Της Νατάσας Ζαχαροπούλου
Ἄν μποροῦσε κάποιος νά σταθεῖ ὡς ἁπλός παρατηρητής τῶν τεκταινομένων τα συλλογικῆς ἤ καί προσωπικῆς καθημερινῆς ζωῆς, θά ἐπισήμαινε μιά συνεχή ροή χρήσης λέξεων τῶν ὁποίων ἔχει μᾶλλον παραφθαρεῖ ἡ κατ’ἀρχήν ἔννοια καί ἡ σημασία ἤ ἔχουν ἀπογυμνωθεῖ ἤ καί ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό βάρος τῆς φιλοσοφικῆς ἤ καί συνειδησιακῆς ἀντιστοιχίας τους, δηλαδή τῆς Ἠθικῆς.
Αὐτές οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται βασισμένες στήν κάτ’ ἴδιον συμφέρον ἑρμηνεία τους, πού ἐν τέλει καταλήγει σέ ἰδιοποίησή τους καί ἀπό μικρές ἤ καί μεγαλύτερες κοινωνικές ὁμάδες, ἔτσι πού τό ἰδιοτελές ἰδιωτικό, τό ὁποῖο στήν οὐσία του εἶναι διαχωριστικό, καταφέρνει, ἀναλόγως τῶν συγκυριῶν, νά ἑνώνει πληθυσμιακές μάζες.
Ὁρισμένες ἀπό αὐτές τίς λέξεις μάλιστα κατά καιρούς γίνονται ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρες καί εἶναι συχνότατα ἀναμασώμενες ἀπό χείλη ἐπίσημα: πνευματικῶν ταγῶν, ἐκπροσώπων τῆς πολιτικῆς ἤ καί τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας, καλλιτεχνῶν, ἀλλά καί ἀπό χείλη λαϊκά.
Μία ἀνάμεσα στόν ποταμό τέτοιων λέξεων καί ἐκφράσεων εἶναι καί ἡ λέξη «ευθύνη» καθώς καί ὁρισμένα ἀπό τά παράγωγά της. Ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό διατρέχει καί διαπερνᾶ τόν ἔντυπο ἤ καί προφορικό λόγο μέ τέτοιο τρόπο πού θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς πώς τιτλοφορεῖ τήν πρός ὥρας ἑλληνική καθημερινότητα.
Ἡ πλειονότητα ἀναζητεῖ πρόσωπα καί καταστάσεις πού ἔχουν τήν «εὐθύνη» γιά τήν πολιτική καί οἰκονομική συγκυρία πού διανύει ἡ χώρα. Ἀναζητοῦνται οἱ «ὑπεύθυνοι», ὅμως και πλεῖστοι ὅσοι ἀπό τούς «ὑπευθύνους» μεταφέρουν ἤ ἐπιρρίπτουν τίς «εὐθύνες» σέ ἄλλους, εἴτε ἀνθρώπους εἴτε καταστάσεις, πραγματικές ἤ φαντασιακές, ἀκόμη-ἀκόμη καί σέ συνωμότες καί συνωμοσίες πού, εἴτε ἀνέκαθεν εἴτε τώρα, διαπλέχθηκαν ἤ διαπλέκονται ἐρήμην τάχα τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας καί ὁπωσδήποτε τοῦ «λαοῦ».
Ἔτσι, κρίνοντας ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, φαίνεται πώς ἡ ἀναζήτηση (περί τῆς εὐθύνης γιά τήν ὅποια ἔκπτωση) εἶναι μάταιη. Κανένας ἐκπρόσωπος καμιᾶς ἐξουσίας (πολιτικῆς, δικαστικῆς, οἰκονομικῆς, ἐκκλησιαστικῆς, πολιτιστικῆς κ.ἄ.), δέν ἔχει ἀνακαλύψει ἤ ἀποκαλύψει κανέναν «ὑπεύθυνο», παρά πού ὀνόματα ρίχνονται κατά καιρούς βορά στό πλῆθος, ἐφ’ ὅσον σέ κανέναν ἀπό τούς θεωρητικά «ὑπευθύνους» καμιά εὐθύνη καί καμιά ποινή δέν ἔχουν καταλογιστεῖ.
Καί πῶς ἄλλωστε θά μποροῦσε νά συμβεῖ ὁ παραμικρός ἤ ὁ ἔστω τύποις καταλογισμός; Ἀπό ποιους;
Ὁ παρατηρητής ἐξ αὐτῶν ὁρμώμενος θά μποροῦσε ἐπίσης νά ἀναρωτηθεῖ ἄν ἡ «εὐθύνες» καί ἡ ἀπόδοσή τους εἶναι κατ’ ἀρχήν ζήτημα ἑρμηνείς τῆς ἔννοιας τῶν λέξεων «εὐθύνη» καί «ὑπεύθυνος» ἤ, ἄν πράγματι ὅλοι ἀντιλαμβάνονται τήν κατά κυριολεξία σημασία τους. Θά μποροῦσε ἐπίσης νά ἐρευνήσει ἄν οἱ πράξεις βασίζονται καί διέπονται ἀπό την ἀντίληψη τῆς ἐπακριβοῦς ἔννοιας τῶν λέξεων ἤ, κι ἄν ἐπιπροσθέτως οἱ λεκτικές σημασίες ἔχουν ὑποστεῖ ἐννοιολογική ἀλλοίωση λόγω, εἴτε τῆς ἐξαίρεσης τῆς προσωπικῆς συμπεριφορᾶς (ἄλλα μέτρα ἄλλα σταθμά γιά τόν ἑαυτό μου καί ἄλλα γιά τούς ἄλλους), εἴτε λόγω τῆς πολυπολιτισμικότητας πού διέπει τόν σημερινό κόσμο καί, κατά συνέπεια, τοῦ ἀναγκαστικῶς προκύπτοντος γλωσσικοῦ συμφύρματος πού αὐτή ἡ μείξη ἐπιφέρει.
Τί σημαίνει ὅμως γιά τούς Ἕλληνες ἡ λέξη «εὐθύνη»; Γνωρίζουμε τήν ἱστορία της, τήν προέλευσή της;[i] Διότι τόσο ἡ ἔννοια ὅσο καί ἡ προέλευσή κάθε λέξης καθίστανται ἰδιαιτέρως σημαντικές.
Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ ἐξέλιξη μιᾶς ἔννοιας σέ σχέση μέ τήν ἀρχική της σημασία, ὅπως καί τῆς συγκεκριμένης πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ἐπηρεάζεται ἀπό τίς κοινωνικές καί πολιτισμικές ζυμώσεις καί συνθῆκες ὄχι μόνο κατά τό ἑκάστοτε παρόν, ἀλλά καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ Ἱστορικοῦ χρόνου-τοῦ Γίγνεσθαι.
Ἔτσι παρατηροῦμε καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση (τοῦ λόγου) νά συμβαίνει μιά «πτῶσις» ἀπό τήν Οὐσία, τό Εἶναι, στό Γίγνεσθαι, ὅπου ἡ ἄφεση στή ροή, στήν ἀκολουθία, ἐπιφέρει, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, καί τήν ἀντίστοιχη «πτώση» στήν ἀντίληψη, τήν κρίση, τή συμπεριφορά καί ἄρα στή θέση καί τήν ἄποψη τοῦ ἀτόμου γιά τόν ἑαυτό του, τή ζωή καί τόν κόσμο.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στό παρόν κείμενο τή θεώρηση ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνική σημασία τῆς λέξης «εὐθύνη» ἀφορᾶ τήν Οὐσία, δέν προκύπτει ἀπό τή βάση περί τῆς «ἀνωτερότητας» ἤ τῆς «κατωτερότητας» κάποιου ἔθνους ἤ φυλῆς, ἀλλά ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ φιλοσοφία καί ἡ ἐξ αὐτῆς ἀνάγκη ἀναζήτησης καί προσδιορισμοῦ τῶν ἐννοιῶν γεννήθηκε καί κατ’ ἀρχήν ἐτέθη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Στή συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνουμε ὅμως πώς, παρ’ ὅτι ἄπειρες ἑλληνικές λέξεις εἴτε υἱοθετήθηκαν εἴτε οἱ ρίζες τους αὐτούσιες ἀποτέλεσαν τίς ρίζες λέξεων ἄλλων Εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τίς λέξεις «εὐθύνη» καί «ὑπεύθυνος» αὐτό δέν συνέβη.
Σχετικά μέ τίς δύο αὐτές, τόσο οἱ Λατινογενεῖς γλῶσσες, όσο και τα Βουλγαρικά[ii] (Σλάβοι[iii]) ἤ καί τά Ρουμανικά – ἀπ’ ὅσο μπόρεσα νά ἐρευνήσω – ἐπέλεξαν τή Λατινική προέλευση καί προσέγγιση ἑρμηνείας: Respondeo, spondi, sponsum, ere (2η συζ.) απαντώ, αποκρίνομαι//αρμόζω//ανταποδίδω (+δοτ.) σύντ.: respondeo alicui ad aliquid = αποκρίνομαι σε κάποιον ως προς κάτι.[iv][v][vi][vii][viii]
Παρατηροῦμε λοιπόν ὅτι εἶναι σημαντική ἡ διαφορά ἀνάμεσα στίς σημασίες: «ἀπάντηση», «ἀπόκριση» ἤ «ἀνταπόκριση» μέ τό «κάμνω κάτι εὐθύ», «λογοδοτῶ», «κακή διαχείριση μιᾶς ἐντολῆς», «ἀναλαμβάνω ὅλη τήν εὐθύνη γιά κάτι πού προτείνω ἤ κάνω», «δέχομαι τόν καταλογισμό».
Ἄν σταθοῦμε μάλιστα στήν ἀγγλική λέξη responsibility (εὐθύνη), the ability to response (ἡ ἱκανότητα νά ἀπαντᾶς, ἡ ἱκανότητας νά ἀνταποκρίνεσαι), μποροῦμε νά διαπιστώσουμε τόν διαφορετικό τρόπο ἀντίληψης καί σκέψης, καθώς ἐπίσης καί τή διαφορετική νοοτροπία καί τρόπο δράσης πού προκύπτει ἀπό τή χρήση τους, ἐφ’ ὅσον ἡ χρήση τῶν γλωσσικῶν κωδίκων δέν χρησιμεύει ἁπλῶς καί μόνον γιά ἐπικοινωνιακούς λόγους, ἀλλά ἀφορᾶ καί προσδιορίζει τήν ἀντίληψη τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τόσο ὡς φαινομένου ὅσο καί ὡς βιωμένης πραγματικότητας.
Κατά συνέπεια, αὐτή ἡ ἐπιρροή ἔχει σημασία ἀκριβῶς ἐπειδή μπορεῖ ἕνα ἄτομο ἤ ἕνα σύνολο νά χρησιμοποιεῖ, νά ἐκφέρει τή λέξη «εὐθύνη», ἀλλά νά σκέπτεται, νά αἰσθάνεται καί νά δρᾶ ὡς «ἔχω τήν ἱκανότητα νά ἀπαντήσω». Μπορεῖ νά λέει «κάμνω κάτι εὐθύ», ἀλλά νά λειτουργεῖ ὡς «ἀνταποκρίνομαι» (ἀντί+ἀποκρίνομαι), «ἀπαντῶ», ἀκόμη καί ἀρνητικά, δηλαδή ὑπεκφεύγοντας ἤ διαφεύγοντας τῶν βαρῶν, τῆς λογοδοσίας, τῆς τιμωρίας κ.λπ.
Ἡ Ἀρχαία Ρώμη ὡς κατακτητής ἄφησε τή σφραγίδα της, ὅπως εἶναι κοινῶς ἀλλά καί Ἱστορικά ἀποδεκτό, ἀλλά καί ἡ Νέα Ρώμη-ὁ ἀγγλοαμερικανικός τρόπος ζωῆς καί σκέψης, ὡς συνέχεια τῶν πρακτικῶν καί τῆς δόξας τῆς Παλιᾶς Ἐκείνης, διαπερνάει, ἐπιβάλλεται καί ἀλλοτριώνει τή σκέψη καί τόν βίο τῶν ἀνθρώπων σήμερα.
Ἀλλά κι ἄν ἐπιπλέον θυμηθοῦμε τήν ἐπέκταση, τίς κατακτήσεις καί τήν κυριαρχία τῶν Ἰσπανῶν καί Πορτογάλλων (ἄλλες «Ρῶμες» κι αὐτές), καί ὁπωσδήποτε τήν ἐπιβολή τῶν γλωσσῶν τους ὡς ἐπισήμων στούς λαούς πού καθυπόταξαν, ἄν προσθέσουμε τίς ἐπεκτάσεις καί ἀντίστοιχες κατακτήσεις τῶν Γάλλων καί παλιότερα τῶν Ἐνετῶν, τῶν Σαξώνων κ.λπ., θά ἄξιζε νά ἐρευνηθεῖ ἄν ὑπῆρχε στούς ὑποτελεῖς τους λέξη ἀντίστοιχη τῆς ἑλληνικῆς «εὐθύνης», ποια ἦταν ἡ ἐτυμολογία της, ἀλλά καί ποια ἡ πιθανή «πτώση» της ἐννοιολογικῶς καί ἡ παραφθορά της.
Τό οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι λοιπόν τό πῶς ἀντιλαμβανόμαστε τίς ἔννοιες, δηλαδή ἄν ὄντως τίς κατανοοῦμε καί δροῦμε σύμφωνα μέ τή βαθειά τους κατανόηση ἤ, ἄν τό σύμφυρμα τοῦ Γίγνεσθαι μέσω τῆς πολυπολιτισμικότητας ἔχει ἀλλοιώσει τή διαδικασία καί τήν πρακτική τῆς κατανόησης ὑπέρ ἐκείνων τῆς ἑρμηνείας, καθώς καί τῆς ἐξ αὐτῆς προερχόμενης ἀντίδρασης με ψυχολογικούς ἐν τέλει ὅρους.
Διότι ἀκόμη καί ἡ ἐπιλογή τοῦ ποιᾶς προέλευσης καί ἐτυμολογίας γλωσσικό τύπο θά υἱοθετήσουμε καί θά χρησιμοποιοῦμε δέν εἶναι τυχαία. Ὅπως ἐπίσης δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας καθώς καί οἱ ἐξ αὐτῆς προκύπτοντες διάφοροι κλάδοι (ψυχανάλυση, ψυχοθεραπεία κ.λπ.) γεννήθηκαν καί ἀναπτύχθηκαν ἀπό ἀνθρώπους πού τό γλωσσικό τους ὄργανο ἦταν λατινογενές.
Ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναγνωρίσει ὅ,τι θεωρεῖ ὡς ἑαυτό του μέσω τοῦ ἄλλου, καί ἀφοῦ ἐν συνεχείᾳ ἐπιμερίσει καί καταλογίσει τίς εὐθύνες γιά τίς ἐπιλογές του στούς ὅποιους ἄλλους ὡς πταίοντες (νά ἐπινοήσει δηλαδή δικαιολογίες καί νά καλυφθεῖ πίσω τους), ἡ ἀνάγκη πού προκύπτει νά ἀλλάξει τά μοντέλα τῆς ζωῆς του καί ὄχι τήν ἀντίληψη καί τή θέση του, γίνεται στην οὐσία ἡ βακτηρία, τό δεκανίκι γιά τή συνέχιση τῆς ἐπι-βίωσής του, καί ἀνακλᾶ, μέσα ἀπό μιά διαφορετική προσέγγιση, αὐτήν ἀκριβῶς τήν «ἱκανότητα τοῦ ἀπαντᾶν», τήν «ἱκανότητα τοῦ ἀντί+ἀποκρίνεσθαι».
Αὐτή ἡ ἀντίληψη κατοπτρίζει τήν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας και τῆς ἐπιβίωσης ὑπό ὅποιους ὅρους, μέσω τῆς διαφυγῆς, τῆς ἀποφυγῆς, τοῦ ψεύδους κ.λπ., καί πάντως ὄχι μέσω τῆς αὐτοεξέτασης (Πῆ παρέβην;/τί δ’ ἔρεξα;/τί μοί δέον οὐκ ἐτελέσθη;), τῆς πράγματι κατανόησης εἰς βάθος τῶν αἰτιῶν και τῶν συνεπειῶν τους, τοῦ καταλογισμοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς ὅποιας ποινῆς ὡς τήρησης τοῦ Δικαίου, δηλαδή σάν φυσική ἐξέλιξη τῆς διαδικασίας τοῦ Αἰτίου καί τοῦ Ἀποτελέσματος, ἀλλά συμβαίνει ὡς παρωδία δικαίου καί τῆς κατά τό Δίκαιον πληρωμῆς, ὁπότε συνιστᾶ την κατάσταση τοῦ δικαίου ὑπό ὅρους (Δικονομία καί ὄχι Δικαιοσύνη).
Στήν πραγματικότητα πρόκειται ὄχι περί ἀνάληψης τῆς εὐθύνης, ἀλλά περί τῆς ἐκχώρησής της. Κι ὅταν ἡ εὐθύνη γιά τίς πράξεις κάποιου ἐκχωρεῖται στούς ἄλλους, τότε καί ὁ ὅποιος καταλογισμός ἐξαρτᾶται ἀπό τίς διαπλεγμένες σχέσεις/καταστάσεις, ἀπό τά κατά περίπτωσιν συμφέροντα πού συνδέουν τά δύο μέρη μεταξύ τους.
Τότε ἀκόμη καί στήν περίπτωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἡ μή ἀνάληψη εὐθύνης δέν συνιστᾶ τή συνειδητή καί πράγματι ἐννοούμενη «συγγνώμη», ἄν ἔστω τύχει αὐτή νά ζητηθεῖ ἤ νά ἐκφρατεῖ. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ «συγγνώμη» εἶναι ἕνα ἐπιπλέον ὄχημα διαφυγῆς ἀπό τήν «εὐθύνη».
Ἡ ὅποια δράση προκύπτει ἀπό αὐτό δέν εἶναι ἄμεση ὡς συνέπεια τῆς ὅποιας ἐπιλογῆς ζωῆς, ἀλλά γίνεται ἔμμεση ὡς ἐπιλογή μεταξύ τοῦ τί συμφέρει καλλίτερα ἤ ὡς πληρωμή τοῦ ἐλάχιστου ἤ τοῦ καθόλου κόστους.
Καί πῶς θά μποροῦσε νά συμβεῖ ἀλλιῶς, ἐφ’ ὅσον ὁ τρόπος σκέψης καί ἡ πρακτική τῆς ζωῆς πού ἀσκοῦμε βασίζεται πάνω στόν «ἄλλον»: Οἱ «εὐθύνες» τοῦ «ἄλλου», ἡ ἐπιρροή τοῦ «ἄλλου», οἱ ἐπιλογές τοῦ «ἄλλου», οἱ πράξεις τοῦ «ἄλλου» κ.λπ. Τελικά, δίχως νά τό καταλαβαίνουμε ζοῦμε τή ζωή τοῦ «ἄλλου». Ὄχι τή δική μας, ἀλλά τοῦ «ἄλλου». Ἡ δική μας ἔρχεται δεύτερη, ὡς προέκταση τῆς ζωῆς ἐκείνου-τοῦ «ἄλλου»…
Θά μποροῦσε ἴσως καί νά πεῖ κάποιος ὅτι ὑπάρχουμε λόγω τοῦ «ἄλλου». Δηλαδή ἐτεροπροσδιοριζόμαστε ἤ ἐτεροφωτιζόμαστε. Ὁπότε καταλήγουμε νά ἐπι-βιώνουμε βάσει ψυχολογικῶν ὅρων καί ὄχι νά ζοῦμε σύμφωνα με τή χάρη τοῦ αὐθόρμητου καί τοῦ αὐτεξούσιου, πού κάθε στιγμή μᾶς καλεῖ ἡ Ζωή νά ζήσουμε.
Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὅλες οἱ κοινωνίες, ὁποιαδήποτε διαφορετική ἱστορία κι ἄν διαθέτουν, ἡ ὁποία φαινομενικά ἤ ἐπιφανειακά παραπέμπει ἐκφραστικῶς καί σέ μιά διαφορετική ἱστορικά ἐννοιολογική συνέχεια, λειτουργοῦν μέ παρεμφερεῖς τρόπους σέ ἀτομικό ἤ συλλογικό ἐπίπεδο, σέ συνειδητό ἤ ὑποσυνείδητο ἐπίπεδο, ἐπηρεασμένες ἀλλά καί κατευθυνόμενες ἀπό τήν ψυχολογική προσέγγιση τῶν ἐννοιῶν.
Ἄς θυμηθοῦμε σ’ αὐτό τό σημεῖο τήν οἰκονομικῶς τεράστια παγκόσμια ἐπιχείρηση ὅλων αὐτῶν τῶν ὁδηγῶν περί εὐζωΐας καί καλοπέρασης μέ τίς συνταγές περί τῆς ἐπαγγελματικῆς, οἰκογενειακῆς καί προσωπικῆς ἐπιτυχίας, τῆς εὐτυχίας, τῆς αὐτοπραγμάτωσης, τῆς αὐτοαπελευθέρωσης κ.ἄ., πού δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ἀναζήτηση τῶν «ἄλλων» ὡς ὑπευθύνων, εἴτε πρόκειται γιά τήν οἰκογένειας, τους γεννήτορες ἤ τούς προγεννήτορες, τους ἐργοδότες, τούς πάσης φύσης ἐξουσιαστές, τούς κάθε λογῆς «ἄλλους» συνωμότες καί ἐποφθαλμιοῦντες τή ζωή μας.
Ὅμως, στούς κόσμους τῶν «ἄλλων», ποιός «ἕνας» μπορεῖ νά εἶναι τελικῶς ὁ ὑπεύθυνος για κάτι καί γιά τί ἀκριβῶς; Καί μήπως ἐν τέλει αὐτή ἡ συνεχής ἀναζήτηση τοῦ «ἄλλου» ὡς ἰδέα και τρόπος ζωῆς συνιστᾶ αὐτό καθαυτό τό ἄχθος τῆς ζωῆς;
Μήπως ἡ συνειδητοποίηση τῆς διαστρεβλωμένης αὐτῆς τῆς ἰδέας γίνει ἀφορμή νά ἀναζητήσουμε τόν «ἕναν», τόν καθέναν-ἕναν, τόν ἑαυτό, κι ἔτσι τόσο ἡ ἀτομική ὅσο καί ἡ συλλογική ζωή ἀρχίσουν νά βρίσκουν ἀπαντήσεις καί λύσεις γιά τά βασικά τους ζητούμενα;
Έπειδή φαίνεται ὅτι ἡ «ἱκανότητα τοῦ ἀπαντᾶν» ἤ τοῦ «ἀνταποκρίνεσθαι» συναντιέται με τήν ἀνάγκη τοῦ «ἀνήκειν». Προϋποτίθεται ὅτι γιά νά «ἀνήκει» κάποιος, πρέπει νά ὑπάρχει κάποιο σύνολο, ὁμοίων ἔστω ἤ διαφορετικῶν, πάντως «ἄλλων». Τό σύμπαν τῆς καθημερινότητας πού χτίζουμε, ἀλλά καί τά οἰκοδομήματα τῶν Ἀξιῶν καί τῶν Ἰδεῶν βασίζονται στό τεχνητό δίπολο τοῦ «ἀνήκειν» καί τῆς «ἀπώλειάς» του.
Τό βασικό ἀξίωμα φαίνεται νά εἶναι: «ἀνήκω ἄρα ὑπάρχω» καί, προκειμένου νά ὑπάρχω, εἶναι δυνατόν τό «νόμιμο νά εἶναι καί ἠθικό», ἐφ’ ὅσον ὁ «ἄλλος» ἀφ’ ἑνός μέ ἀναγνωρίζει καί ἀφ’ ἑτέρου πράττει ὁμοίως πρός ἐμέ.
Ὁπότε ἡ προσπάθεια τῆς διατήρησης τοῦ «ἀνήκειν», προκειμένου νά μειωθεῖ ἤ νά ἐξαφανιστεῖ ἡ πιθανότητα τῆς ἀπώλειάς του ἀλλά καί οἱ ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέουσες συνέπειες τῆς ἀπομόνωσης καί τῆς ὑπαξίας τοῦ ατόμου, ἐνδυναμώνει τήν «ἱκανότητα τοῦ ἀπαντᾶν», ενισχύοντας τίς πολιτικές, τίς πλάγιες δηλαδή καί ὄχι εὐθείες ἀντιδράσεις ἔμπροσθεν τῆς Συνειδήσεως. Ἐν τέλει, ἡ Συνείδηση ἀποκρύπτεται πίσω ἀπό τά πέπλα τῆς «ψυχολογίας τοῦ ἄλλου».
Μοιάζει λοιπόν ὅτι δέν ξέφυγε καί ἡ δική μας κοινωνία ἀπό τό σύνδρομο τῆς «ἱκανότητας νά ἀντιδρᾶ» σέ σχέση μέ τήν «ἀνάληψη τῆς εὐθύνης», μέ τό νά «πράττει τό εὐθύ». Ἐκεῖ βρίσκεται μιά σχάση. Τόσο λεπτή, σχεδόν ἀπαρατήρητη, πού ὅμως καθορίζει τή θέση, τή στάση καί τό μοντέλο τῆς ζωῆς. Πού συντείνει στό διαρκῶς ζητούμενο καί πάντα ἀνέφικτο: τή ροή τῆς ζωῆς σύμφωνα μέ τήν Τάξη, μέ τήν αἰτία καί τό ἀποτέλεσμα.
Διότι στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχουν ὁδοί διαφυγῆς. Στή δεύτερη, ἀκόμη κι ἄν ὑπάρχουν τέτοιες δυνατότητες, ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει νά «λάβει» τό βάρος τῆς πράξης, νά «ὑποστεῖ» τό κόστος της, νά «δεχτεῖ» τόν ὅποιον καταλογισμό, νά διορθώσει, νά εὐθύνει τό στρεβλό, τό μή ὀρθό.
Πρίν φτάσουμε νά παρατηρήσουμε ἤ νά καταλήξουμε σέ ἕνα συμπέρασμα στά περί εὐθύνης ἰσχύοντα στά ὑψηλά κλιμάκια τῆς Ἐξουσίας, μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε τίς πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις τῆς ἀμερικανοαγγλικῆς ἀντίληψης τοῦ ὅρου «εὐθύνη» μέσα στή μικρή ἀτομική καί συν-πολιτική μας καθημερινότητα.
Ὅταν ὁ δάσκαλος ἐπί παραδείγματι δέν ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη γιά τό ἐπίπεδο παιδείας πού παραδίδει, ἀλλά ἐκπαιδεύει καί ἀσκεῖ την ἱκανότητά του στό νά ἀντιδρᾶ ἀπέναντι στό (ἀόρατο) σύστημα παιδείας πού (κατά τή γνώμη του) εὐθύνεται, ὅταν ἀκόμη κι ὁ μικρός τῆ τάξει δημόσιος ὑπάλληλος σκέφτεται καί ἀντιδρᾶ παρομοίως σέ κάθε περίπτωση πού δέν ἀσκεῖ τά καθήκοντά του ἀλλά παραβιάζει τό νόμο, ὅταν ὁ γιατρός, ὁ ἀκαδημαϊκός, ὁ πωλητής, ὁ ὑπουργός, ὁ ἔμπορος, ὁ καλλιτέχνης, ὁ ἄνεργος, ὁ ἱερωμένος, ὁ συνταξιοῦχος, ὁ γονιός παραποιοῦν καί παραβιάζουν τούς νόμους, τότε ποιός, πότε, ἀπό ποιά θέση καί πῶς θά καταστεῖ ὑπεύθυνος γιά ὁ,τιδήποτε; Ποιός μπορεῖ ἤ δικαιοῦται νά ἐπισημάνει λάθη, ἐλλείψεις, παραποιήσεις, ἤ καί νά ἀπευθύνει κατηγόριες, ποιός δικαιοῦται νά ὁμιλεῖ ἔστω γιά συνέπειες, ποιός νά τίς καταλογίσει καί ποιός ἐπιπλέον νά τίς ἐπιβάλλει; Ποιος μπορεῖ ἤ δικαιοῦται νά γίνει ὁ τιμητής; Καί ἔναντι τίνων;
Διότι ἀκόμη καί ἡ πρακτική τοῦ νά ἀναζητᾶς καί νά ἐπιρρίπτεις τίς εὐθύνες γιά ὅλα τά πράγματα ἀπροσώπως ἤ ἀορίστως στό ἀπρόσωπο καί στό ἀόρατο συνεργεῖ, ἐκτός ἀπό τόν διαρκή ὑποβιβασμό τῆς ποιότητας τῆς σκέψης καί ἄρα τῆς ἀντίληψης τῆς Ἀλήθειας, καί στή συντήρηση τῆς κοινωνίας στό ἐπίπεδο τῆς μάζας καί ἑπομένως στή διαρκή της ὑποτέλεια, στόν ἔλεγχο ποικίλων κέντρων ἐξουσίας καί τή διαιώνιση τῶν ἴδιων καταστάσεων μέσω καινοφανῶν ἄλλων.
Ἐπικαλούμενοι καί χρησιμοποιώντας κατά τό δοκοῦν τό πρόσχημα τῆς συλλογικότητας, συνήθως διαφεύγουμε ἤ ἁπλῶς λησμονοῦμε τή μικρή πλήν χρήσιμη λεπτομέρεια ὅτι, πρίν ἀπ’ ὅλα ἡ κάθε συλλογικότητα ἀποτελεῖται ἀπό ἀτομικότητες. Χωρίς αὐτές καμιά συλλογικότητα δέν εἶναι δυνατόν νά συσταθεῖ.
Κατ’ ἐπέκτασιν ἡ εὐθύνη εἶναι τρόπος σκέψης, τρόπος δράσης, στάση καί Κατάσταση τῆς προσωπικῆς ζωῆς τῆς κάθε μιᾶς ἀτομικότητας ξεχωριστά.
Εἶναι βέβαια ἕνα ζήτημα, ἄν ἡ ἀτομικότητα θά ἐπιλέξει νά ἀναλάβει ἀκόμη κι αὐτήν τήν εὐθύνη τοῦ ρόλου της ἤ, ἄν θά ἐπιλέξει νά χρησιμοποιεῖ καί πάλι τό πρόσχημα τῆς συλλογικότητας ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν ἀδυναμία της καί γι’ αὐτήν ἀκόμη τή στοιχειώδη ἐπιλογή.
Διότι παρ’ ὅλο πού εἶναι ἐντελῶς ἄβολο καί κινητοποιεῖ ὀργή καί θυμό ἔναντι τῶν κατά περίστασιν καθοδηγητῶν, ἐν τέλει σέ κάθε περίπτωση πού ἡ ἀτομικότητα ἐπιζητεῖ νά διαφύγει τῶν συνεπειῶν τῶν ὅποιων της ἐπιλογῶν (respondeo), τότε κυριολεκτικά καί μεταφορικά ἡ μάζα (τό ποίμνιο) γίνεται τό ἀσφαλές καί χρήσιμο κρησφύγετο, τό μαντρί. Και φυσικά κάποιος παλιός ἤ νέος ποδηγέτης καθίσταται χρήσιμος καί ἀπαραίτητος. Ὁ «καλός» ποιμήν.
Βιώνοντας οἱ ἔνοικοι τοῦ μαντριοῦ κατά καιρούς ἄρρητα ἄκριτα τήν κατάσταση τῆς ἀνεύθυνης μαζικότητας, ἐπιδιώκουν τήν ἐπανάσταση καί τήν ἀνατροπή τοῦ Ποιμένα. Πρός τί; Ἐφ’ ὅσον ἀδυνατοῦν ν’ ἀντιληφθοῦν ὅτι τό θέμα δέν εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ Ποιμένα, ἀλλά ἡ κατ’ ἀρχήν ἀναγνώριση τῶν ἀτομικοτήτων τους καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ προσωπική ἀλλαγή τῆς κάθε μιᾶς ἀπό αὐτές.
Ἐπειδή εἶναι ζήτημα ἀτομικῆς εὐθύνης ἡ ἀποδοχή νά ἀνήκει ὁ καθείς στό «ποίμνιο» καί, εἴτε ὑπάρχουν εἴτε ὄχι λύκοι, νά ἐκχωρεῖ στόν «ποιμένα» τό δικαίωμα νά τόν προστατεύει ἤ νά τόν σώζει, νά ἐπιλέξει ἐκεῖνος ποιό πρόβατο θά φαγωθεῖ πρός ὄφελος ἄλλων καί ποιῶν ἀκριβῶς, καθώς καί ποιά θά ἐπιβιώσουν.
Χρειάζεται ἡ ἀναγνώριση τοῦ ρόλου κάθε ξεχωριστῆς ἀτομικότητας, ἡ ἀναζήτηση καί ἡ ἀντίληψη τοῦ Μεγέθους καί τῆς ἀτομικῆς συνεισφορᾶς καί εὐθύνης μέσω αὐτῆς τῆς συμμετοχῆς στά πράγματα, ἡ βύθιση στήν πρωταρχική σημασία, στήν χωρίς ἔκπτωση σημασία τῶν γλωσσικῶν κωδίκων, προκειμένου καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά διευρυνθεῖ ὁ ψυχικός κόσμος καί οἱ νοητικές ἱκανότητες. Προκειμένου νά εἰδωθοῦν, νά καθαριστοῦν καί νά συντηρηθοῦν οἱ ἁρμοί πού ὁρίζουν τήν Τάξη καί καταργοῦν τό Χάος.
Ἐπειδή ὁ Λόγος δέν γίνεται νά λειτουργεῖ ἐρήμην τῶν κωδίκων τοῦ λόγου. Κι ἐπειδή, ἄν ὁ καθένας ἀντιλαμβάνεται, ἑρμηνεύει καί χρησιμοποιεῖ διαφορετικά τούς κώδικες, δέν μπορεῖ στήν πραγματικότητα νά ἀναγνωρίσει οὔτε τή μέσα του Τάξη οὔτο το Χάος μέσα του.
Καί δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ ποτέ οὔτε αὐτόν τόν λόγο, οὔτε στή σιωπή γίνεται ποτέ νά βυθιστεῖ, παρ’ ὅλο πού μπορεῖ διακαῶς ν’ ἀναζητᾶ τήν ἐπαφή καί τή σύνδεση μέ τόν Λόγο.
Χρειάζεται ἁπλῶς ἡ ἐφαρμογή τοῦ «νά κάμω κάτι εὐθύ». Ὄχι ἡ ἐπίκριση πού ἐνυπάρχει στήν ἐρώτηση: «πράττει ὁ «ἄλλος» τό σωστό, τό πρέπον»; Ἀλλά τό «εὐθύ». Κι ὄχι γιά τόν «ἄλλον», γιά ἐμέ: «Πράττω τό εὐθύ;» «Εἶμαι, ἐν τέλει, εὐθύς;»
Ὄχι τό πλάγιο ἐρώτημα, τό ἔμμεσο, τό ψυχολογικό, τό πολιτικό-ἀλλά τό ἄμεσο: Πράττω εὐθέως; Ὄχι τό διαχωριστικό, τό παγιδευτικό «σωστό ἤ λάθος», ἀλλά τό οὐδέτερο, τό ἰσοβαρές καί ἀπό ἴση ἀπόσταση θεώρησης ἔναντι τοῦ κάθε τί, τό οὐσιῶδες, τό ὑπαρξιακό: «κάμνω τή ζωή εὐθεία»;
Κι αὐτό δέν εἶναι μιά πρακτική ἀναγκαία, ἀλλά εἶναι μιά ἄσκηση, μιά διαρκής ἄσκηση ἐπιφυλακῆς γιά τήν Ἀνάγκη καί τό Ἀναγκαῖο. Καί ὁπωσδήποτε γιά τήν ἴδια τή Ζωή καί τήν ἄσκηση στήν Οὐσία της.
Καί σέ ὅ,τι ἀφορᾶ ἐμᾶς, ἄν τόση ἔγνοια ἔχουμε, ἄν τόσο κοπτόμαστε γιά τήν «ἑλληνική» μας συνέχεια, γιατί δέν ἀρχίζουμε νά σκεπτόμαστε καί νά δροῦμε ὡς Ἕλληνες; Ὡς ἐκεῖνοι οἱ Ἕλληνες; Θά πρόκειται ἄλλωστε γιά μιά στροφή, γιά ἕνα μικρό βῆμα πρός τό Συνειδός.
[i] Ευθύνη η (ΑΜ εύθυνα και ευθύνη) η υποχρέωση που έχει κάποιος να δώσει λόγο των πράξεών του («ανα-λαμβάνω όλη την ευθύνη γι’ αυτό που προτείνω»)// (νεοελλ.) 1. Το σύνολο των συνεπειών σε βάρος κάποιου/για την παράβαση ηθικής αρχής ή για την κακή διαχείριση ορισμένης εντολής. 2. (φρ.) α) «ποινική ευθύνη» - η υποχρέωση που έχει παραβάτης νόμου να υποβληθεί σε ανάκριση και δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και να εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε. β) «ευθύνη δημοσίου» - η νομική υποχρέωση του δημοσίου γι ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων του // (αρχ.-μσν.) 1. Απόδειξη της αλήθειας 2. Διόρθωση, τιμωρία («η γάρ εύθυνα βλάβη τις δικαία εστίν» Αριστοτ.) // (αρχ.) 1. Το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα. 2. Κλήση για λογοδοσία. 3. (στην Αθήνα) η λογοδοσία την οποία κάθε δημόσιος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να δώσει κατά το τέλος της δημόσιας υπηρεσίας του. 4. (φρ.) α) «πρεσβείας εύθυναι» - λογοδοσία για πρεσβεία. Β) «απαιτώ τινα ευθύνας τινός» ζητώ λογοδοσία από κάποιον για κάτι. Γ) «τας ευθύνας κατηγορώ», « επί τας ευθύνας έρχομαι» αμφισβητώ την λογοδοσία κάποιου δ) «ευθύνας» (ή εύθυναν) οφλείν» κατηγορούμαι ή καταδικάζομαι για κατάχρηση ε) «ευθύνας αποφυγείν (ή διαφυγείν) απαλλάσομαι από την κατηγορία στ) «αι του βίου εύθυναι» ο απολογισμός του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ. Εύθυνα, ο οποίος προήλθε υποχωρητικώς από το ρ. ευθύνω. Από τις πλάγιες πτώσεις (ευθύνης, ευθύνη) προέκυψε αργότερα η παροξύτονη ονομαστική σε –η ευθύνη- (παρβλ. Τόλμα>τόλμη)] 1.Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρος, Αθήνα, 2007 2. [Η λ. προέρχεται από τη γενική πτώση (της ευθύνης) του αρχ. ουσ. εύθυνα, το οποίο ανάγεται στο επίθ. ευθύς.] Λεξικό της Ελλ. Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη
2. Ευθύνω (ΑΜ ευθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο»)// (νεοελλ.) 1. Καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες. 2. (συν. Μεσ.) ευθύνομαι – είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)// (αρχ.μσν.) 1. Διοικώ, κυβερνώ («φίλιππον λαόν ευθύνων δορί» Ευρ.) 2. Αναιρώ, ανασκευάζω («την Φιλίστου διάλεκτον ευθύνειν» Πλούτ.) //(μσν.) καταδικάζω //(αρχ.) 1. Οδηγώ στην ευθεία ή κατ’ ευθείαν («προς οίκον ευθύνοντες εναλίαν πλάτην», Ευρ.) 2. (για δρόμο) στρώνω, αφαιρώ τα εμπόδια («φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου», ΚΔ) 3. Δικάζω σύμφωνα με το δίκαιο 4. Στέλνω («χρόνος όλβον… ευθύνει», Πινδ.) 5. (στην Αθήνα για τους άρχοντες) καλώ κάποιον σε λο-γοδοσία 6. Υποβάλλω σε βασανιστήρια 7. Υπηρετώ ως εύθυνος 8. Διοικούμαι, κυβερνώμαι 9. (παθ.) ευθύνομαι α) ανασκευάζομαι, εξελέγχομαι β) υποβάλλομαι σε κριτική έρευνα 10. Α) (αρς. Μτχ. Ενεργ. Ενεστ. ως ους.) ο ευθύνων, ο πηδαλιούχος β) (η μτχ. Παθ. Ενεστ. Στο αρσ. Πληθ.) οι ευθυνόμενοι, οι κατηγορούμενοι. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρος, Αθήνα, 2007
3. Εὔθυνα, ἡ, ἀλλά κατά το πλεῖστον ἐν τῶ πληθ. εὔθυναι αἱ (εὐθύνω). ἔλεγξις λογαριασμῶν, λογο-δοσία // εὐθύνας ἀπαιτῶ = ἀπαιτῶ λογοδοσίαν παρά τινος (νά λογοδοτήσῃ // εὐθύνας δίδωμι = ὑπέχω εὐθύνας, παρέχω (ὑποβάλλω) λογαριασμούς πρός ἐξέτασιν, λογοδοτῶ // εὐθύνας ὀφλισκάνω = κατηγοροῦμαι ἤ καταδικάζομαι ἐπί καταχρήσει, ἤ ἐν περιπτώσει καταδίκης πληρώ-νω πρόστιμον (ἤ: εἶμαι ὑποχρεωμένος νά πράξω οὕτω). // τιμωρία, ἐπανόρθωσις. Ἐξ αὐτοῦ το
Εὔθυνος, ὁ. ὁ εὐθύνων δικαστής, τ. ἔ. ὁ ἐξελέγχων, ὁ ἐξερευνῶν, ὁ διορθῶν, ὁ τιμωρῶν δικαστής. Ἐν Ἀθήναις Ἀρχή ἐκ δέκα ἀνδρῶν, οἵτινες ἐξήλεγχον τάς λογοδοσίας τῶν διαχειρισθέντων δημό-σιον ἀξίωμα καί ἀπεφαίνοντο ἐπ’ αὐτῶν. // διορθωτής, τιμωρός. Λεξικόν της Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ιωάννου Σταματάκου, Άθήνα, 1994 ]
[ii] Отговорност - riza:отговор// otgovotnost- ριζα – otgovor (απαντηση), δινω το λογο μου, θα απαντω για πραξη, αναλαμβανω να προσεχω κατι. (η δασκαλα ευθυνεται για τα παιδια ) [Ευχαριστίες στην κα Penka Njamova]
[iii] Ήδη στις αρχές του 7ου αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, εντοπίζονται Ιστορικά σλάβικες εποικίσεις στην Δαλματία, τη Δαρδανία και τη Μοισία από όπου θα εξαπλωθούν στα νότια των Βαλκανίων. [Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%BF%CE%B9]
[iv] Βασικό Λεξικό της Λατινικής, Γερ. Α. Μαρκαντωνάτος, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1995
[v] Responsible a. 1599. [a. obs. F., l. respons-, respondere to Respond.] +1. Correspondent or answering to something - 1698. 2. Answerable, accountable (to another for something); liable to be called to account 1643. B. morally accountable for one’s actions; capable of rational conduct 1836. 3. U.S. answerable to a charge 1650. 4. Ca-pable of fulfilling an obligation or trust; reliable, trust-worthy; of good credit and repute 1691. b. of respectable ap-pearance 1780. 5. Involving responsibility or obligation 1855.
1.The Mouth large, but not r. to so large a Body 1698. 2. Being r. to the King for what might happen to us 1662. B. this great God has treated us as r. beings 1836. 4. Very r. tenants 1817. B. he is wrapped in a r. dressing-gown Dickens. 5. High and r. positions 1880. Hence Respo.nsibleness. respo.nsibly adv.
Response. M.E. [orig. a. OF. Respons or response. Later, ad. L., responsum, f. respondere.] 1. An answer, a reply. B. transf. and fig. An action or feeling which answers to some stimulus or influence 1815. 2. Eccl. A. = responsory sb. 1450. B. a part of the liturgy said or sung by the congregation in reply to the priest. (Correl. To Versicle). 3. An oracular answer 1513. 4. Mus. In contrapuntal music, the repetition by one part of a theme given by another part 1797. 3.The ancient oracle.. from which.. the Greeks of his time used to seek responses 1869. Hence Re-spo.nseless a. giving no r. or reply.
Responsible a. 1599. [a. obs. F., l. respons-, respondere to Respond.] +1. Correspondent or answering to something - 1698. 2. Answerable, accountable (to another for something); liable to be called to account 1643. B. morally accountable for one’s actions; capable of rational conduct 1836. 3. U.S. answerable to a charge 1650. 4. Ca-pable of fulfilling an obligation or trust; reliable, trust-worthy; of good credit and repute 1691. b. of respectable ap-pearance 1780. 5. Involving responsibility or obligation 1855.
1.The Mouth large, but not r. to so large a Body 1698. 2. Being r. to the King for what might happen to us 1662. B. this great God has treated us as r. beings 1836. 4. Very r. tenants 1817. B. he is wrapped in a r. dressing-gown Dickens. 5. High and r. positions 1880. Hence Respo.nsibleness. respo.nsibly adv. [The Oxford Universal Dictionary Illustrated, William Little, H.W. Powler, J. Coulson, revised and edited by C.T. Onions, reprinted with corrections 1965, Great Britain]
[vi] Responsabilité n. f. Obligation de réparer le dommage cause à autrui par soi-même, par une personne qui dépend de soi, ou par un animal ou une chose qu’on a sous sa garde. // Obligation de supporter le châtiment prévu pour l’infraction qu’on a commise. //Capacité de prendre une décision San en référer préalablement a une autorité supérieure. //nécessite, pour un ministre, d’abandonner ses fonctions lorsque le Parlement lui refuse sa confiance: la responsabilité ministérielle caractérise le régime parlementaire. Responsabilité collective, fait de considérer tous les membres d’un groupe comme solidairement responsables de l’acte commis par un des membres de ce groupe.
Responsible adj. (du lat. Responder, se porter Garand). Qui doit répondre, être garant de ses propres actions ou de celles d’autrui dont il a la charge: gouvernement responsable. // - N. Personne qui a la capacité de prendre des décisions, mais qui doit en rendre compte à une autorité supérieure ou à ses mandants. [Petit Larousse Illustre, Paris, 1978]
[vii] responsable. (Del lat. responsum, supino de respondĕre, responder). 1. adj. Obligado a responder de algo o por alguien. U. t. c. s. 2. adj. Dicho de una persona: Que pone cuidado y atención en lo que hace o decide. 3. com. Persona que tiene a su cargo la dirección y vigilancia del trabajo en fábricas, estable-cimientos, oficinas, inmuebles, etc. ~ civilmente. 1. m. Der. responsable que, sin estar sometido a responsabilidad penal, es parte en una causa a los efectos de restituir, reparar o indemnizar de un modo directo o subsidiario por las consecuencias de un delito. [DICCIONARIO ONLINE DE LA REAL ACADEMIA ESPAŇOLA [Ευχαριστίες στην κα Ελπίδα Θεοδωρακάκου]
[viii] ὑπ-αίτιος, α Verantwortung gezogen, unter Anklage; τινί, einem verantwortlich; ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin. Προέρχεται από τη λέξη Antwort που σημαίνει απάντηση. [http://www.operone.de/griech/altspraksearch.php?search=Verantwortung&operator=and. [Ευχαριστίες στην κα Isolde Pluta]]
Η Νατάσα Ζαχαροπούλου: Γεννήθηκε στή Λιβαδειά Βοιωτίας, σπούδασε Δημοσιογραφία. Ἔχουν ἐκδοθεῖ: «Νά σ’ ἔχω» ποιήματα, «Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου» διηγήματα, «Ἴχνος κραγιόν ἡ νύχτα» μυθιστόρημα, «Ὅπου ὁρίζει τό φιλί» διηγήματα, «Ἀτμός» ποιήματα, «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ» μυθιστόρημα, «Ρέικι ἡ Ἀτραπός τῆς καρδιᾶς», μελέτη για το σύστημα Φυσικῆς θεραπείας Ρέικι.