Top menu

"Ο Γυάλινος Κόσμος" του Τένεσι Ουίλιαμς, σε μετάφραση Δημήτρη Τσεκούρα

 

 

Tennessee Williams

O Γυάλινος Κόσμος
ένα Έργο Μνήμης

Μεταφράζει ο Δημήτρης Τσεκούρας, συγγραφέας - μεταφραστής

Η παρούσα απόδοση - μετάφραση του έργου βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο κείμενο της πρώτης έκδοσης (New York: Random House 1945). Επίσης, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προσθήκες - παραλλαγές στους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες της πρώτης παράστασης του έργου στη Νέα Υόρκη. Το περιοδικό Vakxikon.gr, θα δημοσιεύσει ολόκληρη τη μετάφραση του έργου από τον γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή ανά σκηνή. Ακολουθεί το πρώτο μέρος των δημοσιεύσεων - Σκηνή 1.

 

ΣΚΗΝΗ 1

 

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ταυ άλφα χι ύψιλον δέλτα άλφα κάπα ταυ ύψιλον λάμδα όμικρον ύψιλον ρο γάμα όμικρον σίγμα!
Τα-χυ-δα-κτυ-λουρ-γός!
Ταχυδακτυλουργός!

Ναι!
Πολύχρωμα μαντήλια από τις τσέπες μου
και τραπουλόχαρτα απ’ τα μανίκια μου μέσα
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ!

Αλλά Όχι!
Εγώ δεν είμαι ένας συνηθισμένος Ταχυδακτυλουργός!
Εγώ δεν δίνω ψευδαισθήσεις που μοιάζουν με την Αλήθεια.
Εγώ πράττω αντίθετα!
Εγώ δίνω την Αλήθεια και μόνο την Αλήθεια με το ωραίο προσωπείο της Ψευδαίσθησης!

Ναι!

Και τώρα
τώρα
αν θέλω να αρχίσω, πρέπει αναπόφευκτα να πάω πίσω.

Γυρίζω τον Χρόνο προς τα πίσω λοιπόν.
Σε ένα στενό δρομάκι στο Σαιν Λούις.
Σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο του τριάντα.
Τότε που η τεράστια μεσαία τάξη της Αμερικής έτρεχε να σπουδάσει σε Σχολές Τυφλών.

Τότε που όλοι
λες και τους είχαν προδώσει τα μάτια τους
ή λες και όλοι
είχαν προδοθεί από τα μάτια τους.
Και τώρα όλοι προσπαθούσαν να διαβάσουν με τα δάχτυλα
έτσι όπως κάνουν οι τυφλοί.

Η οικονομία υπό κατάρρευση.

Στην Ισπανία επανάσταση.
Και εδώ, εδώ μόνο φωνές, αναστάτωση και πανικός.
Στην Ισπανία η Γκερνίκα.
Και εδώ αναταραχή, μια βίαιη αναταραχή ακόμη και σε πόλεις ειρηνικές.
Πόλεις όπως το Σικάγο, το Κλήβελαντ ή το Σαιν Λούις.

Αυτό είναι το κοινωνικό πλαίσιο του έργου.

(μουσική)

Αλλά το έργο – πάνω απ’ όλα- είναι Τέχνη.
Και είναι ένα έργο Μνήμης.
Κι όπως τα πάντα στη Μνήμη, έτσι και το έργο φωτίζεται αχνά.
Είναι ένα έργο αισθηματικό.
Δεν έχει ρεαλισμό. Έχει Μαγεία.
Κι όπως τα πάντα στη Μνήμη, έτσι και στο έργο όλα μοιάζουν με Μουσική.

Εγώ
Εγώ είμαι δισυπόστατος.
Είμαι ο αφηγητής του έργου αλλά είμαι κι ένα από τα πρόσωπά του έργου.

Τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι η Μητέρα μου, η Αμάντα.
Είναι η αδελφή μου, η Λώρα.
Είναι κι ένας καλεσμένος αλλά αυτός δεν εμφανίζεται παρά μόνο στις τελευταίες σκηνές. Αυτός είναι το πιο ρεαλιστικό πρόσωπο του έργου, είναι ένα πρόσωπο σταλμένο από την Πραγματικότητα.
Την Πραγματικότητα που εμείς εδώ σαν να την έχουμε ξεχάσει.

Αλλά επειδή, όπως κάθε Ποιητής, έτσι κι εγώ πάσχω από αδυναμία για τα Σύμβολα, θα τον κάνω κι αυτόν ένα Σύμβολο: αυτός είναι αυτό που περιμένουμε αλλά δεν έρχεται.
Αλλά αυτό που δεν έρχεται
α υ τ ό είναι που μας κρατάει στη ζωή.

Α!
Υπάρχει κι ένα πρόσωπο ακόμη που δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε μια φωτογραφία πάνω απ’ το τζάκι.
Αυτό το πρόσωπο είναι ο Πατέρας.
Πάει πολύς καιρός που μας άφησε.
Ο Πατέρας ήταν τηλεφωνητής αλλά ερωτεύτηκε Φωνές και Αποστάσεις μακρινές. Φωνές μέσα από τα σύρματα του τηλεφώνου. Και κάποια μέρα ο Πατέρας παράτησε την τηλεφωνική εταιρεία που δούλευε και πάει. Έγινε πουλί και πέταξε.
Η τελευταία φορά που πήραμε κάτι από αυτόν ήταν μια κάρτα που μας έστειλε από το Μαζατλάνκά που εκεί στην ακτή του Ειρηνικού στο Μεξικό.
Δυο λέξεις μόνο: Γεια χαρά!
Κι ούτε διεύθυνση ούτε τίποτα.

Αυτά.
Όλα τα υπόλοιπα νομίζω ότι θα μας τα πει το ίδιο το έργο.

ΑΜΑΝΤΑ
(ακούγεται πίσω από τις κουρτίνες)
Τομ!

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Η Μητέρα με φωνάζει για το φαγητό.

ΑΜΑΝΤΑ
Τόομ!

ΤΟΜ
Ναι, μητέρα.

ΑΜΑΝΤΑ
Είναι αδύνατον να κάνουμε την προσευχή μας αν δεν έρθεις στο τραπέζι.

ΤΟΜ
Έρχομαι, μητέρα.

(ο Τομ / Αφηγητής υποκλίνεται και κατευθύνεται στη θέση του στο τραπέζι. η Αμάντα και η Λώρα τρώνε, αλλά όχι πραγματικά, κάνουν χειρονομίες φαγητού. ούτε σερβίτσια, ούτε τίποτα. η Αμάντα στραμμένη στο κοινό, ο Τομ και η Λώρα καθισμένοι προφίλ)

ΤΟΜ
Ιδού και εγώ λοιπόν!

ΑΜΑΝΤΑ
Πώς τρως έτσι, βρε αγάπη μου; Μα είναι δυνατόν να σπρώχνεις το φαγητό με τα δάχτυλα; Πάρε έστω και μια μπουκιά ψωμί. Και μάσα, αγόρι μου, μάσα. Όπως πολύ καλά γνωρίζεις τα ζώα και μόνο τα ζώα έχουν στομάχι εντός του οποίου η τροφή μπορεί να χωνευτεί άνευ μασήματος. Αλλά εμείς είμαστε ανθρώπινα όντα, δεν είμαστε ζώα και πρέπει, πριν καταπιούμε, να τη μασάμε καλά την τροφή μας, αγόρι μου. Γι’ αυτό σου λέω: να τρως αργά το φαγητό σου και να το ευχαριστιέσαι με την καρδιά σου. Κι έπειτα μην ξεχνάς, Τομ, ότι ένα καλομαγειρεμένο φαγητό πρέπει να το κρατάμε αρκετή ώρα στο στόμα μας εάν θέλουμε να μας αποκαλύψει τις νοστιμιές του και κατά συνέπεια να το απολαύσουμε πραγματικά. Μάσα λοιπόν, αγόρι μου, μάσα και οι σιελογόνοι αδένες να είσαι σίγουρος ότι θα κάνουν περίφημα τη δουλειά τους.

ΤΟΜ
(αφήνει το φανταστικό του πιρούνι)

Έτσι όπως με κοιτάς, μ’ αυτά τα γερακίσια σου μάτια
και μ’ όλες αυτές τις φριχτές υποδείξεις σου μάσα, αγόρι μου, μάσα για το πώς πρέπει να τρώω
ούτε μια μπουκιά φαγητό δεν μπορώ να απολαύσω
Εσύ με κάνεις και βιάζομαι και καταπίνω αμάσητο το φαγητό μου
Εσύ με το κήρυγμά σου και με τα υγρά που εκκρίνουν τα ζώα και με τους σιελογόνους αδένες σου…

(ο Τομ σηκώνεται από το τραπέζι)

ΑΜΑΝΤΑ
Δεν σου έδωσε κανείς την άδεια να σηκωθείς από το τραπέζι.

ΤΟΜ
Πάω να καπνίσω.

ΑΜΑΝΤΑ
Καπνίζεις πάρα πολύ.

ΛΩΡΑ
(σηκώνεται)

Πάω να φέρω γλυκό.

(ο Τομ όρθιος, τσιγάρο στο στόμα, μπροστά στις κουρτίνες)

ΑΜΑΝΤΑ
Όχι, καλή μου, εσύ σήμερα είσαι η Κυρία κι εγώ ο Υπηρέτης.
Εγώ θα σηκωθώ.

ΛΩΡΑ
Μα σηκώθηκα ήδη.

ΑΜΑΝΤΑ
Να ξανακαθίσεις!. Εσύ θέλω να είσαι ξεκούραστη και όμορφη για να υποδεχτείς τους καβαλιέρους.

ΛΩΡΑ
(κάθεται πάλι)
Ποιους καβαλιέρους, μητέρα; Τι λες;

ΑΜΑΝΤΑ
(ονειροπολεί)
Οι καβαλιέροι, αγάπη μου, εμφανίζονται όταν δεν τους περιμένεις!
Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω μια Κυριακή απόγευμα στο Μπλου Μάουντεν…
(πηγαίνει προς την κουζίνα)

ΤΟΜ
Όχι πάλι, Θεέ μου…

ΛΩΡΑ
Άφησέ την να μας το πει, Τομ.

ΤΟΜ
Πάλι;

ΛΩΡΑ
Της δίνει τόση χαρά!

(η Αμάντα επιστρέφει με ένα μπολ γλυκό)

ΑΜΑΝΤΑ
Αν θέλετε να ξέρετε λοιπόν, μια Κυριακή απόγευμα στο Μπλου Μάουντεν, η μητέρα σας δέχθηκε δεκαεφτά ολόκληρους καβαλιέρους παρακαλώ! Να φανταστείτε ότι οι καρέκλες δεν φτάνανε μέχρι που στείλαμε τον υπηρέτη να φέρει κι άλλες από την εκκλησία!

ΤΟΜ
Και πώς τα κατάφερες να περιποιηθείς όλους αυτούς τους καβαλιέρους;

ΑΜΑΝΤΑ
Κατείχα πολύ καλά την τέχνη της συζητήσεως!

ΤΟΜ
Α!, όσο γι’ αυτό…

ΑΜΑΝΤΑ
Και σε διαβεβαιώ ότι τα κορίτσια εκείνη την εποχή ξέρανε πολύ καλά πώς να μιλάνε.

ΤΟΜ
Τι μου λες;!

(εικόνα στην οθόνη: η Αμάντα κορίτσι υποδέχεται καβαλιέρους)

ΑΜΑΝΤΑ
Ένα κορίτσι εκείνη την εποχή, Τομ, δεν αρκούσε να έχει απλά και μόνο ένα ωραίο προσωπάκι κι ένα καλλίγραμμο σώμα. Κι όχι ότι υστερούσα και σε αυτά. Ένα κορίτσι εκείνη την εποχή έπρεπε να έχει πάνω απ’ όλα μυαλό, να μπορεί να συζητά για οτιδήποτε!

ΤΟΜ
Και τα θέματα συζητήσεως παρακαλώ;

ΑΜΑΝΤΑ
Ανώτερα πράγματα! Παγκοσμίου ενδιαφέροντος! Τίποτα το αγοραίο, τίποτα το άξεστο!
Κι οι καβαλιέροι μου όλοι Κύριοι! Κτηματίες και γιοι κτηματιών από το Δέλτα του Μισισιπή.
Ο Τσαμ Λάφλιν επί παραδείγματι: μετέπειτα αντιπρόεδρος της Κτηματικής Τράπεζας.
Ο Χάντλυ Στίβενσον: αυτός πνίγηκε στη Μουν Λέηκ αλλά άφησε στη χήρα εκατόν πενήντα χιλιάδες δολάρια σε ομόλογα του Δημοσίου.
Ο Γουέσλι και ο Μπέιτς Κουτρέρ: αδέρφια. Ο Μπέιτς, αχ ο Μπέιτς ήταν τόσο ξεχωριστός!, από τους πιο ωραίους καβαλιέρους που είχα ποτέ. Αλλά μια μέρα έμπλεξε σε καβγά με τον Γουέινράιτ, έναν πολύ άγριο νέο, πέσανε πυροβολισμοί, κι ο καλός μου ο Μπέιτς χτυπήθηκε στο στομάχι και πέθανε στο ασθενοφόρο. Σαράντα χιλιάδες στρέμματα άφησε στη χήρα του. Αλλά τι να το κάνεις; Ποτέ δεν την αγάπησε πραγματικά. Να φανταστείτε τη νύχτα που πέθανε, επάνω του βρέθηκε μια δική μου φωτογραφία! Για να μη θυμηθώ ασφαλώς εκείνον τον πανέμορφο νεαρό από το Γκριν Κάουντυ! Δεν υπήρχε ούτε ένα κορίτσι που να μην τρελαινόταν για χάρη του!

ΤΟΜ
Αυτός τι άφησε στη χήρα του;

ΑΜΑΝΤΑ
Ε δεν βρίσκονται και κάτω από τη γη όλοι οι παλιοί μου θαυμαστές! Αυτός δεν παντρεύτηκε ποτέ!

ΤΟΜ
Μα είναι ο μόνος που ανέφερες ότι είναι ακόμη εν ζωή!

ΑΜΑΝΤΑ
Αυτός είχε πράγματι το χάρισμα του Μίδα. Έκανε τεράστια περιουσία. Ό,τι κι αν άγγιζε, γινόταν χρυσάφι. Και σας πληροφορώ ότι παρά τρίχα θα μπορούσα να είχα γίνει κυρία Ντάνκαν Τζέι Φίτσχιου! Αλλά εγώ! Εγώ τι… φαντάζεσαι ότι έκανα;! Εγώ πήγα και διάλεξα τον πατέρα σου! Αυτό έκανα!

ΛΩΡΑ
Μητέρα, άσε με να μαζέψω το τραπέζι.

ΑΜΑΝΤΑ
Εσύ, χρυσό μου, να αφήσεις το τραπέζι και να πας να μελετήσεις γραφομηχανή ή έστω στενογραφία. Σε θέλω όμορφη και ξεκούραστη. Όπου να ‘ναι θα αρχίσουν να καταφθάνουν οι καβαλιέροι μας. Πόσοι λες ότι θα έρθουν απόψε;

ΛΩΡΑ
Κανένας, μητέρα. Κανένας.

ΑΜΑΝΤΑ
Σίγουρα θα αστειεύεσαι, Λώρα. Άκου εκεί κανένας! Από ό,τι ούτε κάποια θύελλα μαίνεται έξω, ούτε κάποιον κατακλυσμό έχει!

ΛΩΡΑ
Αχ, μητέρα, δεν είναι αυτό! Το θέμα είναι ότι εγώ δεν είμαι τόσο δημοφιλής όσο ήσουν εσύ στο Μπλου Μάουντεν…

(ο Τομ αναστενάζει, η Λώρα κοιτάζει τον Τομ, η φωνή της ασταθής σαν να απολογείται)

Η μαμά φοβάται ότι θα μείνω μόνη κι έρημη, Τομ. Γεροντοκόρη.

(η σκηνή σιγά σιγά στο σκοτάδι, ακούγεται μουσική)


 

Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι ιστορίες του πάστορα Βογκ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρμα. Στο Θέατρο έχουν ανεβεί τα έργα του «Το νερό γνωρίζει», «Η Μπέμπα», «Η Λίμνη», «Η Φθορά», «Κάθε σαράντα χρόνια», «Η εξομολόγηση ενός βαμπίρ» και «Η Απελευθέρωση». Ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς είναι το τρίτο έργο που μεταφράζει για το Θέατρο. Έχουν προηγηθεί «Τα Μάγια της Πεταλούδας» και «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ζει στην Αθήνα.