Top menu

Για το βιβλίο "ΥΓ." του Μανόλη Αναγνωστάκη

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

 

«Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο της έσφιγγε ώρες τα χέρια. Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε. Επισκευαστής αναμνήσεων. Καλλιεργούν το μύθο της επικείμενης Επανάστασης» (Μανόλης Αναγνωστάκης, ‘ΥΓ.’).

Το 'ΥΓ.' του Μανόλη Αναγνωστάκη, αποτελεί την τελευταία ποιητική του συλλογή, εκεί όπου συναρθρώνονται μνήμες ωσάν ανάθεση, πορείες που τέμνονται στη μεταιχμιακότητα της ύπαρξης, λέξεις που αναζητούν και επαναπροσδιορίζουν την ίδια την έννοια του ακόμη 'ανείπωτου'.

Με ποιήματα που φέρουν την δομή μικρού στίχου, ο ποιητής διαλέγεται με τις εκτάσεις των αντιφάσεων και της σιωπής, με την ίδια την εμπλόκιση του στην ιστορία, εγγράφοντας όρους προθέσεων, ερώτων με και δίχως 'έρωτα', αναβολών και εκθειάσεων. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, ένα ιδιαίτερο υστερόγραφο, λιτό και ακριβές εντός των διαφόρων βιογραφιών και υστερόγραφων καθίσταται το απόσταγμα του κοινωνικού, πολιτικού και ποιητικού του βίου, εντός της ορίζουσας αμφισημίας της ύπαρξης, εκεί όπου οι λέξεις κατατίθενται δίχως την συνθηματολογία του σημαίνοντος, τις επιγραφές της ορατής παρουσίας.

Με ποιήματα-'θραύσματα' ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαμεσολαβεί & δια-περνά την χρονικότητα της ποίησης για να ανα-καλέσει σώματα αφημένα στον εαυτό τους, συμβάντα που αποκτούν, που δύνανται να προσλάβουν αξία στο δια-μοίρασμα τους, ανασημασιοδοτώντας τις εκφάνσεις της απορίας: της απορίας για το πριν, για αυτό που έλαβε χώρα στοχαστικά και πρακτικά, για το πρόσημο 'αυτοί' που εμφιλοχωρεί στις στιγμές της ανάγκης: 'προϊόν' και ο ίδιος της δεκαετίας του 1940 και της συμμετοχής του στα μείζονα συμβάντα και στο αριστερό κοινωνικό-πολιτικό κίνημα, ο ποιητής αρθρώνει έναν ποιητικό λόγο που δεν αποδίδει το κλίμα αυτό που αποδόθηκε λογοτεχνικά-φιλολογικά ως 'ποίηση της ήττας'1, αλλά 'κανονικοποιεί' διαρκώς τα πεδία των αντιφάσεων, των υπαρξιακών αναφορών, των σημάνσεων που εκ-βάλλουν από τις όψεις της 'επιφάνειας' αναφέροντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, εστιάζοντας παράλληλα σε ένα ιδιαίτερο 'μικρο-κλίμα': στις αισθήσεις του καθημερινά φορτικού, σε πρόσωπα και σε υποκείμενα που εναλλάσσουν την δυναμική με την απάθεια, τον λόγο με την ίδια αντίσταση στην προσίδια βαρύτητα του λόγου. Το ποιητικό μικρο-κλίμα αποδίδεται βιωματικά, έντονα, με στιγμές ενθύμησης και κίνησης προς την ενθύμηση.

Μετατοπίζοντας τη μνήμη ως καταγραφή πέραν της αθωότητας, η ποιητική γλώσσα προσιδιάζει προς την αναπαράσταση ερώτων δοσμένων στην 'ανωνυμία' τους, φέρει τα χαρακτηριστικά υπενθύμισης μίας Επανάστασης και μίας επαναστατικής διαδικασίας που πρωτίστως δομείται στο φαντασιακό, που οικειοποιείται τις 'μαρτυρίες', εγκλήσεις μίας ιστορικής 'πολιτειότητας', φθάνοντας έως του σημείου τομής: όχι μόνο 'γιατί', αλλά και 'ποιοι είμαστε;' και 'ποιοι υπήρξαμε';, 'ποιοι έδρασαν;'..

Το πλαίσιο της συμμετοχής επενεργεί στην ποιητικότητα, με τον ποιητή να 'συγκεκριμενοποιεί' την φορά των πραγμάτων, να λειτουργεί υπό το πρίσμα του 'απέρριτου', εκθέτοντας προσδοκίες που διαψεύστηκαν, βίους που παραμένουν στο μη: «Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι κάτω από τη σκάλα. Τη ζωή που στερήθηκαν. Στην εβραίικη γειτονιά τα παιδιά δεν τον παίζανε γιατί δεν ήταν εβραίος. Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν' αγαπήσει».2

Ο έρωτας αξιολογεί και αξιολογείται, προσδίδει υπόσταση στο 'μη', δεν οδηγεί παρά προτρέπει και δεικνύει εντός και πέραν της σιωπής: «Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν' αγαπήσει»3, με τον έρωτα να δομείται στις 'ανοίκειες' μεταβάσεις του, στην αναγνώριση & στις αναγνωρίσεις της αυταπάτης και της εγκλητικής μαρτυρίας: «Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες».4

Δίχως σημειολογικές -υφολογικές εξάρσεις, με την δομή που μαρτυρεί ποιητικές προθέσεις, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο ιδιαίτερος 'Μεγάλος 'Άλλος' της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης5, 'προφέρει' τις ζωές ενώπιον της ήττας, επιφέρει την ιστορία ως μετωνυμική στιγμή μνημονικής ανακατασκευής, διαλέγεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του μικρό-κοσμου, των 'ψυχρών' υπολογισμών και θεάσεων, με την νεότητα ως προσδοκία και ως απώλεια: «Όλοι κάποτε νέοι»6, την στιγμή που η απόφανση, συναντά την δοκιμή: «Όλοι κάποτε νέοι» εντός των ιστορικών παλινδρομήσεων.

Ο ποιητής θεωρήθηκε 'αιρετικός' διότι στηλίτευσε ποιητικά τα διάστικτα 'ιερά' σύμβολα και τους συμβολισμούς, κομματικούς και μη, τους λόγους ωσάν απόλυτο, μοναδικό ‘δόγμα’, τους όρους της λαϊκής 'σοφίας', νοηματοδοτώντας την ποίηση που διατηρεί μία ισορροπία μεταξύ λογικής και συναισθήματος, την ποίηση που χάνεται ως 'μύθευμα', στο βάθος της 'ιερότητας' της, αφήνοντας παράλληλα τα δικά της 'υστερόγραφα': 'ποιοι είμαστε' και 'ποιοι υπήρξαμε ως νέοι;'.7

Η ήττα και η αίσθηση της ήττας εντός της ιστορίας αντιστρέφεται, καθιστάμενη η 'απολύτρωση' δια της απουσίας, της χαμηλόφωνης καταγραφής, της ελαφράς μελαγχολίας που μετατοπίζεται μεταξύ γνώση και καλύτερης άγνοιας. «Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει, όμως εσύ τα 'βλέπες γύρω σου απελπιστικά όμοια. Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής. Όμως ποτέ δε θα μου εξηγήσεις το πως και το γιατί. Πόσα αλλά κρυμμένα βαθιά;».8

H ποίηση9 καθίσταται 'παίγνιο' εγγραφής, 'παίγνιο' που 'τιμωρεί' τους αγνώμονες, αντανάκλαση μίας καθημερινότητας που επιστρέφει διαρκώς, που αναζητεί ονόματα: «Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα. Κι ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν. (Γηράσκω αεί αναθεωρών) Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται».10

Το και τα 'υστερόγραφα' αφήνονται στους αναγνώστες, διότι «τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη - απλώς αποχρώσεις».11 Και στην ποιητικότητα του Μανόλη Αναγνωστάκη, ενδείξεις και όχι αποδείξεις. Η ποίηση του καθίσταται και πολιτικά δοτική. Ο Γερμανός ποιητής Γιαν Βάγκνερ αναφέρει: «ένα ποίημα είναι πάντοτε ένας τρόπος να σκεφτείς τα πράγματα εκ νέου. Επομένως, συνιστά και έναν μικροσκοπικό αλλά πανίσχυρο φορέα ασυνήθιστης ελευθερίας».12

Η ποιητική έκφραση για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα εντατικά υστερόγραφα ενός εμπρόθετου μνημονικού, προσδιορίζεται και ως χώρος ‘ελευθερίας’, χώρος-πεδίο σύζευξης της ‘ελευθερίας’ με την ιδιαίτερη αναφορά της διαμέσου του προσωπικού βιώματος το οποίο δια-μοιράζει φυσικά ‘αντί-δωρα’. Το κάθε ποιητικό ‘θραύσμα’ συν-διαλέγεται με το βεβιασμένα ‘ισχυρό’.

 

Σημειώσεις
1. Η ήττα, στην ποίηση και στην ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη εκφεύγει προσίδια από την οριστικότητα της, λειτουργώντας ως ‘άλλη’ αφήγηση του αποσπασματικού, εκεί όπου ο ποιητή-δρων, εστιάζει μέσα στις ‘ρωγμές’, στις συμβολοποιημένες ‘αγιογραφίες’, στις ιδιοποιήσεις του ανέφικτου. Σε αυτό το πλαίσιο, η ποίηση του συνιστά την προτρεπτική συγ-κεφαλαίωση μορφών και υποκειμένων που ζουν με το κάθε ένα ‘αν’ του βίου, του καθημερινού βίου.
2. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης, ‘ΥΓ.’, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1992, σελ. 9. Η αίσθηση της παιδικής αποξένωσης του από τους Εβραίους συνομηλίκους του, η αίσθηση της ‘διαφοράς’ εντός και πάνω στο παιχνίδι και στην ανάγκη του παιχνιδιού, καθίσταται ορατή.
3. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 9.
4. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 8.
5. Στην ποίηση του, στην πορεία και στις διάστικτες αμφισβητήσεις της, η μνήμη αναφέρει και αναφέρεται ως μείζον όρος οντολογικής ύπαρξης: «Θυμούμαι, άρα υπάρχω», γράφει ο ποιητής, συν-διαλεγόμενος με το «Corgito ergo sum» του Καρτέσιου, αποτελώντας συνάμα φράση που καταγράφει μνήμες δικές του και πληθυντικές, μνήμες που σημαίνουν το αναπάντεχο: την πράξη δίχως την θεωρητική εγκάρσια τομή, την επιθυμία και τον πόθο: προσδιοριζόμαστε από αυτό που δεν έλαβε χώρα, το οποίο ενυπάρχει στην ‘αρχειακότητα’ της μνήμης και του μνημονικού. Στο είδωλο, ενσκήπτουν ‘ρωγμές’. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 23.
6. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 11.
7. Η νεότητα σημαίνει την γενεαλογία της δυναμικής, ή την ηλικιακή στιγμή η οποία επανεπινοεί την και τις πολλές δυνατότητες. Στην ποιητική συλλογή ‘ΥΓ.’ του Μανόλη Αναγνωστάκη δύναται να σημάνει την σημάνει την στιγμή (με την δυναμική της) που απήλθε, την ίδια την νοσταλγία του ‘σεσημασμένα’ δυνατού, τις εγγραφές της ‘περικύκλωσης’: αυτό που δια-κρατείται, είναι οι αποτυπώσεις και το ‘φορτίο’ της νεότητας, η αμαρτία δίχως αμαρτία: «Όλοι κάποτε νέοι».
8. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 37.
9. Στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη καθίσταται ορατός ο ‘συναγερμός: το ‘τώρα’ για το ‘τώρα’ της ύπαρξης, για το ‘τραύμα’ των αντινομιών, για την ιστορία ως σπουδή στη ‘λεπτή’ μαρτυρία.
10. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ό.π., σελ. 18.
11. Βλέπε σχετικά, Αναγνωστάκης Μανόλης…ο.π., σελ. 28.
12. Βλέπε σχετικά, Ζώης Νικόλας, ‘Γιαν Βάγκνερ. Όταν ο ποιητής εκπλήσσεται από το ίδιο του το ποίημα’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, Βιβλιοδρόμιο, 17-18/03/2018, σελ. 4-5.