Top menu

Τα ποιητικά δοκίμια του Γιώργου Βέη

 

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Τα κείμενα του Γιώργου Βέη (Για την ποιητική γραφή, Ύψιλον 2021) είναι δοκίμια εξύμνησης και διερεύνησης της ποιητικής λειτουργίας, που συμβάλλει στην ανανέωση και βελτίωση της ανθρώπινης νόησης, δημιουργώντας νέους τρόπους έκφρασης και κατά συνέπεια -αφού οι γλωσσολόγοι ισχυρίζονται ότι η γλώσσα σχετίζεται άμεσα με τη σκέψη- νέους τρόπους σκέψης. Έτσι μας λέει ότι «[…] θα υπάρχει πάντοτε μέσω της ποιήσεως η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της συνείδησης, της ικανότητας, δηλαδή, να παραμείνουμε λειτουργικοί σε δεύτερο βαθμό θέασης» (σ.11).

Στο βιβλίο διερευνάται η φαντασιακή λειτουργία της ποιήσεως (σ.11), η συμβολική (σ.14) και η «αγωγή ύφους» που προσφέρει (σ.14).

Η διερεύνηση αυτή της φύσης και του ρόλου της οδηγεί, στο δεύτερο δοκίμιο, στην παραπέρα κριτική διερεύνηση των στάνταρ της καλής δημιουργίας. Είναι ένα άψογο μανιφέστο ενός έμπειρου κριτικού και διανοητή, ενός έμπρακτου ποιητή, που βλέπει τη θεωρία μέσα από την πράξη.

Ο λόγος του δεν μπορεί να χαρακτηρηστεί απόλυτα δοκιμιακός. Διακατέχεται σαφώς από επιχειρήματα, έχει λογική συνοχή, αλλά υπάρχουν πληθώρα μεταφορών, ενώ εφαρμόζεται και η τεχνική της «ανοικείωσης», που είναι κυρίως καλλιτεχνική, ποιότητες που μεταγγίζονται από την ποιητική του ιδιότητα. Μοιάζει να χρησιμοποιεί μια ποιητική μεταγλώσσα για να περιγράψει τη γλώσσα της ποίησης.

Το δοκίμιο στηρίζεται στη λογική, η ποίηση στη βίωση του περιεχομένου του ποιήματος, όπως το εκλαμβάνει ο δέκτης. Ο λόγος του Βέη διατηρεί ακέραιη την πρώτη ιδιότητα και φλερτάρει με τη δεύτερη.

Αυτά τα επιβεβαιώνουν, η χρήση ποιημάτων ή στίχων και φράσεων που αφορούν την ποιητική λειτουργία, ως ερμηνεία, ως διαδικασία δημιουργίας, ως αποτέλεσμα και τα αισθήματα που γεννά στον δημιουργό και στους δέκτες. Η κατεύθυνση κατανόησης έτσι είναι διττή, με τη χρήση της λογικής και με το έμπρακτο αποτέλεσμα των συναισθημάτων. Έτσι δεν μιλάμε για καθαρά ορθολογικά δοκίμια ενός πανεπιστημιακού σχολιαστή ή θεωρητικού της λογοτεχνίας, με την επιστημονική γλώσσα, αλλά για τον ποιητή- κριτικό και θεωρητικό, χωρίς φυσικά να στερείται επιχειρημάτων, καθώς μιλάω για τον τρόπο γραφής και όχι για το περιεχόμενο.

Χαρακτηριστικό μάλιστα της ελευθερίας της γραφής του είναι ότι περιέχει ακόμα και αποσπάσματα που έχουν τη μορφή ημερολογίου (σσ.30-39). Στις σελίδες αυτές μπορούμε να παρατηρήσουμε την ποιητική σύνθεση στην πράξη, δηλαδή στη φάση της δημιουργίας της, να ψηλαφίσουμε τα ερεθίσματά της και να ακολουθήσουμε τον αισθητικό μίτο. Μιλάμε έτσι σε μεγάλο βαθμό για συνειρμική συνάφεια.

Η γραφή του είναι συμπυκνωμένη και όχι λεπτομεριακά επεξηγηματική. Αυτό την κάνει πολύ απαιτητική και θέλει μεγάλη προσήλωση και background γνώσεων για την κατανόησή της. Επειδή ενέχει την ιδεαλιστική όραση και ενόραση είναι εν γένει ασαφής, λόγω της φύσεως των όντων που εκφράζει ή καλύτερα προσεγγίζει. Έτσι, σε κάποια σημεία, κατανοούμε σκιαγραφικά τις έννοιες. Ίσως η μελέτη των πολλών βιβλίων στα οποία παραπέμπει θα βοηθούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάτι όμως που δεν μας επιτρέπει ο χρόνος, ακόμα και που αρκετά από αυτά τα έχουμε διαβάσει παλαιότερα.

Θεωρώ ότι είναι αρκετά περίπλοκο να τοποθετήσουμε το βιβλίο στη φιλοσοφική διελκυστίνδα. Η ποίηση του Βέη, σε αρκετό βαθμό, στηρίζεται στην ενορατική αίσθηση μιας ιδεώδους κατάστασης ή εικόνας, κάτι που μεταγγίζεται και στα αποσπάσματα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο, αλλά αυτό είναι εν μέρει διαφορετικό από το να πούμε ότι οι απόψεις του κινούνται σε ιδεαλιστικό επίπεδο. Τονίζει το άχρονο της καλής ποίησης (σ.50), τη διαχρονικότητα και συχνά την πανανθρώπινη ισχύ της και την προσπάθεια να προσεγγίσει το άφατο και τα καθαρά νοήματα (σ.47). Αν εξαιρέσουμε τα τελευταία, τα άλλα δεν είναι αποκλειστικά ιδεαλιστικές έννοιες. Ακόμα και για το άφατο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι μια αναντιστοιχία μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, μια αδυναμία της γλώσσας της ποιήσεως να αποτυπώσει το ον που εκφράζει.

Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε και με μη ιδεαλιστικό τρόπο τις απόψεις του Βέη για την ποίηση, ίσως και εκτός των προθέσεών του, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Ας το κάνουμε όμως γιατί νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον.

Στηρίζονται στην άποψη ότι η ποίηση ανοίγει νέους εκφραστικούς τρόπους, νέες διασυνδέσεις της πραγματικότητας με τον τρόπο έκφρασής της, την αποτύπωσή της στη γλώσσα και τον νου, νέους δρόμους μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Αυτή είναι κατά βάση πολύ ορθολογική άποψη, δεν έχει ίχνος της μεταφυσικής χροιάς των Ιδεών. Μπορεί η υποστήριξη της ελλειπτικότητας της ποίησης και ο θαυμασμός του συγγραφέα να μπερδεύει -αδίκως- τους αναγνώστες, υποθέτοντας κάποιο στοιχείο που αιωρείται ιδανικά από πάνω μας, αλλά κατά βάση στηρίζεται στο «πέρα από» το κείμενο, στην πρόσληψη των αναγνωστών, στην οποία αναφέρεται. Εδώ επεμβαίνει και το λαβυρινθώδες υποσυνείδητο του δημιουργού και οι αυτόματοι ή μη συνειρμοί, που δημιουργούν ένα σύνολο που μπορεί κάποιες φορές να μην είναι απόλυτα ελεγχόμενο, αλλά δεν είναι έκφραση της «καθαρής» θείας φύσης μας (τουλάχιστον κατά την ταπεινή μου γνώμη). Μπορεί κάποιες φορές να επικαλείται τον Πλάτωνα, αλλά κατά βάθος το κάνει εξορθολογισμένα. Μπορεί να μιλάει για «μεταφυσικές επιλογές της θεματολογίας» (σ.19), δηλαδή για επιλογή μεταφυσικών θεμάτων, αυτό όμως δεν έχει σχέση με τη φύση της ποιήσεως, που είναι «ποίηση από τον άνθρωπο» και «για τον άνθρωπο».  

Αλλά είναι αδύνατον να παρακάμψουμε τον ιδεαλισμό του Βέη, όπως εκφράζεται από τη διαρκή αναζήτηση του ελλείμματος του όντος, στο βιβλίο αυτό αλλά και στην ποίηση του. Η παραπάνω παράγραφος είναι μια υπόθεση εργασίας.

Οι αναφορές του στην ιστορία (σσ.62-68) τονίζουν την υποκειμενικότητα και το επίπλαστο της αντιμετώπισής της, κάτι που μας θυμίζει τους σοφιστές, τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, στον οποίο και αναφέρεται (σσ.63-64). Η αναλογία της ποίησης και της ιστορίας έγκειται στο ότι «εξιστορούν» υποκειμενικά τα γεγονότα και έχουν βάση την πραγματικότητα, όπως λέει ο συγγραφέας. Εισερχόμαστε «με τα μάτια ανοιχτά στο όνειρο του παρελθόντος μας» (σ.68), όπως μας αναφέρει γλαφυρά.

Όσον αφορά τη σχέση φιλοσοφίας και ποιήσεως (σσ.69-74), διακρίνονται πολλές ομοιότητες στο αντικείμενό τους και στον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν να το προσεγγίσουν. Στοχεύουν στην ερμηνεία της πραγματικότητας με διαφορετικά μέσα από αυτά των επιστημών, όπως υποστηρίζει, χρησιμοποιώντας τη φαντασία (σ.72) και προσπαθώντας να εκλογικεύσουν το παράδοξο. Άλλωστε η αισθητική είναι κλάδος της φιλοσοφίας, οπότε η φιλοσοφία ασχολείται και με την τέχνη, ενώ αντίστοιχα οι φιλόσοφοι συχνά χρησιμοποιούν ποιητική γλώσσα για να εκφράσουν τις απόψεις τους (για παράδειγμα στο Τάδε έφη Ζαρατούστρας του Νίτσε). Αυτή η λογική συνάφεια αντιπροσωπεύει και τεχνικά αυτό το βιβλίο, αλλά παρουσιάζεται και σε ποιήματα του συγγραφέα.

Στα τελευταία δοκίμια κάνει πρακτική εφαρμογή των απόψεων του, κάνοντας κριτική θεώρηση στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, της Ελένης Βακαλό και της Μαρίας Κυρτζάκη. Εξετάζει έτσι την ιδιοτυπία τους στον τρόπο έκφρασης και το οραματικά τέλειο ιδανικό που εκκινεί το λόγο τους. 

Η Ρουκ προσπαθεί να προσπεράσει τις πληγές της, σωματικές και ψυχικές, ή Βακαλό ψάχνει πίσω από τα δεδομένα των αισθήσεων και «οι αλήθειές [της] είναι ψευδαισθήσεις των οποίων η απατηλή φύση ξεχάσθηκε […]» (σ.88), ενώ η Κυρτζάκη εξετάζεται περισσότερο ως προς τη χρήση του γλωσσικού εργαλείου, των μεταφορών και των τρόπων που εκφράζει τα όντα, σε μια προσέγγιση τεχνικής. Διαλέγει τα ποιήματα της Ρουκ (σσ.75-79) για να τα σχολιάσει, γιατί σε αυτά είναι εμφανής η κατανίκηση της φθοράς μέσα από την ενάργεια της ποιήσεως, της νοσταλγίας μιας τελειότητας που αδυνατεί να φτάσει. Διαφεύγει από τον πόνο της διαμέσου αυτών και για αυτό η ατέλεια και ο πόνος είναι πηγή τους. Το φαντασιακό έχει έντονη συμμετοχή στην κατάστασή της.

Αυτά έχουμε  να πούμε για την ποιητική λογική των δοκιμίων του Γιώργου Βέη, που με τον δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο μας βάζει μέσα σε πλατιά θάλασσα.