Top menu

Η ιστορία εγκλεισμού της «Αλιρρόης»

 

Γράφει η Λίνα Βαταντζή

 

Ποια είναι η Αλιρρόη και για ποιο λόγο σπαράζει σε ποιήματα;

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου με τίτλο Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη (εκδόσεις ΑΩ, 2023), μάς καλεί να προβληματιστούμε, να προσεγγίσουμε, να συμπεράνουμε μέσα από μια ιστορία εγκλεισμού. Η συλλογή διαμορφώνεται σε επτά ενότητες που εισάγονται με μια ολιγόστιχη στροφή εν είδει προοιμίου και κοσμούνται με εικαστικά έργα της Γλύκας Διονυσοπούλου, η οποία έχει φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του βιβλίου, επίσης. Το έργο δεν πρόκειται για μυθιστορηματική αφήγηση, για κυνήγι θησαυρού συναισθημάτων. Οι απαντήσεις δεν παρατάσσονται. Η Αλιρρόη είναι μια ποιητική σύνθεση, όπου ο αναγνώστης σταδιακά ανακαλύπτει, επεξηγεί και ταυτίζεται με όσα στοιχεία των  ποιημάτων ταιριάζουν στον χαρακτήρα και τα βιώματά του.

Εντύπωση δημιουργεί το όνομα της συλλογής, που ετυμολογικά θα μπορούσε να έχει διαμορφωθεί από τη λέξη «αλί-μονο» ή ακόμη από τη λέξη «αλς» και το ρήμα «ρέω». Άλλωστε, όλη η διήγηση αποτελεί μια ροή πόνου και τρικυμισμένων συναισθημάτων. Αναφορικά με τον υπότιτλο, «το μηδέν στον καθρέφτη» ίσως υπονοεί την αναζήτηση μέσα από τα ποιήματα. Ή ακόμη, αποτελεί μια προτροπή ζωής. «Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν», όπως αναφέρει ο ποιητής.

Στο ποίημα της πρώτης ενότητας, που τιτλοφορείται «είσοδος», ο Γιώργος Δελιόπουλος αλληλεπιδρά με τον αναγνώστη και προϊδεάζει για τον πυρήνα της διαμόρφωσης του έργου του: «μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις», ομολογεί. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά η Αλιρρόη. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς, άραγε μιλά ο ποιητής με το στόμα μιας γυναίκας; Θεωρώ ότι η Αλιρρόη δεν είναι ένα ένσαρκο ον, αλλά μια ψυχή, η ψυχή του ποιητή και, κατ’ επέκταση, η ψυχή όλων μας. Μέσα από τη σπαρακτική αφήγησή της, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει τον εαυτό του, τους αγώνες, τις νίκες, τις πληγές, τις κραυγές, τις δικές του και του ποιητή. Η Αλιρρόη παρουσιάζεται φυλακισμένη - μας το δηλώνει κατηγορηματικά στην αρχή της δεύτερης ενότητας, «η εποχή της άρνησης». Δεν περιγράφεται ο τόπος του εγκλεισμού, ούτε η αιτία. Βέβαια, καθώς προχωρά η διήγηση δεν χρειαζόμαστε επεξηγήσεις για τον χώρο και τον χρόνο. Προέχουν τα συναισθήματα. Η Αλιρρόη ξεκινά να ξεδιπλώνει το μαρτυρικό ιστορικό της, με την ελπίδα να έρθει η σωτηρία και από τον «Πατέρα ημών» που επικαλείται σε σπαρακτική «προσευχή». Συγχρόνως, αναρωτιέται: «(Πήγε δώδεκα και, γιατί άργησε φέτος;)», και εννοεί την Ανάσταση.

Στην «εποχή της οργής», την τρίτη ενότητα, παρατηρούμε την εξέλιξη και τη συσσώρευση της οργής. Δεν παρατίθενται συγκεκριμένα γεγονότα, για να κατανοήσουμε τον κόσμο της Αλιρρόης. Η διήγηση μάς προκαλεί να ταυτιστούμε με τα συναισθήματά της, κοινά και προαιώνια: «ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον / και αλλάζουν κλουβί», γράφει στο ποίημα «Στον ναό του Ανθρώπου». Κατόπιν, στην ενότητα «η εποχή του μηδενός», βυθιζόμαστε στον εσωτερικό διάλογο της Αλιρρόης, που προχωρά στην κορύφωση του άλγους της. Η απελπισία την έχει καταβάλλει και ενώ η νύχτα «μαζεύει τ’ αστέρια, κλείνει διακόπτες / τραβάει τον σύρτη στη σκέψη / το βάρος του πόνου συνθλίβει», παρόλα αυτά, μια σπίθα ελπίδας αναμένεται να εκραγεί και η ψυχή μακαρίζει όσους «δεν πείνασαν να φύγουν». Η Αλιρρόη βλέπει το μηδέν στον καθρέφτη, αλλά και ακούει το κρακ που σπάει τα γυαλιά, στα οποία έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα. Τι είναι, άραγε, αυτά τα σπασμένα γυαλιά;

Στην ενότητα, την «εποχή της θλίψης», παύει ο πόλεμος και ο σπαραγμός για την φυλάκισή της.  Η ψυχή γνωρίζει την κατάστασή της, την αποδέχεται και έχει πια κατανοήσει ότι «το παραμύθι μας ε δ ώ τελειώνει». Όχι, δεν αποτελεί παραμύθι η αφήγηση της Αλιρρόης, ούτε μυθιστορηματική εξιστόρηση. Είναι μια ποιητική σύνθεση με την πορεία ενός ανθρώπου, μιας ψυχής που καταγράφει για να κατανοήσει, να θρυμματίσει τα «γυαλιά» που την έχουν εγκλωβίσει και να θρυμματιστεί, ώστε να προχωρήσει στην ανασύσταση της ζωής μέσα από νέα δεδομένα. Αυτό διαπραγματεύεται η έκτη ενότητα «η εποχή του καθρέφτη». Η ψυχή έχει κατανοήσει την ρότα του αδιεξόδου, αλλά και τη δύναμή της. Γνωρίζει, σε όλο το εύρος, την απόγνωση, αλλά είναι ικανή να πολεμήσει την απαισιοδοξία με «φτερά / τσαλακωμένα και κρατούν / το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα». Κυρίως, η ψυχή/Αλιρρόη γνωρίζει τη θεϊκή της δύναμη και προφητεύει: «εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί / είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη». Στην τελική ενότητα «έξοδος», η Αλιρρόη έχει ανασυντάξει τις δυνάμεις της και παρασύρει κι εμάς «θερινούς δραπέτες» να αποκαλύψουμε «μια φωτιά στα σωθικά» και να μην παραδινόμαστε στο κρύο του Αυγούστου. Πρόκειται για μια παραίνεση να ενδοσκοπούμε και να μην βυθιζόμαστε στους εγκλεισμούς μας.

Η ποιητική διήγηση του Γιώργου Δελιόπουλου, μέσα από το εύρημα της ψυχής/Αλιρρόης, συγκροτεί ποίηση μεστή και πρωτοποριακά δοσμένη. Η «Άγρια Ίριδα» της Louise Glück συνομιλεί με τον Θεό. Αντιθέτως, η Αλιρρόη μιλά με την εσωτερική θεότητά μας, ενώ ανακαλύπτει στον Θεό χορηγία ελπίδας. Ο ποιητικός λόγος είναι άμεσος, με ακρίβεια στην περιγραφή των συναισθημάτων, με στοχαστικότητα και φιλοσοφική διάθεση. Συγχρόνως, είναι λόγος ρυθμικός και μεταδίδει με ευαισθησία τον σπαραγμό της ψυχής/Αλιρρόης. Ο Δελιόπουλος καταφέρνει μέσα από μεταφορές και αντιθέσεις να δημιουργήσει φωτισμένες εικόνες και να οδηγήσει τον αναγνώστη με σαφήνεια και ωριμότητα στα βάθη της ψυχής. Εκεί, αντιλαμβανόμαστε και ταυτιζόμαστε. Πρώτα συντριβόμαστε ώστε να ακολουθήσει η ανάσταση/κάθαρση, αλλά, πρωτίστως, η παραδοχή «πως δεν ξοφλήσαμε ακόμη τα μελλούμενα».

Η ποιητική συλλογή, Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη, καθρεφτίζει όλους τους αναγνώστες που οδηγούνται σταδιακά να ερευνήσουν και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους μέσα από την ποίηση ψυχής/Αλιρρόης του Γιώργου Δελιόπουλου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής μάς αποκαλύπτει και βέβαια υπόσχεται στο μέλλον ότι «αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα / εφημερεύουν ποιήματα».