, αυτό έμπαινε πάντοτε ανάμεσα σε μένα και

 

ΤΖΙΜ

Κακώς που το άφηνες, Λώρα!

 

ΛΩΡΑ

Δεν μπορούσα. Αυτό ήταν πάντοτε εκεί.

 

ΤΖΙΜ

Ήσουν τόσο ντροπαλή!

 

ΛΩΡΑ

Προσπαθούσα… αλλά δεν… δεν κατάφερνα

 

ΤΖΙΜ

Να το ξεπεράσεις;

 

ΛΩΡΑ

Ήταν εντελώς αδύνατον!

 

ΤΖΙΜ

Το θέμα με την ντροπή είναι ότι θέλει… θέλει σιγά σιγά… παίρνει λίγο καιρό…

 

ΛΩΡΑ

(πολύ θλιμμένη)

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

(τρυφερά)

Ξέρεις, Λώρα, οι άνθρωποι δεν είναι και τόσο φοβεροί, άμα τους γνωρίσεις. Κι επίσης, όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο πρόβλημα. Εσύ έχεις πλάσει μάλλον στο μυαλό σου ότι μόνο εσύ έχεις κάποιο πρόβλημα, νομίζεις ότι μόνο εσύ είσαι απογοητευμένη. Όμως δεν είναι έτσι. Κοίτα λίγο γύρω σου και θα δεις ένα σωρό ανθρώπους που νιώθουν απογοητευμένοι όπως κι εσύ. Να!, ας πούμε, πάρε εμένα για παράδειγμα. Όταν ήμουν στο σχολείο, πίστευα ότι αργότερα θα καταφέρω ένα σωρό πράγματα… ότι θα καταφέρω πολύ περισσότερα από όσα έχω καταφέρει μέχρι σήμερα… έξι χρόνια μετά. Αλήθεια, θυμάσαι μήπως ένα επαινετικό άρθρο που είχανε γράψει για μένα στον Πυρσό;

 

ΛΩΡΑ

Ναι!

(σηκώνεται και πάει προς το τραπέζι)

 

ΤΖΙΜ

«Ό,τι κι αν κάνει, είναι καταδικασμένος να πετύχει!», έτσι έλεγε το άρθρο.

(η Λώρα επιστρέφει με τον Πυρσό στο χέρι)

 

ΤΖΙΜ

(άναυδος)

Ο Πυρσός!

(παίρνει το περιοδικό στα χέρια του με σεβασμό, η Λώρα κάθεται δίπλα του κι αρχίζουν να ξεφυλλίζουν μαζί το περιοδικό, σταδιακά η Λώρα σαν να ζωντανεύει)

 

ΣΚΗΝΗ 7 - β

 

ΛΩΡΑ

Για κοίτα εδώ! Είσαι στους Πειρατές της Πενζάνς!

 

ΤΖΙΜ

Ήμουν ο βαρύτονος.

 

ΛΩΡΑ

Ήσουν πολύ καλός!

 

ΤΖΙΜ

Με είχες ακούσει;

 

ΛΩΡΑ

Και τις τρεις φορές!

 

ΤΖΙΜ

(έκπληκτος)

Και στις τρεις παραστάσεις;

 

ΛΩΡΑ

(χαμηλώνει το βλέμμα της)

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Γιατί;

 

ΛΩΡΑ

Ήθελα να μου υπογράψετε ένα… αυτόγραφο… στο πε…

(βγάζει το πρόγραμμα από το τελευταίο φύλλο του περιοδικού και του το δείχνει)

να!, εδώ είναι το πρόγραμμα της παράστασης.

 

ΤΖΙΜ

Και γιατί δεν μου το ζήτησες;

 

ΛΩΡΑ

Ω, μα ήσασταν πάντοτε τριγυρισμένος από πολύ κόσμο… από τους φίλους σας… ποτέ δεν κατάφερα να βρω την ευκαιρία.

 

ΤΖΙΜ

Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να

 

ΛΩΡΑ

Φοβόμουν πως θα νομίζατε ότι

 

ΤΖΙΜ

Ότι τι;

 

ΛΩΡΑ

Ήσασταν τόσο πολύ δημοφιλής!

 

ΤΖΙΜ

(αναπολεί με απόλαυση)

Εκείνο τον καιρό με πολιορκούσαν ένα σωρό κορίτσια.

 

ΛΩΡΑ

Κι είχατε έναν τόσο φιλικό τρόπο να

 

ΤΖΙΜ

Η αλήθεια είναι ότι με είχαν κακομάθει στο σχολείο.

 

ΛΩΡΑ

Όλοι σας αγαπούσαν!

 

ΤΖΙΜ

Κι εσύ;

 

ΛΩΡΑ

Εγώ… ναι… δεν ξέρω…

(κλείνει απαλά το περιοδικό)

 

ΤΖΙΜ

Κάλλιο αργά… Δώσε μου το πρόγραμμα, Λώρα, σε παρακαλώ.

(η Λώρα του το δίνει, ο Τζιμ υπογράφει με θεατρικότητα)

Ορίστε!

(η Λώρα το κοιτάζει σαν να μην το πιστεύει)

Η υπογραφή μου, βέβαια, δεν αξίζει και πολλά αυτή τη στιγμή. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Ίσως μια μέρα… Ξέρεις, Λώρα, είμαι απογοητευμένος αλλά δεν το βάζω κάτω. Μόνο είκοσι τριών χρονών είμαι άλλωστε. Εσύ πόσο είσαι;

 

ΛΩΡΑ

Τον Ιούνιο κλείνω τα είκοσι τέσσερα.

 

ΤΖΙΜ

Ε δεν είσαι καθόλου μεγάλη!

 

ΛΩΡΑ

Όχι, αλλά

 

ΤΖΙΜ

Το τελείωσες το γυμνάσιο;

 

ΛΩΡΑ

Πήρα κακούς βαθμούς στις τελικές εξετάσεις και μετά… μετά δεν πήγα να ξαναδώσω.

(παύση, σηκώνεται και ξαναβάζει το πρόγραμμα στο τραπέζι, η φωνή της κάπως πνιγμένη)

Αλήθεια, τι κάνει η… η ΈμιλυΜέιζενμπαχ;

 

ΤΖΙΜ

Πού τη θυμήθηκες αυτή την ελαφρόμυαλη τώρα;

 

ΛΩΡΑ

Μα γιατί το λέτε αυτό; Δεν… δεν βγαίνετε πια μαζί;

 

ΤΖΙΜ

Ούτε που την βλέπω.

 

ΛΩΡΑ

Κι όμως… στη στήλη με τα «Προσωπικά» έγραφε ότι είχατε αρραβωνιαστεί.

 

ΤΖΙΜ

Όσο γι’ αυτό… μόνο στη φαντασία της Έμιλυ!

 

ΛΩΡΑ

Ω!

(ο Τζιμ ανάβει τσιγάρο, στηρίζεται αναπαυτικά στους αγκώνες του, η Λώρα παραμένει στο τραπέζι, παίρνει ένα γυάλινο κομμάτι από τη συλλογή της και παίζει με αυτό αμήχανα στα χέρια της)

 

ΤΖΙΜ

Και τι έκανες μετά το σχολείο, Λώρα;

(η Λώρα σαν να μην τον έχει ακούσει, παύση)

Δεν θα μου πεις, Λώρα;

 

ΛΩΡΑ

Τίποτα το ιδιαίτερο.

 

ΤΖΙΜ

Αποκλείεται! Έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια.

 

ΛΩΡΑ

Παρακολούθησα κάποια μαθήματα στην Εμπορική Σχολή.

 

ΤΖΙΜ

Και;

 

ΛΩΡΑ

Τα άφησα… υπέφερα από το στομάχι μου…

 

ΤΖΙΜ

(χαμογελάει πολύ φιλικά)

Και τώρα τι κάνεις;

 

ΛΩΡΑ

Τώρα… τώρα… μη νομίσετε ότι κάθομαι και δεν κάνω τίποτα απολύτως. Έχω τον Γυάλινο Κόσμο μου… είναι η συλλογή μου με τα γυάλινα… ξέρετε πόσο μεγάλη φροντίδα χρειάζεται το γυαλί;

 

ΤΖΙΜ

Το γυαλί;

 

ΛΩΡΑ

Ναι, το γυαλί.

 

ΤΖΙΜ

(κάπως απότομα)

Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με σένα, Λώρα. Νομίζω ότι πάσχεις από αυτό που λένε σύμπλεγμα κατωτερότητας. Δεν εκτιμάς και πολύ τον εαυτό σου. Το είχα κι εγώ αυτό κάποτε. Μέχρι που κατάλαβα ότι είχα κλίση στις επιστήμες, μέχρι που κατάλαβα ότι είμαι κι εγώ ξεχωριστός σε κάτι… κι άρχισα να καλλιεργώ και τη φωνή μου και να μαθαίνω «πώς να μιλάω ενώπιον του κοινού»… έχω ένα φίλο μάλιστα που ισχυρίζεται ότι έχω το χάρισμα να μπορώ να αναλύω τους ανθρώπους και να μαντεύω την ψυχολογία τους… (βγάζει την τσίχλα από το στόμα του)… χίλια συγγνώμη, Λώρα, αλλά πάντοτε την πετάω όταν φεύγει το άρωμά της… (βγάζει ένα χαρτάκι από την τσέπη του και τυλίγει την τσίχλα)… είναι φοβερό να πάει και να κολλήσει πάνω σε κάνα παπούτσι (τυλίγει το χαρτάκι, το βάζει στην τσέπη του)… Τι λέγαμε; Α ναι!, αυτό νομίζω λοιπόν ότι είναι το βασικό σου πρόβλημα: Δεν εκτιμάς και πολύ τον εαυτό σου. Σου λείπει η αυτοπεποίθηση, Λώρα. Αυτό έχω καταλάβει τόση ώρα που σε βλέπω. Για παράδειγμα: Όλος αυτός ο Θόρυβος, Λώρα, που νόμιζες ότι έβγαινε από τα… σίδερα στο πόδι σου… μάλλον ήταν μόνο στο μυαλό σου. Είπες πως τρόμαζες να μπεις στην τάξη αλλά κοίτα τι έκανες: Άφησες το σχολείο, αμέλησες τη μόρφωσή σου κι όλα αυτά για έναν… ήχο… για έναν ανύπαρκτο Θόρυβο. Ένα μικρό, ένα ασήμαντο ελαττωματάκι που έχεις, εσύ το διόγκωσες στη φαντασία σου πάρα πολύ (παύση) Θες να σου δώσω μια συμβουλή, Λώρα; Πρέπει να σκεφτείς τον εαυτό σου ανώτερο σε κάτι!

 

ΛΩΡΑ

Σε τι;

 

ΤΖΙΜ

Μα για κοίτα για λίγο γύρω σου, Λώρα. Ένας κόσμος γεμάτος από κοινούς, συνηθισμένους ανθρώπους. Όλοι γεννήθηκαν, όλοι θα πεθάνουν! Ποιος από όλους αυτούς έχει το ένα δέκατο από τα χαρίσματα τα δικά σου ή τα δικά μου;… κάθε άνθρωπος ξεχωρίζει σε κάτι, κάποιοι σε πολλά! (κοιτάζεται σε έναν καθρέφτη, διορθώνει κάπως τη γραβάτα του)… αυτό που οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος είναι να ανακαλύψει σε τι είναι ξεχωριστός,σε τι είναι ανώτερος… Κοίτα εμένα για παράδειγμα: Εκτός από τη δουλειά μου στην αποθήκη, που είναι πολύ υπεύθυνη, παρακολουθώ και μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο, η κλίση μου είναι στην Ηλεκτροδυναμική. Και παράλληλα κάνω και μαθήματα για το «πώς να μιλάω ενώπιον του κοινού»!

 

ΛΩΡΑ

Ω!

 

ΤΖΙΜ

Πιστεύω πολύ στο μέλλον της τηλεόρασης, Λώρα. Και μόλις πάρει επιτέλους μπροστά αυτή η βιομηχανία, είμαι έτοιμος να εκτοξευθώ κι εγώ μαζί της. Γι’ αυτό και ξεκινώ απ’ το ισόγειο! Κι έχω κάνει ήδη και κάποιες πρώτες γνωριμίες! (τα μάτια του λάμπουν) Νούμερο ένα: Γνώση, Νούμερο δύο: Χρήμα, Νούμερο τρία: Ε-ξου-σί-α! Ιδού η συμπύκνωση της Δημοκρατίας!

(η Λώρα τον κοιτάζει με δέος)

Σου φαίνομαι φαντασμένος, ε;

 

ΛΩΡΑ

Όχι, εγώ δεν…

 

ΤΖΙΜ

Πες μου για σένα όμως τώρα. Τι είναι αυτό που σε νοιάζει, τι είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο από οτιδήποτε άλλο;

 

ΛΩΡΑ

Μα σας είπα… η συλλογή μου με τα γυάλινα.

 

ΤΖΙΜ

Θες να μου εξηγήσεις λίγο;

 

ΛΩΡΑ

Είναι μικρά κομματάκια από γυαλί, σαν στολίδια είναι. Τα πιο πολλά από αυτά είναι κάτι μικροσκοπικά σχεδόν ζωάκια φτιαγμένα από γυαλί. Η μητέρα τα λέει «Ο Γυάλινος Κόσμος». (παίρνει ένα ζωάκι από το τραπέζι) Για δείτε αυτό!, είναι πολύ ηλικιωμένο, σχεδόν δεκατριών ετών… (ο Τζιμ απλώνει το χέρι του)… προσέξτε όμως γιατί αυτός μπορεί να σπάσει και μόνο με την ανάσα σας…

 

ΤΖΙΜ

Καλύτερα να μην τον ακουμπήσω λοιπόν.

Είμαι πολύ αδέξιος με τα εύθραυστα αντικείμενα.

 

ΛΩΡΑ

Όχι, πάρτε τον, σας εμπιστεύομαι. (βάζει με προσοχή το γυάλινο ζωάκι στην παλάμη του Τζιμ) Μόνο να τον κρατάτε πολύ απαλά. Κι αν θέλετε, μπορείτε να τον βάλετε και κάτω από το φως. Λατρεύει το φως! Αστράφτει στο Φως!

 

ΤΖΙΜ

(φέρνει το γυάλινο ζωάκι κάπως πιο κοντά στο φως)

Στ’ αλήθεια αστράφτει!

 

ΛΩΡΑ

Δεν είναι σωστό που το λέω αλλά αυτό το ζωάκι είναι το πιο αγαπημένο μου.

(παρατηρώντας το με προσοχή)

Προσέξατε το κερατάκι στο μέτωπό του; Είναι μονόκερως!

 

ΤΖΙΜ

Μα δεν έχουν εξαφανιστεί οι μονόκεροι σήμερα;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

Ο καημένος μας, θα νιώθει πολλή μοναξιά.

 

ΛΩΡΑ

(χαμογελώντας)

Καθόλου δεν παραπονιέται όμως! Τον έχω στο τραπέζι μαζί με όλα τα υπόλοιπα αλογάκια που δεν έχουν κέρατο κι απ’ ό,τι βλέπω, μια χαρά τα περνούν όλοι μαζί.

 

ΤΖΙΜ

Κι εσύ πώς το ξέρεις;

 

ΛΩΡΑ

Δεν έχω ποτέ να τσακώνονται.

 

ΤΖΙΜ

Αυτό είναι σίγουρα ένας πολύ καλός οιωνός!

(μικρή παύση)

Πού να τον αφήσω;

 

ΛΩΡΑ

Πάνω στο τραπέζι. Όπου θέλετε! Έχω προσέξει ότι τους αρέσει πολύ να αλλάζουν περιβάλλον πού και πού!

 

ΤΖΙΜ

Ωραία λοιπόν.

(τοποθετεί το γυάλινο ζωάκι κάπου επάνω στο τραπέζι, έπειτα σηκώνει τα χέρια του σε έκταση και τα τεντώνει)

Κοίτα πόσο μεγάλη είναι η σκιά μου, Λώρα, όταν τεντώνομαι!

 

ΛΩΡΑ

Μέχρι το ταβάνι!

 

ΤΖΙΜ

Η βροχή σταμάτησε μάλλον.

(πηγαίνοντας προς την πόρτα, την ανοίγει, ακούγεται μια μουσική)

Από πού έρχεται η μουσική;

 

ΛΩΡΑ

Είναι το χορευτικό κέντρο «Ο Παράδεισος».

 

ΤΖΙΜ

Τι λέτε λοιπόν, δεσποινίς Γουίνγκφιλντ; Θα μου χαρίσετε ένα χορό; Ή μήπως είναι ήδη συμπληρωμένος ο κατάλογος των συνοδών σας;

 

ΛΩΡΑ

Μα εγώ δεν…

(μουσική βαλς: Lagolondrina)

 

ΤΖΙΜ

Άκου, Λώρα, άκου, ένα βαλς!

(κάνει μερικούς γύρους μόνος του, έπειτα πηγαίνει και πιάνει τη Λώρα από τα χέρια)

 

ΛΩΡΑ

(φοβισμένη)

Μα εγώ δεν…

 

ΤΖΙΜ

Νάτο πάλι το σύμπλεγμα κατωτερότητας!

 

ΛΩΡΑ

Μα δεν έχω χορέψει ποτέ στη ζωή μου!

 

ΤΖΙΜ

Έλα, σε παρακαλώ!

 

ΛΩΡΑ

Θεέ μου, θα σας πατήσω!

 

ΤΖΙΜ

Μα δεν είμαι από γυαλί!

 

ΛΩΡΑ

Και πώς;… πώς   αρχίζουμε;

 

ΤΖΙΜ

Εσύ σήκωσε λίγο τα χέρια σου κι όλο το άλλο άφησέ το σε μένα.

 

ΛΩΡΑ

Έτσι;

 

ΤΖΙΜ

(την παίρνει στην αγκαλιά του)

Λίγο πιο ψηλά. Έτσι μπράβο! Και σε παρακαλώ πάρα πολύ μη σφίγγεσαι. Χαλαρά!

 

ΛΩΡΑ

(χαμογελάει αλλά είναι σαν να της έχει κοπεί η ανάσα)

Μα είναι τόσο δύσκολο!

 

ΤΖΙΜ

Στηρίξου επάνω μου.

 

ΛΩΡΑ

Μα εγώ δεν μπορώ να… κουνηθώ!

 

ΤΖΙΜ

Μπορείς, Λώρα, μπορείς!

 

ΛΩΡΑ

Μα…

 

ΤΖΙΜ

Άσε ελεύθερο το σώμα σου, Λώρα, και μη σκέφτεσαι!

 

ΛΩΡΑ

Δεν…

 

ΤΖΙΜ

Τα πηγαίνεις περίφημα, Λώρα, έλα… έλα λιγάκι ακόμη…

 

ΛΩΡΑ

Αλήθεια, λέτε;

 

ΤΖΙΜ

Ναι, Λώρα, ναι!

 

ΛΩΡΑ

Θεέ μου!

(ο Τζιμ και η Λώρα στροβιλίζονται σε ένα κάπως αδέξιο βαλς, ξαφνικά σκοντάφτουν στο τραπέζι και το γυάλινο ζωάκι πέφτει στο πάτωμα, σταματούν να χορεύουν)

 

ΤΖΙΜ

(ανήσυχος κάπως, κοιτάζοντας προς το τραπέζι)

Αχ Λώρα, εύχομαι να μην ήταν ο αγαπημένος σου μονόκερως που έπεσε!

 

ΛΩΡΑ

(σκύβει και παρατηρεί το γυάλινο ζωάκι)

Πάει. Έσπασε.

(μικρή παύση)

Αλλά δεν πειράζει. Τώρα θα είναι κι αυτό ίδιο με τα υπόλοιπα.

 

ΤΖΙΜ

Θα με συγχωρήσεις ποτέ, Λώρα;

 

ΛΩΡΑ

Δεν πειράζει. Μπορεί να έγινε και για καλό…

 

ΤΖΙΜ

Μα ήταν το αγαπημένο σου, Λώρα.

 

ΛΩΡΑ

Όχι, όχι, εγώ δεν τα ξεχωρίζω τα ζωάκια μου. Κι έπειτα, όσο και να προσέχει κανείς, το γυαλί είναι τόσο εύθραυστο. (μικρή παύση) Να φανταστείτε, καμιά φορά τα ράφια τραντάζονται και πέφτουν πράγματα από την… κίνηση του δρόμου (μικρή παύση) Δεν πειράζει.

 

ΤΖΙΜ

Λυπάμαι τόσο πολύ που ήμουν εγώ η αιτία!

 

ΛΩΡΑ

(χαμογελάει τρυφερά)

Ξέρετε κάτι; Από σήμερα θα φαντάζομαι ότι… ότι του κάνανε μια εγχείριση, θα φαντάζομαι ότι του αφαίρεσαν το κερατάκι του μόνο και μόνο για να μην… να μην αισθάνεται διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα…

 

ΤΖΙΜ

(γελάει αλλά απότομα το πρόσωπό του σοβαρεύει)

Να σου πω κάτι, Λώρα; Είσαι το πιο διαφορετικό, είσαι το πιο… ιδιαίτερο κορίτσι από όλα τα κορίτσια που έχω γνωρίσει στη ζωή μου! Φαντάζομαι να μην σε πειράζει που σου το λέω. Και πίστεψέ με, το λέω για καλό, Λώρα. Με κάνεις να νιώθω σαν… σαν… δεν μπορώ να βρω τη λέξη, Λώρα. (παύση) Αλήθεια, σου έχει πει ποτέ κανείς ότι είσαι όμορφη; Ναι, είσαι όμορφη, Λώρα. Αλλά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Η ομορφιά σου είναι μια… παράξενη ομορφιά, Λώρα. (παύση) Μακάρι να ήσουν αδερφή μου. Θα σου έκανα μαθήματα αυτοπεποίθησης. Θα σου εξηγούσα ότι, όταν είναι κανείς διαφορετικός, δεν πρέπει να ντρέπεται γι’ αυτό. Αντιθέτως! Όλοι οι άλλοι είναι ίδιοι, Λώρα. Ενώ εσύ είσαι… αλλιώτικη, Λώρα. Είσαι σχεδόν μοναδική. Όλοι οι άλλοι είναι σαν τα αγριόχορτα, Λώρα, που φυτρώνουν παντού. Αλλά εσύ, εσύ είσαι η… μπλε ίριδα…

 

ΛΩΡΑ

Ω! Και σε τι είμαι όμορφη;

 

ΣΚΗΝΗ 7 - γ / Φινάλε

 

ΤΖΙΜ

Στα πάντα, Λώρα. Τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου, όλα! (πιάνει το χέρι της) Και μη σου περάσει από το μυαλό, σε παρακαλώ, ότι όλα αυτά τα λέω επειδή με καλέσατε για φαγητό και πρέπει να φερθώ ευγενικά. Θα μπορούσα να προσποιηθώ και να πω πράγματα που καθόλου δεν τα πιστεύω, όμως όχι, Λώρα. Μαζί σου είμαι απολύτως ειλικρινής! Πριν από λίγο σου έλεγα για αυτό το σύμπλεγμα κατωτερότητας που έχεις. (Μικρή παύση) Και ξέρεις τι νομίζω, Λώρα; Νομίζω ότι κάποιος πρέπει να σου τονώσει λιγάκι την αυτοπεποίθηση, κάποιος πρέπει να σε κάνει να νιώσεις, να πιστέψεις, στον εαυτό σου και να μην ντρέπεσαι καθόλου γι’ αυτόν.

Νομίζω ότι κάποιος πρέπει να σε φιλήσει, Λώρα!

(ο Τζιμ πλησιάζει πολύ κοντά στη Λώρα και την φιλάει απαλά στα χείλη, η Λώρα βυθίζεται στον καναπέ με ένα βλέμμα εντελώς απόκοσμο, ο Τζιμ αμέσως μετά απομακρύνεται, βγάζει από την τσέπη του ένα τσιγάρο, το ανάβει, η Λώρα ανοίγει αργά την παλάμη της μέσα στην οποία υπάρχει ακόμη το γυάλινο ζωάκι που προ ολίγου έσπασε, το κοιτάζει με κάπως ταραγμένη έκφραση, σιωπή)

Συγγνώμη, Λώρα, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό.

Γκάφα. Μέγα λάθος!

(παύση)

Μήπως θέλεις ένα τσιγάρο; Αλλά τι λέω;! Εσύ δεν καπνίζεις.

(από μέσα ακούγεται η Αμάντα να γελάει, η Λώρα κοιτάζει τον Τζιμ χωρίς να μιλάει, άφωνη, ο Τζιμ βήχει, φαίνεται πολύ αμήχανος)

Τι θα έλεγες για μια καραμέλα μέντα;

(η Λώρα δεν απαντά, ο Τζιμ ψαχουλεύει στις τσέπες του, βγάζει από μέσα μια καραμέλα)

Αυτές δεν είναι τσέπες! Είναι σωστό περίπτερο!

(παύση)

Ξέρεις, Λώρα, τον καταλαβαίνω απολύτως τον Τομ. Κι εγώ, αν είχα μια αδερφή σαν εσένα, ακριβώς το ίδιο θα έκανα. Θα καλούσα κάποιον φίλο μου, και δεν εννοώ ασφαλώς τον πρώτο τυχόντα, να τη γνωρίσει! Μόνο που μάλλον έκανε λάθος ο Τομ στην περίπτωσή μου. Εκτός κι αν κάνω εγώ λάθος και δεν με κάλεσε για αυτόν τον λόγο. Κι όχι ότι έχει και καμιά σημασία αυτό! (μικρή παύση) Όμως ξέρεις, Λώρα, δεν μπορώ να ζητήσω το τηλέφωνό σου ούτε να σου υποσχεθώ ότι την άλλη εβδομάδα για παράδειγμα θα σε πάρω για να βγούμε. Το πιο τίμιο, Λώρα, νομίζω πως είναι να σου πω κάποια πράγματα…

(η Λώρα κοιτάζει με προσήλωση το γυάλινο ζωάκι στην παλάμη της, από μέσα ακούγεται και πάλι γέλιο από την Αμάντα)

 

ΛΩΡΑ

Δηλαδή, δεν θα έρθεις ξανά;

 

ΤΖΙΜ

Δεν μπορώ να ξανάρθω, Λώρα. (μικρή παύση) Βγαίνω με μια κοπέλα που τη λένε Μπέτυ. Είναι κι αυτή σαν εσένα, κορίτσι του σπιτιού που λένε… Και ταιριάζουμε σε πολλά. Είναι Καθολική και Ιρλανδέζα. Την γνώρισα ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι, μια νύχτα με πανσέληνο. Κι ήταν αυτό που λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά! (μικρή παύση) Είναι τρομακτική η δύναμη του έρωτα, Λώρα. Αναποδογυρίζει τον Κόσμο. Εμένα με έχει κάνει πραγματικά άλλο άνθρωπο!

(η Λώρα δείχνει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθεί από τον καναπέ)

Η Μπέτυ έπρεπε να πάει να δει μια θεία της που αρρώστησε εντελώς ξαφινικά. Γι’ αυτό κι όταν με κάλεσε ο Τομ, αποδέχθηκα την πρόσκλησή σας. Ιδέα δεν είχα ότι αυτός… εσύ… θέλω να πω…

(ο Τζιμ κάθεται απότομα στον καναπέ, τα κεριά κοντεύουν να σβήσουν, το πρόσωπό της Λώρας εντελώς ανέκφραστο, ο Τζιμ την παρατηρεί αμήχανα)

Μακάρι να μου έλεγες κάτι… έστω μια λέξη.

(η Λώρα δαγκώνει τα χείλια και μετά χαμογελάει στον Τζιμ, πιάνει το χέρι του και βάζει μέσα στην παλάμη του το γυάλινο ζωάκι της, ο Τζιμ είναι εντελώς έκπληκτος)

Τι κάνεις εδώ, Λώρα; Μου… μου το χαρίζεις;

 

ΛΩΡΑ

Για να θυμάσαι.

(η Λώρα πηγαίνει προς το γραμμόφωνο, η Αμάντα μπαίνει σαν σίφουνας στο σαλόνι, κουβαλάει έναν δίσκο που έχει επάνω του μια κανάτα με χυμό αναψυκτικό κι ένα πιάτο με μπισκότα)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Να ‘μαι κι εγώ πάλι!

Καλά αυτός ο αέρας μετά τη βροχή είναι ένα θαύμα! Μούρλια!

Για ελάτε εδώ που σας έφτιαξα και κάτι να πιείτε!

Εσύ, Τζιμ, το ξέρεις το τραγουδάκι με τη λεμονάδα;

(χαρούμενη, το τραγουδάκι έχει ευχάριστη μελωδία)

Λεμονάδα, λεμονάδα

Μοναχή μου περπατώ

Στη φεγγαράδα

Κι η ζωή γλιστράει

Στη χαραμάδα

 

ΤΖΙΜ

(γελάει)

Πρώτη φορά το ακούω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(σοβαρεύει απότομα κοιτάζοντας τη Λώρα, αφήνει τον δίσκο στο τραπέζι)

Λώρα, χρυσό μου, τι σου συμβαίνει; Γιατί είσαι έτσι;

 

ΤΖΙΜ

Η αλήθεια είναι ότι προ ολίγου είχαμε μια σοβαρή συζήτηση.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό είναι πολύ καλό!

 

ΤΖΙΜ

Ε…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Οι νέοι σήμερα είναι πολύ πιο σοβαροί απ’ ό,τι ήμασταν εμείς παλιά. Εγώ θυμάμαι πως ήμουν ένα πολύ χαρούμενο κορίτσι!

 

ΤΖΙΜ

Δεν έχετε αλλάξει και πολύ, κυρία Γουίνγκφιλντ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Η αλήθεια είναι ότι απόψε λόγω της περίστασης έχω ξανανιώσει, κύριε Ο’ Κόνορ! Ας πιούμε στην περίσταση λοιπόν!

(κάνει μια κίνηση να σερβίρει, χύνεται λίγη λεμονάδα)

 

ΤΖΙΜ

Δεν υπήρχε λόγος να μπείτε σε όλον αυτόν τον κόπο, κυρία Γουίνγκφιλντ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Σιγά τον κόπο. Χαρά μου! Πριν από λίγο μάλιστα τον μάλωσα τον Τομ που τόσο καιρό σάς κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Αλλά τώρα που μάθατε τον δρόμο, μπορείτε να μας έρχεστε όσο συχνά θέλετε! (μικρή παύση) Είναι τόσο όμορφο το φεγγάρι απόψε! Διαισθάνομαι μάλιστα ότι μπροστά μας έχουμε ένα σωρό ακόμη απολαυστικά βράδια! (μικρή παύση) Διαισθάνομαι επίσης ότι μάλλον πρέπει να φύγω και πάλι προς την κουζίνα. Να μην σας διακόπτω… μου είπατε, νομίζω, πως είχατε μια σοβαρή συζήτηση με τη Λώρα…

 

ΤΖΙΜ

Όχι, όχι! Εγώ πρέπει να φύγω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Θα αστειεύεστε ασφαλώς! Η βραδιά μόλις ξεκίνησε!

 

ΤΖΙΜ

(αμήχανα)

Ξέρετε, κυρία Γουίνγκφιλντ…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ξέρω, ξέρω… είστε ένας εργαζόμενος νέος και θέλετε να μη βγαίνετε και πολύ από το πρόγραμμά σας! Δεκτό για απόψε, κύριε Ο’ Κόνορ, αλλά υπό τον όρο ότι την επόμενη φορά θα μείνετε πολύ περισσότερο! Να φανταστώ ότι η καλύτερη μέρα για εσάς είναι το Σάββατο;

 

ΤΖΙΜ

(αμήχανα)

Να σας πω την αλήθεια, κυρία Γουίνγκφιλντ, δεν είναι μόνο η πρωινή μου δουλειά. Είναι… είναι και…

 

ΑΜΑΝΤΑ

(απότομα)

Εργάζεστε και το βράδυ;! Ω μα εσείς είστε πολύ φιλόδοξος, κύριε Ο’ Κόνορ!

 

ΤΖΙΜ

Όχι… αλλά να… είναι και η Μπέτυ.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Η Μπέτυ; Ποια Μπέτυ;

 

ΤΖΙΜ

Είναι το κορίτσι μου!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(εμφανώς απογοητευμένη)

Ααααα! Τι ωραία! Αλλά δεν είχαμε ιδέα… ο Τομ δεν μας είχε πει το παραμικρό! (μικρή παύση) Και πρόκειται για κάτι πολύ… σοβαρό, κύριε Ο’ Κόνορ;

 

ΤΖΙΜ

Παντρευόμαστε την δεύτερη Κυριακή του Ιουνίου.

(κατευθύνεται να πάρει το καπέλο του, από το χορευτικό κέντρο ακούγεται ένα λυπητερό βαλς)

Δεν το έχω πει ακόμη στα παιδιά στην αποθήκη. Ξέρετε τώρα πώς είναι αυτά… αν το πω, θα αρχίσουν «καλώς τον Ρωμαίο» και «τι κάνει ο Ρωμαίος μας» και δεν μπορώ…

(κοιτάζεται σε έναν καθρέφτη, φτιάχνει το καπέλο του)

Λοιπόν!, ήταν ένα πραγματικά θαυμάσιο βράδυ, κυρία Γουίνγκφιλντ. Φαντάζομαι ότι αυτό ακριβώς θα εννοούν όταν μιλάνε για τη φιλοξενία των ανθρώπων του Νότου!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αλίμονο…

 

ΤΖΙΜ

Υποσχέθηκα στην Μπέτυ ότι θα πάω να την πάρω από τον σταθμό. Και εκνευρίζεται πολύ όταν χρειάζεται να περιμένει…

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ξέρω… είναι η τυραννία των γυναικών.

(απλώνει το χέρι της στον Τζιμ)

Να πάτε στο καλό λοιπόν, κύριε Ο’ Κόνορ.

Η Λώρα κι εγώ σας ευχόμαστε υγεία, ευτυχία και επιτυχία!

Και τα τρία!

Έτσι δεν είναι, καλή μου Λώρα;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΤΖΙΜ

(πιάνει για λίγο το χέρι της Λώρας και κοιτάζει το γυάλινο ζωάκι που η Λώρα τού χάρισε)

Αντίο, Λώρα. Και σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό το πολύτιμο ενθύμιο… Και σε παρακαλώ να θυμάσαι τις συμβουλές που σου έδωσα.

(με δυνατή φωνή)

Καληνύχτα, Σαίξπηρ!

(αποχωρεί)

Κυρίες μου, και πάλι σας ευχαριστώ! Καληνύχτα!

(ο Τζιμ έχει φύγει, η Αμάντα κλείνει την πόρτα, επιστρέφει και αποφεύγει να κοιτάξει την Λώρα, η Λώρα πηγαίνει προς το γραμμόφωνο)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(ξεψυχισμένα)

Πάντως, αν το σκεφτεί κανείς, είναι φοβερό το πώς έρχονται τα πράγματα στη Ζωή! Ειδικά τα άσχημα. Άκου εκεί παντρεύονται την δεύτερη Κυριακή του Ιουνίου! Εγώ, Λώρα, στη θέση σου δεν θα είχα καμία απολύτως επιθυμία για γραμμόφωνα και δίσκους!

(υψώνει απότομα τη φωνή της)

Τόοοοομ!!!

 

ΤΟΜ

(από την κουζίνα)

Ναι, μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Για έλα εδώ γρήγορα!!! Σου έχω πολύ ωραία νέα, Τομ!!!

 

ΤΟΜ

(μπαίνει φουριόζος)

Τι έγινε; Πού είναι ο καβαλιέρος μας;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ωραία πλάκα μάς έκανες, Τομ!

 

ΤΟΜ

Παρακαλώ;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Παρακαλείς, ε, παρακαλείς! Μάθε λοιπόν πως ο κύριος Ο’ Κόνορ είναι αρραβωνιασμένος και λίαν συντόμως πρόκειται να παντρευτεί!

 

ΤΟΜ

(εντελώς έκπληκτος)

Ο Τζιμ; Ιδέα δεν είχα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό το πράγμα πάντως που λες ότι είναι ο καλύτερός σου φίλος και αγνοούσες ότι ο καλύτερός σου φίλος πρόκειται να παντρευτεί, μου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο και ειλικρινά δεν μπορώ να το καταλάβω!

 

ΤΟΜ

Ξέρεις, μητέρα, στην αποθήκη πηγαίνω για δουλειά. Δεν πηγαίνω για να μαθαίνω τα προσωπικά των ανθρώπων.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ε βέβαια!!! Για ποιον λόγο άλλωστε;

Εσένα άλλωστε το μόνο που σε νοιάζει είναι τα δικά σου προσωπικά! Και να μη βγαίνεις ποτέ από τον κόσμο σου! Τα όνειρά σου! Από τις ψευδαισθήσεις σου!

(το πρόσωπο του Τομ αγριεύει απότομα, σηκώνεται να φύγει)

Πού πας, Τομ;

Πού πας;

 

ΤΟΜ

Σινεμά!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(δυνατά)

Ε βέβαια, σινεμά!!! Κι ούτε που σου περνάει από το μυαλό πόσο πολύ μας γελοιοποίησες απόψε! Τόσοι κόποι, τόσες ελπίδες, τόσα έξοδα! Κι όλα αυτά προς τι; Για να διασκεδάσουμε τον μελλοντικό σύζυγο μιας άλλης! Εμπρός λοιπόν, άντε!, πήγαινε στο σινεμά σου κι άσε εδώ τη μάνα σου μόνη της μαζί… μαζί  με την αδερφή σου την ανύπαντρη και… και την ανάπηρη! Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι;;; Πήγαινε στο σινεμά σου!

 

ΤΟΜ

(πολύ δυνατή φωνή)

Ε ναι, λοιπόν, θα πάω! Θα πάω!

Κι αν θες να ξέρεις, μπορεί να μην πάω σινεμά, μπορεί να πάω κάπου πολύ πιο μακριά!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(έξαλλη)

Δεν πα να πας και στο φεγγάρι! Όπου θες πήγαινε, ονειροπαρμένε! Εγωιστή!

(ο Τομ εξαφανίζεται τρέχοντας σχεδόν, κλείνει με δύναμη την πόρτα πίσω του, η Λώρα βγάζει έναν παράξενο ήχο, κάτι ανάμεσα σε ουρλιαχτό και αναστεναγμό, η μουσική από το χορευτικό κέντρο ακούγεται ξαφνικά πιο δυνατή, η Αμάντα κάθεται στον καναπέ, παίρνει αγκαλιά την Λώρα, η Λώρα ηρεμεί κάπως και χαμογελάει, η Αμάντα κοιτάζει τη φωτογραφία του πατέρα)

 

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Όχι

Δεν πήγα στο φεγγάρι

Πήγα κάπου πολύ πιο μακριά

Πήγα στον Χρόνο

Γιατί ο Χρόνος

Ο Χρόνος το πιο μεγάλο Ρήγμα ανάμεσα σε δύο Τόπους.

Λίγο καιρό μετά, ο κύριος Μεντόζα με έδιωξε από τη δουλειά

Διέπραξα, βλέπετε, το ολέθριο σφάλμα να γράψω ένα ποίημα πάνω σε ένα κουτί παπουτσιών

και άφησα το Σαιν Λούις

έφυγα

τα πόδια μου κατέβηκαν για ύστατη φορά τα σκαλιά

τα σκαλιά από εκείνη τη σκάλα κινδύνου

και μετά άρχισα να γίνομαι σαν τον Πατέρα μου

και περπατούσα

περπατούσα

περπατούσα

γιατί μόνο η Κίνηση περιορίζει κάπως το Χάος

ταξίδεψα πολύ

οι πόλεις γύρω μου

οι πόλεις μέσα μου

στροβιλίζονταν σαν φύλλα νεκρά

φύλλα που είχαν αποκοπεί απ’ τα κλαδιά τους

κι ούτε που μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να σταματήσω το περπάτημα

κάτι με κυνηγούσε πάντα

αλλά και κάτι εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και σαν να με παρέλυε πάντα

άλλοτε μια μουσική που κάτι μου θύμιζε

άλλοτε ένα κομμάτι γυαλί διάφανο και λείο που κάτι μου θύμιζε

και περπατούσα νύχτα στις άγνωστες πόλεις λίγο πριν βρω συντροφιά

και πήγαινα σινεμά

κι έμπαινα στα μπαρ να πιώ

και κάπνιζα τσιγάρα

κι έβλεπα τις βιτρίνες των αρωματοπωλείων

βιτρίνες γεμάτες μπουκαλάκια γυάλινα

σε όλες τις αποχρώσεις όπως το ουράνιο τόξο

και μια νύχτα, όπως περπατούσα, ξαφνικά ένα χέρι στον ώμο μου

ήταν το χέρι της αδερφής μου

γυρνάω και την κοιτάζω μέσα στα μάτια

αχ Λώρα

Λώρα

Προσπάθησα να σε αφήσω πίσω μου

Αλλά

Αλλά είμαι

Πολύ πιο πιστός από ό,τι σκόπευα

Και θυμάμαι, Λώρα

Θυμάμαι

Έναν κόσμο να φωτίζεται με αστραπές

Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα, σβήσ’ τα κι έχε γεια…

(η Λώρα σβήνει τα κεριά, απόλυτο σκοτάδι)

 

ΤΕΛΟΣ

 


 

Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι ιστορίες του πάστορα Βογκ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρμα. Στο Θέατρο έχουν ανεβεί τα έργα του «Το νερό γνωρίζει», «Η Μπέμπα», «Η Λίμνη», «Η Φθορά», «Κάθε σαράντα χρόνια», «Η εξομολόγηση ενός βαμπίρ» και «Η Απελευθέρωση». Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς είναι το τρίτο έργο που μεταφράζει για το Θέατρο. Έχουν προηγηθεί «Τα Μάγια της Πεταλούδας» και «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ζει στην Αθήνα.