Top menu

Τρία ποιήματα του Arna Wendell Bontemps, σε μετάφραση της Νατάσας Ζαχαροπούλου

 

Μεταφράζει η Νατάσα Ζαχαροπούλου

 

Μέγεθος Σελήνης 1

Τότε ἡ χρυσαφένια ὥρα
Θά σημάνει τό τέλος της
Κι ἡ φλόγα θά βυθιστεῖ στό ἄνθος.
Μιά σύνοψη σελήνης
Θά σημαδέψει τή θάλασσα καί τόν χλωμό ἀμμόλοφο.
Τότε ἴσως μᾶς περάσει ἀπό τό μυαλό, ὅτι
Κάτι πού ξεχάστηκε πρέπει νά ὑπάρχει ἀκόμη
Καί κάτι πού θά πρέπει νά ξεχαστεῖ.
Θἄναι ὅπως ὅλα ὅσα γνωρίζουμε:
Μιά πέτρα θά κοπεῖ· ἕνα ρόδο θά φυλλορροήσει.
Θἄναι ἥσυχα τότε κι ἴσως σταθοῦμε
Λίγο περισσότερο στήν ξύλινη εἴσοδο,—
Ὅμως θἄχουν μείνει λιγότερα νά ποῦμε.

1 Τό ποίημα δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Fire τόν Νοέμβριο τοῦ 1926


Ἔπαυλη στό Νότο 2

Οἱ λεύκες στέκουν ἐκεῖ ἀκίνητες ὅπως ὁ θάνατος
Καί Φάσματα νεκρῶν
Συναπαντοῦν τίς γυναῖκες τους πού περπατοῦν
Δυό-δυό κάτω ἀπό τή σκιά
Μένοντας ὄρθιες στά μαρμάρινα σκαλιά.
Ἔρχεται ὁ ἀντίλαλος μιᾶς μουσικῆς
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα
Καί στό χωράφι πέρα
Ἕνας ἄλλος ἦχος κουδουνίζει μές στό βαμβάκι:
Οἱ ἁλυσίδες τῶν σκλάβων πού ἀργοσέρνονται στῆ γῆ.
Τά χρόνια γυρνᾶνε πίσω μέ μεταλλική κλαγγή,
Κάποιο χέρι εἶναι πάνω στήν πύλη,
Ἕνα φύλλο ξερό ριγεῖ στόν τοῖχο.
Τά φάσματα περπατοῦν.
Στό ἔδαφος ρόδα ποὔχουν φυλλοροήσει
Κι οἱ λεύκες στέκουν ἐκεῖ ἀκίνητες ὅπως ὁ θάνατος.

2 Ἀπό τό βιβλίο American Negro Poetry (Harcourt, Brace and Company, 1922)


Νυκτωδία στήν Προκυμαία 3

Ὅλη νύκτα τῶν σκοινιῶν τους οἱ κλαυθμοί ἀντηχοῦν
Καί τόν ντόκο μέ τίς ἀβοήθητες πλῶρες τους χτυποῦν:
τοῦτα τά μικρά σκαριά πού γιά πλεύσεις τόσο διαβρωμένα εἶναι
πιά
κι ὅμως μπρός στόν μῶλο δέν ξεκουράζονται καθόλου.
Ρυμουλκημένα ὣς τήν ἀχνογκρίζα προκυμαία δίχως ἀμφιβολία
ἀναπολοῦν τήν Κίνα καί τήν λαμπερή Βομβάη,
καί τῆς Ἀνατολῆς θυμοῦνται τά νησιά,
τήν Φορμόζα, τῆς Ἰαπωνίας τά βουνά.

Σκέφτονται πόλεις χαλασμένες ἀπό τό κύμα
κι εἶναι ἀνήσυχα, καθώς κοιμῶνται στήν προβλήτα.
Ρυμουλκημένα στήν ἀχνή γκρίζα προκυμαία δέν ἀναπολοῦν
λιγότερο τήν Ἀφρική. Φυσάει ἀγέρας ἀπό τήν ἀνατολή
καί τό ἁλάτι ψεκάζοντας σαρώνει τίς ἀφύλαχτες κουβέρτες.
Κραυγές νεκρῶν σκίζουνε τήν νύκτα.
Ὁ καπετάνιος καλεῖ τό πλήρωμα κι αὐτοί ἀπαντοῦν—
Τά μικρά σκαριά ὀνειρεύονται—ἡ στεριά εἶναι δίπλα.
Ὅμως πέφτει καταχνιά θολώνοντας τή χάλκινη ἀκτή,
οἱ εἰκόνες τῶν δέντρων κρύβονται στήν ὁμίχλη.
Ὁ καπετάνιος καί οἱ ἄντρες του εἶναι κι αὐτοί χαμένοι
κι οἱ φωνές τους βουλιάζουν στόν ξεσηκωμένο ἦχο τῶν κυμάτων.
Ἄχ καραβάκια, γνωρίζω τό ἀποκάμωμά σας!
Γνωρίζω τίς θαλασσοπράσινες σκιές ἀπό τά ὄνειρά σας,
γιατί τίς πόλεις τῆς θάλασσας ἀγάπησα,
καί τήν ἀπελπισία τῶν παλιῶν καιρῶν ἔχω
ἀγαπήσει: ἕνας περιπλανώμενος κι ἐγώ ὅπως ἐσεῖς
πού μπρός στόν ἄνεμο κατέρρευσα.

3 Ἀπό τό βιβλίο American Negro Poetry (Harcourt, Brace and Company, 1922)


Ὁ Arna Wendell Bontemps, γιός ἑνός κρεολοῦ κτίστη καί δασκάλου, γεννήθηκε στις 13 Ὀκτωβρίου 1902 στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Λουιζιάνα. Σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν μετακόμισε μέ τήν οἰκογένειά του στό Λός Ἄντζελες, ἐξ αἰτίας ἀπειλῶν πού δέχτηκε ὁ πατέρας του ἀπό δύο μεθυσμένους λευκούς. Μεγάλωσε στήν Καλιφόρνια καί φοίτησε στό οἰκοτροφεῖο τῆς Ἀκαδημίας Σάν Φερνάντο, μέ τήν ἐντολή τοῦ πατέρα του «νά μήν ἀντιδρᾶ σάν ἔγχρωμος». Ἀργότερα ὁ Μποντέμπς θά σημείωνε ὅτι αὐτή ἡ φράση τόν διαμόρφωσε, καί, παράλληλα, τόν ἔκανε νά δυσανασχετεῖ, ἐπειδή τή θεωροῦσε ὡς μιά προσπάθεια νά ξεχάσει τήν κληρονομιά του. Τό 1923 ἀποφοίτησε ἀπό τό Pacific Union College μέ ΑΒ. Τό 1924 δέχτηκε μιά θέση καθηγητῆ στό Χάρλεμ τῆς Νέας Ὑόρκης.

Τό 1926 παντρεύτηκε τήν Ἀλμπέρτα Τζόνσον καί ἀπέκτησαν ἕξι παιδιά. Παρόλο πού σχεδίαζε ν’ ἀποκτήσει διδακτορικό στήν Ἀγγλική Γλώσσα, τελικά περιορίστηκε στήν διδασκαλία, προκειμένου νά στηρίξει τήν οἰκογένειά του. Εὐτυχῶς, ἐνῶ δίδασκε στό Χάρλεμ, συνδέθηκε στενά μέ τήν κίνηση γιά τήν «Ἀναγέννηση τοῦ Χάρλεμ», κι ἔτσι πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες ὅπως οἱ: Countee Cullen, WEB DuBois, Zora Neale Hurston, James Weldon Johnson, Claude McKay, Jean Toomer καί ἰδιαίτερα ὁ Langston Hughes ἔγιναν φίλοι του και συνεργαζόταν συχνά μαζί τους. 

Ὁ Μποντέμπς δημοσίευσε γιά πρώτη φορά τά ποιήματά του τό 1924 στό Crisis καί ἀργότερα στό Opportunity· καί τά δύο αὐτά
λογοτεχνικά περιοδικά ὑποστήριζαν τό ἔργο τῶν νέων ἀφροαμερικανῶν συγγραφέων. Τό 1926 καί τό 1927 ὁ Μποντέμπς
κέρδισε τρία βραβεῖα γιά τήν ποίησή του ἀπό τίς συγκεκριμένες ἐκδόσεις. Τό πρῶτο του βιβλίο μυθοπλασίας ἦταν τό: God Sends
Sunday (1931). Τήν ἴδια χρονιά μετακόμισε στό Χάντσβιλ τῆς Ἀλαμπάμα, ὅπου εἶχε ἀποδεχτεῖ μιά θέση διδάσκοντος στό Oakwood Junior College.

Τό 1932 ἔλαβε ἀκόμη ἕνα βραβεῖο γιά τό διήγημά του A Summer Tragedy, καί δημοσίευσε τά πρῶτα δύο παιδικά βιβλία του Popo and Fifina: Children of Haiti, μέ τόν Langston Hughes καί You Can't Pet a Possum το 1934. Ἄρχισε νά ἐργάζεται γιά τό Black Thunder: Gabriel's Revolt: Virginia 1800, μιά ἱστορία σχετική μέ μιά ματαιωμένη ἐξέγερση σκλάβων μέ ἐπικεφαλής τόν Gabriel Prosser. Δημοσιεύθηκε τό 1936, ἐνῶ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ στό σπίτι του πατέρα του στήν Καλιφόρνια, καθώς τό σχολεῖο τοῦ Oakwood ἀπέλυσε τόν Μποντέμπς τό 1934, ὡς ἀντίδραση στίς ριζοσπαστικές πολιτικές του ἀπόψεις πού ἔρχονταν σέ κόντρα μέ τήν συντηρητική πολιτική καί τίς θρησκευτικές ἀπόψεις τοῦ κολεγίου.

Τό 1943 ὁ Μποντέμπς πῆρε μεταπτυχιακό στήν Βιβλιοθηκονομία ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Σικάγου. Διορίστηκε βιβλιοθηκάριος στό Πανεπιστήμιο Φίσκ, θέση πού τήν κράτησε ὥς τήν συνταξιοδότητή του, τό 1965, ἐνῶ ἀκολούθησαν καί τιμητικές θέσεις καθηγητῆ στά Πανεπιστήμια Ἰλινόις καί Γέηλ· στό Φίσκ ἐπέστρεψε ὡς συγγραφέας.

Πέθανε τήν 4η Ἰουνίου 1973 ἀπό καρδιακή προσβολή, ἐνῶ ἐργαζόταν γιά τήν αὐτοβιογραφία του. Ἂν καί οἱ Sterling A. Brown καί Aaron Douglas σημειώνουν πώς τά ἔργα του δέν ἔλαβαν τήν προσοχή τῶν κριτικῶν πού τούς ἄξιζαν, ἡ ἐργασία του ὡς βιβλιοθηκάριος καί ἱστορικός τόν ἐμφανίζει ὡς μεγάλο χρονικογράφο καί συντηρητή τῶν ντοκουμέντων τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς τῶν Μαύρων. Τό παλιό σπίτι τῆς οἰκογένειάς του στή Λουιζιάνα στεγάζει σήμερα τό Άφροαμερικάνικο Μουσεῖο καί τό Κέντρο Τεχνῶν Arna Bontemps.