Top menu

"Ηρακλής ανα-μαινόμενος" του Γιάννη Σώκου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Οι 2578 στίχοι του συναρπαστικού αυτού ποιήματος είναι γεμάτες απανωτά επεισόδια, που ένας ταλαντούχος εξυψώνει σε ανεπίληπτη γραφή, μετουσιώνοντας τρέχουσες έννοιες σε υπερβατικά νοήματα, μεταλλάσσοντας τις μαγικά και ανατρέποντας ιδεολογικές και γνωστικές βεβαιότητες. Εκείνο όμως που τοποθετεί το ποίημα στα κορυφαία έργα της εγχώριας πνευματικής παραγωγής είναι οι 1289 ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες, οι οποίες αποδεικνύουν μια αστείρευτη λογοτεχνική φλέβα.

Επίσης ο αψεγάδιαστος δεκαπεντασύλλαβος προσδίδει μια στιβαρότητα στην αφήγηση και ο στίχος λειτουργεί πειθαρχημένα. Σημειώνεται ότι ο χρησιμοποιούμενος δεκαπεντασύλλαβος επινοήθηκε στην υμνογραφική Βυζαντινή μελοποιΐα και βέβαια στα λαϊκά άσματα (είναι αξιοσημείωτοι οι στίχοι, τους οποίους ανέμελπαν οι Πράσινοι και οι Βένετοι στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης: «Ίδε το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει/ φέρον υγείαν και χαράν και την ευημερίαν».

Ο Γιάννης Σωκος συνέλαβε την ευφυή ιδέα να ανασύρει από τα βάθη του μύθου τον εμβληματικό ημίθεο, που συμβολίζει τον υπεράνθρωπο, την ελπίδα και το υπερπέραν. Παράλληλα, λειτουργεί ως παιδαγωγός, όπως οι μεγάλοι μας ποιητές Διονύσιος Σολωμός και Κωστής Παλαμάς. Μέσα από τους στίχους του, από την σάτιρα, από το σκώμμα, ενδοσκοπεί την ανθρώπινη ψυχή, σκιαγραφεί τα ατομικά πάθη, στηλιτεύει τις φυλετικές μειονεξίες, σκαλίζει τις ρίζες, εκτοξεύει φλογισμένα βέλη με στόχο την ατομική διέγερση.

Ο ποιητής προσεγγίζει τον αναγνώστη για να του μεταδώσει με εργαλείο τον εύστροφο δεκαπεντασύλλαβο, μια θεμελιώδη αλήθεια: Ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, δεν εξαρτάται από τα στοιχεία της φύσης, ούτε από άγνωστες δυνάμεις. Οφείλει όμως να μην υποκύπτει στον ευδαιμονισμό, αλλά να υπηρετεί τις ιδέες, την αληθή παιδεία, τη δικαιοσύνη.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του «Ηρακλή ανα-μαινόμενου» είναι: Ο πανταχού παρών σαρκασμός, οι κωμικές περιγραφές και τα παθήματα των αδύναμων, η κοφτερή και ευρηματική γλώσσα, η καλλιεπής ειρωνεία για τους πάντες, ο ιδιότυπος υπαινιγμός, η έντονη αμφισβήτηση, η απεγνωσμένη διαμαρτυρία, η εναντίωση στα δρώμενα, η εύστοχη στηλίτευση πρακτικών της καθημερινότητας, η συνεχής αβεβαιότητα, η διακωμώδηση εξουσιαστικών πρακτικών, οι διθύραμβοι ή τα εγκώμια, που υποσκάπτονται έντεχνα, η αξεπέραστη ευθυμογραφία για προσωπικά και κοινωνικά ελαττώματα.

Θα ήταν χρήσιμη η υπόμνηση, ότι η σάτιρα συνιστά ύψιστη ποιητική μορφή και καλλιεργημένη ήδη από πολλές εξέχουσες μορφές των Ελληνικών Γραμμάτων, έχει καταλάβει περίοπτη θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα, ήδη από την εποχή του πρώτου σατιρικού ποιητή του 7ου π.χΧ. αιώνα, Αρχίλοχου του Πάριου, που περιέπαιζε τους αριστοκράτες και τις κοινωνικές δεσμεύσεις. Ο μέγιστος Αριστοφάνης, τον 5ο π.Χ. αιώνα, λάμπρυνε την «αρχαία κωμωδία», με την καυστική ειρωνεία, την έξοχη παρωδία, τις ευρηματικές φάρσες και την άμετρη αθυροστομία. Ο Διονύσιος Σολωμός στο «Όνειρο» του, το 1826, αποδεικνύει μια άψογη σατιρική φλέβα και ανυψώνει με την αιχμηρή του πένα τη χιουμοριστική κριτική σε σοβαρή αισθητική κατηγορία. Ο Κωστής Παλαμάς με τα 44 «Σατιρικά γυμνάσματα», το 1912, στρέφεται εναντίον της φαυλότητας και ενδυναμώνει τη λυρική σάτιρα. Ο Γιώργος Σεφέρης με το «Απομεσήμερο ενός φαύλου» προσφεύγει στη σάτιρα για να καυτηριάσει τις δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Ο Ιωάννης Βηλαράς στο προεπαναστατικό πολύστιχο ποίημα του «Κατά καλογήρων» στηλιτεύει μοναχούς και ρασοφόρους. Ο Γεώργιος Σουρής με τη χειμαρρώδη στιχουργική του ευχέρεια χάρισε στον τόπο αξιομνημόνευτο μαστίγωμα των κακώς κειμένων της πολιτικής και των δημοσίων προσώπων. Ο Αλέξανδρος Σουρής στο «τυποκτόνον Ψήφισμα του Ι. Καποδίστρια» εμπαίζει την ανελευθερία του Τύπου. Ο ικανός επιγραματοποιός Κωνσταντίνος Σκόκος στο «Σε θεατρικόν συγγραφέα» ειρωνεύεται τους άτεχνους θεατές. Ο οξύς Ανδρέας Λασκαράτος, πολέμιος της υποκρισίας και της αδικίας, αφορίσθηκε από την Εκκλησία για τους ιδιαίτερα καυστικούς εναντίον της εκκλησίας σατιρικούς στίχους του. Ο Κώστας Καρυωτάκης στα «Ελεγεία και Σάτιρες», το 1927, εισχωρεί ιδανικά στα απόκρυφα των κοινών, του ευρύτερου περιβάλλοντος, αλλά και του εαυτού του, κεραυνοβολώντας χωρίς σταματημό τον ξεπεσμό των ηθών. Ο διονυσιακός Κώστας Βάρναλης καλλιέργησε την ειρωνεία με την ιδιαίτερα δηκτική γραφίδα του. Ο ιδιόρρυθμος Γιάννης Σκαρίμπας με τις ποιητικές συλλογές «Ουλαλούμ», «Εαυτούληδες» και «Βοϊδάγγελοι» αναδεικνύει έναν ανεπανάληπτο εκκωφαντικό σκωπτικό λυρισμό. Ο Νάνος Βαλαωρίτης με το ποίημα «Ο άστεγος» εισφέρει στη σατιρική ποίηση τον οβολό του. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης με το ευφυές προσωπείο του Μανούσσου Φάσση ανύψωσε τη σάτιρα στην πρώτη γραμμή. Ο Νίκος Φωκάς με την αυτοσαρκαστική «Παρτούζα ή ένα κλείσιμο του ματιού» επιτίθεται λαύρος στην οπισθοδρομική φραγή της σκέψης. Ο Ηλίας Λάγιος με την «Έρημη γη» αποδεικνύει έφεση στην παρωδία, επιδεικνύει ποιητική ωριμότητα και χρησιμοποιεί χαμένους γλωσσικούς τύπους, που προκαλούν ιδιαίτερη έξαρση στο ποιητικό ύφος.

Η ανάδειξη κειμένων, που γράφτηκαν από έναν οπαδό του επέκεινα και ταυτόχρονα φθαρτό ακόλουθο της ανθρώπινης μοίρας, συντελεί αποφασιστικά σε ενότητα της σκέψης και παράλληλα σε διασπασμένη εμπειρία, με ανάπλαση αδιόρατων μορφωμάτων, σκιαγραφώντας την αγωνιώδη πορεία των θνητών προς την άβυσσο. Πιο συγκεκριμένα, ο ικανός τεχνίτης του λόγου, με όχημα τις περιπέτειες του ημίθεου του Ελληνικού Πανθέου, συνθέτει έναν πολύπλοκο πίνακα του πεπερασμένου, αρμολογώντας γραμμή προς γραμμή, έντεχνα, τον ανθρώπινο προβληματισμό. Συνακόλουθα, ανιχνεύεται εκτεταμένη χρήση πολλαπλών συμβόλων, που υπηρετούν την πολυσημία, αλλά παράλληλα ενισχύουν την ποιητική ευδία και εδραιώνουν την εκφραστική ακρίβεια. Εκτός αυτού, σκιαγραφούνται είδωλα της φαντασίας, που μέσα από μια απεγνωσμένη προσπάθεια συγκροτούνται ερμητικά σε στέρεα πολιτιστικά πρότυπα. Οι αναγκαίοι συνειρμοί και η πανταχού παρούσα μνήμη συνθέτουν έναν θνησιγενή κόσμο, που αδυνατεί να υπερασπισθεί τα κεκτημένα. Το εννοιολογικό στίγμα, που αναδύεται από τους στίχους του «Ηρακλή αναμαι-νόμενου» συντελεί σε ευκρινή και γλαφυρή καθαρότητα σκέψης. Ο λογοτεχνικός Ήρωας συγκρούεται με τον παραλογισμό, που οδηγεί τους θνητούς σε ανυπόφορα αδιέξοδα. Τα παραδεδομένα μυθικά στοιχεία μεταπλάθονται ευφυώς σε καινούργια, πρωτότυπα, αλληγορικά αφηγηματικά επεισόδια.

Ο «Ηρακλής ανα-μαινόμενος» κινείται σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο, βαδίζει σε ουτοπικά πελάγη, ενημερώνει για άκρως ανωφελείς περιόδους. Ο δημιουργός, προσφεύγει σε μεταφορές για να ερμηνεύσει τα εφήμερα. Η πένα του άξιου ποιητή προδίδει έναν επιφανή τεχνίτη της λογοτεχνίας, που θα καταξιωθεί, όταν οι καιροί φέρουν στην επιφάνεια διαμαντένιες αισθητικές αξίες, αφού αρχιτεκτονείται μια ψυχογραφία όσων ζουν μέσα σε ανείπωτη σκληρότητα με την ελπίδα να επικρατήσει στον κόσμο δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφοσύνη.

Το ποίημα διακρίνεται από αξιοσημείωτη ταχύτητα και αφηγηματική ροή, που παρασύρει τους στοχαστές σε νοητική περιδιάβαση και συνακόλουθο προβληματισμό γύρω από τα αδιέξοδα, τον θάνατο, τα τραγικά ερωτήματα, την καθημερινότητα, τις αδυναμίες, την ψυχική ερήμωση, τον αυτοκαθορισμό, τις ατομικές άμυνες, την εξέγερση, το μένος, την ύβρη, την έπαρση.

Ο ρυθμός και το μέτρο, ουσιώδη συστατικά των στίχων, αναδεικνύουν έντεχνα, υφολογική αυτονομία, που απομακρύνεται από την παραγωγή «κυμβάλου αλαλάζοντος», εισβάλλοντας κραταιός στους λειμώνες της συγκροτημένης νοηματικής αμφισημίας. Παράλληλα, αναφαίνεται μια αισθητική πληρότητα, μέσα από τον καταιγισμό της ομοιοκαταληξίας. Ο Ηρακλής έχει γεννηθεί για να ταξιδεύει, να διασώζει τα πλήθη, να επιτελεί υψηλά έργα, να συνδράμει τους αδύναμους, να παρηγορεί τους ευαίσθητους, να επιδεικνύει συγχρόνως ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, να υπερασπίζεται τα ιερά της φυλής. Η ποιητική ικανότητα του Γ. Σώκου λειτουργεί, ως άροτρο, που ανατέμνει την αφήγηση, την μετατρέπει σε ευμελή προτάγματα, προς ευμενισμόν των αγωνιώντων και καθυπόταξη των ενστίκτων.

Το μυθολογικό υπόβαθρο του ποιήματος δεν πρέπει να παρασύρει σε παρανοήσεις, σχετικά με τον ρόλο του ημίθεου των Ελλήνων, αφού οι υπερφυσικές δυνάμεις του τάσσονται στην υπηρεσία των συγχρόνων, για να τους διασώσουν από τους ελλοχεύοντες βαρβάρους. Όμως ο ποιητής δεν παραμένει βυθισμένος στους άθλους, αλλά ανασύρει πρωτόφαντες ιδέες για να κατευνάσει τη φαντασία και να διδάξει εντέχνως τους ευαίσθητους, πως μόνοι τους, με ίδιες δυνάμεις, θα φέρουν εις πέρας το Τιτάνιο πεισιθάνατο έργο.

Οι κατά διαστήματα ακουόμενες σπαρακτικές κραυγές, υπενθυμίζουν, την αγωνιστική σκληρότητα, με την οποία οφείλει να είναι εξοπλισμένος ο άνθρωπος. Όλα, όμως, δοσμένα με ουσιαστική λυρικότητα, γλαφυρό περιεκτικό ύφος, που συνθέτουν μια χαρούμενη μπαλάντα, δοσμένη προς ηδυσμόν των συνδαιτημόνων σε χαρές και λύπες. Η πλαστική περιήγηση του Γ. Σώκου τον αναδεικνύει σε ικανό ψυχογράφο, με την εξεικόνιση ανάγλυφων ηθών και εθίμων. Με ποιητική ευαισθησία καθιέρωσε έναν ανανεωμένο τόνο, μια στιχική πρωτοπορία, ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, μια μορφική αρτιότητα, μια αισθητική πινελιά στα πράγματα.

Διακρίνονται στους χιλιάδες στίχους του κρινομένου έργου, άρτιες ομοιοκαταληξίες, συγκροτημένος ρυθμός, επιμελημένη μορφή, ταχύτητα δράσης, ελκυστικοί κυματισμοί, πρωτότυπες λέξεις, εκφραστική ωριμότητα, διεισδυτική δραματικότητα, στιχική πυκνότητα, αισθητική ευαισθησία, ανεξάρτητη σκέψη, μουσικότητα του λόγου, ακριβές νοηματικό περιεχόμενο, ευδιάκριτο ήχο, συγκροτημένο μέτρο.

Ο μυθικός ημίθεος καλείται να παίξει σωτηριακό ρόλο και εκείνος με πλήρη αίσθηση του καθήκοντος έρχεται αρωγός στον ανθρώπινο σπαραγμό, πλην σήμερα τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια:«να σε υμνούνε μ’ Ωσαννά κι αμέσως επί ξύλου/ να σε καρφώνουν σαν ληστή, μετά μεγάλου ζήλου,/ γιατί το ξέρουν πως εσύ δεν είσαι ύδωρ λάλον,/ αλλά το άλλοθι ζωής για τη ζωή των άλλων». Σε αυτό το σημείο προβάλλει ένας αποφθεγματικός λόγος: «πάντα υπήρχαν του λαού παιδιά και παλληκάρια,/ που κάποια αποδείχτηκαν μπουμπούκια και βλαστάρια», οπότε ο κοσμάκης επικαλείται απελπισμένος τον ανίκητο πρόγονό του, που, όμως, είναι γνωστό πως δεν πρόκειται να ζωντανέψει για να συγκρουσθεί με τα εχθρικά φουσάτα: «Εσύ μόνον απέμεινες με Ρώμη και με Ήθος,/ κρίμα που είσαι άγαλμα κι απλά ωραίος μύθος!».

Ο Γιάννης Σώκος ασχολείται επιμελώς με τη γλώσσα, αποδεικνύοντας πως έχει εμβαθύνει σε όλο το μορφικό εύρος. Δεν ανήκει, όμως, σε εκείνους που επιχειρούν να προβληθούν με πομπώδεις φράσεις, ως λεξιθήρες, για να σαγηνεύσουν τους αναγνώστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται οποιοσδήποτε εμπλουτισμός των εκφραστικών μέσων. Περιστασιακή χρήση της καθαρεύουσας γίνεται κατά κανόνα περιπαικτικά: Όταν θα έλθει η Τρόικα για σένα και για μένα,/ οι δρόμοι θα ’ναι ανοικτοί και τα σκυλιά λυμένα»./ «Δεν πα’ να είσαι υπουργός, διάκος, μητροπολίτης,/ μεσ’ τον ντορβά κι ο δεύτερος κι ο πρώτος ο πολίτης!». Ο Ηρακλής, πάντως δεν έμεινε απλή εικασία: «Τον πήραν οι Αθάνατοι αντεπιστέλλον μέλος,/ πάνω ψηλά στον Όλυμπο, αθάνατος να γίνει/ κι ως ευεργέτης του λαού στη μνήμη μας θα μείνει!». Το ποίημα ολοκληρώνεται με έναν διδακτικό επίλογο, που αποκαλύπτει μια ουσιώδη αλήθεια: «Αν στη ζωή σου δράκοντες βλέπεις κι άλλα θηρία,/ γίνε εσύ ο Ηρακλής για κάθε “καρχαρία”».

Σε γενικές γραμμές η γραφή στα χέρια ενός δεξιοτέχνη χαρακτηρίζεται ως εξέχουσα προσπάθεια διεύρυνσης της γνωσιολογίας του κοινωνικού ατόμου, ιδεώδες μέσον για την έκφραση ιδεών, άρα του περιεχομένου και βεβαίως για ενεργητική προσέγγιση μιας εποχής και της αντίστοιχης κοινωνίας, αποφεύγοντας επιμελώς τον λαϊκισμό και την ανεπεξέργαστη ηθογραφία.

Το συγκεκριμένο έργο απευθύνεται στις παλλόμενες καρδιές για να καλλιεργήσει εντέχνως το έλεος και εν τέλει τον εξιλασμό, την κάθαρση, με συνέπεια να ισχύει προς υπεράσπισή του η φράση, πως η πιο στρατευμένη τέχνη είναι «η τέχνη για την τέχνη».

Ο ποιητής διαθέτει το χάρισμα της πλαστικής δύναμης, που τον συνδράμει σε ανατρεπτική πλοκή, αλλά και σε σφαιρική περιγραφή των χαρακτήρων. Η εξέλιξη της ποιητικής ενάργειας είναι διαρκώς τροφοδοτούμενη, στην πορεία της προς την κορύφωση. Αναφαίνεται συμπαγής δημιουργικότητα, συνεχής ανάδυση του παρελθόντος προς διδαχήν, μακριά από συμφορές και σατανικές τιμωρίες. Κατά παράδοξο τρόπο, όλα κινούνται σε συγχρονισμό, με την υπόκρουση μιας έξοχης στιχικής μουσικότητας και τη συνοδεία πλουσίων εκφραστικών πόρων.

Ο μεταπλασμένος Ημίθεος, αφού εντάσσεται μεγαλοφυώς σε ένα επικό έργο, επανέρχεται στα ιστορήματα της καθημερινότητας και γλυτώνει τις ανθρώπινες υπάρξεις από τα αδιέξοδα, στα οποία έχουν περιπέσει, ενδύεται όμως ένα έγχρωμο λογοτεχνικό προσωπείο, που τον καθιστά γοητευτικό, άχρονο, τρομερό, μοιραίο, μαντατοφόρο, ευαίσθητο, ορμητικό, δίκαιο, ανθρωπιστή.

Η ποιητική τέχνη, με το αναβλύζον αίσθημα, μετατρέπει τον λόγο σε ζωντανή αναπαράσταση, σε επική ανάταση, σε λυρισμό, σε δραματοποιημένη πραγματικότητα,. σε εμβληματικό σύμβολο. Η αληθινή μεγάλη ποίηση ομοιάζει με άσκηση ιερού λειτουργήματος, που υπενθυμίζει την ηθική αποστολή των χαμαιγενών.

Η στιχουργική του Γ. Σώκου διαθέτει προσωπικό ύφος, φροντισμένη έκφραση, συνεχώς αναδιδόμενη ευφορία. Εισάγει περίτεχνα μια αδιόρατη θεατρικότητα και εν τέλει έναν συνειδησιακό καθαρμό. Ο Ηρακλής είναι ο ίδιος ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, είναι ο διαχρονικός Σίσυφος που έχει τιμωρηθεί σε μια ατέλειωτη οιμωγή.

Συμπερασματικά, στη λαμπρή αυτή ποιητική σύνθεση διακρίνεται πολύχρωμη ενάργεια και τέλεια χρήση των λέξεων, άρτια τεχνική και lege artis δόμηση, εργώδης εντρύφηση στα ανεπίλυτα υπαρξιακά ερωτήματα, κυρίως όμως εκθαμβωτικές εικόνες, που αναδύονται από τον χρωστήρα του ικανού λογοτέχνη.

Ο Γ. Σώκος ενισχύει την πεποίθηση, ότι «ο ποιητής προηγείται, δεν ακολουθεί, δίνει το σύνθημα», κατοχυρώνοντας έτσι την αυτονομία της ποίησης και γενικά μια απροσδιόριστη μαγεία που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.