Top menu

Αποθέματα Ελληνικότητας: Σημείωμα για το μυθιστόρημα "Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου, στο υφαντό του ‘21"

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η μελέτη της ιστορίας απαιτεί έναν ιστορικό, έναν οικονομολόγο, έναν λαογράφο, επιστήμονες, ηθολόγους που μπορούν να τραγουδούν τις παρωχημένες γενιές, αναφέρεται στο πολύτιμο έργο του Βλαχογιάννη για τις πιο αδιόρατες σελίδες μιας εποχής που ανάγεται πλέον στα όρια του ρομαντικού σκιαγραφήματος. Χρειάζεται ακόμα τις λέξεις και τις παραδοχές που θα αναδείξουν το μέγεθος της τραγωδίας που συνοδεύει πάντα -και αναπόφευκτη παραμένει- το ζητούμενο των μεγάλων ιδεών και των σπουδαίων πράξεων.

Η επέτειος των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του νέου, ελληνικού κράτους συνιστά ένα γεγονός μείζονος σημασίας. Όχι για τις διακοσμήσεις και τις αυθαιρεσίες που στοχεύουν καθώς πάντα στην διαμόρφωση ενός εθνικού φρονήματος αλλά για το είδος της αλήθειας που κερδίζοντας την απόσταση και τον χρόνο καλείται να σβήσει τα ψευδεπίγραφα συνθήματα αφήνοντας χώρο στην ευθύνη. Με αυτήν την στόχευση έρχεται να συμπληρώσει τις ηθελημένα λευκές σελίδες της ελληνικής ιστορίας το Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου, διά χειρός του σημαντικού Κύπριου καθηγητή και μελετητή, Στέφανου Κωνσταντινίδη. Με την ματιά του προσηλωμένη στην μορφή του εμπνευσμένου πολιτικού που εκτελέστηκε για τις ιδέες του ο κύριος Κωνσταντινίδης επιστρέφει στα γεγονότα της Ύδρας μόνο και μόνο για να ανακαλύψει και πάλι αυτήν την φωνή της αθωότητας που επικαλέστηκε ο Σατωβριάνδος. Η ασχημάτιστη, ελληνική πολιτεία κηρύσσει τον υπέρ πάντων Αγώνα, καλούμενη να συνδυάσει τις μεγάλες αντιθέσεις του εαυτού και της εποχής της. Δίχως την στήριξη των μεγάλων δυνάμεων και σε μια εποχή που τα εθνικά κράτα αναζητούν σφαίρες επιρροής ο πεινών, ο γυμνητεύων, ο εις όρη και σπήλαια περιπλανώμενος βρίσκει το κουράγιο να γυρίσει τις σελίδες της ιστορίας που παραμένει σιωπηλή για τετρακόσια και βάλε χρόνια. Όχημα του εξαιρετικού μυθιστορήματος που δεν τσιγκουνεύεται την ιστορική αλήθεια η προσωπικότητα του Αντώνη Οικονόμου.Ένα γνήσιο παιδί του λαού που εκτελείται, σφραγίζοντας το όνειρο που θα μπορούσε να θεραπεύσει την παραμόρφωση της σημερινής εντύπωσης. Συγγενεύει με τον Μπολιβάρ, τον Ρήγα, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, από την δική του Μικρά Αγγλία σημαδεύει ανεξίτηλα την επανάσταση που έχει μάθει να κρύβει το αληθινό της πρόσωπο. Και όμως μες στις σελίδες του Γράμματος στον Αντώνη Οικονόμου φωτίζεται δειλά εκείνη η διαβατάρικη εικόνα των αγνών αγωνιστών που θέλησαν με το ψηφί, με το ριγλί και το μαργαριτάρι του Ζήσιμου Λορεντζάτου να ανασηκώσουν το ήθος ενός χαμένου κόσμου. Ο Αντώνης Οικονόμου και οι χιλιάδες των αγωνιστών που έπεσαν μες στους κήπους των μεγάλων ιδεών, δεν γύρεψαν να ανταλλάξουν το πρόσωπό τους με εκείνο του διαφωτισμού. Κατοίκησαν τις μικρές ώρες αυτού του τόπου, έζησαν ως την αιχμή της ύπαρξής τους αυτήν την ιστορία που ονομάστηκε Ελληνική Επανάσταση και στάθηκαν σημεία ασυμβίβαστα μες στον αιθέρα της Ύδρας, της Αίγινας, των Αθηνών.

Μια νύχτα αιώνων χρειάζεται αιώνες για να γυρίσει. Θέλει δουλειά πολύ για να γυρίσει ο τροχός τραγουδά ο ποιητής και η λαϊκή τέχνη, αλάνθαστη, μεγαλειώδης, αποδίδει μια αίσθηση μεταφυσική σε εκείνες τις μορφές που υψώθηκαν πάνω και πέρα από τις απαιτήσεις του καιρού τους. Έπειτα ήρθαν άλλοι καιροί, το μαγαζί της σύγχρονης Ελλάδος πήρε να δανείζεται ρυθμούς και εκδοχές, ο τιμητής της φόρεσε καινούρια ρούχα ευρωπαϊκά και όλα πήραν να μεταφράζονται με τους όρους του νέου ήθους. Χρειαζόταν ο Νίκος Εγγονόπουλος πριν από δεκαετίες, χρειάζονταν τα τραγούδια και η συγκίνηση και το φως που διαφορίζεται σε μάρμαρα και αλώνια για να χτυπήσει και πάλι, αμείωτος ο παλμός μιας εποχής. Ο Αντώνης Οικονόμου που διασώθηκε χάρη στην μνήμη του λαού και τα ανεπίδοτα γράμματα της Μαρίας Κουντουριώτη ανήκει πια στους στίχους των Ερωτόκριτων, των μεγάλων ποιημάτων που δεν βρίσκουν ποτέ την φραγή και διαπερνούν πύρινα τα αδιέξοδα. Αυτός ο τόπος που γεννά μορφές σαν τον Οικονόμου και σαν τον Φεραίο, σαν την Μπουμπουλίνα και σαν τον Ηράκλειτο δεν ανήκει στον Ανδριανό μα μήτε στον Θησέα. Είναι γέννημα θρέμμα των απλών ανθρώπων, εκείνων που κατά τον φωτισμένο κοτζαμπάση Σωτήρη Χαραλάμπη, δεν ξέρουν να κρατήσουν πιρούνι και τρώνε ακόμη με τα χέρια τους. Εκείνων που σήμερα συνθέτουν το περίφημο, αόρατο χέρι της ιστορίας καθώς ξεφυλλίζει το όνειρο ενός ολόκληρου λαού. Τέτοια πρόσωπα, μορφές σαν αυτές που ανασύρονται από την μνήμη μες στις αφοπλιστικές σελίδες του Γράμματος των εκδόσεων Βακχικόν, συνιστούν ψυχές σαν φλόγες, τα χείλη τους είναι σαν δροσισμένα, στον λαιμό τους έχουν ρόδα κρεμασμένα. Μα είναι κάτι περισσότερο από όσα καταθέτει ο Ανδρέας Κάλβος, είναι μια αντίδραση απέναντι στην ευρωπαϊκή μοναρχία που ασκείται επί της τέφρας του ελληνικού αγώνος. Ένας τέτοιος αγώνας, σαν την υπόμνηση που περιλαμβάνεται στις σελίδες του βιβλίου του κυρίου Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν είναι κάλπικος και δίχως αντίκρισμα. Την ώρα που ο λαός ελίγνευε και πτώχαινε, το πάθος του Αντώνη Οικονόμου με τον οποίο ο Σ. Κωνσταντινίδης όλο ευφυία συνδιαλέγεται πυκνώνει στους κόλπους του ένα πάθος υψηλής ποιότητας, που υπερβαίνει κάθε ειλικρίνεια. Δουλεμένο πάνω στο υφαντό του αλησμόνητου ΄ 21 το ιστορικό μυθιστόρημα του έγκριτου καθηγητή και δημοσιογράφου Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν ρίχνει λίγο χώμα πάνω στην ανάμνηση αλλά αποκαλύπτει αντιθέτως, τους όρους κάτω από τους οποίους βρήκε τον βηματισμό της η πολύπαθη, ελληνική επανάσταση. Την ώρα που η ρήση του Σεφέρη κινδυνεύει να αποδειχτεί πέρα για πέρα αληθινή, την στιγμή που ένα ολόκληρο έθνος κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε φυτό, οι μαρτυρίες για τα πρόσωπα που δίχως κέρδος δόθηκαν σε αυτήν την υπόθεση της συλλογικής συνείδησης  επιτελούν κάτι πολύ σπουδαιότερο από την συγκίνηση της τέχνης. Πλάι στις Εργαστίνες της Ζωοφόρου του Παρθενώνος, πλάι στον Αισχύλο που  σμιλεύει το ίδιο του το μνήμα ο Αντώνης Οικονόμου διεκδικεί λίγο από τον ρεμβασμό μας. Έχοντας ξοδέψει τα νιάτα του πάνω στον σταυρό του ελληνικού ζητήματος ο Οικονόμου του κ. Κωνσταντινίδη θυμίζει τον λαμπερό υδράργυρο που γλιστρά από τα χέρια της σύγχρονης, νεοελληνικής μας εποποιίας. Δίχως χρυσάφι και δόξα, ο ήρωας των εκδόσεων Βακχικόν που έρχεται να μιλήσει με ειλικρίνεια πρωτόγνωρη για την εποχή του, δεν παρέχει μέσα εκλέπτυνσης, μήτε ομορφαίνει την ιστορία του με στοιχεία φτηνών ρομάντζων. Η μοίρα των ηρώων είναι άλλωστε σκληρή μα θα έρθει ο καιρός που η ευαισθησία ενός λαού θα ακουμπήσει και πάλι στα ιερά και τα όσια. Ο Αντώνης Οικονόμου προσωποποιεί δίχως αμφιβολία και περιττές διακοσμήσεις την ανάγκη η ελληνική ψυχή να βρει τις βαθύτερες ανάγκες της, όσες δεν έπνιξε ο ιερέας, όσες δεν τριγυρνούν ψευδεπίγραφες μες στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Το αποτύπωμά του πάνω στις πέτρες, συνιστά σήμερα μια ταυτότητα, ένα είδος ακαταμάχητης αλήθειας που δίνει νόημα και αξία στο ένστικτο της επιβίωσης.Πέρα και πάνω από κάθε τι, δίνει πνοή και νόημα σε έναν άνισο αγώνα.

Το νυσταλέο, ελληνικό πνεύμα του καιρού μας θυμίζει τα αγάλματα των κολοσσών που ξαπλώνουν σε μια στήλη επιτύμβια, που δίχως σπονδές και θυσιαστήρια πώς μαραίνονται. Θυμίζει την Αριάδνη που χαμένη μες στα δημοτικά τραγούδια και την αισθητική του φολκλόρ κλαίει δίχως τον μίτο της, δίχως τα παιδικά της παιχνίδια. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη που φθάνει από τις εκδόσεις Βακχικόν και θέτει τις βάσεις για μια άλλη συζήτηση πάνω στο ζήτημα του Αγώνα και την διόλου ευθύγραμμη πορεία του , δεν γεννιέται κάτω από τις προσταγές της ολοκαίνουριας Ελλάδας και του θεού της. Την ώρα που οι έμποροι ξεπουλάνε τα τελευταία είδωλα αυτού εδώ του τόπου μορφές όπως ο Αντώνης Οικονόμου αρθρώνουν λόγια λησμονημένα, τρυφερές μπαλάντες κρυμμένες ανάμεσα στα κορφοβούνια και την αιωνιότητα. Αυτά τα δυο όρισαν για πάντα το αλωνάκι αυτό.

Τούτο το σημείωμα που πάσχισε να πει δυο λόγια για μια υπόθεση εξόχως μεγαλύτερη από το ίδιο, κλείνει με το πιο κάτω παράθεμα, αντλημένο από τις σελίδες του Γράμματος. Ο συγγραφέας, Στέφανος Κωνσταντινίδης γράφει και αυτούσια τούτο το σημείωμα τα λόγια του μεταφέρει.  Ο μυθιστοριογράφος πειραματίζεται. Υπάρχει ένα άθροισμα οραμάτων που βλέπουμε από διαφορετικές γωνίες. Και μέσα από αυτές τις διαφορετικές γωνίες συναντούμε στα ίδια οράματα της ζωής τον Αντώνη Οικονόμου και τον Λεονάρδο Κοέν να περιφέρονται τα βράδια στα δρομάκια της Ύδρας και να διαλέγονται, για την Ύδρα, την Επανάσταση, τον Κόσμο.

Πλάι στο παράδοξο εγκώμιο των διακοσίων ετών που στεφανώνεται από καλαίσθητα κοντογούνια και παραδοσιακά ζωνάρια και φωτισμένες προσόψεις, υπάρχουν πάντα τα μυστικά συγγράμματα, τα ελάχιστα φωτισμένα, που διέσωσαν την Ελλάδα του ΄21 και όσα από εκείνη σήμερα, τραβιούνται, σπανίζουν, λαθροζούν αδικαίωτα. Το βιβλίο του κυρίου Στέφανου Κωνσταντινίδη υπενθυμίζει την μεταφυσική σχεδόν πεποίθηση ενός ολόκληρου κόσμου. Φθαρμένη σήμερα, κάτι σαν την ρωμαϊκή παλιατσαρία του Μπρεντάνο, στέκει μόνο ως υπενθύμιση για το παραστράτημά μας, επάνω στην ειλικρινή καταγραφή των γεγονότων του Αγώνα και τις μορφές που σήμερα τον δικαιώνουν κερδίζοντας στα σημεία την αφάνεια και όσα τους επιφύλασσε ο άκριτος, εγχώριος φιλοευρωπαϊσμός μας.