Top menu

Για το "Μεσολόγγι" του Προκόπη Παυλοπούλου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

«Ο αχός από το Μεσολόγγι,/ εκείνο τον σκληρό Απρίλη της Εξόδου,/ δεν έχει σιγήσει./ Δεν θα σιγήσει ποτέ./ Μπορείς να τον αφουγκραστείς,/ να τον ακούσεις σαν πένθιμη καμπάνα/ ή και σαν εγερτήριο σάλπισμα,/ αρκεί ν’ αφήσεις την ψυχή σου αγνή/ - σα νάρχεται από τη μεταλαβιά -/ να νοιώσει τα μυστικά της Λιμνοθάλασσας./ Ν’ ανασάνει, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή,/ τον αέρα μιας εγκαταλελειμμένης πελάδας της,/ να μυρίσει, μέσα στη νηνεμία της άνοιξης,/ την άρμη του νερού της./ Θ’ ακούσεις τα κανόνια,/ θ’ ακούσεις τα ντουφέκια,/ θ’ ακούσεις την κραυγή των Εξοδιτών,/ θα μυρίσεις τον καπνό και το αίμα,/ δίχως να φοβηθείς,/ δίχως να πάρεις το δρόμο της φυγής./ Θα μείνεις εκεί και θα συλλογιέσαι/ τι σημαίνει να είσαι Έλληνας./ Θα συναντάς, ξανά και ξανά,/ την Ελευθερία να σφίγγει στην αγκαλιά της μάνες και παιδιά,/ να γνέφει στοργικά στους Αγωνιστές/ που υψώνουν το σπαθί με το μάτι αγριεμένο,/ να μοιρολογάει, σαν Παναγιά κάτω από το Σταυρό,/ το ξόδι του Βύρωνα./ Το Μεσολόγγι ζει».

Πρόκειται για μια ελεγεία, έναν ύμνο ακάθιστο, που εκχύεται από το έρκος των οδόντων ενός κεκρυμένου λάτρη της ποίησης και της πατρίδας. Είναι μια αποκάλυψη· οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, τα αναπεπταμένα λάβαρα, οι ευκλεείς της φυλής.

Η ποιητική εκδοχή του Προκόπη Παυλόπουλου, ενώ έχει μορφή πεζού, στην ουσία περιέχει στίχους, όπως αρθρώνονται παραπάνω. Ο αναδυόμενος ρυθμός και η μετρική του αρμονία το κατατάσσουν στα εξέχοντα δημιουργήματα της εγχώριας Μούσας.

Εν αρχή ήν ο χρόνος: “Εκείνο τον σκληρό Απρίλη της Εξόδου” προσδιορίζει ο ποιητής. Ο Τ. Έλλιοτ συνταιριάζει: “Απρίλης μήνας είν’ ο πιο σκληρός γεννώντας/ Πασχαλιές στην πεθαμένη γη”· όμως προηγείται ο Εθνικός μας Υμνωδός, που θέλει την άνοιξη εορταστική: “Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη” και μάλιστα στον τόπο του Γολγοθά, στην Ηρωική πόλη. Ακολουθεί ο τόπος: Λιμνοθάλασσα, πελάδες, άρμη του νερού της.

Ο αχός “δεν θα σιγήσει ποτέ”· το άκουσμά του γίνεται αντιληπτό “σαν πένθιμη καμπάνα” ή σαν “εγερτήριο άγγελμα”, άρα, είτε ως θάνατος, είτε ως θρίαμβος της αιωνιότητας. Ο Κ. Βάρναλης παρεμβαίνει αλληγορικά: “Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η καμπάνα”, γιατί μόνον όσοι έχουν “αγνή ψυχή” εξασφαλίζουν υπερβατική ένωση με το Θείον· “σαν νάρχεται από τη μεταλαβιά”, προσθέτει ο σύγχρονός μας ιδεαλιστής.

Ο στοχασμός αναδιατυπώνει, ως απόλυτο εργαλείο αφύπνισης του τέλειου, το εξόδιο μέλος, όπου ο Χάρος θρηνεί τους ήρωες, συντετριμμένους απόντες. Ο Πρ. Παυλόπουλος ανασκάπτει, ως ιερέας του Απόλλωνα, τη συμβολική θυσία: “μοιρολογάει σαν Παναγιά κάτω από το Σταυρό”. Παράλληλα, οι αγωνιστές με τη θαλπωρή της θρηνούσας Ελευθερίας “υψώνουν το σπαθί αγριεμένο”, ενώ γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν· λόγια υψηλού συμβολισμού· ο Βύρωνας είναι παρών· τον κατευοδώνουν· “Πάνω στις πλάκες του/ Μεσολογγιού η Ελευθερία”, αινεί ο Οδ. Ελύτης.

Ο συμβολιστής αοιδός αναζητά θλιμμένος “τη κραυγή των Εξοδιτών”, αλλά ματαίως. Η ζωή αμύνεται λυσσασμένα: “θα πορευτείς δίχως να φοβηθείς/ δίχως να πάρεις το δρόμο της φυγής”, ερωτευμένος με την ουτοπία, λουσμένος με παραδείσια οράματα: “θα μείνεις εκεί και θα συλλογιέσαι/ τι σημαίνει να είσαι Έλληνας”, αφού σε αυτήν την άγονη πατρίδα η τελευτή ξεπερνιέται· η ιερότητα της θυσίας καταπραΰνει τις ψυχές· το παρελθόν φέγγει, ως ουράνιος αστέρας· οι κήνσορες αποδιωγμένοι αυτοσαρκάζονται· η ελπίδα συντηρείται άφθαρτη. Ο Σολωμός επανέρχεται: “Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με τη βία”.

Ο εύγλωττος Μεσσήνιος, μέρος του μεγαλείου, ψάλλει με γλαφυρότητα τη μεγάλη στιγμή της απώλειας· αναφωνώντας ενεός πως “το Μεσολόγγι ζει”, διότι θα ήταν Ύβρις να σβήσει. Ο Α. Εμπειρίκος, “πουλί, καλό πουλί, χρυσό πουλί, λαμπρό μαντάτο” εγκωμιάζει τη δόξα των Ελλήνων, που “πρώτοι έκαμαν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου”. Ηδύς φόρος τιμής στους νικητές των θρύλων.

Ο Προκόπης Παυλόπουλος με το πρώτο του λυρικό απαύγασμα απέδειξε, ότι η ακαδημαϊκή γραφίδα συμβαδίζει με λογοτεχνικές ανησυχίες.