Top menu

Τα Χριστούγεννα της Αργυρένιας -Λιλλή Καλογήρου

photo © Στράτος Προύσαλης

Κει που άναβε τα καντήλια του Άη Σώστη η Αργυρένια, άνοιξε η πόρτα και μπούκαρε μέσα ο τραυματισμένος. Άνεμος κι αρμύρα μπήκαν μαζί και τα καντηλάκια θρόισαν. Η φλόγα τους άρχισε να τρέμει.
«Βόηθα με, κυρά!», ψέλλισε ο άνθρωπος και σωριάστηκε στα ασπρόμαυρα πλακάκια. Το αίμα του άπλωσε στο μωσαϊκό ένα τρίτο χρώμα.
Πρώτη φορά η Αργυρένια δεν σκέφτηκε το καθάρισμα. Άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη, έπειτα άνοιξε τα χέρια της να τον στηρίξει. Ο άντρας έβαλε την πλάτη του στον τοίχο.
«Στάσου!» του είπε κι έτρεξε κούτσα-κούτσα στο Ιερό να πάρει καθαρή πετσέτα. Πήγε πάλι κοντά του, αυτός έδειχνε κίτρινος σαν κερί. Μέσα στο φως των κεριών που λιγόστευαν, τα γένια του μεγάλωναν.
«Πού είσαι χτυπημένος;»
Της έδειξε το πόδι του. Η καρδιά της Αργυρένιας χτύπησε σιγανά, μην τυχόν και την ακούσουνε. Όμορφος ήταν, αγριωπός και ανακατεμένος σαν τον γιαλό, μάτια θαλασσιά και γκρίζα μαλλιά -λογάριασε τι φουρτούνες θα έφερνε ακόμα...
«Καλύτερα τώρα, παιδάκι μου;»
Του έσφιξε στο πόδι την πετσέτα. Εκείνος έγειρε το κεφάλι του πίσω.
«Έχεις βάμμα, κυρά;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Και βάμμα είχε κι απ' όλα αυτή φυλαγμένα κειδά στο ντουλαπάκι. Του πότισε μια γάζα ιώδιο και γύρισε να του τη φέρει. Άπλωσε τότε εκείνος το πόδι του -φορούσε ένα παντελόνι από λαδόπανο και κάτι μπότες τρίχινες, ασουλούπωτες- τράβηξε μία στο παντελόνι, το έσκισε. Στη γάμπα χαμηλά φάνηκε η πληγή σαν μεγάλο κόκκινο μάτι. Η Αργυρένια ανακατώθηκε. Έβαλε μαλακά τη γάζα στην πληγή.
«Ευχαριστώ», της είπε και γύρισε προς τη μεριά της. Μέσα στο φως που λιγόστευε, τα μάτια του πήραν να γίνονται βιολετιά. Ένα άρωμα λουλουδιού που μαραίνεται πότισε τον αέρα και η Αργυρένια το είπε της φαντασίας της και ούτε έκανε άλλη σκέψη επ' αυτού πια, μόνο κάθισε στο σκαμνάκι δίπλα και τύλιξε τα πόδια της. Πάντα αυτό έκανε, όταν συναντούσε κάποιον που της τραβούσε την προσοχή. Τυλιγμένα πόδια, τυλιγμένα μάτια. Δεν ήτανε, βλέπεις, αυτή για τα σπουδαία. Για την ακρίβεια, ήτανε για όλα τα ασήμαντα.
Από τότε που την έφερε στον κόσμο η μάνα της, ίσαμε τότε που κατάλαβε τον εαυτό της, το σπουδαίο καθόταν πάντοτε πάνω από το κεφάλι της. Κι όταν πήγαινε να τεντωθεί και να το φτάσει, το πόδι της το κουτσό την πρόδιδε με τέτοιο πείσμα, που δεν τολμούσε ούτε καν να τα βάλει μαζί του -πολύ περισσότερο με τους άλλους.
«Κουτσάβλω, κουτσάβλω...» τη φωνάζαν τα παιδιά, λες και φοβόντουσαν μη τυχόν και το ξεχάσει και της το θύμιζαν κάθε ώρα και στιγμή, πρωί, μεσημέρι, βράδυ πριν ή μετά το φαγητό. Πώς πίνουμε το φάρμακο, μόνο που για την Αργυρένια ήτανε φαρμάκι.
Ύστερα που μεγάλωσε, η συχνότητα περιορίστηκε, μαζί και η επαφή της με τον κόσμο. Δεν της το χτυπούσαν άλλο πια, παρά μόνο την κοιτούσανε σιωπηλά και κείνη άκουγε μέσα από τα μάτια τους την ίδια φωνή να της φωνάζει και να την χτυπάει σαν καμπάνα. Μήπως ήταν η καμπάνα του όρθρου και του δειλινού, η άλλη καμπάνα του θανάτου;
Άσχετα με το ποια καμπάνα ήτανε, η Αργυρένια μάζεψε το κουράγιο της και έγινε καντηλανάφτισσα. Μια τέτοια ιδέα της φώτισε το μυαλό, με λίγο φως είναι αλήθεια, αλλά αναγκαίο για να της κρατήσει άσβηστη την ψυχή, ακριβώς, όπως ένα καντηλάκι. Άλλα πράγματα δεν έκανε. Ούτε παντρεύτηκε, ούτε τόλμησε καλά-καλά να αγαπήσει -δεν τόλμησαν να την αγαπήσουν ούτε κι αυτή. Και έτσι έζησε τη ζωή της, κουβαλώντας πάντα το φορτίο μιας ζωής άλλης, αβίωτης και ανεξερεύνητης που βρισκότανε απέναντι και που δεν θα τολμούσε ποτέ να ζήσει. Όπως δεν τολμούσε να πάει ποτέ στο δάσος μόνη της, κορίτσι.
«Φυλάξου απ' τους αντάρτες!» έλεγε η μάνα της, ύστερα που τελείωσε ο πόλεμος κι εκείνη το άκουγε κάπως σαν «φυλάξου από τους άντρες». Γιατί ήταν γεγονός πως τις θέλανε τις κουτσές για το χάζι τους μόνο, ιδιαίτερα, αν ήτανε από ανάμεσα και καμιά καλή, μια τέτοια ομορφιά με φύρα έψαχναν. Αρκετά έξοδα είχε η ζωή, δεν χρειαζόταν παραπανίσιο ξόδεμα! Κι η Αργυρένια μεγάλωσε στην κάμαρα μέσα κλεισμένη να φυλάει τα αργύρια της ομορφιάς της ή να πληρώνει με αυτά τη μοίρα της, την αδιατίμητη. Και άλλο δεν ήξερε να κάνει στον κόσμο.
Πεθαίνοντας η μάνα της, έμεινε μόνη με την Παναγία. Ύστερα, την άφησε σιγά-σιγά κι αυτή. Σταμάτησε να έρχεται στον ύπνο της και να την διατάζει. Κι έμεινε μια εικόνα μαλαματένια και σκοτεινή σε τούτο το ανεμόδαρτο εκκλησάκι.
Μέχρι που ο πληγωμένος τής χτύπησε την πόρτα. Πληγωμένη και αυτή, έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει: του άλλαζε τη γάζα, τον ξάπλωνε σε καθαρό κρεβάτι. Το σπιτάκι της, λίγο παρακάτω έβλεπε μπροστά τη θάλασσα όλη ίσαμε πέρα την άλλη στεριά, την απροσπέλαστη. Θα ΄ταν κάτι χιλιόμετρα από το χωριό.
Ο τραυματίας ήτανε καταϋποχρεωμένος:
«Να 'σαι καλά, κυρά, που σε βρήκα!» της έλεγε και της ξανάλεγε.
«Μη θες καμιά βοήθεια, να κατέβω στο χωριό, να φωνάξω;» τον ρωτούσε κείνη κι όταν τον άκουγε που απάνταγε, «δε θέλω τίποτα, θα γιάνω μόνος» η καρδιά της ερχόταν στη θέση της. Κούτσαινε τώρα πιο πολύ σαν γρια που ήτανε κι ο άλλος μάλλον το 'βλεπε και δεν ήθελε να την βάλει σε κόπο.
Αλλά ένα βράδυ, η Αργυρένια τα χρειάστηκε. Έπεφτε χιόνι πολύ και φύσαγε, είχανε έρθει οι γιορτές και την μεθεπομένη θα ήτανε Χριστούγεννα κι απ' το πρωί ο Βασίλης της -είχε πια όνομα το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι- από τα χαράματα εκείνα δεν έδειχνε καλά. Έβηχε, στριφογύρναγε στο στρώμα, καυτός από τον πυρετό, παραμιλούσε. Και μια γλώσσα άγνωστη έκοβε στα δόντια του, βαριά και τραυματισμένη κι αυτή σαν ζώο χτυπημένο:
«Νταβάι, νταβάι...» Κι ύστερα πιο μαλακά: «μαγιά μίλαγια», μουρμούραγε, «μαγιά σλάντινκαγια» και μέσα στο παραμιλητό του, χαμογελούσε. Και κάθε που η Αργυρένια έσκυβε από πάνω του, δεν τη γνώριζε, μα κοίταζε πέρα μακριά με το βλέμμα του θολωμένο. Και της έρχονταν αυτηνής πάλι στο μυαλό οι μαραμένες βιολέτες. Κρίμα που δεν μπορούσε να περάσει ένα πανί από το μέτωπό του που έκαιγε για να του διώξει τον πυρετό και τον πόνο! Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά η Αργυρένια, τόσο της φτιαχνότανε η ιδέα στο μυαλό. Στο τέλος, ένιωθε έτοιμη πια: θα κατέβαινε στο χωριό να ειδοποιήσει. Όλα κι όλα. Να της πεθάνει ο άνθρωπος στα ακαμάτικα χέρια της -μην έλεγε στα ακαμάτικα πόδια της- κάτι τέτοιο δεν το καταδεχότανε!
Φόρεσε, λοιπόν, το πανωφόρι της, προσκύνησε την εικόνα του Εσταυρωμένου που είχε στο προσκεφάλι της, δίπλα στην άλλη εικόνα του βασιλέως Παύλου -μεγάλη η χάρις και των δυο- και ξεκίνησε. Είχε πάρει μαζί της κι ένα καλάθι με πρόσφορα, νερό δεν χρειαζότανε, στην ανάγκη θα έπινε χιόνι!
Μόλις βγήκε έξω, ο αέρας της πήρε το μαντήλι κι αυτή θύμωσε. Δεν αρχίσαμε καλά, έκανε έτοιμη να τον μαλώσει. Προχώρησε βαριά, σέρνοντας με δυσκολία το ρημάδι, το πόδι της. Τα βήματά της βούλιαζαν στο χιόνι. Όπως έστριψε από την άκρη του γκρεμού, είδε τη θάλασσα μπροστά αγριεμένη, κύματα άσπριζαν το σκοτάδι. Μέσα από τα ξασμένα σύννεφα έβγαινε το φεγγάρι. Η Αργυρένια σήκωσε τα δάχτυλα κι έκανε τον σταυρό της. Το μάλαμα του φεγγαριού το ήξερε, ένιωθε σαν στο σπίτι της. Το ότι είχε κατεβεί ο θεός να της μιλήσει, δεν ήταν η πρώτη φορά -βάλε μόνο μην ήταν και η τελευταία.
Προχώρησε κι άλλο. Κάποια στιγμή κατάλαβε την ανάσα της να λιγοστεύει και πιάστηκε από ένα δέντρο να συνέρθει. Είχε πάρει να χιονίζει ξανά. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να συνεχίσει, ύστερα άλλη μία. Αλλά η θύελλα δυνάμωνε ολοένα και το κορμί της δεν την κράταγε πια. Αισθάνθηκε τα γόνατά της να τρέμουν, τα πόδια της ξελύθηκαν κι έπεσε με το κούτελο στο χιόνι.
Το χιόνι ήταν μαλακό και δεν χτύπησε. Μονάχα έμεινε εκεί παγιδευμένη στους χιονισμένους θάμνους για ώρα πολλή κι όταν πέρασε η ώρα και συνήρθε, έβαλε πείσμα να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε. Είχε σταματήσει να χιονίζει, ο αέρας ξύλιαζε και η Αργυρένια τύλιξε τον λαιμό της με την εσάρπα και έκατσε εκεί να περιμένει κάποιο σημάδι θεού, μπορεί και ανθρώπου... Του Βασίλη της, φερ' ειπείν, που ήταν άρρωστος και που αυτή θα έκανε τα πάντα για να τον κρατήσει στη ζωή... Κι ας μην μπόραγε να τον κρατήσει κοντά της! Και έτσι όπως καθότανε, την έπιασε το παράπονο και άρχισε να κλαίει σιγανά, τα δάκρυα έπεφταν στο χιόνι και το έλιωναν και αυτή συνέχιζε, τίποτα δεν την σταματούσε πια, λες και ο πόνος μιας ζωής ολόκληρης την είχε κυριέψει και την είχε βρει στο σημείο εκείνο του κόσμου, στην άκρη εκείνης της νύχτας, πέρα από την άκρη του γκρεμού.
Κι αφού έκλαψε καλά και το φχαριστήθηκε -δεν είχε να ντραπεί κανέναν μέσα στην ερημιά, ούτε καν τον εαυτό της- αφού απαλλάχτηκε από τα δάκρυα τα καυτά, άνοιξε το καλάθι της και άρχισε να μασουλάει τα πρόσφορα με μια λιμασμένη πείνα, μια πείνα που την κράταγε στη ζωή γαντζωμένη και δεν μπορούσε να την αφήσει πια. Έπιασε ένα γερό κλαδί, στήριξε το κορμί της και πήρε τον δρόμο του γυρισμού πίσω για το σπίτι της.
Όταν έφτασε επιτέλους καμιά φορά, μπήκε μέσα και είδε τον Βασίλη μισοσηκωμένο στο κρεβάτι να κάθεται με την πλάτη στον τοίχο και να την περιμένει. Άνοιξε τα χέρια του, «πού είσαι κι ανησύχησα, κυρά!» κι εκείνη του διηγήθηκε με δυο κουβέντες αυτό που είχε πάθει.
«Και δεν κατάφερες να πας στο χωριό!» έκανε κείνος, καθώς τα μάτια του γυαλίζανε από χαρά.
«Όχι, δεν κατάφερα», του είπε λυπημένα. «Δεν μ' άφησε το πόδι μου».
Την σήκωσε στα χέρια του:
«Μα αν είναι έτσι, μεγάλο καλό μας έκανε ετούτο εδώ το πόδι!»
Η Αργυρένια τον κοίταξε καχύποπτα. Την καλοσύνη της κακιάς της μοίρας δεν μπορούσε εύκολα να την παραδεχτεί. Μήπως είχε κάτι στο νου του αυτός που δεν τ' ομολογούσε; Τον ξανακοίταξε με τα ίδια μάτια ξαπλωμένη, γιατί όσο στυλωνόταν το φως, τόσο η ίδια έπεφτε και μαζί με τον λήθαργο της κούρασης τής ανατρίχιαζαν τα πλευρά ρίγη και κρυάδες. Το στόμα της πίκριζε και να πάρει ανάσα καλά-καλά δεν μπορούσε. Κι ενώ μέχρι τότε αυτή ήταν που στεκότανε όρθια, από το ξημέρωμα και μετά, όρθιος ήτανε ο Βασίλης που της πήγαινε νερό και της ίσιαζε το μαξιλάρι, σκουπίζοντας της τα μαλλιά. Να μιλήσει δεν έλεγε πολλά, τα μάτια του βασίλευαν, η Αργυρένια τα έβλεπε από οριζόντια θέση τώρα και την ευχαριστούσανε το ίδιο, γιατί είχανε καημό τα μάτια του αυτά και αγάπη και ανησυχία.
«Πήρες κακό κρύωμα, κυρά», μουρμούραγε ο Βασίλης που την έβλεπε να λιώνει ώρα την ώρα, «μήπως θέλεις να σου κάνω ένα ζεστό».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Τίποτα δεν θέλω, να μου τα πεις, μονάχα».
Ο Βασίλης την κοίταξε και κατάλαβε ότι δεν εννοούσε τα κάλαντα. Κατέβασε μια γουλιά κρασί απ' το μπουκάλι κι όταν πήρε να μιλάει, δεν μπορούσε να σταματήσει πια. Πως όταν άρχισαν τις μάχες οι αντάρτες, προσχώρησε στην αντίσταση, διοικητικό στέλεχος όχι παίξε γέλασε, από τα χέρια του περνούσαν προκηρύξεις και παράνομο υλικό και τις κατηχήσεις αυτός τις έκανε, έδινε ιδέες και έπαιρνε φλόγα κι ενθουσιασμό και πόλεμο, όσα δηλαδή του χρειαζότανε. Έτσι γνώρισε την Ειρήνη. Πέρασε με ευκολία από τα χέρια του, όπως οι προκηρύξεις, μια άλλη επανάσταση κι η Ειρήνη.
«Κι ύστερα; Τι απόγινε;»
Ξεροκατάπιε τη γουλιά του και ήπιε κι άλλη.
«Δεν έμεινε μαζί μας. Την πήρανε, τη σκοτώσαν την Ειρήνη. Έπεσε καρφωτή».
Σηκώθηκε:
«Ο Γιώργης απ' το χωριό την κάρφωσε, που ασχολιόταν με τις κοπριές, ο κοπρίτης!» Και λέγοντας αυτά, έπιασε το πόδι του.
Τον έψαχνε καιρό να τον σκοτώσει, αδύνατο να τον βρει: με την απελευθέρωση ο Γιώργης ήταν χαμένος. Ψευτοκύλησε ο καιρός, ο Βασίλης πέρασε με τους άλλους στο παραπέτασμα, αλλά ησυχία δεν είχε, στο μυαλό του είχε κολλήσει ο φόνος που δεν έκανε. Άλλους τους στοίχειωναν οι φόνοι που είχαν κάνει, άλλοι πανηγυρίζανε για την παγκόσμια ειρήνη και μόνο αυτός δεν μπορούσε να βρει τη δική του πουθενά -από τις στέπες της Ασίας, ίσαμε τις λίμνες της Βαλτικής που τις παγώνει το φεγγάρι, η δικιά του ειρήνη είχε αποδημήσει με τα πουλιά. Από πείσμα κρατήθηκε ο Βασίλης. Πέρασε ανάμεσα στον εχθρό, όπως ανάμεσα στις συμπληγάδες κι ούτε έδινε λογαριασμό πού πήγαινε και τι έκανε, μην τον αποδεκατίσουν και οι άλλοι. Κι αφού γλίστρησε μέσα από φύλακες και φρουρούς, όπως μέσα από τα σκατά, γύρισε πίσω στην πατρίδα να υπηρετήσει τον σκοπό του.
«Τον έφαγα, τον άχρηστο! Μια σφαίρα στην καρδιά και η δεύτερη στα πλευρά για αμανάτι!»
Του άφησε κι ο Γιώργης, βέβαια, παράσημο στο πόδι, μα ποιος το λογάριαζε; Ούτε να σημαδεύει καλά δεν ήξερε, ο κοπρίτης.
Όσο τον άκουγε η Αργυρένια, καιγότανε κι ας παίρνανε τα μάτια του το χρώμα της τρικυμίας. Έτσι όπως ήτανε κουβαριασμένη και αδύναμη, τον ρώτησε ξανά για την Ειρήνη του, πώς ήτανε αυτή η Ειρήνη, μπας και τον ησυχάσει, μα πιο πολύ για να μάθει τα μυστικά της καρδιάς του, τα χαμένα. Ο Βασίλης χαμήλωσε τα μάτια του:
«Ήτανε λίγο...» Στάθηκε. Στο λαιμό της Αργυρένιας κατέβηκε με δυσκολία το σάλιο.
«Λίγο;»
«Λίγο σαν εσένα!» της πέταξε αυτός, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα απρόσμενης τρυφερότητας, «το ίδιο κορμί, τα ίδια μάτια...»
Η Αργυρένια περίμενε. Για το πόδι της, μιλιά.
«Μαγιά λιουμπίμαγια, αγάπη μου καλή...» είπε ο Βασίλης. Της χάιδεψε το κεφάλι και η Αργυρένια σαν να κατάλαβε τότε τι στην ευχή εννοούσε μ' εκείνα τα «μάγια». Όμως ανάσα άλλη δεν της έφτανε. Κοντεύανε μεσάνυχτα.
Η Αργυρένια ξεψύχησε ξημερώματα Χριστούγεννα, μ' έναν αγαπημένο άντρα στο προσκεφάλι του θανάτου της, όπως δεν το κατάφερε να αποκτήσει στη ζωή της.