Αφιερωμένο στην Ουντίνε
Καθόμουν στη σκιά δυο δένδρων
κι ένιωθα σαν να βρισκόμουν
κάτω απ’ τα πόδια σου
μέσα στους λαγόνες σου
που με προστάτευαν
απ’ το μυστικό χειμωνιάτικο βράδυ
στο κρύο διαμέρισμα
που μούλιαζε στην υγρασία των Ιωαννίνων
καθώς έγραφες στην πλάτη μου
πρόχειρα με την ανάσα σου:
«Σ’ αγαπώ».
Το ασυναίρετο «Σ’ αγαπάω» το ‘δωσες
σε μένα
για ν’ αντηχεί γερά στ’ αυτιά σου
μέσα στα γέλια στο σκοτάδι.
Ακόμη το λέω
χωρίς να σε δω
με τη διαφορά ότι το σκοτάδι
γίνεται πυκνό κι αποπνικτικό
κι αντηχεί σ’ άδεια μυαλά.
Τα δένδρα θυμίζουν τα πόδια σου
που με τυλίγουν κάτω απ’ την κουβέρτα
καθώς μου λες ιστορίες
για όταν ήσουν παιδάκι
και διάβαζες Τζέιν Ώστιν
κι έπαιζες με τη φίλη σου
ρόλους και θεατρικά
βγαλμένα απ’ το μυαλό σου
βασισμένα στον Χάρρυ Πόττερ, στις ιστορίες του Γουίννι του Αρκούδου, και στο Περηφάνια και Προκατάληψη που διάβαζες μοναχούλα στην έκτη δημοτικού
–περίεργο παιδί
αλλά
αυτό το παιδί αγαπώ
αυτό που έκρυψες
αυτό που έθαψες.
Τα φύλλα των δένδρων θροΐζουν
τώρα στο απομεσήμερο
αυτό το «Σ’ αγαπώ»∙
ίσως ναι, ίσως όχι
κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει
δεν ξέρεις που είμαι
δεν ξέρω που είσαι.
Μεγαλώνουμε μόνοι πια.
Μεγαλώνουμε χωριστά πια.
Μεγαλώνουμε.
Χωριστά
Μεγαλώνουμε.