Δεκατρία ψυχογραφήματα με στοιχεία μοντερνισμού

 

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Βιβλίο με σαφή χαλάρωση της παραδοσιακής πλοκής και με έμφαση στην ψυχολογία.

Ο τρόπος που χτίζει τις ιστορίες της η Φάντη είναι σταδιακός. Η εισαγωγή στο θέμα είναι εσκεμμένα απότομη και η διηγηματική πραγματικότητα στην αρχή είναι θολή, ασαφής, με σκόρπια στοιχεία και φράσεις, που από μόνες τους δεν βγάζουν νόημα, αλλά σταδιακά συνδυάζονται και το διασαφηνίζουν. Η τεχνική αυτή επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, που κινητοποιείται στην «εξιχνίαση» της υποθέσεως –ας μου επιτραπεί η λέξη που είναι δανεισμένη από αστυνομικά μυθιστορήματα.

Επίσης υπάρχει σαφής χρήση της αφαιρετικότητας, της συνεκδοχής, της μεταφοράς και των εικόνων σαν κολλάζ για τη μεταφορά συναισθημάτων και όχι για την καθ’ αυτό λειτουργία τους. Τα στοιχεία αυτά συνήθως χρησιμοποιούνται στην ποίηση και λιγότερο στον πεζό λόγο. Ακόμα και στις φράσεις της υπάρχουν ανοιχτά ενδεχόμενα κάποιας ελεύθερης ποιητικής ανάγνωσης. Για παράδειγμα:

«ενώ την ίδια στιγμή αυτός που αποτελεί το κεντρικό θέμα σου (και εννοώ το γέρο) έχει ήδη πετάξει την πλαστική σακούλα και έχει κιόλας βουτήξει εκεί, ολοτσίτσιδος, ανάλαφρος και απερίσπαστος, σαν να ήταν παιδί, μια κι έξω, και όπως θα βούταγε μέσα σε μια πισίνα –πισίνα ή κολυμβήθρα;-» («Πανικός», σ.189)

Πρώτα ας παρατηρήσουμε την παύλα που τελειώνει η πρόταση, παρμένη από ποιητικές τεχνικές, που εκφράζει μετεωρισμό και ανοιχτή συνέχεια της πρότασης και του θέματος. Μετά βλέπουμε ότι δεν καθορίζεται που θα βουτήξει ο ήρωας, παρά μόνο το συναισθηματικό του υπόβαθρο, άρα έχουμε στροφή από τα γεγονότα του «έξω» κόσμου στον εσωτερικό του κόσμο. Το θέμα εντάσσεται συνολικά στο αδιέξοδο της περσόνας του συγγραφέα του διηγήματος, που αποτελεί και ο ίδιος ήρωά του.

Πολλές φορές η αφήγηση μοιάζει να είναι για την αφήγηση, την απόλαυση της γραφής και το χτίσιμο της εικόνας, και όχι για την ένταξή της στη διηγηματική πλοκή, που είναι έμμεση και μόνο διαμέσου του ψυχογραφικού ρόλου της. Έτσι προκύπτουν δαίδαλοι συμβάντων, που χάνονται σε ένα μεγάλο χαλαρό μίτο, θυμίζοντας τεχνικές μοντερνισμού.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο «ένας απαυδισμένος επιμελητής λογοτεχνικών κειμένων». Στο διήγημα «Καλλίστη» όλες οι περιγραφόμενες σκηνές και καταστάσεις συγκλίνουν ακριβώς σε αυτήν την πρόταση, σκιαγραφώντας ψυχολογίες. Αυτό που επιζητά ο ήρωας είναι αυτό που περιγράφεται στην τελευταία παράγραφο, την ομορφιά και την αγαλλίαση, απομακρυνόμενος από την κούραση της δουλειάς και την ατέλεια των κειμένων που διορθώνει. Η συγγραφέας δεν μας το δηλώνει και μας αφήνει να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα κατά το δοκούν.  

Παραταύτα τα πεζά της κάποτε έχουν κάποια, έστω και υποτυπώδη, διηγηματική δομή, αρχή, μέση και τέλος, αλλά σαφώς ο στόχος αυτός εσκεμμένα παραμελείται και εφαρμόζεται ελάχιστα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη συνοχή, αποφεύγοντας την ασυναρτησία και κάνοντας το κείμενο κατανοητό και ευκολοδιάβαστο. Συχνά εκκινούνται αφηγήσεις που εγκαταλείπονται στη μέση, όπως για παράδειγμα οι παράγραφοι που ξεκινούν με τις λέξεις «άλλο» και «stop», στο διήγημα «Κουφόβραση» (σσ.40, 41), αλλά και σε πολλά άλλα σημεία του διηγήματος. Η τεχνικές αυτές παραπέμπουν πάλι στη μοντέρνα γραφή.

Στοιχεία πειραματικού μοντερνισμού εντοπίζονται και στην ανάπτυξη και καταγραφή των διηγήσεων του βιβλίου. Έτσι βλέπουμε τον ήρωα που αυτοπροτείνεται στη συγγραφέα («Πανικός», σ.183), φτιάχνοντας ένα πολλαπλό διήγημα με το «μέσα» και το «έξω» της ιστορία που καταγράφεται.

Ο «κόσμος» της Φάντη είναι γεμάτος ψεγάδια. Τίποτα δεν είναι τέλειο και όλα κρύβουν μέσα τους το σπέρμα της ατέλειάς τους, φθαρτά και κάποτε διεφθαρμένα. Δεν φαίνεται, εντούτοις, πάνω τους να προβάλλει κάποιο ιδεαλιστικό πρότυπο και όλα μοιάζουν με μια απλή παραδοχή και αποτύπωση, μια διαπίστωση των όντων. Οι ήρωες της, στους οποίους επικεντρώνεται, μοιάζουν αφημένοι στις καταστάσεις, από τις οποίες δεν έχουν τη δύναμη, τη θέληση και δεν μπορούν να ξεφύγουν. Μοιάζουν αρκετά παθητικοί και το βιβλίο τους ψυχογραφεί. Κάποιες μάλιστα φορές αποτελούν προϊόντα τερατογένεσης («Α.Σ.Α», σ.133) του αρρωστημένου κόσμου τους. Άλλοτε παραπαίουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας («Ανήδονα», σ.163, «Στη χώρα του νομαν», σ.177) ή είναι ποιητές («Ανήδονα», σ.163). Πάντως και εκεί άγονται από τις καταστάσεις. Ενώ το «από τη μεριά του Π» και το «από τη μεριά του Πινόκιο», που εισάγουν αντίστοιχες ενότητες αφήγησης στο διήγημα «Στη χώρα του νομαν», μας θυμίζουν στην τεχνική μια μικρογραφία του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προύστ –στο οποίο τα επιμέρους τομίδια τιτλογραφούνται ανάλογα-, με τη μερική αποστασιοποίηση του αφηγητή από τα λόγια του και τη χαλαρότητα της υπόθεσης.

Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο της Φάντη αντιλαμβάνεται αμέσως την άνεσή της να φτιάχνει προτάσεις, ακόμα και σύνθετες, με πολλαπλές αποχρώσεις, έμμεσους διαλόγους και αντιλόγους, ακόμα και στην ίδια την πρόταση, και γενικότερα διακρίνεται το γλωσσικό της υπόβαθρο. Υπάρχουν πολλές μεγάλες, πολυσχιδείς προτάσεις ρέοντος λόγου. Συχνά διακατέχονται από πάθος, με λέξεις που ξεχύνονται έχοντας μεταφορική σημασία ή επιδιώκοντας τη διάδοση συναισθημάτων.

«το κορίτσι συνεχίζει να βλέπει διώκτες, συνεχίζει να φαντάζεται εκείνους που, άμεσα ή έμμεσα, ξύνουν τα νύχια τους καταστρώνοντας το πλάνο της καταδίωξής του, κι ακόμη χειρότερα, εκείνο της διαπόμπευσης, καταδίωξη, πλάνο, νύχια, διαπόμπευση, ή διαπόμπευση, πλάνο, νύχια, καταδίωξη (μ’ αυτή ή κάποια άλλη σειρά), ίσως όμως και όχι, διαπόμπευση, νύχια (δις)» («Χωρίς όνομα», σ.195)

Μιλάμε για μια ζωντανή, νευρώδη γραφή, με εμφατικές επαναλήψεις.

Αξιοσημείωτη είναι και η χρήση διαφόρων μορφών λόγου και αφηγηματικών προσωπείων. Έτσι βλέπουμε κείμενα γραμμένα σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο και αφηγήσεις σε ευθύ και πλάγιο λόγο, προσθέτοντας ποικιλομορφία. 

Συνοψίζοντας, μιλάμε για ένα βιβλίο που χειρίζεται και εφαρμόζει πλήθος τεχνοτροπιών, επικεντρωμένο στη μετάδοση της αύρας του και όχι στην πλοκή.

Exit mobile version