Top menu

"Μέρες του Μαρτίου" του Αλέξανδρου Βέτχαουζεν

photo © Κατερίνα Λιάτζουρα

1.
«Διακόσια χρόνια Ελευθερίας, τρεις χιλιάδες χρόνια πολιτισμού». Το Ζέπελιν έκοβε πάλι βόλτες πρωινιάτικα.
Έβαλα νερό να βράσει. Το καλό με το ελληνικό καφέ είναι ότι μπορείς να το χρησιμοποιείς ξανά και ξανά.

Ανακάτεψα το νερό με τα κατακάθια από ένα φλιτζάνι, που στέκε πετρωμένο από τα μέσα. Πήρα τη κούπα στα χέρια μου για να ζεσταθώ. Στάθηκα στο ανοιχτό παράθυρο.

«Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες: Πολεμήσαμε, νικήσαμε, θα συνεχίσουμε». Το είδα για μια στιγμή πάλλευκο, με τη led γιγαντοοθόνη να δείχνει πότε τη σημαία, πότε ενστάντε από την ιστορία και πότε στρατά να παρελαύνουν. Και ύστερα χάθηκε πίσω από το γκρίζο των κτιρίων. Μια καλή τζούρα εθνικισμού μετά τη νίλα στο Αγαθονήσι.

Χθες έκαψα ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Πίστευα πως θα καταφέρω να το σώσω. Ο χειμώνας όμως τράβηξε μακρύς. Έχει ακόμα χιόνι έξω. Ένα λεπτό γκρίζο στρώμα χιονιού, που πάνω του διαγράφονται αμέτρητες χαρακιές από τα καροτσάκια.

Στην αρχή ο κόσμος ντρεπόταν, έβγαινε κυρίως το σούρουπο ή την αυγή. Πλέον τους βλέπεις συνέχεια, να μαζεύουν ό,τι μπορεί να μαζευτεί. Α, και τα πτώματα. Όταν ξεκίνησε ο κόσμος απ' το κρύο και την ασιτία να πεθαίνει στους δρόμους, οι περαστικοί αποτραβιόντουσαν. Πλέον περνούν από δίπλα τους, μερικές φορές τους παίρνουν και τα ρούχα. Γυμνοί και σκελετωμένοι περιμένουν τα συνεργεία του δήμου να τους μαζέψουν.

Εύκολη δουλειά δεν ζυγίζουν τίποτα. Πληρώνει και σχετικά καλά. Είχα ένα γνωστό και μου χε πει ότι θα προσπαθήσει να με βολέψει. Τίποτα. Όπως και να χει σήμερα θα βγάλω καλό χαρτζιλίκι. Ίσως καταφέρω να φάω και κρέας. Βαρέθηκα το σκέτο ρύζι. Κάτι ξένοι δημοσιογράφοι θέλουν να δουν τις “κλινικές αυτοκτονίας”.

Ήρθαν σ' επαφή κάνα μήνα νωρίτερα μέσω ενός παλιού συμφοιτητή. “It's terrible Alexandros, the worst face of the crisis”. Δεν τους καταλαβαίνω, απ' όλα, αυτό τους πείραξε; Αν ξεκουνούσαν λίγο το κώλο τους απ' το Σύνταγμα και τα πέριξ, θα βλέπαν τι εστί βερίκοκο. Φοβούνται, λογικό είναι. Εκεί όμως είναι μια χαρά. Ένας μπάτσος για ένα τουρίστα. Όλα για το θεαθήναι.

Το έψαξα λίγο, και ήρθα σε επαφή με δυο κλινικές. Προσωπικά δεν το βρίσκω τόσο κακό. Πιο πριν, με την αύξηση των αυτοκτονιών, ήταν κακός χαμός. Άνθρωποι πηδούσαν απ' τα παράθυρα, σκάγαν στο δρόμο σαν τα καρπούζια, αίμα, αναστάτωση. Παιδιά να τσιρίζουν, συγγενείς να χτυπιούνται. Και άντε αν σκοτωνόντουσαν, αν έμεναν σακάτηδες τι τους έκανες; Και χωρίς λεφτά πως τους θάβεις; Άσε που οι παπάδες ξίνιζαν τις μούρες τους.

Με 50 ευρώ πλέον ξεμπέρδεψες. Ανώδυνος θάνατος, μια ένεση και ύστερα στο κλίβανο. Με το ανταγωνισμό ξεπήδησαν και διάφορα πακέτα, ελληνικό δαιμόνιο! Λουξ πακέτο: Πολυτελές τελευταίο γεύμα και μερικές φορές και πουτάνα. Πακέτο του φτωχού: Πρώτα σε αναισθητοποιούν, ύστερα μαζεύουν τα όργανα σου. Μετά σε σκοτώνουν και ξεμπερδεύουν με το πτώμα. Το καλύτερο απ' όλα: Δεν κοστίζει στον αυτόχειρα δραχμή.

Τέσπα να μην είμαι αχάριστος, λεφτά είναι αυτά. Κοίτα που οι μεταπτυχιακές σπουδές στα ξένα τώρα αποδίδουν. Έπρεπε να μείνω τότε και να δουλέψω εκεί. Όχι! Σαν την Ελλαδίτσα τίποτα, έλεγα ο μαλάκας. Τώρα και να βγω, που θα καταλήξω; Οι Έλληνες βρίσκονται παντού ανά τη δυτική Ευρώπη σαν τις ακρίδες. Δουλειές του ποδαριού, στη ζούλα να σε κυνηγάνε οι φασίστες.

Το ραντεβού είναι έξω απ' το Μεγάλη Βρετανία, 11 η ώρα. Μπήκα στο μπάνιο. Σκοτάδι, πίσσα. Άναψα ένα κερί εκκλησίας. Έχω ένα τραγόπαπα στη γωνιά που τα πουλάει σε καλή τιμή. Τριάντα μισοκαμμένα, ένα ευρώ.

Άνοιξα λίγο τη βρύση, το νερό ήταν μπούζι. Το δίλημμα ήταν το εξής. Σουλουπώνομαι και περνάω πιο εύκολα απ' τα μπλόκα, με κίνδυνο να αρπάξω κάνα κρυολόγημα και να μην βγάλω το χειμώνα ή παραμένω υγιής με κίνδυνο να κολλήσω κάπου στη Χαμοστέρνας.

Έκανα ένα συμβιβασμό. Έριξα λίγο νερό κάτω από τις μασχάλες. Είπα και να ξυριστώ. Βρήκα ένα ξυραφάκι, που το χρησιμοποιώ εδώ και τρεις μήνες. Ήξερα ότι θα πονέσει. Μου πήρε σαράντα λεπτά το γαμημένο να καθαρίσω τη τρίχα απ' το πρόσωπο και τρία φύλλα κωλόχαρτο για να σταματήσει το αίμα. Ρούχα δόξα σοι! Έχω πριν απ' τη κρίση.

Μετακίνησα τα έπιπλα πίσω απ' τη πόρτα. Και να μπουν δεν θα βρουν τίποτα. Το θέμα είναι να μην στη πέσουν στον ύπνο. Εκεί σε βασανίζουν με την ελπίδα ότι θα τους δείξεις που έχεις κρυμμένες τις λίρες. Τόσο κόπανοι ή τόσο απεγνωσμένοι.

2.
Κατέβηκα στο δρόμο. Περπατούσα ανέμελος, είχα χρόνο μπροστά μου. Παντού πόστερς για τα διακόσια χρόνια. Τα περισσότερα μισοσκισμένα για προσάναμμα. Εκεί που έπιανε η μπογιά είχε συνήθως και από ένα πουτσάκι ζωγραφισμένο.

Η νέα εμφάνιση είχε τραβήξει ήδη πολύ προσοχή. Σωστά μπορούσαν να μαντέψουν ότι είχα δουλειά, άλλωστε ξυρισμένος Έλληνας ήταν μονάχα ο εργαζόμενος Έλληνας και γι' αυτό ακριβώς το λόγο ελάχιστοι ήταν ξυρισμένοι και σίγουρα όχι στη Καλλιθέα.

Τους “επαγγελματίες ζητιάνους” και τις πουτάνες συνήθως τους απόφευγες εύκολα. Αν επέμεναν τους έριχνες και μια σπρωξιά και ξεμπέρδευες. Το πρόβλημα ήταν με τις νέες οικογένειες που είχαν βρεθεί στο δρόμο. Τους διέτρεχε ένα περίεργο μείγμα απελπισίας, περηφάνιας και οργής. Αυτό τους έκανε απρόβλεπτους.

Έπρεπε να ζητιανέψουν για να φάνε, το μόνο σίγουρο. Ωστόσο μέχρι πρότινος δεν μπορούσαν να φανταστούν τον εαυτό τους επαίτη και γι' αυτό το λόγο δεν θεωρούν τον εαυτό τους ως ζητιάνο, όσο κάποιον προσωρινά σ' ανάγκη. Όταν λοιπόν πας να τους αποφύγεις, τότε τους πιάνουν τα διαόλια τους και θέλουν να σε σκίσουν, γιατί θεωρούν ότι τους απαξιώνεις. Μπερδεμένη ιστορία, μπερδεύτηκα και γ στις σκέψεις μου.

Νομίζω το μεγάλο πρόβλημα ξεκίνησε με τις μαζικές απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, στα τέλη του προηγούμενου χρόνου. Βλέπεις μέχρι εκείνη τη στιγμή η πρότερη μεσαία τάξη είχε ένα σταθερό εισόδημα, αρκετό για στέγη και τροφή. Δεν λέω μιζέρια αλλά τουλάχιστον ο κόσμος δεν πέθαινε στους δρόμους. Με τις απολύσεις χάθηκε και η κοινωνική συνοχή.

Θυμάμαι που παλιότερα πήγαινα τα βράδια στου Φιλοπάππου και χάζευα τα φώτα της πόλης. Πλέον πέρα απ' το κέντρο και μερικές περιοχές, η υπόλοιπη πόλη είναι στο σκοτάδι. Στην αρχή οι ιδιοκτήτες κάναν εξώσεις χωρίς να το πολυσκεφτούν. Πολυκατοικίες, ολόκληρες περιοχές ερήμωσαν. Ο κόσμος έμενε στα πάρκα. Ύστερα οι δήμοι φαλίρισαν. Η Αθήνα έμεινε στο σκοτάδι.

Το σκοτάδι είναι τρομακτικό. Παλαιότερα ήταν χειρότερο. Άκουγες τον κόσμο να τριγυρίζει στους διαδρόμους και να σπάνε τις πόρτες, να βρουν ένα μέρος να κοιμηθούν. Πλέον δεν έχουν μείνει πόρτες. Όπου βρουν τρυπώνουν για να βγάλουν τη νύχτα.

Έφτασα στη Χαμοστέρνας, εκεί ήταν το μπλόκο. Στήθηκα στην ουρά για κάνα εικοσάλεπτο και χάζευα τα σημαιάκια να ανεμίζουν ανέμελα από τη πλευρά του κέντρου. Οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές. Όποιος μυρίζει τον στέλνουν πίσω. Οι υπόλοιποι δείχνουν τα χαρτιά τους. Το πρόβλημα ήταν με κείνους που προσπαθούσαν να μπουν “παράνομα”, να το τρέξουν. Οι μπάτσοι τότε πάγωναν την ουρά και τρέχανε ξοπίσω τους. Περίμενε σαν το μαλάκα για καμιά ώρα.

Από τη στιγμή που βάλαν το φράκτη δεν έχει πολλές αργοπορίες. Άντε μονάχα να ναι κανάς μουσάτος σπουδαγμένος και να κάνει κήρυγμα στους μπάτσους ότι αυτό είναι αντισυνταγματικό. Πιο πριν ο κόσμος φώναζε και αυτός μαζί τους, μερικές φορές κάναν και μαζικό ντου, παίρνοντας τους μπάτσους αμπάριζα. Πλέον ο κόσμος φωνάζει: “Άντε ρε μαλάκα έχουμε και δουλειές”. “Ποιο σύνταγμα ρε φίλε; Μόνο η πλατεία έμεινε”. Οι μπάτσοι τότε του τραβάνε μια κοντακιά και η ουρά συνεχίζει. Σίγουρα το τελευταίο καιρό το κράτος είναι πιο αποτελεσματικό.

Πέρασα σχετικά εύκολα. Από δω και πέρα δεν υπάρχουν μπλόκα, υπάρχουν ωστόσο μπάτσοι με πολιτικά, που αν δεν τους αρέσει η μούρη σου, μπορούν εύκολα να σε πάνε για “εξακρίβωση”. Στη καλύτερη περίπτωση θα καταλήξεις σε αστυνομικό τμήμα. Αν είσαι άτυχος σε κάποιο εγκαταλειμμένο διαμέρισμα, που λειτουργεί σαν ανακριτικό κέντρο.

Ξεκίνησα να περπατάω καταμεσής της σημαιοστολισμένης Συγγρού. Ήταν κάπως περίεργα. Θυμάμαι παλιότερα που ήταν γεμάτη αμάξια. Πλέον έχουν αφήσει μια λωρίδα ανά κατεύθυνση, για δημόσια οχήματα και το υπόλοιπο του δρόμου το δεντροφύτευαν.

Αυτή άλλωστε ήταν και η δικαιολογία για τα μπλόκα: Η πεζοδρόμηση του κέντρου. Να γίνει το κέντρο ένα ανοιχτό μουσείο. Αν δεν έχεις σπίτι ή έμμισθη εργασία στο κέντρο, τότε πρέπει να πληρώσεις είσοδο. Η είσοδος είναι 15 ευρώ την μέρα, και συμπεριλαμβάνει όλα τα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής. Η τιμή είναι απλησίαστη για τους περισσότερους πολίτες.

Είχα ένα γνωστό που δούλευε στο υπουργείο συγκοινωνιών. Μου έβγαλε ένα πάσο χωρίς να ζητήσει δραχμή. Γούσταρε μια καλή μου φίλη, παντρεμένη με παιδί. Αυτή δεν το γούσταρε, αλλά της έκανε που και που δωράκια, γιατί έβγαζε καλά λεφτά με τα πάσα, και ζούσε την οικογένεια της. Στην αρχή έκανα τη τσατσά. Μετά το έμαθε και ο άντρας της και είπαν να κόψουν το μεσάζοντα. Βρίσκονται πλέον σπίτι της. Παίζουν και κάνα τάβλι με το άντρα.

Οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήταν γεμάτες με χοντρούς τουρίστες. Είπα να το κόψω απ' τα στενά να βγω στην Ερμού. Ίσως ηλίθια σκέψη. Όσο είσαι τριγύρω από τουρίστες, και συμπεριφέρεσαι νορμάλ, οι μπάτσοι δεν σ' αγγίζουν. Άλλα ήθελα να πάρω μια τζούρα απ' την παλιά ζωή.

Όλα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά. Σχεδόν μόνο αλυσίδες και αυτές πολυτελείας. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες έχουν εξαφανιστεί απ' το κέντρο. Μαζί τους και οι πελάτες τους. Οι πλούσιοι μετακομίζουν μαζικά τελευταίως στη ζώνη του κέντρου.

Εδώ υπάρχει ασφάλεια και ηλεκτροδότηση χωρίς διακοπές. Η ζωή δεν άλλαξε πολύ εδώ, μην σου πω έγινε καλύτερη. Ένα κονσόρτιουμ κατασκευαστικών αγόρασε περιοχές ολόκληρες για ένα κομμάτι ψωμί. Ανακαίνισαν ό,τι άξιζε να ανακαινιστεί και ό,τι παρά ήταν άσχημο το κατεδάφισαν και το κάναν χώρους πρασίνου με σιντριβάνια και όλα τα κομφόρ.

Ο κόσμος που ψώνιζε στην Ερμού ήταν όμορφος. Είχα καιρό να δω τόση ομορφιά. Δεν ήταν κάτι γενετικό, απλά εδώ ο κόσμος έχει όλα τα δόντια τους. Τα νύχια τους ήταν καθαρά και τα μαλλιά τους φρεσκοπλυμένα.

Φαινόντουσαν επίσης χαρούμενοι. Κρατάει το πρόσωπο χωρίς πολλές πολλές γραμμές. Στην υπόλοιπη πόλη άντρες, γυναίκες έχουν τα μάτια τους χωμένα στο πρόσωπο, θαμμένα κάτω από μια σειρά μαύρων κύκλων που θυμίζουν φραμπαλάδες από αποκριάτικα κουστούμια.

Έφτασα έξω απ' το ξενοδοχείο στην ώρα μου. Οι δημοσιογράφοι δεν είχαν φτάσει ακόμα. Έλεγα να μπω μέχρι τη ρεσεψιόν να τους καλέσω, αλλά ο πορτιέρης με κόζαρε περίεργα.

Περίμενα ήδη πέντε λεπτά άρχισα να αγχώνομαι. Σ' ένα παρακείμενο παγκάκι ήταν δύο τύποι σένιοι κάναν πως διαβάζουν εφημερίδα. Ήταν η Ελεύθερή Χώρα. Αυτή τη φυλλάδα την διαβάζουν μόνο μπάτσοι. Νομίζω πως είναι μυστικοί. Είπα να κάνω μια βόλτα, να ξανάρθω αργότερα. Έστρεψα το βλέμμα να περπατήσω προς τα Μακ Ντόναλντς, αλλά δυο τύποι ίδιας αμφίεσης κινούνταν ήδη προς το μέρος μου.

–Συγγνώμη, τι ώρα είναι;

Δεν είχα ρολόι. Έκανα να ψάξω από συνήθειο τις τσέπες μου.

–Ώπα! Αργές κινήσεις φιλαράκο. Να βλέπω τα χέρια σου.
–Νόμιζα ότι ήθελες να μάθεις την ώρα.
–Εξυπνάδες! Δε μου φαίνεται να βαστάς από τα δω. Τι κάνεις έξω απ' το ξενοδοχείο;
–Έχω επαγγελματική συνάντηση.
–Τύποι σαν εσένα δεν έχουν καμιά δουλειά εδώ, ξέρω όμως ένα μέρος που ταιριάζεις μια χαρά.

Πέρασε το χέρι του αλά μπρατσέτα και άρχισε να με περπατάει. Του δώσα αντίσταση.

–Έλα χωρίς πολλά πολλά δράματα. Έχει και τόσους τουρίστες εδώ, μην δώσουμε τη λάθος εικόνα για τη χώρα.

Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε τη Βασιλέως Γεωργίου. Έκανα μια τελευταία κίνηση να στρέψω το βλέμμα προς το ξενοδοχείο. Νομίζω πως αναγνώρισα έναν απ' τους δημοσιογράφους να κοιτάζει τριγύρω. Πήγα να φωνάξω μα ο μπάσταρδος μου χώσε μια μουλωχτή στο νεφρό και με λύγισε απ' το πόνο. Ένα ασθενοφόρο στεκόταν στη γωνία του δρόμου. Άνοιξαν τις πόρτες και με πέταξαν μέσα.

Μέσα εκεί ήταν γύρω στα τρία άτομα και καλά τραυματιοφορείς. Με βάλαν κάτω και με τα γόνατα τους ακινητοποίησαν τα χέρια μου.

Το τηλέφωνο μου άρχισε να κουδουνίζει. Αυτός θα ήταν ο δημοσιογράφος. Με όλη μου τη δύναμη προσπάθησα να αρπάξω το κινητό μου απο τη τσέπη μου. Τότε ένας γαμημένος με πιάσε απ’ τα μαλλιά και μου χτύπησε το κεφάλι στο πάτωμα. Ύστερα ανασηκώθηκε και με αηδία καθάρισε τα χέρια του πάνω στο παντελόνι του.

–Καλά ρε σίχαμα από πότε έχεις να πλύνεις τα μαλλιά σου;

Καθώς η πόρτα έκλεινε, το αίμα άρχισε να κυλάει φρέσκο και ζεστό από το μέτωπο θολώνοντας τα μάτια μου. Δεν είχε νόημα πλέον να τα χω ανοιχτά. Δεν είχε νόημα να αντισταθώ. Έχω συνηθίσει σ’ αυτά τα σκατά, στη βία, στη ταπείνωση, άλλα περίμενα αυτή τη μέρα καλύτερη.

Αφέθηκα λοιπόν, για να κάνω πως ξύπνησα από όνειρο κακό. Κι αναρωτήθηκα αν άξιζε που για μια στιγμή τόλμησα να ελπίσω όπως παλιά. Γιατί τόσο καιρό προσπαθώ να ξεχάσω πως ήταν. Να την παλέψω με το σήμερα. Αλλιώς πεθαίνεις ρε γαμώτο, δεν αξίζει τέτοια ζωή.