Top menu

Τέσσερα ποιήματα από τον Γιάννη Σμίχελη

 

 

Σιωπηλά

Μέσα στο χιόνι μπόρεσαν τα σώματα
Ν'αναστηθούν
Σαν κρύσταλλα του έρωτα
Αεικίνητες συνουσίες νιφάδων
Συμπυκνωμένη ενέργεια μελένιας αίσθησης
Στου πάγου την αρχιτεκτονική,
Έμαθαν τ'αγάλματα να κινούνται
Χάρη στην ορμή της επιθυμίας
Ραγίζοντας τον χρόνο με τ' αρώματα
Της απόλαυσης

Στην κεραμοσκεπή τ' ουρανού
Πέφτουνε δαχτυλίδια
Από τα δάχτυλα της έκλειψης,
Σου χρωστάω το φως μου
Είπε το σκοτάδι στο φιλί
Και η αχτίδα έκλαψε στην θαλπωρή
Μιας σπηλιάς

 


 

Ξεσάλωμα

Σήκω κορμί μου και χόρεψε
Πάνω στην άβυσσο των καπηλευτών
Το στέκι μου ένα καπηλειό της παρηγοριάς
Των πλανεμένων ψυχών
Μα όχι προσκυνημένων
Σήκω και χόρεψε στην βροχή του κρασιού
Οι πλημμύρες της ζωής θέλουν μέθη
Ολόρθο στητό σαν μια λάμψη
Της τσατισμένης αλήθειας σου
Αιώνια μαρμαρυγή του πόνου
Στους λαβυρίνθους της απατεωνιάς

 


 

Στον Ιρανοκούρδο Κομμουνιστή

Από το ταβάνι έπεφταν ανθρωπάκια
Καβουρνιασμένα
Όξινη βροχή πυροβολικού
Και ο χορός των σκουπιδιών
Στην πυκνή ατμόσφαιρα
Μιας γυάλας
Με κοίταξες με το βλέμμα προβάτου
Και καθώς βέλαζες σκοτώθηκαν όλοι οι φρουροί
Και οι πόρτες πλημμύρισαν φως
Κι όμως δεν έφυγες
Έμεινες ακίνητος να μηρυκάζεις την σιωπή σου
Κάποια σφαίρα όλο χαρά σου συστήθηκε
Και μόλις την κοίταξες κατάματα
Σου απάντησε
Μην φοβάσαι δεν είμαι ότι νομίζεις
Και το δωμάτιο γέμισε χάρτινες ακτίδες
Αρχίζαμε να καπνίζουμε και πήραν φωτιά
Τα δάκρυά μας

 


Στον Γρηγόρη

Κατέβαζες τ' αστέρια απ' τον ουρανό
Να δείχνεις στα παιδιά τα όνειρα
Κι ας κρατούσες πυξίδα σπασμένη
Σαν να 'ταν η καρδιά σου

Τα δέντρα όλα είχαν τις ρίζες τους
Στα μεθύσια σου
Πετάγονταν από τις λέξεις σου φύλλα δάφνης
Και στόλιζαν τους επικήδειους της φωτιάς σου
Μία πόρτα χτυπούσε με ορμή πάντα στην σιωπή σου
Αχτίδες παλαβές και σπόροι άγριοι στις γλάστρες της υπερβολής

Αλάτι είχες την βρισιά και οι αγώνες της ζωής
Τα ρούχα του πονεμένου σου κορμιού
Η μόνη δικαίωση το τραγούδι τ' ανέμου
Στα κρύα μάρμαρα του παραμιλητού
Έφευγες και σημάδευες τον Καιάδα
Με την εξέγερση της απόγνωσης
Το μόνο σφυρί κατά της πολιτικής
Του αναλώσιμου

Τώρα εκεί που βρίσκεσαι
Πάλι κάνεις τα δικά σου κόλπα
Και γελάς τρανταχτά στα μούτρα του χάρου
Δείχνοντας του το μεσαίο δάκτυλο
«Μαλάκα δω που με 'φερες θα το πληρώσεις ακριβά«