Top menu

Άλντο Μανούτιο: Ο πρώτος λόγιος εκδότης της Ιστορίας

photo © Χριστίνα Τζαμάλα

Γράφει η Ανδρονίκη Διαλέτη

Η μορφή του λόγιου εκδότη Άλντο Μανούτιο αποτέλεσε ορόσημο μιας μεταβατικής εποχής κατά την οποία ο ουμανιστικός πολιτισμός, που είχε ανθήσει στην Ιταλία από τον 14ο αιώνα, εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο με την ανάπτυξη της τυπογραφίας και το πέρασμα από τον χειρόγραφο στον έντυπο λόγο. Σε αυτή τη διαδικασία συγκερασμού των ουμανιστικών σπουδών και του επιχειρηματικού πνεύματος η Βενετία, η πόλη στην οποία δραστηριοποιήθηκε ως εκδότης ο Μανούτιο, υπήρξε πρωτοπόρα στην Ευρώπη, προσφέροντας πρωτοφανείς ευκαιρίες σε όσους επιθυμούσαν να καταπιαστούν με το νέο μέσο πληροφορίας, διάδοσης της γνώσης και ψυχαγωγίας. Με την συγκρότηση της θαλάσσιας αυτοκρατορίας της από τον 13ο αιώνα αρχικά στην ανατολική Μεσόγειο και στη συνέχεια στην ιταλική ενδοχώρα η Βενετία εξελίχθηκε στη σημαντικότερη εμπορική πόλη της ιταλικής χερσονήσου και μια από τις ισχυρότερες της Ευρώπης χάρη στην ιδιαίτερα προνομιακή θέση της και ελέγχοντας ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο που ένωνε την ανατολική Μεσόγειο με τη δυτική Ευρώπη. Η πόλη αποτέλεσε εξέχον κοσμοπολίτικο κέντρο με πληθυσμό που κατά τον 16ο αιώνα έφτασε τις 150.000 κατοίκους. Εκεί συγκεντρώνονταν άνθρωποι από όλη την Ευρώπη: μετανάστες, έμποροι και διανοούμενοι.

Η ανθηρή πνευματική ζωή της Βενετίας και η γειτνίαση με το φημισμένο πανεπιστήμιο της Πάδοβα ευνόησαν την εκδοτική ανάπτυξη. Έχει εκτιμηθεί ότι κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα εκδόθηκαν στη Βενετία περισσότερα βιβλία από ότι οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη ενώ κατά τον 16ο αιώνα η βιβλιοπαραγωγή θα φτάσει τις 15.000-17.500 τίτλους και τα 18 εκατομμύρια αντίτυπα. Η εγκατάλειψη του χειρόγραφου από το έντυπο βιβλίο αν και υπήρξε σταδιακή και κάθε άλλο παρά γραμμική είχε καθοριστικό αντίκτυπο στον γραπτό πολιτισμό καθώς σηματοδότησε την αμεσότερη διασύνδεσή του με τους νόμους της αγοράς, την υποχώρηση της λατινικής γλώσσας για χάρη της δημώδους, τη μείωση του κόστους των βιβλίων και τη σημαντική διεύρυνση του αναγνωστικού-αγοραστικού κοινού. Η βενετική εκδοτική παραγωγή κάλυψε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα θεματικών και προτιμήσεων, θεωρητικής ή πρακτικής κατεύθυνσης, λόγιου ή εκλαϊκευμένου προσανατολισμού, παραδοσιακού ή καινοφανούς χαρακτήρα με στόχο τη γνώση, την ψυχαγωγία, την προπαγάνδα και τη διάχυση της πληροφορίας: κλασική και ουμανιστική γραμματεία, θεολογικά, λειτουργικά και νομικά κείμενα, ιστορικές και στρατιωτικές πραγματείες, ιατρικές διατριβές, μουσικές εκδόσεις, ποίηση, λογοτεχνία και θέατρο, κανονιστική γραμματεία και παιδαγωγικά κείμενα, βοηθήματα επαγγελματικής χρήσης, γραμματικές, λεξικά και αλφαβητάρια. Οι συντελεστές της εκτεταμένης αυτής βιβλιοπαραγωγής, συγγραφείς, εκδότες, τυπογράφοι, μεταφραστές, επιμελητές, που συγκεντρώθηκαν στη Βενετία προέρχονταν από κάθε μεριά της Ευρώπης. Αντιστοίχως, τα βιβλία διαπερνούσαν τα όρια της πόλης και ταξίδευαν προς την υπόλοιπη Ιταλία και τη δυτική Ευρώπη. Συγχρόνως τροφοδοτούσαν τις κτήσεις του βενετικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο ενώ ορισμένες εκδόσεις στόχευαν ακόμη και στο αναγνωστικό κοινό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νέα οικονομική δραστηριότητα ταυτόχρονα εμπεριείχε επιχειρηματικούς κινδύνους, καθώς απαιτούσε υψηλά κεφάλαια χωρίς το κέρδος να είναι συνήθως εξασφαλισμένο. Για αυτό ο νέος κλάδος αναπτύχθηκε πρωτίστως μέσω κοινοπραξιών στις οποίες τα όρια μεταξύ εκδοτικής δραστηριότητας, συγγραφής και επιχειρηματικής επένδυσης δεν υπήρξαν σαφώς οριοθετημένα.

Ο Μανούτιο, γεννημένος στο Μπασιάνο, πόλη του παπικού κράτους, γύρω στα 1451, και έχοντας λάβει σημαντική ουμανιστική παιδεία στη Ρώμη και στη Φερράρα εγκαταστάθηκε στη Βενετία στα μέσα της δεκαετίας του 1480. Το εκδοτικό πρόγραμμά του αριθμεί γύρω στις εκατό εκδόσεις και είναι γνωστό για δύο κυρίως λόγους: την παραγωγή αρχαιοελληνικών κειμένων στο πρωτότυπο και τις καινοτομίες ως προς τη μορφή, με την παραγωγή βιβλίων μικρού σχήματος και τη χρήση μιας νέας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων, γνωστών ως πλάγιων. Το όγδοο σχήμα είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν πρωτίστως για εκδόσεις θρησκευτικών, λειτουργικών κειμένων, προκειμένου να διευκολύνεται η μεταφορά τους. Η καινοτομία του Μανούτιο έγκειται στο ότι υιοθέτησε το όγδοο σχήμα για ένα ευρύ φάσμα βιβλίων που έως τότε παραδοσιακά εκδίδονταν σε μεγαλύτερα σχήματα. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα και καθώς ο έντυπος λόγος απευθύνεται σε ένα όλο και πιο διευρυμένο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο τσέπης που εισήγαγε ο Μανούτιο θα καθιερωθεί ενώ θα συνδεθεί περισσότερο με την ψυχαγωγία και λιγότερο με τα αμιγώς επιστημονικά, θεολογικά ή φιλοσοφικά αναγνώσματα. Τα βιβλία σε σχήμα όγδοο δεν προορίζονταν για να τοποθετηθούν πάνω σε γραφείο ή αναλόγιο αλλά για να τα κρατά κανείς στο χέρι και να τα διαβάζει σε στάση χαλαρή, όπως με ζήλο καταδεικνύουν πολυάριθμα ανδρικά και γυναικεία πορτραίτα της εποχής. Η δεύτερη τεχνικού χαρακτήρα καινοτομία αφορά τη χρήση μιας νέας γραμματοσειράς, σχεδιασμένης από τον χαράκτη Φραντσέσκο Γκρίφο. Πρόκειται για τους πλάγιους χαρακτήρες, που χάρη στην κομψότητά τους σταδιακά θα επικρατήσουν σε ένα ευρύ φάσμα εκδοτικών εγχειρημάτων. Τέλος, στις αλδινές εκδόσεις εφαρμόστηκε ένα ολοκληρωμένο σύστημα σημείων στίξης που θα επικρατήσει στην τυπογραφία κατά τα επόμενα χρόνια.

Όταν ο Μανούτιο εγκαταστάθηκε στην πόλη η Βενετία υστερούσε στην έκδοση αρχαιοελληνικών κειμένων, μια έλλειψη που θα μπορούσε μεταξύ άλλων να αποδοθεί και στο σχετικά ‘καθυστερημένο’ ενδιαφέρον των βενετών πατρικίων και διανοούμενων για την ουμανιστική παιδεία. Το κοινό στο οποίο θα μπορούσαν να απευθυνθούν τα αρχαιοελληνικά κείμενα υπήρξε άλλωστε εκ των πραγμάτων περιορισμένο ενώ αποθαρρυντικά λειτουργούσαν και οι ποικίλες τεχνικές δυσκολίες σχετικά με τη μεταφορά των ελληνικών χειρόγραφων στοιχείων σε τυπογραφική φόρμα. Το εκδοτικό εγχείρημα του Μανούτιο απαιτούσε καινοτόμο διάθεση, κεφάλαιο, τεχνογνωσία, οργανωτική ικανότητα και ένα δίκτυο καλών συνεργατών. Στενός του συνεργάτης υπήρξε ο τυπογράφος Αντρέα Τορραζάνι που είχε μάθει την τέχνη στο γνωστό τυπογραφείο του Νικολά Ζανσόν ενώ στη χρηματοδότηση της επιχείρησης συμμετείχε και ο βενετός πατρίκιος Πιερφραντσέσκο Μπαρμπαρίγκο. Από τις αφιερώσεις του Μανούτιο σε ισχυρούς της εποχής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κατά καιρούς εξασφάλιζε οικονομική συνδρομή για επιμέρους εκδόσεις ενώ αρκετά βιβλία εκδόθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Επιμελητές των αρχαιοελληνικών εκδόσεων υπήρξαν ελληνόφωνοι λόγιοι όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Αριστόβουλος Αποστόλης και ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος και σημαντικοί ιταλοί λόγιοι όπως ο Πιέτρο Μπέμπο. Ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του εγχειρήματός υπήρξε η ικανότητά του Μανούτιο να εντοπίζει και να αποκτά πρόσβαση στα ελληνικά χειρόγραφα που θα αποτελούσαν τη βάση για το έντυπο κείμενο. Υιοθετώντας διαδεδομένες εκδοτικές πρακτικές της εποχής, ο Μανούτιο επιχείρησε να προωθήσει το εκδοτικό εγχείρημα του στους προλόγους και στις αφιερώσεις των έργων του, όπου υπογράμμιζε τη σημασία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για την ουμανιστική παιδεία. Σε άλλες περιπτώσεις τονίζει την έλλειψη χρημάτων και ενθαρρύνει την αγορά των βιβλίων του προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση του εκδοτικού προγράμματός του. Ταυτόχρονα ο Μανούτιο αιτήθηκε και πέτυχε να του παραχωρηθεί από το βενετικό κράτος προνόμιο της αποκλειστικότητας των ελληνικών εκδόσεων που σήμαινε ότι κανένας άλλος δεν είχε το δικαίωμα να ανατυπώσει ή να εισαγάγει στην επικράτεια της Βενετίας οποιοδήποτε ελληνικό βιβλίο ή μετάφραση από τα ελληνικά που σχεδίαζε να δημοσιεύσει ο ίδιος. Αντίστοιχα προνόμια του εκχωρήθηκαν για αρκετά χρόνια και για το μονοπώλιο ως προς τη χρήση των πλάγιων χαρακτήρων.

Μεταξύ των αρχαιοελληνικών εκδόσεών του Μανούτιο περιλαμβάνονται οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι τραγικοί ποιητές, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος και ο Όμηρος. Σημαντική απήχηση είχε η τετράτομη έκδοση των έργων του Αριστοτέλη, δεδομένης της ιδιαίτερης θέσης που κατείχε η αριστοτελική φιλοσοφία στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών της δυτικής Ευρώπης. Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του, το 1513 ο Μανούτιο εξέδωσε και δύο τόμους με έργα του Πλάτωνα. Ποιο ήταν όμως το κοινό στο οποίο απευθύνονταν οι αρχαιοελληνικές εκδόσεις του Μανούτιο; Εν μέρει προορίζονταν για διδακτική κυρίως πανεπιστημιακή χρήση. Ωστόσο, το αγοραστικό κοινό των αρχαιοελληνικών εκδόσεων οι τιμές των οποίων κάθε άλλο παρά προσιτές υπήρξαν παρέμενε ιδιαίτερα περιορισμένο, αφού λίγοι ήταν τελικά εκείνοι που διέθεταν τη μόρφωση και την οικονομική επιφάνεια για να στηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί λόγιοι παρέμεναν προσκολλημένοι σε παλαιότερες πρακτικές και έτσι συνέχιζαν να παραγγέλνουν χειρόγραφα αντίγραφα των έργων που χρειάζονταν ενώ συνήθως παρέμεναν περισσότερο εξοικειωμένοι με τις γνωστές λατινικές εκδόσεις της κλασικής γραμματείας.

Οι ελληνικές εκδόσεις του Μανούτιο αντανακλούν ασφαλώς το ουμανιστικό ιδεώδες. Συγχρόνως, ωστόσο, θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα του βενετικού κοσμοπολιτισμού. Στη Βενετία εκδόθηκαν από το τέλος του 15ου αιώνα επίσης κείμενα στα εβραϊκά (εκδόσεις του Ταλμούδ και της Καμπάλα), στα ισπανικά, στα αραβικά, στα σλαβικά, στα κροατικά και στα αρμένικα. Πέρα από την αρχαιοελληνική γραμματεία ο Μανούτιο εξέδωσε λειτουργικά κείμενα στα ελληνικά, τα οποία πιθανότατα προορίζονταν για τις διδακτικές ανάγκες της ορθόδοξης κοινότητας της Βενετίας ενώ από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα άνθηση θα γνωρίσουν και λογοτεχνικά είδη της δημώδους ελληνικής γλώσσας, σημαντικό μέρος των οποίων διοχετεύονταν στις ελληνόφωνες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου.

Το εκδοτικό πρόγραμμα του Μανούτιο περιελάμβανε επίσης εξέχοντα έργα της ιταλικής και λατινικής γραμματείας. Μια από τις γνωστότερες και πιο όμορφες αλδινές εκδόσεις στην ιταλική, δημώδη γλώσσα είναι η περίφημη μυθιστορία Υπνερωτομαχία Πολυφίλου όπου έχουν συνδυαστεί με ιδιαίτερη τέχνη ξυλογραφημένες εικόνες με τυπογραφικούς χαρακτήρες. Από τις εξαιρετικές ξυλογραφίες που κοσμούν την Υπνερωτομαχία εμπνεύστηκε, άλλωστε, ο Μανούτιο το σύμβολο των εκδόσεων του, το δελφίνι με την άγκυρα. Στο εκδοτικό πρόγραμμά του περιλαμβάνονται επίσης οι γίγαντες της δημώδους ιταλικής γραμματείας Πετράρχης και Δάντης και εκδοτικές επιτυχίες της εποχής, όπως το Βιβλίο του Αυλικού του Μπαλτασάρε Καστιλιόνε και Οι Αζολάνοι του Πιέτρο Μπέμπο. Στις λατινικές εκδόσεις συγκαταλέγονται κείμενα της κλασικής γραμματείας, έργα του νεοπλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο και τα άπαντα του ουμανιστή Άντζελο Πολιτζιάνο. Ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο το οποίο ωστόσο παρέμεινε ανολοκλήρωτο υπήρξε η έκδοση μιας τρίγλωσσης βίβλου στα εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά.

Μετά τον θάνατο του Μανούτιο το 1515 η επιχείρηση πέρασε στους γιους και τους εγγονούς του και στον στενό συνεργάτη του Τορρεζάνι. Από τα μέσα του 16ου αιώνα μια σειρά παράγοντες, σημαντικότερος μεταξύ των οποίων υπήρξε η δημοσιοποίηση του καταλόγου απαγορευμένων βιβλίων στη Βενετία το 1549 στο κλίμα της Καθολικής Αντιμεταρρύθμισης, θα επιφέρουν σημαντικό πλήγμα και καίριους μετασχηματισμούς στη βενετική τυπογραφία στερώντας την από την ποικιλομορφία που την είχε χαρακτηρίσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες και καθιστώντας την λιγότερο κοσμοπολίτικη, με σαφή πλέον προσανατολισμό στην όλο και πιο δημοφιλή θρησκευτική λογοτεχνία. Ο Μανούτιο δεν ζει πια. Το καινοτόμο πνεύμα του έχει ωστόσο αποτελέσει ένα σημαντικό κεφάλαιο κατά την κρίσιμη περίοδο μετάβασης από τον χειρόγραφο στον έντυπο γραπτό πολιτισμό.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Burke Peter, “Early Modern Venice as a Center of Information and Communication”, στο John Martin – Dennis Romano (επιμ.), Venice Reconsidered: The History and Civilization of an Italian City-State, 1297-1797, Baltimore-London 2000, σ. 389-419.
Davies Martin, Aldus Manutius: Εκδότης και τυπογράφος στη Βενετία της Αναγέννησης, Libro, Αθήνα 2004 (1η έκδοση στα αγγλικά: Aldus Manutius: Printer and Publisher of Renaissance Venice, 1995).
Lowry Martin, The World of Aldus Manutius: Business and Scholarship in Renaissance Venice, Blackwell, Oxford 1978.
Richardson Brian, Τυπογραφία, συγγραφείς και αναγνώστες στην Ιταλία της Αναγέννησης, ΜΙΕΤ, μτφρ. Ειρήνη Παπαδάκη, Αθήνα 2014 (1η έκδοση στα αγγλικά: Printers, Writers and Readers in Renaissance Italy, 1999).