Top menu

"Ο Γυάλινος Κόσμος" του Τένεσι Ουίλιαμς - Σκηνή VΙ

Tennessee Williams

O Γυάλινος Κόσμος
ένα Έργο Μνήμης

 

Μεταφράζει ο Δημήτρης Τσεκούρας, συγγραφέας - μεταφραστής

Η παρούσα απόδοση - μετάφραση του έργου βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο κείμενο της πρώτης έκδοσης (New York: Random House 1945). Επίσης, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προσθήκες - παραλλαγές στους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες της πρώτης παράστασης του έργου στη Νέα Υόρκη. Το περιοδικό Vakxikon.gr, θα δημοσιεύσει ολόκληρη τη μετάφραση του έργου από τον γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή ανά σκηνή. Ακολουθεί το πέμπτο μέρος των δημοσιεύσεων - Σκηνή 6. [Προηγούμενα: Σκηνή 1 | Σκηνή 2 | Σκηνή 3 | Σκηνή 4 | Σκηνή 5]

 

ΣΚΗΝΗ 6

 

(ο φωτισμός στην έξοδο κινδύνου δυναμώνει)

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ

(καπνίζει)

Και κάπως έτσι λοιπόν, το επόμενο κιόλας βράδυ, ο Τζιμ ήρθε στο σπίτι για φαγητό. Με τον Τζιμ γνωριζόμασταν από το γυμνάσιο.

Ήταν ένα είδος ήρωα τότε.

Ιρλανδός κι είχε μια καρδιά μάλαμα. Κι ένα φως προβολέα σαν να έπεφτε διαρκώς επάνω στο πρόσωπό του. Πρώτος στο μπάσκετ, πρώτος στην τέχνη της Ρητορικής, πρόεδρος στην τάξη των τελειοφοίτων, επικεφαλής στη χορωδία του σχολείου, πρωταγωνιστής σε όλες τις οπερέτες.

Όταν περπατούσε, έδινε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος να πετάξει και σαν να μην ήταν απολύτως εξοικειωμένος με τον νόμο της βαρύτητας.

Έβλεπες τον έφηβο Τζιμ και νόμιζες ότι μέχρι τα τριάντα του θα έχει καταλάβει τουλάχιστον τον Λευκό Οίκο.

Όμως

Όμως μετά την εφηβεία λες και κάτι άλλαξε απότομα

ο ρυθμός του επιβραδύνθηκε

λες και τα φτερά του είχαν κοπεί.

Κι έξι μόλις χρόνια μετά το γυμνάσιο, ο Τζιμ βρέθηκε να κάνει μια δουλειά όχι και πολύ καλύτερη από τη δική μου.

Και μέσα εκεί

εκεί στη φριχτή αποθήκη

ο Τζιμ ήταν ο μόνος με τον οποίο αναπτύχθηκε κάποιου είδους φιλική σχέση μεταξύ μας.

Εγώ ήμουν μάλλον πολύτιμος για εκείνον: γιατί εγώ θυμόμουν τις παλιές του δόξες, μπορούσα να επιβεβαιώσω τους θριάμβους του στο μπάσκετ και στη Ρητορική!

Ο Τζιμ, από την άλλη, ήταν ο μόνος που γνώριζε ότι, όταν εγώ τις σπάνιες φορές που τύχαινε να μην έχουμε και πολλή δουλειά στην αποθήκη πήγαινα και κρυβόμουνα στην τουαλέτα, πήγαινα και κρυβόμουνα γιατί ήθελα, γιατί έπρεπε να γράψω ένα ποίημα.

Με φώναζε Σαίξπηρ!

Κι όλη αυτή η φιλική στάση του Τζιμ απέναντί μου άρχισε να επηρεάζει και τα υπόλοιπα παιδιά στην αποθήκη που μέχρι τότε με βλέπανε μάλλον με… καχυποψία. Μερικοί μάλιστα άρχισαν ακόμη και να μου χαμογελούνκαμιά φορά.

Μου χαμογελούσανε έτσι όπως χαμογελάει κανείς όταν τύχει να δει στο δρόμο του ένα μικρό αδέσποτο κουτάβι.

Σαφώς και το γνώριζα ότι ο Τζιμ και η Λώρα γνωρίζονταν στο γυμνάσιο.

Η Λώραθαύμαζε τον Τζιμ. Την είχα ακούσει πολλές φορές να μιλάει για τη φωνή του.

Ο Τζιμ, αντιθέτως, νομίζω ότι την Λώρα ούτε που την θυμόταν καν.

Όσο απαρατήρητη περνούσε εκείνη, τόσο εκείνος βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο.

Όταν τον κάλεσα για φαγητό, χαμογέλασε και μου είπε: «Σαίξπηρ, ούτε που φανταζόμουν πως έχεις οικογένεια, πολύ παράξενο…»

Σε λίγο ασφαλώς θα ανακάλυπτε πως είχα και παραείχα…

(τα φώτα φεύγουν από τον Τομ και εστιάζουν αργά στο σαλόνι των Γουίνγκφιλντ, είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα μια Παρασκευή. η Αμάντα γονατισμένη μπροστά στη Λώρα με ευλαβική σχεδόν προσήλωση, της φτιάχνει το στρίφωμα από ένα φόρεμα, τα μαλλιά της Λώρας είναι καλοχτενισμένα, η Λώρα γενικά στη σκηνή έχει μια απόκοσμη ομορφιά)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Γιατί τρέμεις παιδάκι μου;

 

ΛΩΡΑ

Μητέρα, με έχεις αναστατώσει πάρα πολύ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Και γιατί σε έχω αναστατώσει παρακαλώ;

 

ΛΩΡΑ

Με όλες αυτές τις ετοιμασίες. Σαν να πρόκειται για θέμα ζωής και θανάτου!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω, Λώρα. Κάθε φορά που πάω να κάνω κάτι καλό για σένα, εσύ αντιδράς.(σηκώνεται) Και τώρα κάνε μου μια χάρη… Πήγαινε και κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη… ή μάλλον όχι!, περίμενε, ξέχασα κάτι πολύ σημαντικό!

 

ΛΩΡΑ

Τι είναι πάλι;

(η Αμάντα παίρνει δύο μαντήλια, τα τυλίγει με επιδεξιότητα και τα βάζει στο στήθος της Λώρας)

 

ΛΩΡΑ

Μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Στην εποχή μου αυτά τα λέγαμε «Τρυφερές παγί»

 

ΛΩΡΑ

(απότομα)

Εγώ αυτό το πράγμα δεν το φοράω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Και θα πεις κι ένα τραγούδι! Το στήθος σου είναι ανύπαρκτο, Λώρα!

 

ΛΩΡΑ

Μα είναι σαν να στήνουμε κάποια παγίδα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Κάθε όμορφο κορίτσι, μικρή μου, είναι και μια παγίδα. Κι αυτό ακριβώς είναι που αρέσει στους άντρες. (μικρή παύση) Και τώρα, ωραία μου δεσποινίς, μπορείτε να κοιταχτείτε στον καθρέφτη. (κάνει λίγο πίσω και θαυμάζει τη Λώρα) Και σε λιγάκι θα εκπλαγείς και από την εμφάνιση της μητέρας σου!

(η Λώρα κοιτάζει με σοβαρότητα και αμηχανία τον εαυτό της στον καθρέφτη, η Αμάντα έχει περάσει πίσω από τις κουρτίνες και ετοιμάζεται)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μα πότε θα σκοτεινιάσει επιτέλους;!

(μικρή παύση)

Και τώρα, Λώρα, ετοιμάσου για τη μεγαλειώδη εμφάνιση της μητέρας σου!

 

ΛΩΡΑ

Αχ, μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Κάνε λιγάκι υπομονή, χρυσή μου, και σε λίγο θα δεις τι νεκρανάστησα μέσα από το παλιό μου μπαούλο. Πάντως η μόδα τελικά δεν αλλάζει και τόσο πολύ…

(η Αμάντα εμφανίζεται, φοράει ένα κίτρινο κοριτσίστικο φόρεμα από τούλι, μια μπλε ζώνη, κρατάει λουλούδια στο χέρι)

Για δες τη μητέρα σου, Λώρα, θαύμασέ την!

(τα επόμενα λόγια της σχεδόν σε έξαψη)

Με αυτό το φόρεμα, Λώρα, άνοιγα πάντοτε πρώτη τις χοροεσπερίδες!

Με αυτό το φόρεμα, Λώρα, κέρδισα δυο φορές το πρώτο βραβείο στο χορό του Σάνσετ Χιλ!

Με αυτό το φόρεμα έκανα την εμφάνισή μου στην ανοιξιάτικη δεξίωση του Κυβερνήτη στο Τζάκσον!

(κάνει κάποιες ανάλαφρες χορευτικές κινήσεις)

Με αυτό το φόρεμα υποδεχόμουν την Κυριακή τους καβαλιέρους μου!

(μικρή παύση)

Αυτό το φόρεμα φορούσα, Λώρα, τη μέρα που γνώρισα τον πατέρα σου.

(σε κατάσταση έντονης αναπόλησης)

Εκείνη την άνοιξη θυμάμαι είχα συνέχεια δέκατα… ο οργανισμός μου είχε εξασθενίσει… ίσως να έφταιγε η αλλαγή του κλίματος από το Τενεσί μέχρι το Δέλτα… συνέχεια ζαλιζόμουν… αλλά εγώ δεν το έβαζα κάτω, οι προσκλήσεις για πάρτυ έρχονταν η μία πίσω από την άλλη κι εγώ βρισκόμουν σε μία διαρκή εμπύρετη υπερκινητικότητα…

«Μείνε στο κρεβάτι, καλή μου, έχεις πυρετό» έλεγε η μητέρα

αλλά εγώ… εγώ πήγαινα…

παντού πήγαινα…

εκδρομές, πικνίκ στην εξοχή, τα απογεύματα ιππασία και τα βράδια…

τα βράδια συνέχεια χοροί…

θυμάμαι επίσης ότι εκείνη την άνοιξη με είχε πιάσει μια τρέλα με τα λουλούδια… ειδικά με τους ανθισμένους ασφόδελους και τους νάρκισους… σκέτη μανία… μερικές φορές μάλιστα έβαζα και κάποια νεαρά αγόρια να πάνε και να μου μαζέψουν μερικούς…

«Δεν υπάρχουν άλλα βάζα, καλή μου, για τους νάρκισους» έλεγε η μητέρα

αλλά εγώ τίποτα…

του κεφαλιού μου…

(παύση, το βλέμμα της καρφώνεται πάνω στη φωτογραφία)

Εκείνη την άνοιξη ήταν που γνώρισα και τον πατέρα σου, μικρή μου Λώρα…

Ναι, εκείνη την άνοιξη… που είχα συνέχεια δέκατα και μάζευα συνέχεια ανθισμένους ασφόδελους και νάρκισους…

(παύση, επανέρχεται στην πραγματικότητα, ανάβει ένα πορτατίφ, βάζει τα λουλούδια σε ένα βάζο)

Ευτυχώς που έδωσα κάτι παραπάνω σήμερα στον αδερφό σου για να φέρει τον κύριο Ο’ Κόνορ με το λεωφορείο…

Ελπίζω να φτάσουν πριν πιάσει βροχή.

 

ΛΩΡΑ

(το βλέμμα της αλλάζει εντελώς)

Πώς; Πώς είπες το όνομά του;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ο’ Κόνορ.

 

ΛΩΡΑ

Το μικρό του;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν θυμάμαι… (μικρή παύση) Α, για στάσου: Τζιμ!

 

ΛΩΡΑ

Τζιμ;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ναι, Τζίμ!

Κι οφείλω να σου πω ότι όλοι οι Τζιμ που έχω γνωρίσει, ήταν όλοι τους συμπαθέστατοι!

(ακούγεται μια δυσοίωνη μουσική)

 

ΛΩΡΑ

Είσαι σίγουρη λοιπόν, μητέρα, ότι το όνομά του ολόκληρο είναι Τζιμ Ο’ Κόνορ;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Σιγουρότατη! Γιατί;

 

ΛΩΡΑ

Και είναι αυτός που ο Τομ τον γνώριζε από το γυμνάσιο ακόμη;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αυτό δεν μου το είπε. Γνωρίζονται από την αποθήκη νομίζω.

 

ΛΩΡΑ

Υπήρχε ένας Τζιμ Ο’ Κόνορ που τον γνωρίζαμε από το σχολείο ακόμη. Και ο Τομ και εγώ.

(παύση, η φωνή της μετά ξεψυχισμένη)

Αν πρόκειται για τον ίδιο Τζιμ Ο’ Κόνορ, μητέρα… νομίζω ότι πρέπει να βρεις μια δικαιολογία γιατί εγώ δεν πρόκειται να καθίσω στο τραπέζι.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι βλακείες λες, Λώρα;

 

ΛΩΡΑ

Θυμάσαι που σου έδειξα τη φωτογραφία ενός αγοριού;

 

ΑΜΑΝΤΑ

Εννοείς το αγόρι στο περιοδικό;

 

ΛΩΡΑ

Ναι.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(σκέφτεται)

Λώρααα!... μη μου πεις πως ήσουν ερωτευμένη με αυτό το αγόρι!

 

ΛΩΡΑ

Το μόνο που ξέρω, μητέρα, είναι ότι, εάν είναι αυτός που λέω, εγώ δεν πρόκειται να καθίσω στο τραπέζι μαζί σας!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μιλάμε για κάτι το εξαιρετικά απίθανο, Λώρα… αλλά ακόμη κι αν είναι αυτός, εσύ, Λώρα, ασφαλώς και θα καθίσεις στο τραπέζι. Και καμία δικαιολογία, σε παρακαλώ!

 

ΛΩΡΑ

Πρέπει οπωσδήποτε να βρεις μια δικαιολογία, μητέρα.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να ενθαρρύνω εσένα και τη βλακεία σου, Λώρα! Ως εδώ! Κι αν έχω ανεχθεί ένα σωρό πράγματα και από τον αδερφό σου και από εσένα. Αλλά αυτό ποτέ! Ηρέμησε λοιπόν, σε παρακαλώ, και σε λίγο που θα φτάσουνε θα πας εσύ να τους ανοίξεις, Λώρα, γιατί ο αδερφός σου ξέχασε εδώ τα κλειδιά του.

 

ΛΩΡΑ

(σε πανικό)

Όχι, μητέρα… εσύ…

 

ΑΜΑΝΤΑ

(ανάλαφρα)

Εγώ θα είμαι απασχολημένη στην κουζίνα, καλή μου.

 

ΛΩΡΑ

Αχ, μαμά, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ και πήγαινε να ανοίξεις εσύ την πόρτα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(πηγαίνει προς την κουζίνα)

Πάψε να κάνεις τόση φασαρία, Λώρα, για έναν επισκέπτη! Εγώ έχω να ετοιμάσω τη μαγιονέζα για τον σολωμό!

(η Λώρα μένει μόνη, βγάζει έναν αναστεναγμό, σβήνει το πορτατίφ, κάθεται στην άκρη του καναπέ, μετά από λίγο χτυπάει το κουδούνι, η Λώρα σηκώνεται με μια χειρονομία πανικού, το κουδούνι χτυπάει ξανά, η Λώρα κρατάει την αναπνοή της και αγγίζει τον λαιμό της)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(Από μέσα)

Λώρα, το κουδούνι! Πήγαινε να ανοίξεις!

 

ΤΖΙΜ

(ακούγεται απ’ έξω)

Στο τσακ την προλάβαμε τη βροχή, Σαίξπηρ!

(ο Τομ γελάει, το κουδούνι χτυπάει ξανά)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Λώρα, χρυσό μου, πήγαινε να ανοίξεις σου είπα! Είναι ο αδερφός σου με τον κύριο Ο’ Κόνορ.

 

ΛΩΡΑ

(κατευθύνεται προς την κουζίνα, μιλάει χαμηλόφωνα και ικετευτικά)

Μητέρα, πήγαινε να ανοίξεις εσύ, σε παρακαλώ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(βγαίνει από την κουζίνα, κοιτάζει όλο οργή την Λώρα και της δείχνει με το δάχτυλο την πόρτα)

Πήγαινε γρήγορα να ανοίξεις την πόρτα! Αποκλείεται να είσαι ένα τόσο ανόητο πλάσμα!

 

ΛΩΡΑ

Σε παρακαλώ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Λώρα, σύνελθε αυτήν ακριβώς τη στιγμή και πάψε επιτέλους τα καμώματά σου!

 

ΛΩΡΑ

Μητέρα, σε εκλιπαρώ! Είναι αδύνατον! Δεν μπορώ να κουνηθώ, είμαι άρρωστη!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Εγώ είμαι άρρωστη! Από τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες τις δικές σου και του αδερφού σου!

(το κουδούνι χτυπάει ξανά, πιο παρατεταμένα αυτή τη φορά)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(αυστηρά)

Λώρα Γουίνγκφιλιντ, σε διατάζω να πας να ανοίξεις την πόρτα! Γρήγορα!

 

ΛΩΡΑ

Εντάξει, μητέρα.

(η Αμάντα εξαφανίζεται και πάλι στην κουζίνα, μια μακρινή μουσική ακούγεται: Dardanella, η Λώρα με αργές κινήσεις πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα, ο Τομ και ο Τζιμ μπαίνουν στο σπίτι)

 

ΤΟΜ

Λώρα, από δω ο Τζιμ.

Τζιμ, η αδερφή μου, η Λώρα.

 

ΤΖΙΜ

(απλώνει το χέρι του)

Χαίρω πολύ!

Σαίξπηρ, δεν το ήξερα πως έχεις αδερφή.

 

ΛΩΡΑ

(δίνει το χέρι της τρέμοντας ελαφρά)

Χαίρω… χαίρω πολύ…

 

ΤΖΙΜ

(ανάλαφρα)

Το χέρι σου είναι κρύο, Λώρα.

 

ΛΩΡΑ

Ναι, ε… έπαιζα με το γραμμόφωνο…

 

ΤΖΙΜ

Να υποθέσω κλασική μουσική;

Αν είχες βάλει λίγη καυτή σουίνγκ, σίγουρα θα… ζεσταινόσουν!

 

ΛΩΡΑ

Εμένα με συγχωρείτε… πρέπει να επιστρέψω για λίγο στο… γραμμόφωνο…

(κάνει μια αδέξια στροφή και εξαφανίζεται στο μέσα δωμάτιο)

 

ΤΖΙΜ

(στον Τομ αλλά κοιτάζοντας προς το μέρος που έφυγε η Λώρα)

Όλα ok?

 

TOM

Αν εννοείς με τη Λώρα, είναι λιγάκι… συνεσταλμένη.

 

ΤΖΙΜ

Σπάνιο πράγμα τα συνεσταλμένα κορίτσια στις μέρες μας. (μικρή παύση) Δεν θυμάμαι να μου είχες αναφέρει ποτέ πως έχεις αδερφή.

 

ΤΟΜ

Το μαθαίνεις τώρα λοιπόν.

 

ΤΖΙΜ

(πιάνει μια εφημερίδα που βλέπει μπροστά του, την ανοίγει στα αθλητικά)

Καλά, είναι φοβερό! Ο Ντίζυ Ντιν τιμωρήθηκε πάλι!

 

ΤΟΜ

(εντελώς αδιάφορος)

Τι μου λες;!

(ανάβει τσιγάρο και πάει προς τη σκάλα)

 

ΤΖΙΜ

Για πού το ΄βαλες;

 

ΤΟΜ

Πάω να καπνίσω.

 

ΤΖΙΜ

(τον ακολουθεί)

Και τώρα, Σαίξπηρ, ετοιμάσου για μια πολύ σούπερ πληροφορία!

 

ΤΟΜ

Για πες.

 

ΤΖΙΜ

Στο Νυχτερινό Σχολείο παρακολουθώ ένα εντελώς καινούργιο μάθημα.

 

ΤΟΜ

Για πες.

 

ΤΖΙΜ

«Πώς να μιλάτε ενώπιον του κοινού»!

Αχ Σαίξπηρ, εσύ κι εγώ δεν είμαστε φτιαγμένοι για αποθήκες!

 

ΤΟΜ

Και τι μπορεί να γίνει;

 

ΤΖΙΜ

Αυτό το μάθημα που σου λέω, «Πώς να μιλάτε ενώπιον του κοινού», είναι ένα μάθημα που σε προετοιμάζει για μια πιο υψηλόβαθμη θέση!

 

ΤΟΜ

Τι μου λες;!

 

ΤΖΙΜ

Εμένα πάντως σε πληροφορώ ότι με έχει ωφελήσει σε πάρα πολλά πράγματα!

 

ΤΟΜ

Όπως;

 

ΤΖΙΜ

Έχεις αναρωτηθεί άραγε ποτέ σε τι διαφέρουμε εσύ κι εγώ από τα διευθυντικά στελέχη της εταιρείας μας;

Στο μυαλό; Όχι.

Μήπως στις ικανότητες; Ούτε κατά διάνοια!

Ξέρεις σε τι διαφέρουμε; Διαφέρουμε σε ένα πραγματάκι τόσο δα μικρό!

 

ΤΟΜ

Και ποιο είναι αυτό;

 

ΤΖΙΜ

Κοινωνικότητα, ευελιξία, αναρρίχηση!

Και τι χρειάζεται βέβαια για όλα αυτά; Αυ-το-πε-ποί-θη-ση.

Να μπορείς να σταθείς σε οποιαδήποτε κοινωνική περίσταση και να μπορείς να μιλάς ενώπιον του κοινού!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(από την κουζίνα)

Τομ;!

 

ΤΟΜ

Ναι, μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ελπίζω να βολευτήκατε! Και ρώτα τον κύριο Ο’ Κόνορ αν θέλει να πλύνει τα χέρια του ο άνθρωπος!

 

ΤΟΜ

Ναι, μητέρα!

 

ΤΖΙΜ

Ευχαριστώ πολύ, Τομ. Τα έπλυνα πριν από λίγο στην αποθήκη.

(μικρή παύση)

Τομ;

 

ΤΟΜ

Τι;

 

ΤΖΙΜ

Ξέρεις, τις προάλλες ο κύριος Μεντόζα μού μίλησε για σένα.

 

ΤΟΜ

Όχι και με τα καλύτερα λόγια φαντάζομαι.

 

ΤΖΙΜ

Αν δεν ξυπνήσεις, θα σε απολύσει λίαν συντόμως λέει.

 

ΤΟΜ

Μα είμαι ήδη σε… διαδικασία αφυπνίσεως.

 

ΤΖΙΜ

Δεν βλέπω τίποτα όμως.

 

ΤΟΜ

Πρόκειται περί εντελώς εσωτερικής αφυπνίσεως!

(μικρή παύση, το πρόσωπό του φωτίζεται, μοιάζει να ταξιδεύει)

Κάνω σχέδια, Τζιμ.

Προετοιμάζομαι.

Κι έχω πάρει μια απόφαση στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε η αποθήκη, ούτε ο κύριος Μεντόζα, ούτε μαθήματα ομιλίας ενώπιον του κοινού!

 

ΤΖΙΜ

Αιθεροβατείς, Τομ!

 

ΤΟΜ

Έχω βαρεθεί ακόμη και το σινεμά!

(ο Τζιμ τον κοιτάζει έκπληκτος)

Ναι, ακόμη και το σινεμά! Κι όλα αυτά τα λαμπερά αστέρια που ζούνε και χαίρονται την περιπέτεια πάνω σε ένα λευκό πανί!

Κι εμείς τι κάνουμε;… εμείς πάμε στο σινεμά και βλέπουμε τους άλλους να ζούνε και να χαίρονται την περιπέτεια… κι εμείς… εμείς καθόμαστε ακίνητοι μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα και… απλώς κοιτάζουμε.

Κι όλα αυτά μέχρι να ξεσπάσει ένας πόλεμος ασφαλώς και να μοιραστεί… η περιπέτεια στις μάζες κι όχι μόνο στον… Κλαρκ Γκέιμπλ! Και τότε να βγούμε κι εμείς από τη σκοτεινή αίθουσα και να πάμε κι εμείς σε κάποιο εξωτικό νησί, να πάμε για σαφάρι, να πάμε για…

Μπούχτισα, Τζιμ. Μπούχτισα και βαριέμαι να περιμένω μέχρι να γίνει κάποιος πόλεμος.

Δεν θέλω άλλο να είμαι θεατής.

Γι’ αυτό σου λέω, πάει, το αποφάσισα: Θα φύγω!

 

ΤΖΙΜ

(δύσπιστος)

Πότε;

Και για πού με το καλό;

 

ΤΟΜ

Πολύ σύντομα!

 

(Ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες του)

Το ξέρω καλά, Τζιμ, ότι στα μάτια όλων σας είμαι ένας ονειροπαρμένος και τίποτε άλλοαλλά

αλλά αν ήξερες τι γίνεται μέσα μου!...

Βράζω ολόκληρος.

Καίω!

Και κάθε φορά που πάω και πιάνω ένα παπούτσι στο χέρι μου

στην αρχή σκέφτομαι πόσο σύντομη είναι η ζωή

και μετά κοιτάζω ξανά το παπούτσι

με ανατριχίλα το κοιτάζω το παπούτσι

και το μόνο πράγμα που σκέφτομαι τότε είναι ότι

τα παπούτσια είναι ωραία

μόνο στα πόδια ενός ταξιδιώτη.

(βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του και το δίνει στον Τζιμ, ο Τζιμ το κοιτάζει)

 

ΤΖΙΜ

Τι είναι αυτό;

 

ΤΟΜ

Σωματείο Εμπορικού Ναυτικού! Έγινα ήδη μέλος! Κι έχω ήδη πληρώσει μάλιστα και τον πρώτο μήνα με… με τα λεφτά του ηλεκτρικού!

 

ΤΖΙΜ

Όταν θα σας κόψουν το ρεύμα, τότε να σε δω!

 

ΤΟΜ

Δεν πρόκειται να είμαι εδώ.

 

ΤΖΙΜ

Κι η μητέρα σου;

 

ΤΟΜ

(κυνικά)

Εγώ είμαι σαν τον πατέρα μου, Τζιμ: Μπάσταρδος.

(μικρή παύση)

Για κοίτα τον, πώς χαμογελάει στη φωτογραφία! Δεκάξι χρόνια έχουν περάσει από τότε που μας παράτησε.

 

ΤΖΙΜ

Η μητέρα σου τι λέει για όλο αυτό;

 

ΤΟΜ

Ιδέα δεν έχει! Και τσιμουδιά, σε παρακαλώ, γιατί… έρχεται.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(μπαίνει από τις κουρτίνες)

Πού είστε, Τομ;

 

ΤΟΜ

Ερχόμαστε, μητέρα!

(ο Τομ και ο Τζιμ μπαίνουν μέσα, η Αμάντα πλησιάζει, ο Τομ μένει άναυδος από την εμφάνιση της Αμάντα, το ίδιο και ο Τζιμ μάλλον, ο οποίος όμως στη συνέχεια αρχίζει να χαμογελάει)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(χαμογελαστή και με κοριτσίστικη χάρη, όλα τα επόμενα λόγια σχεδόν με μια ανάσα)

Ώστε εσείς είστε λοιπόν ο περιβόητος κύριος Ο’ Κόνορ! Ω!, μα έχω ακούσει τόσα πολλά για εσάς από τον Τομ κύριε Ο’ Κόνορ που μια μέρα δεν άντεξα και του είπα «Τομ, πρέπει οπωσδήποτε να καλέσεις μια μέρα για δείπνο αυτό το υπόδειγμα αρετής, αυτόν τον ευγενικό νεαρό από την αποθήκη», βλέπετε είχα βαρεθεί να τον ακούω να σας πλέκει το εγκώμιο, ο Τομ δεν ξέρω πώς έχει βγει τόσο πολύ ακοινώνητος, στον Νότο οι άνθρωποι είναι πολύ κοινωνικοί, όμως ελάτε, ας καθίσουμε κι ίσως μάλιστα χρειάζεται και λίγος περισσότερος αέρας εδώ μέσα, ίσως να αφήσουμε την πόρτα ανοιχτή, πολλή ζέστη απόψε και να φανταστείτε ότι δεν έχει μπει ακόμη καλοκαίρι, το καλό είναι ότι απόψε έχουμε ένα πολύ ελαφρύ δείπνο κι ένα ελαφρό δείπνο είναι ό,τι καλύτερο όταν έχει ζέστη όπως απόψε, το ίδιο ισχύει και με τα ρούχα ασφαλώς, πρέπει να ντυνόμαστε ελαφριά, φαντάζομαι το ξέρετε ότι το αίμα πήζει πολύ τον χειμώνα και, όπως και να το κάνουμε, χρειάζεται μια περίοδος προσαρμογής όταν αλλάζει ο καιρός και μάλιστα ξαφνικά όπως φέτος, εγώ πάντως δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη κύριε Ο’ Κόνορ και τι έκανα νομίζετε; άνοιξα το μπαούλο και νεκρανάστησα αυτό το ελαφρό φορεματάκι, είναι σχεδόν προϊστορικό αλλά είναι τόσο ανάλαφρο και δροσερό!

 

ΤΟΜ

(άναυδος)

Μητέρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι είναι, χρυσό μου;

 

ΤΟΜ

Το φαγητό!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Όπως πολύ καλά γνωρίζεις, Τομ, το φαγητό το έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου η αδερφούλα σου. Μπορείς λοιπόν να πας και να της πεις ότι τα αγόρια πεινάνε και δεν μπορούν να περιμένουν άλλο! (στον Τζιμ) Την είδατε την Λώρα;

(ο Τομ πηγαίνει στη Λώρα)

 

ΤΖΙΜ

(επίσης άναυδος)

Ναι… ναι… εκείνη μας άνοιξε.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(σχεδόν σε παραλήρημα πάλι)

Εκείνη σας άνοιξε;, πολύ ωραία, άρα έχετε γνωριστεί, εξαιρετικό κορίτσι η Λώρα, κι όχι μόνο γλυκιά και όμορφη αλλά και νοικοκυρά! Σε αντίθεση με τη μητέρα της που μόλις και μετά βίας ήξερε να φτιάχνει ένα κέικ με αμύγδαλα αλλά ξέρετε, κύριε Ο’ Κόνορ, στον Νότο είχαμε υπηρέτες. Θα μου πείτε βέβαια ότι πάνε αυτά, χαθήκανε για πάντα κι εγώ καθόλου προετοιμασμένη δεν ήμουν για όσα θα έφερνε το μέλλον! Ούτε που φαντάζεστε, κύριε Ο’ Κόνορπόσοιμε θαυμάζανε και θέλανε να με παντρευτούν και να μεγαλώσω τα παιδιά τους αλλά… αλλά

άλλαι αι βουλαί των Θεών και άλλαι των Γυναικών αι τύχαι

για να παραφράσουμε και ολίγον τι την παροιμία!

Γιατί βλέπετε εγώ τελικά πήγα και παντρεύτηκα έναν άνδρα που εργαζόταν σε μια Τηλεφωνική Εταιρεία και εκείνος ξέρετε τι έκανε;;; εκείνος ερωτεύτηκε τις μακρινές φωνές που άκουγε από το τηλέφωνο και … έφυγε… έφυγε… αλλά ας μην σας κουράσω άλλο με τα βάσανά μου… καιρός να ακούσω τα δικά σας τώρα αλλά τι λέω;;; σας εύχομαι ολόψυχα να μην έχετε το παραμικρό βάσανο!

(απότομα)

Τόοομ!

 

ΤΟΜ

(έρχεται)

Ναι, μητέρα.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Είναι έτοιμο το φαγητό;

 

ΤΟΜ

Το φαγητό βρίσκεται ήδη στο τραπέζι.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(πηγαίνει με χάρη και κοιτάζει ανάμεσα από τις κουρτίνες)

Ω, θαύμα, θαύμα!

(μικρή παύση)

Η Λώρα πού είναι όμως;

 

ΤΟΜ

Η Λώρα αισθάνεται λίγο αδιάθετη, μητέρα, και δεν μπορεί να έρθει στο τραπέζι.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τι ανοησίες, Θεέ μου! Λώρα; Λώρα;;;

 

ΛΩΡΑ

(από μέσα, η φωνή της τελείως αδύναμη)

Ναι, μητέρα.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Λώρα Γουίνγκφιλντ, σήκω και έλα αμέσως στο τραπέζι και μην μας κάνεις να περιμένουμε! Είναι αδύνατον να κάνουμε την προσευχή μας αν δεν έρθεις στο τραπέζι!

(η Λώρα εμφανίζεται δειλά, δείχνει εντελώς καταπονημένη, τα μάτια της σαν απλανή, βαδίζει με αστάθεια προς το τραπέζι, ξαφνικά σκοντάφτει αλλά καταφέρνει να στηριχθεί τελικά σε μία καρέκλα)

 

ΤΟΜ

Λώρα!

 

ΑΜΑΝΤΑ

(πηγαίνοντας προς τη μεριά της)

Ω, μα εσύ είσαι στ’ αλήθεια άρρωστη, Λώρα μου. (απελπισμένη) Τομ, βοήθησε την αδερφή σου, αγόρι μου, να πάει στον καναπέ να ξεκουραστεί. (κοιτάζοντας τον Τζιμ) Αλλά βέβαια, ξέρω εγώ τι είναι όλο αυτό! Όλο αυτό είναι ότι…όλο το απόγευμα το πέρασε δίπλα στον καυτό φούρνο να ετοιμάζει το φαγητό. Και της το είπα τόσες πολλές φορές να προσέχει!

(ο Τομ επιστρέφει)

Πώς είναι η Λώρα, Τομ;

 

ΤΟΜ

Καλύτερα κάπως.

(έχει αρχίσει να βρέχει)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μια ωραία δροσιστική βροχούλα! (κοιτάζοντας τον Τομ κάπως τρομαγμένα) Και τώρα, Τομ, νομίζω πως ήρθε η στιγμή να κάνουμε την προσευχή μας!

 

ΤΟΜ

(φιθυριστά και σαν αποβλακωμένος)

…ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…

(η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι)

 


 

Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι ιστορίες του πάστορα Βογκ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρμα. Στο Θέατρο έχουν ανεβεί τα έργα του «Το νερό γνωρίζει», «Η Μπέμπα», «Η Λίμνη», «Η Φθορά», «Κάθε σαράντα χρόνια», «Η εξομολόγηση ενός βαμπίρ» και «Η Απελευθέρωση». Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς είναι το τρίτο έργο που μεταφράζει για το Θέατρο. Έχουν προηγηθεί «Τα Μάγια της Πεταλούδας» και «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ζει στην Αθήνα.