να στρώσουμε τα ποιήματά μας
πορφυρό χαλί
στις λεωφόρους του μέλλοντος
να διαβούν οι νέοι
με τα χέρια υψωμένα
σε γροθιές διεκδίκησης
με την ελπίδα να μεταλάβουν
τουλάχιστον αυτοί
την ύστατη δικαίωση
Κόκκινο ποίημα
Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
αίμα, χρώμα
κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο
αλλά κι αν ήτανε κρασί
κόκκινο, κατακόκκινο
και μεθυσμένο το ποίημα
αιμόφυρτο θα έδειχνε
σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
που σκουριασμένο στο υπόγειο
ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
με ματωμένες αταξίες
Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
κάνει τα όνειρα αληθινά
κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα
Δεκανίκια
«Μητέρα φέρε εκείνο το κηροπήγιο» είπα κι άρχισα να γράφω με τα δάχτυλα στο σκοτάδι και τότε άρχισε να μικραίνει ο ίσκιος της ώσπου χάθηκε στο φως διότι τι σκοτάδι θα ήταν αυτό χωρίς το φως έστω πυγολαμπίδας
κι άρχισαν να με κατακλύζουν λέξεις
με σκέπασαν ολόκληρο
αλλά αναπνέω βαθιά
γιατί πάντα με στήριζαν οι λέξεις
σαν εκείνα τα ποιήματα
που ήταν δεκανίκια
για να περάσω απέναντι
μα κάθε πέρασμα
είχε ένα ρέμα πιο βαθύ
Μη μου τα πάρετε φώναξα
βασιλιάδες ή πιερότοι
δεν με διασκεδάζετε
κι έδειξα το μηδενικό στην πλάτη μου
αυτοί θαρρούσαν ότι έπαιζα με λέξεις
δεν κατάλαβαν ότι τα δεκανίκια μου
ήταν τα τεράστια στέρεα γεφύρια
που με πήγαιναν πέρα κι από τους ουρανούς
προς…
Δεκέμβρη δωδεκάτη
Τούτη η φεγγαροστιχίδα
το ωραιότερο τραγούδι
στα πιο ερημικά γενέθλια
χρόνια μετά
ή
Σαν τον αυτόχειρα
που με το ένα χέρι βουλώνει το αυτί
μην τον ξεκουφάνει
ο πυροβολισμός στον κρόταφο
ή
Εισπράττουν τη μοναδικότητα
εκείνου που φεύγει μόνο
με τη βεβαιότητα της μη επιστροφής
κι έτσι μακραίνουν οι μικροί τους επικήδειους
Ουαί
Τη λύπη μου δεν θα τη βρεις
σε θάλασσες, δρόμους, κορυφές
ούτε σε γκρίζους ουρανούς
Θα τη βρεις λευκό πουκάμισο
στους καταφρονεμένους
τους τυφλούς
τους ταπεινούς
που περιμένουν ένδοξες μέρες
για να υψωθούν
κραυγάζοντας
Ουαί τοις νικηταίς
Τη λύπη μου δε θα τη βρεις
παρά σε ένδοξες μέρες