Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Ο λύκος της Ποπουλονίας (διήγημα) - Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

14.12.2009

Ήταν λυκόφως. Το δάσος γύρω ήταν πυκνό. Σε ένα σημείο του μόνο έβλεπες ένα ξέφωτο. Εκεί στο ξέφωτο στηριζόταν πάνω σε ένα κορμό η λαίδη Τρέντγεβιλ και το κορμί της ξεπρόβαλλε σαν υπέροχη πορσελάνη. Φόραγε ένα τούλινο ρούχο που απλωνόταν σ’ όλο το σώμα σα διαφανές νυχτικό. Η μέση της ήταν ζωσμένη με μία δερμάτινη λευκή ζώνη από δέρμα αγελάδας στο οποίο είχαν ραφτεί με προσοχή τα γαμψά νύχια αετού, αλλά και τα περήφανα φτερά αυτού του πετούμενου. Η Lady στεκόταν με ερωτικό νάζι και γυρόφερνε στα χέρια της μία θεσπέσια κορδέλα.
-Γεια σου όμορφη γυναίκα, πως μπορώ να πάω για το χωριό Μιτς βορειοανατολικά της μεγάλης κωμόπολης Λιαγιάταβα;
-Διαβάτη, δεν είσαι γνωστικός για το θρύλο της περιοχής;
-Είμαι περαστικός, αλλά θα με ενδιέφερε να μάθω.
-Μάθε διαβάτη ότι καλότυχος είναι αυτός που συντυχαίνει την Tredjevil. Μια φορά εμφανίζεται κάθε επτά χρόνια. Τρεις ευχές εκπληρώνει για τον καλότυχο που θα την συναντήσει.
-Δεν είσαι γυναίκα, Lady;αναρώτησε με ένα σύγκρυο στην ψυχή…
Η Lady του έγνεψε με το κρυστάλλινο χέρι της να σωπάσει θωρώντας ένα γύρω την πλάση που την περιέβαλε. «Το όνομα μου σημαίνει στα αρχαία Νορβηγικά, η Κυρία της τρίτης θέλησης», απάντησε με μία φωνή συγκατάβασης. Ρουθούνιζε πάντα αγχωμένη και στο βλέμμα της έβλεπες μια υποψία φόβου. « Είμαι η λαίδη των τριών επιθυμιών» εξήγησε σιωπηλά σα να φοβόταν το άκουσμα της φωνής της. Ήταν ξεκάθαρο: η Lady φοβόταν την ερεβώδη νύχτα που πλησίαζε. Μέσα στα χέρια της είχε αρχίσει να σχηματίζεται με αίμα –πράγμα που την ανησύχησε- ο προφητικός οιωνός του διαβάτη. Κάποιος θάνατος πλησίαζε το ξέφωτο, σαν κάποιος να έπρεπε να πεθάνει για κάποιον περίεργο λόγο. Ωστόσο, η Lady ήταν καλή και δεν επιζητούσε το θάνατο κανενός. Προστάτευε και εκπλήρωνε ευχές. Ήταν τόσο απλό. Γοργά έριξε τα πλούσια ξανθά μαλλιά της με μια στρογγυλή κίνηση προς τα πίσω. Το λυκόφως την αγκάλιαζε προστατευτικά από πίσω. Το κόκκινο φεγγάρι έτρεμε και το δάσος από σημύδα έλαμπε αργυρό κάτω από το έντονο σεληνόφως.

Ο διαβάτης λεγόταν Ισαάκ Ριβέρα. Ήταν ντυμένος με καστόρινα ρούχα στο χρώμα της γαίας. Στη μέση είχε ένα ακριβό μαχαίρι με διαμαντένια βάση και μία επιγραφή χαραγμένη στην ατσάλινη λεπίδα. «Τύχη σε κάθε σκοτεινό πέρασμα. Λεονή» Λεονή ήταν το όνομα της μάνας του. Ήταν μονόφθαλμη από ένα ατύχημα σε κυνήγι και ιδιαίτερα δυνατή γυναίκα για τα δεδομένα της εποχής. Ήταν ενήμερη για όλες τις αντρικές δραστηριότητες. Γνώριζε καλά τους τοπικούς μύθους και τις ιστορίες των δασών. Μαγικές ιστορίες που παρέμεναν ανεξήγητες συνήθως, όπως και η αρχοντική ψυχή της Λεονή Ριβέρα. Είχαν περάσει πέντε μόλις χρόνια από τότε που η ρωμαλέα Ριβέρα «έφυγε» από τούτον τον κόσμο. Με μία σαϊτιά περασμένη από τα νώτα της, τη βρήκε ο Ισαάκ νεκρή σ’ ένα ξέφωτο, όπως ετούτο καλή ώρα. Το βέλος ήταν άγνωστης κατασκευής και δεν παρέπεμπε σε τοπικό κυνηγό ή ακόμα και σε μισθοφόρο της βασιλικής ακολουθίας. Τη σφυρήλατη αιχμή την είχε κρατήσει για κρεμαστάρι στο λαιμό του. Για εγκόλπιο ελπίζοντας κάποια μέρα δείχνοντάς το να μάθει περισσότερα για τον φονιά…
-Είπες ότι θα μου εκπληρώσεις τρεις ευχές;
-Ναι, έτσι μπορώ να κάνω.
Ο Ισαάκ έβγαλε το εγκόλπιο και το πέταξε στα γυμνά πόδια της γυναίκας που έλαμπε όλη από φίλντισι.
-Δες και πες μου σε ποιον ανήκει το περιεχόμενο; 

alog2.jpgalog2.jpgΗ κόρη κοίταξε το περιεχόμενο μέσα στο μικροσκοπικό δερμάτινο πουγκί και μια σκοτεινή σκιά πέρασε από τα ξάστερα γαλανά της μάτια.

-Η πρώτη σου ευχή έχει εκπνεύσει. Ανήκει στον Άιτα ή Έιτα τον Ετρούσκο από την Ποπουλόνια της Ιταλίας, αδελφός του Τίνια και της Ούνι.
-Μα γίνεται ο Αίτα να έχει σκοτώσει τη μητέρα μου. Αυτός που έζησε αιώνες πριν;
-Η δεύτερη ευχή σου έχει εκπνεύσει. Ναι, γίνεται.
Ο Ισαάκ έκθαμβος και τρομοκρατημένος συλλογίστηκε τη σημασία αυτών τον λέξεων και παρέμεινε σιωπηλός προκειμένου να μη χαραμίσει την επόμενη ερώτηση του σε κάτι ασήμαντο. Η Τρέντγεβιλ δεν φαινόταν διατεθειμένη να ανοίξει διάλογο μαζί του και κάθε συνομιλία που θα ακολουθούσε ήθελε να την χρεώσει στις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί.
Τώρα η Lady  Tredjevil περπατούσε προς το άνοιγμα του ξέφωτου. Επρόκειτο για ένα μονοπάτι στενό με πεπατημένο χώμα που περνούσε μέσα από το πυκνό δάσος. Ο Ισαάκ την ακολουθούσε κοιτάζοντας τη λιγνή φιγούρα της. Ήταν σίγουρος ότι ζούσε μέσα σε όνειρο. Ύστερα του φάνηκε ότι το δάσος αραίωνε. Αντί για δέντρα ξεφύτρωναν πλατιές λευκές πέτρες. Όλες γυρισμένες στην όψη του φεγγαριού πράγμα που τον έκανε πάρα πολύ σκεφτικό και φοβισμένο. Βάδιζε ανάμεσα στις ταφόπλακες ενός εγκαταλελειμμένου νεκροταφείου. Τι δουλειά είχε εκεί αργά μετά τα μεσάνυχτα και γιατί τον οδηγούσε εκεί η λαίδη;
Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας ξερός κρότος και ο Ισαάκ από ένστικτο έκανε να βγάλει το μαχαίρι του. Η λαίδη γύρισε καρφώνοντάς τον με μια ματιά από καυτό κόκκινο. Ο Ισαάκ τρόμαξε και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή τρόμου, όταν είδε μέσα στο σφιχτό του χέρι μια μικρή οχιά. Την πέταξε μακριά! Ολοφάνερο το σπαθί είχε μετατραπεί σε ερπετό και τα διαμάντια που το κοσμούσαν ήταν τα μάτια του φιδιού.
Οι λευκές πέτρες είχαν απ’ τη μια πλευρά κάποιες σκαλισμένες φράσεις. Ο Ισαάκ ήταν ζαλισμένος από τη γοητεία της λαίδη και η αλαζονεία του φεγγαριού με το καθαρό χρυσάφι του τον είχε αποστομώσει. Ήταν μαλθακός και περίεργος.
Το μονοπάτι έμοιαζε να σκοτεινιάζει. Κάποια στιγμή σταμάτησαν σε έναν λάκκο με μία πανέμορφη λευκή πέτρα δίπλα δίχως επιγραφή. Η λαίδη τον κοίταξε στα μάτια πιέζοντάς τον να ζητήσει την τελευταία του ευχή.
-Δείξε μου πως πέθαινε εκείνη;
Είπε γνέφοντας με νόημα και υπονοώντας πάντοτε τον θάνατο της μητέρας του. Της Αρχόντισσας Λεονή. Της λαμπρής εκείνης κυνηγού και τοξεύτρας που θανατώθηκε με τόξο στην πλάτη κατά την επιστροφή της στο χωριό. Μόλις λίγα χρόνια μετά το θάνατό της στον κτηνοτροφικό οικισμό δεν έβρισκες παρά τα γκρεμισμένα ερείπια των κατοικιών που στοίχειωναν το γύρω δάσος. Αλλά περισσότερο απ’ όλα είχε στοιχειωθεί η περιοχή από τον φρικτό θάνατο της Κυράς. Που ακούστηκε κυνηγός να θανατωθεί και ποιος το περίμενε μια θαυμαστή γυναίκα να εξολοθρευτεί με τόσο άνανδρο τρόπο.
Η λαίδη εξαφανίστηκε αίφνης τρομαγμένη στο άκουσμα ενός συνεχόμενου γρυλίσματος ξωπίσω της. Ο Ισαάκ θυμάται ξεκάθαρα τις ρωγμές που διαγράφηκαν στο πανέμορφο μέτωπο της. Μέσα από το δάσος ξεπρόβαλε ένας άντρας με κεφάλι λύκου και γερτό γιγάντιο σώμα. Ήταν τοξευτής και στη γυμνή πλάτη του έφερε μια πράσινη φαρέτρα με τόξα ίδιας αιχμής με αυτήν του βέλους που σκότωσε τη Λεονή.
Όταν ο Ισαάκ κατάλαβε τι συνέβαινε και με ποιον είχε να κάνει, η ατυχία τον βρήκε μέσα στο σκοτεινό μονοπάτι με την ακάλυπτη πλάτη του γυρισμένη προς τον Άιτα. Ένα τεράστιο βέλος τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη ξεριζώνοντάς του την καρδιά. Τραμπαλίστηκε για λίγο πάνω στο ένα πόδι του και έπειτα έπεσε μπρούμυτα μέσα στον ανοιγμένο λάκκο. Χώματα τραβήχτηκαν εκατέρωθεν και έκλεισαν την είσοδο του τάφου ενώ η άσπρη πέτρα γέμισε με φωτεινές λέξεις που έγραφαν τα εξής:
alog3.jpg«Εδώ αναπαύεται ο Ισαάκ Ριβέρα με τη λιγοστή τύχη στα σκοτεινά περάσματα. Η ζωή του κλάπηκε από τον τρομερό Άιτα. Βασιλιά του βασιλείου των σκιών κατά τις δοξασίες των Αρχαίων Ετρούσκων…»
Σημ. Το διήγημα έχει λάβει Βραβείο διήγηματος στα Σικελιανά 2009 από το Καφενείο Ιδεών και την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

Η Κασσάνδρα  Αλογοσκούφι (ή αλλιώς σιβηρική κασκαντέρ σε εποχές Fyodor διώξεων) έχει εκπονήσει διατριβή πάνω στο επιστητό του παραλόγου. Ασχολείται ολοκληρωτικά με μυθιστόρημα, διήγημα, πρόζα, bonsai flash fiction (Neο Democracy of written speech-ΝΔ). Το 09’ εκπροσώπησε στην BJCEM την ελληνική πεζογραφία (political orgies at Skopje under cover of celebration of 7Arts). Γράφει για ανθισμένες βοκαμβίλιες και ερωτικά καλοκαίρια με τη συνήθη αγένεια εξπρεσιονιστών- γναθοχειρουργών [ή αλλιώς η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες πεζού και ποίησης, και έχει πολυβραβευθεί σε διαγωνισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Δεν την ενδιαφέρει άμεσα η έκδοση].

 

Ο Κώστας Τασλάκογλου είναι υτοδίδακτος φωτογράφος από την Αθήνα. Αντλεί θέματα από τη φύση. Κρατάει το απροσφόκητο των τοπίων με μία γερή δόση περίεργης καλλονής. Δεν του λείπει ποτέ το χιούμορ.Ο Κ.Τ. δημοσιεύει φωτογραφίες του σε λογοτεχνικά δικτυακά περιοδικά και μπλογκ.