Top menu

"Ο Γυάλινος Κόσμος" του Τένεσι Ουίλιαμς - Σκηνή ΙΙΙ

 

Tennessee Williams

O Γυάλινος Κόσμος
ένα Έργο Μνήμης

 

Μεταφράζει ο Δημήτρης Τσεκούρας, συγγραφέας - μεταφραστής

Η παρούσα απόδοση - μετάφραση του έργου βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο κείμενο της πρώτης έκδοσης (New York: Random House 1945). Επίσης, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προσθήκες - παραλλαγές στους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες της πρώτης παράστασης του έργου στη Νέα Υόρκη. Το περιοδικό Vakxikon.gr, θα δημοσιεύσει ολόκληρη τη μετάφραση του έργου από τον γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή ανά σκηνή. Ακολουθεί το τρίτο μέρος των δημοσιεύσεων - Σκηνή 3. [Προηγούμενα: Σκηνή 1 |Σκηνή 2]

 

ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ

 

Λεζάντα στην οθόνη: Μετά το φιάσκο…

ΤΟΜ

(στο πεζούλι της σκάλας κινδύνου)

Μετά το φιάσκο με την Εμπορική Σχολή

η μητέρα καταλήφθηκε ολόκληρη από μια κυριολεκτικά έμμονη ιδέα: την ιδέα ενός γαμπρού για τη Λώρα.

Κι αυτή η ιδέα

αυτή η εικόνα ενός γαμπρού για τη Λώρα

Στοίχειωσε το μικρό μας διαμέρισμα.

Μια ιδέα σαν αρχέτυπο οικουμενικό.

 

(εικόνα στην οθόνη: ένας νέος Άνδρας στην πόρτα ενός σπιτιού κρατάει μια ανθοδέσμη)

 

Και σχεδόν κάθε βράδυ κι ένας Υπαινιγμός γι’ αυτή την εικόνα

γι’ αυτό το φάντασμα

γι’ αυτή την ελπίδα.

Αλλά ακόμη και τα βράδια που κανένας απολύτως υπαινιγμός δεν γινόταν

το γεμάτο αγωνία πρόσωπο της μητέρας

και η δειλή -σχεδόν τρομαγμένη- συμπεριφορά της αδερφής μου ήταν

σαν μια καταχνιά

μια καταχνιά σαν καταδίκη

που είχε σκεπάσει απ’ άκρη σ’ άκρη το μικρό διαμέρισμα των Γουίνγκφιλντ.

 

Και κάποια στιγμή η μητέρα -η μητέρα που ήταν δεινή όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις- άρχισε να κινείται μεθοδικά προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της.

Έτσι λοιπόν, προς το τέλος του χειμώνα και άμα τη αφίξει του έαρος

και καθώς έβλεπε ότι τα χρήματα δεν ήταν αρκετά για να καλλωπίσει «το κλουβί και το πουλάκι του»

η μητέρα ξεκίνησε μια τηλεφωνική εκστρατεία.

 

Έπρεπε πάση θυσία να βρεθούν συνδρομήτριες για τον «Σύντροφο της Ιδανικής Νοικοκυράς». Ήταν ένα από αυτά τα περιοδικά για μεσόκοπες κυρίες, περιοδικά στα οποία φιλοξενούνται σε συνέχειες οι τρυφερές φαντασιώσεις γυναικών που συγγράφουν και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως: «απαλά αλαβάστρινα στήθη», «σάρκα κατάλευκη σαν γάλα», «ονειροπόλα ηδυπαθή μάτια», «μέση δαχτυλίδι» και τα τοιαύτα.

 

(εικόνα στην οθόνη: Το εξώφυλλο ενός γυναικείου περιοδικού)

(μπαίνει η Αμάντα με ένα τηλέφωνο με μεγάλο καλώδιο. Τα λιγοστά φώτα της υποφωτισμένης σκηνής επάνω της)

 

ΑΜΑΝΤΑ

Άιντα Σκοτ εκεί; Εδώ Αμάντα Γουίνγκφιλντ! Τι κάνεις, χρυσή μου; Να ξέρεις ότι μας έλειψες πάρα πολύ από τη συνάντηση των Θυγατέρων την προηγούμενη Δευτέρα. Σκέφτηκα ότι η απουσία σου θα οφείλεται σε κάποια κρίση ιγμορίτιδας. Φρίκη, φρίκη! Μα εσύ είσαι σωστή οσιομάρτυς, χρυσή μου! Ξέρεις, πριν από λίγο διαπίστωσα ότι τον επόμενο μήνα τελειώνει η συνδρομή σου στην Ιδανική Νοικοκυρά, ναι χρυσή μου, ναι, τελειώνει, κι όχι τίποτε άλλο δηλαδή αλλά ξεκινάει ένα καινούργιο μυθιστόρημα της Μπέσι Μέι Χόπερ μούρλια, δεν πρέπει επ’ ουδενί να το χάσεις χρυσή μου. Φαντάζομαι να θυμάσαι τι είχαμε πάθει με το Όσα παίρνει ο άνεμος! Και ποιος δεν μιλούσε τότε για την Σκάρλετ Ο’ Χάρα; Σε πληροφορώ λοιπόν ότι το καινούργιο μυθιστόρημα της Μπέσι Μέι Χόπερ λένε ότι μπορεί να είναι και καλύτερο από το Όσα παίρνει ο άνεμος! Τι; Τι είπες; Σου καίγεται το φαγητό; Για όνομα του Θεού, χρυσή μου, τρέξε στο φαγητό, περιμένω εγώ. Α! Το έκλεισε!

(η σκηνή σκοτεινιάζει)

(λεζάντα στην οθόνη: Θαρρείς πως εγώ είμαι ερωτευμένος με τα Υποδήματα Κοντινένταλ;)

(η τραπεζαρία και το σαλόνι φωτίζονται. ο Τομ ανάβει ένα πορτατίφ)

 

ΛΩΡΑ

Μητέρα, ο Τομ προσπαθεί να γράψει.

 

ΑΜΑΝΤΑ

Α, ώστε έτσι;! Για να δω κι εγώ!

(πηγαίνει στο τραπέζι του Τομ)

 

ΤΟΜ

Τι θέλεις τώρα;

 

ΑΜΑΝΤΑ

(μετακινεί κάπως το πορτατίφ)

Να σώσω τα μάτια σου θέλω. Ένα ζευγάρι μάτια διαθέτει ο άνθρωπος στη ζωή του και οφείλει να τα προσέχει. Ναι, ασφαλώς και το ξέρω ότι ο Μίλτον ήταν τυφλός, αλλά δεν ήταν γι’ αυτό που έγινε ποιητής.

 

ΤΟΜ

Σε παρακαλώ, μητέρα, θα με αφήσεις να τελειώσω αυτό που προσπαθώ να γράψω;

 

ΑΜΑΝΤΑ

(του ισιώνει την πλάτη)

Και μην καμπουριάζεις. Οι ώμοι σου είναι λες κι είσαι σπουργίτι.

 

ΤΟΜ

Μητέρα, μπορείς να ασχοληθείς με κάτι άλλο σε παρακαλώ; Προσπαθώ να γράψω.

 

ΑΜΑΝΤΑ

(τα χέρια της στον Τομ)

Ούτε που φαντάζεσαι τι συμβαίνει στα εσωτερικά σου όργανα όταν κάθεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο: το στομάχι σου πιέζει τους πνεύμονες και οι πνεύμονες με τη σειρά τους πιέζουν την καρδιά με τελικό αποτέλεσμα η καημένη η καρδιά να μην έχει χώρο να χτυπάει για σένα. Έχω δει έναν ιατρικό πίνακα και ξέρω, Τομ!

 

ΤΟΜ

Γαμώ την που

 

ΑΜΑΝΤΑ

(τσιριχτά)

Μη λες τέτοιες λέξεις!

 

ΤΟΜ

Τι να κάνω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Σου το απαγορεύω!

 

ΤΟΜ

Ω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Έχεις τρελαθεί;

 

ΤΟΜ

Εσύ με έχεις τρελάνει!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μου λες τι έχεις πάθει τον τελευταίο καιρό, ηλίθιε;!

 

ΤΟΜ

Άκουσέ με καλά! Ούτε μισό πράγμα δεν υπάρχει εδώ μέσα

 

ΑΜΑΝΤΑ

Πιο χαμηλά τη φωνή σου!

 

ΤΟΜ

που να είναι δικό μου! Όλα εσύ

 

ΑΜΑΝΤΑ

Μη φωνάζεις!

ΤΟΜ

Χθες είχες το θράσος μέχρι και στα βιβλία μου να κάνεις κατάσχεση!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Κατάσχεση; Ναι!, δεν ήξερα να αφήσω κάτι τερατουργήματα, κάτι αρρωστημένες βρομιές σαν τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ αυτού του παρανοϊκού κυρίου Λώρενς να κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι μου! Ποτέ! Αρρωστημένοι εγκέφαλοι! Κι εσύ να τους υποστηρίζεις!

(ο Τομ γελάει άγρια)

 

ΤΟΜ

Στο σπίτι σου; Ποιος πληρώνει το ενοίκιο; Ποιος δουλεύει σαν σκλάβος για να

 

ΑΜΑΝΤΑ

(τσιριχτά)

Πώς τολμάς;!

 

ΤΟΜ

Α μάλιστα!, εγώ δεν κάνει να απαντάω, εγώ πρέπει μόνο να

 

ΑΜΑΝΤΑ

Εγώ θα σου απαντήσω!

 

ΤΟΜ

Κι εγώ δεν πρόκειται να ακούσω το παραμικρό!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Θα ακούσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι.

 

ΤΟΜ

Τίποτα! Τίποτα δεν θα ακούσω! Βγαίνω έξω!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Έλα μέσα!

 

ΤΟΜ

Όχι! Βγαίνω έξω, έξω! Έχω

 

ΑΜΑΝΤΑ

Τομ Γουίνγκφιλντ, έλα μέσα είπα! Δεν τελείωσα ακόμη!

 

ΤΟΜ

Βρε άντε και

 

ΛΩΡΑ

(απελπισμένη)

Τομ!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Αρκετά ανέχτηκα τις προσβολές σου! Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί!

(ο Τομ επιστρέφει και την πλησιάζει)

 

ΤΟΜ

Η υπομονή σου; Μήπως θέλεις να σου πω και για τη δική μου υπομονή; Αλλά βέβαια, για σένα η δική μου υπομονή δεν έχει καμία απολύτως σημασία, γιατί εσένα ούτε καν που περνάει από το μυαλουδάκι σου ότι αυτό που κάνω δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που θέλω να κάνω. Κι ούτε που σου περνάει από το μυαλό ότι

 

ΑΜΑΝΤΑ

Το μόνο που μου περνάει από το μυαλό ότι κάνεις πράγματα για τα οποία ντρέπεσαι κι εσύ ο ίδιος. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η συμπεριφορά σου. Κανένας κανονικός άνθρωπος δεν πηγαίνει κάθε βράδυ στο σινεμά. Είναι αφύσικο! Κανένας κανονικός άνθρωπος δεν πάει σινεμά μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και κανένα σινεμά δεν κλείνει στις δύο η ώρα τη νύχτα! Και μετά έρχεσαι παραμιλώντας και παραπατώντας σαν παράφρων! Και μετά κοιμάσαι τρεις ώρες και πας στη δουλειά! Κι ούτε που θέλω να φανταστώ πώς θα είσαι στη δουλειά σου. Σίγουρα θα σέρνεσαι από την κραιπάλη και την ακολασία!

 

ΤΟΜ

(άγρια)

Ακριβώς! Σέρνομαι από την κραιπάλη και την ακολασία!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Και με ποιο δικαίωμα θέτεις σε κίνδυνο τη δουλειά σου, μου λες;! Πώς θέτεις σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων μας; Μου λες πώς θα τα βγάλουμε πέρα αν

 

TOM

Άκουσέ με καλά!

Θαρρείς πως εγώ τρελαίνομαι για την αποθήκη;

Θαρρείς πως εγώ είμαι ερωτευμένος με τα Υποδήματα Κοντινένταλ και ότι το όνειρό μου είναι να περάσω πενήντα πέντε χρόνια εγκλωβισμένος εκεί μέσα με τις λευκές λάμπες φθορίου και την πλαστική επένδυση στους τοίχους;

Άκουσέ με καλά!

Καλύτερα να πάρει κανείς ένα λοστό και να μου σπάσει το κεφάλι στα δύο και να δω τα μυαλά μου πεταμένα στο πάτωμα παρά να πηγαίνω εκεί που πηγαίνω κάθε πρωί.

Όμως πηγαίνω!

Και κάθε πρωί που εσύ έρχεσαι και με ξυπνάς με εκείνο το σιχαμένο, με εκείνο το καταραμένο «Και εγένετο Φως», το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι ότι ζηλεύω πολύ, ζηλεύω πάρα πολύ, τους Νεκρούς και το σκοτάδι τους.

Όμως σηκώνομαι! Και πηγαίνω!

Για εξήντα πέντε σιχαμένα δολάρια το μήνα προδίδω ό,τι ονειρεύομαι να κάνω, ό,τι ονειρεύομαι να γίνω.

Κι άκου και κάτι ακόμα, μητέρα: αν σκεφτόμουν μόνο τον εαυτό μου, όπως μου λες ξανά και ξανά, ξέρεις πού θα ήμουνα αυτή τη στιγμή; Θα ήμουν μακριά, πολύ μακριά, θα ήμουν εκεί που είναι αυτός!

(δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του)

Θα ήμουν στο πιο μακρινό σημείο που μπορεί να φτάσει άνθρωπος!

(πάει να φύγει αλλά η Αμάντα τον πιάνει από το μπράτσο)

Μη με πιάνεις!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Πού πας;

 

ΤΟΜ

Σινεμά!

 

ΑΜΑΝΤΑ

Ψέμα! Δεν το πιστεύω!

(ο Τομ ορμάει προς την Αμάντα, καλύπτει το πρόσωπό της με τα χέρια του, η Αμάντα οπισθοχωρεί ανασαίνοντας βαριά)

 

ΤΟΜ

Καλά κάνεις και δεν το πιστεύεις γιατί είναι η πρώτη φορά που έχεις δίκιο.

Όχι, δεν πηγαίνω στο σινεμά!

Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια.

Πηγαίνω σε χαμαιτυπεία

σε καταγώγια

είμαι άσχημα μπλεγμένος με ναρκομανείς και δολοφόνους

είμαι ο αρχηγός μιας συμμορίας κακοποιών

πληρώνομαι για να κάνω φόνους

είμαι ταχυδακτυλουργός και μέσα από μια θήκη βιολιού εγώ βγάζω ένα τεράστιο και καταστροφικό όπλο

είμαι εγώ που κάνω κουμάντο σε ένα σωρό μπουρδέλα

στην πιάτσα είμαι πασίγνωστος

είμαι «ο φονιάς Γουίνγκφιλντ», έτσι με φωνάζουνε

είμαι διχασμένος και κάνω διπλή ζωή

το πρωί είμαι ένα τίμιο ανθρωπάκι στην αποθήκη με τα υποδήματα

και τη νύχτα είμαι ο πρίγκηπας του υποκόσμου

πηγαίνω στο καζίνο και σκορπάω όλα μου τα λεφτά στον τζόγο

μεταμφιέζομαι και φοράω ψεύτικο μουστάκι

κρύβω με μαύρο ύφασμα το ένα μου μάτι και μεταμφιέζομαι σε πειρατή

καμιά φορά με φωνάζουν και Διάβολο, μητέρα!

Μπορώ να σου πω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, αλλά δεν θέλω να χάσεις τον ύπνο σου για πάντα. Και καλό είναι να ξέρεις επίσης ότι έχω εχθρούς, εχθρούς που με μισούν και σχεδιάζουν να τινάξουν το σπίτι στον αέρα! Κι ούτε που φαντάζεσαι πόσο πολύ θα τρελαθώ από τη χαρά μου όταν σε δω να εκσφενδονίζεσαι σαν άσχημη μάγισσα ψηλά στους ουρανούς του Μπλου Μάουντεν κι από πίσω σου να τρέχουν και οι δεκαεφτά σου καβαλιέροι!

Μάγισσα!

Γλωσσοκοπάνα μάγισσα!

(ο Τομ κινείται σπασμωδικά και απότομα, παίρνει το πανωφόρι του, τρέχει στην πόρτα, την ανοίγει απότομα. Οι δύο γυναίκες τον κοιτάζουν άναυδες. Καθώς προσπαθεί να φορέσει το σακάκι του, το χέρι του πιάνεται στο μανίκι, προς στιγμή μοιάζει σαν να είναι δεμένος με το σακάκι. Τραβάει με λύσσα το σακάκι, το μανίκι σκίζεται, το πετάει. Το σακάκι πέφτει πάνω σε ένα ράφι της γυάλινης συλλογής, ακούγεται ένας ήχος από σπασμένο γυαλί. Η Λώρα βγάζει μια κραυγή)

(μουσική)

(λεζάντα στην οθόνη: ο Γυάλινος Κόσμος)

 

ΛΩΡΑ

(στριγγλίζοντας)

Τα γυάλινα ζωάκια μου…

(κρύβει το πρόσωπό της και γυρνάει την πλάτη της)

(η Αμάντα είναι ακόμη άναυδη από τα προηγούμενα λόγια του Τομ και σαν να μην πρόσεξε τι συνέβη)

 

ΑΜΑΝΤΑ

(φοβερός τόνος στη φωνή της)

Αν δεν μου ζητήσεις συγγνώμη, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ!

(εξαφανίζεται πίσω από τις κουρτίνες. ο Τομ μένει με τη Λώρα. η Λώρα στηρίζεται σαν ξεψυχισμένη στο μάρμαρο του τζακιού, το πρόσωπό της στραμμένο αλλού. ο Τομ την κοιτάζει με βλέμμα ηλίθιου. γονατίζει κι αρχίζει να μαζεύει τα γυαλιά από το πάτωμα. κοιτάει τη Λώρα σαν να θέλει να της πει κάτι αλλά λέξη δεν βγαίνει από το στόμα του)

(η σκηνή σκοτεινιάζει ενώ ταυτόχρονα ακούγεται η μουσική από τον Γυάλινο Κόσμο)


 

 

Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι ιστορίες του πάστορα Βογκ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρμα. Στο Θέατρο έχουν ανεβεί τα έργα του «Το νερό γνωρίζει», «Η Μπέμπα», «Η Λίμνη», «Η Φθορά», «Κάθε σαράντα χρόνια», «Η εξομολόγηση ενός βαμπίρ» και «Η Απελευθέρωση». Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς είναι το τρίτο έργο που μεταφράζει για το Θέατρο. Έχουν προηγηθεί «Τα Μάγια της Πεταλούδας» και «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ζει στην Αθήνα.