Top menu

"Τ’ αγκάθι του Χριστού" του Κώστα Παππή -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ο ευρυμαθής πανεπιστημιάκος καθηγητής Σικυώνιος Κώστας Παππής έθεσε στην κυκλοφορία (εκδόσεις Βασδέκη, 2019) ένα βιβλίο λιτό, πλην πλούσιο σε ιδέες, περιγραφές, θραύσματα ανθρώπινης δυστυχίας, λαϊκές ιστορίες, διείσδυση στα βάθη της συνείδησης, οράματα, αγιογραφίες. Τα δέκα διηγήματα, που περιέχονται στην συλλογή «Τ’ αγκάθι του Χριστού» παίζουν ρόλο οδοσήμων, ήτοι ενημερωτικών σημείων, ώστε να διευκολυνθεί η πορεία των θνητών στα ανηφορικά καλντερίμια του βίου. Μικροί πολύτιμοι αδάμαντες, χωρίς διαφυγές προς το απρόσιτο ιλιγγιώδες άγνωστο, με ταπεινή μέθοδο, αρυόμενοι από το ελάχιστο, το μηδαμινό, το ευτελές και αναγόμενοι από τυχαία συμβάντα σε ευγενές υλικό προς διδαχήν των εσχάτων μετόχων μιας λογοτεχνικής αλληγορίας.

Από την ανάγνωση των διηγημάτων αυτών παράγονται, εν είδει πολλαπλασιαστή, λεκτικές αντηχήσεις, με ιδιάζουσα συμμετρία, όπου η μυθοπλασία συγχέεται με τρέχοντα αληθή, πραγματικά γεγονότα. Διυλίζονται οι εικόνες, ήτοι τα ρεαλιστικά πεδία, ακολουθούν σε ωρισμένα σημεία παγανιστικές φαντασιώσεις εφοδιασμένες με εύγλωτη ρυθμικότητα, χωρίς να χρησιμοποιούνται πολύπλοκοι αιφνιδιασμοί. Τα αφηγηματικά επίπεδα συγχρονίζονται και δεν παρατηρείται δυσκολία στην ανεύρεση ερμηνευτικών διεξόδων. Η εύπλαστη εκφορά του Λόγου, η εμφανής ζωντάνια της δράσης, η πρωτοτυπία, η διαρκής αναζήτηση του Τέλους, η πυκνότητα των εννοιών, οι πολύπλοκοι διάλογοι, προσθέτουν στην αφήγηση τερπνότητα και αισθητική καθαρότητα: α).- Στο «Κιούρτοι» (σελ. 17επ.) περιγράφεται με ενάργεια, γλαφυρότητα και αληθοφάνεια τα πάθη ενός μοναχικού ψαρά και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα από κυκλαδίτικα τραγούδια διανθίζουν το κείμενο. Ο συγγραφέας μάλλον γνωρίζει καλά τις αλιευτικές συνήθειες, β).- Η «Ασυνήθιστη εικόνα του Α. Βασιλάκη» (σελ. 44επ.) και το «Αίνιγμα της Παναγιάς της Γοργόνας» (σελ. 133επ.) λειτουργούν ως δοκίμια αισθητικής και αγιογραφίας, γ).-Στο «Στεφάνι» (σελ. 78επ.) βιογραφείται ένας φανατικός εργένης, με εμμονή σε σχετικές ρήσεις μεγάλων ανδρών, δ).- Στο «Εμπιστοσύνη, το πουλάκι» (σελ. 83επ.) ενδοσκοπούνται, μέσα από την προσπάθεια συγγραφής ενός διηγήματος, ρεαλιστικές εκδοχές με συμμετοχή φανταστικών παρεμβάσεων όντων του υπερπέραν και καταληκτικά εμφανίζεται νικήτρια η απώλεια και η σκληρή πραγματικότητα επιφανειακών ανθρώπινων σχέσεων, ε).- Στο «Ένα σπίτι δικό του» (σελ 102επ.) απεικονίζεται η μάταιη καθημερινή αγωνία απλοϊκών ανθρώπων για μια ιδιόκτητη στέγη, στ).- Ο «Λαπόρδας» (σελ. 112επ.) αποτελεί ένα έξοχο, άρτιο σκίτσο μιας φιλικής παρέας, ζ).- Ο «Spyros» (σελ. 120επ.) είναι μια συγκινητική ιστορία ενός αγοριού, που ερωτεύεται παράφορα μια μεγαλύτερή του και η οποία ακολουθεί τον δρόμο της ξενιτιάς και του γάμου με έναν ηλικιωμένο, η).- Στο «Γιατί εξαφανίσθηκε η Αρετή;» (σελ. 150επ.) επιχειρείται μια εύστοχη ενδοσκόπηση στις αιτίες χωρισμού ενός ζευγαριού, θ).- Στο «Τ’ αγκάθι του Χριστού» (σελ. 167επ.), που αποτελεί την επωδό, συνδέεται έντεχνα ένα άνθος, που ο αφηγητής περιποιείται στο μπαλκόνι του με την άνοια της μητέρας και της θείας του, χωρίς απρόοπτη κατάληξη, ιδίωμα, που καθιστά το διήγημα ενδιαφέρον.

Στην παρούσα συλλογή εμπλέκονται η πραγματικότητα, αληθινές τοποθεσίες και εικόνες με υπερβατικές σκέψεις και όνειρα, με συνέπεια να δημιουργούνται ψευδαισθήσεις και αμφιβολίες περί τον καθημερινό ανήφορο ταπεινών οδοιπόρων μιάς μάταιης επιθανάτιας διαδρομής. Με προφανή ευαισθησία και με σαφείς υπαινιγμούς, αναπλάθονται φιλοτεχνήματα της γλώσσας και οδηγείται η σκέψη σε δήθεν ρεαλιστικά επεισόδια, από τα οποία αποδρούν οι ευτελείς κοινωνοί, αναζητούντες θεϊκές παρεμβάσεις, προς διάσωσιν.

Με χαρακτηριστική ευχέρεια και απέριττη ελευθεριότητα ο συγγραφέας τροφοδοτεί το περιεχόμενο των κειμένων του με κατάλληλο ήχο και υποφώσκουσα μουσικότητα, επιλέγοντας άρτια μορφικά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν την ατμόσφαιρα που διατρέχει τα πάθη και το τελικό μήνυμα• με την δέουσα αρτιότητα ανασκάπτεται η ψυχή των ηρώων. Αναφέρονται δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου οι λέξεις εισχωρούν στον εσωτερικό κόσμο και οδηγούν στον στολισμό του κειμένου. Στο «Οι Κιούρτοι» απαντώνται ψήγματα από τη διάλεκτο των ψαράδων: κιούρτοι, σαλαγγιά, χταποδιέρα, μισινέζα, καπόνια, ψάρεμα με πόδι κόκορα, λεβάρει, ξεψαρίζω και στο «Λαπόρδας» χρησιμοποιούνται slang λέξεις: τον φύτεψε, καλή χημεία, κολλητάρια, δέσανε, κυνηγό, επί των ωνίων, περιδιαγραμάτου.

Παράλληλα, η γλώσσα των διηγημάτων βρίθει ιδιωματικών φράσεων ή λέξεων: 1).- «πιάνω να φωτογραφήσω» (σελ. 14), «δεν ήταν γλείψιμο, ήταν καλή καρδιά» (σελ. 114), «τη δουλειά που της έπεφτε» (σελ. 122), «η πρόταση έπεσε από τη Δήμητρα» (σελ. 133), τα ράχτα (σελ. 141), «καβάσης» (σελ. 142), «είχε αρχίσει να γλαρώνει» (σελ 153), «να μην ξύνουμε πληγές» (σελ. 165), «μιζεριάζει» (σελ. 165), «είχε εύκολο το χαμόγελο και τον καλό λόγο» (σελ. 168), «δεν την πήγαινε καθόλου» (σελ. 173), «είχε χτυπήσει ταβάνι» (σελ. 178).

Στο «Η ασυνήθιστη εικόνα του Α. Βασιλάκη» ο συγγραφέας σε ένα ξωκλήσι ενός αιγαιοπελαγίτικου νησιού, της Μήλου, συναντά την εικόνα του Αη Γιάννη του Πρόδρομου, στην οποία ο Άγιος “μιλάει! Μέσα από τα μάτια και τα χείλη του, αισθήματα και λόγια σκορπάνε βίαια, σαν χελιδόνια τρομαγμένα, αγριεμένα, απειλητικά…Είναι αλλόκοτος, αγριωπός κι αλλοπαρμένος. Ένα πρόσωπο που ξεχειλίζει αγωνία, στα υγρά και θολά μεγάλα του μάτια πάθος και ένταση, τα χείλη είναι κατακόκκινα, τονισμένα, σχεδόν ερωτικά”. Επειδή ο Άγιος της εικόνας διαφέρει από τις συνήθεις αποτυπώσεις του (ανέκφραστος, εξώκοσμος, άφωνος, πάνω από τα ανθρώπινα, γίνεται πνεύμα, βυθίζεται σε μια γλυκερότητα), ο πιστός ερευνητής ξεκινώντας από το όνομα του αγιογράφου (Α. Βασιλάκης, καταγόμενος από την Μήλο, διέπρεψε ιδιαίτερα στα τέλη του 16ου αιώνα στη Δύση• πολλά έργα του βρίσκονται σε εκκλησίες της Βενετίας και της Περούτζια) επιδίδεται σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να συνδέσει την αγιογραφία στο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, στην Μήλο, με τον ευκλεή δημιουργό Α. Βασιλάκη. Πρόκειται για γλαφυρή αφήγηση, στην οποία η περιγραφή της εικόνας του Αγίου είναι υπέροχη (σελίδες 70/71).

Στο «Αίνιγμα της Παναγιάς Γοργόνας» ο συγγραφέας ασχολείται εις βάθος με έναν πίνακα του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που αποτυπώνει την Σκάλα Συκαμνιάς στη Λέσβο. Με τη συνδρομή του Στρατή Μυριβήλη («Παναγιά η Γοργόνα») επιχειρεί να ερμηνεύσει τον πίνακα του λαϊκού ζωγράφου «Σκάλα Συκαμίας», στον οποίο δεν υπάρχει η εκκλησία “Παναγιά η Γοργόνα” και ανακύπτει πρόβλημα του χρόνου κατασκευής της. Με όμορφα λόγια και απανωτά επιχειρήματα συγκροτείται ο σχετικός συλλογισμός, πλην δεν καταλήγει σε ασφαλές συμπέρασμα. Αξίζει, όμως να σημειωθεί μια κριτική της τεχνικής του Θεόφιλου που επιχειρείται από έναν φίλο του συγγραφέα: «Κοιτάξτε αυτό, τι σχέδιο, τι πανδαισία χρωμάτων! Τι φως! Σε πάει κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων, τίποτα δεν είναι περιττό. Λιτό, δωρικό σχεδόν, και μαζί λυρικό, τρυφερό. Σαν να είναι ερωτευμένος με κάθε τι που ζωγραφίζει. Όλη η χαρά της ζωής! Ίσως για να εξισορροπεί τη ζωή που έζησε ο ίδιος, στα όρια της εξαθλίωσης» (σελ. 138).

«Τ’ αγκάθι του Χριστού» συνιστά μια ιδιόμορφη αισθητική αξία, όπου επιχειρείται ένα είδος ψυχικής κάθαρσης. Με ευαισθησία προσεγγίζονται πρόσωπα, πράγματα, ιερά κειμήλια• με ρομαντικό στοχασμό αναπλάθονται στη μνήμη και λαμβάνουν περίοπτη θέση στον νου του συγγραφέα, ο οποίος φροντίζει να οικειώνεται την υποκρυπτόμενη αλήθεια, αξιοποιώντας τις εμπειρίες κυρίως όμως τις γνώσεις του. Η πλοκή, το αναδιδόμενο συναίσθημα, ο ταχύς τόνος, τα διδακτικά μηνύματα, τα απανωτά δεινά, η επιμελής αποφυγή επιτήδευσης και εξεζητημένου ύφους, η προφανής καλλιέργεια, η αίσθηση του τραγικού, η αδιάκοπη φιλομάθεια, η ευχερής προσέγγιση του χρόνου, ο σεβασμός της παράδοσης και των ηθών, η έξαρση του πάθους, η στρωτή γραφή, η ωριμότητα της σύνθεσης, ο εμφανής ανθρωπισμός, η θαυμαστή ψυχολογική προσέγγιση, η σφαιρική σκιαγράφηση χαρακτήρων, το ανθρώπινο μέτρο, η πλαστική ικανότητα, συνιστούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γραφής του Κ. Παππή.