Top menu

Στο μεταίχμιο αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας

 

Γράφει ο Γεώργιος Σχορετσανίτης 

Ετούτο το βιβλίο του Χανς Φάλαντα (1893-1947) που έρχεται στη δημοσιότητα από τις εκδόσεις Κοβάλτιο (2020), ίσως διαφέρει από τα άλλα που έχουν εκδοθεί στη χώρα μας για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι ογκώδες και πολυσέλιδο μυθιστόρημα, όπως τα περισσότερα έργα του, αλλά μικρές, σύντομες  ιστορίες. Οι κύριοι χαρακτήρες και πρωταγωνιστές των ιστοριών του, είναι άνθρωποι άνεργοι ως επί το πλείστον, φτωχοί, εγκαταλελειμμένοι από φίλους και γνωστούς και βυθισμένοι στο αλκοόλ και τη μορφίνη, κυρίως, μπαινοβγαίνοντας σε φυλακές, ιδρύματα αποτοξίνωσης, σωματικά και ψυχικά ράκη που προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν μέσα σε έναν κόσμο που στην ουσία τους έχει γυρίσει την πλάτη. Το πρώτο διήγημα, που επιγράφεται «Λόγος υπέρ των τέρψεων της μορφίνης», φέρνει τον ανυποψίαστο αναγνώστη ενώπιον των ενεργειών της μορφίνης και των παρενεργειών από τη στέρησή της στα εξαρτημένα από αυτή άτομα. Πιθανότατα, έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Φάλαντα, αλλά δεν γνωρίζουμε το ακριβές ποσοστό ή εκείνο της μυθοπλασίας, γνωστού όντος ότι και ο συγγραφέας του υπήρξε και μορφινομανής, μεταξύ των άλλων.  Όπως και να ’χει, όμως, η περιγραφή είναι παραστατικότατη σκιαγραφώντας σε πρώτο πρόσωπο τον ήρωα να περιδιαβαίνει τους δρόμους και τα φαρμακεία του Βερολίνου μ’ ένα φίλο του εις ανεύρεση της πολύτιμης και απαραίτητης μορφίνης, με αντικειμενικό και απώτερο σκοπό τη φυγή από την περιρρέουσα σκληρή καθημερινότητα της εποχής. Το γνωστό, στην ιατρική κοινότητα, σύνδρομο στέρησης περιγράφεται με ξεχωριστή παραστατικότητα, καθώς και οι αέναες προσπάθειες του πρωταγωνιστή, που πλημμυρίζεται σωρηδόν από πολυποίκιλες σκέψεις για την αξία και την πορεία της ζωής του.  «… Γέρνω πίσω, κλείνω τα μάτια μου και  φαντάζομαι το υπέροχο άγγιγμα της βελόνας. Σε λίγα μόνο λεπτά, σε λίγα μόνο λεπτούλια, σ’ ένα αμελητέο χρονικό διάστημα, ένα βαθύ, θριαμβικό αίσθημα ειρήνης θα κατακλύζει τα άκρα μου, η ζωή θα είναι ωραία ξανά, κι εγώ θ’ αφήνομαι σε όνειρα με παλάτια και κορίτσια. Τα πιο όμορφα κορίτσια του κόσμου, και θα ’ναι όλα τους δικά μου, αρκεί να τους σκάσω ένα χαμόγελο… Η μορφίνη πραγματοποιεί κάθε μου επιθυμία, αρκεί να κλείσω τα μάτια μου κι ο κόσμος όλος γίνεται δικός μου».

Στην επόμενη ιστοριούλα, «Αναζητώντας τον πατέρα μου», γινόμαστε μάρτυρες  της περίεργης  ιστορίας ενός μικρού ο οποίος κατηγορείται για μια κλοπή ενός ποδηλάτου και της προσπάθειάς του να απολογηθεί και να δικαιολογηθεί για ότι έγινε. Στην απολογία του ενώπιον του δικαστή, ξεδιπλώνει την ιστορία του πατέρα και της μητέρας του και της σχέσης τους, με περισσή ειρωνεία, χιούμορ και αγαθή πρόθεση, ενώ δεν παραλείπει να μας περιγράψει πολλές εκφάνσεις του δικού του βίου. Στις τρεις «Ιστορίες του υποκόσμου», με τίτλους «Ο φίλος μου ο κλεφτάκος», «Επίσκεψη στον Μαξάκο τον Δονζουάν» και «Αγαπητή Λότε Τσίλες», αποτυπώνεται με απλά λόγια η κατάντια των φτωχών και κατατρεγμένων πολιτών της γερμανικής κοινωνίας, οι οποίοι επιδίδονται σε συνεχείς μικροκλοπές και παρεμφερείς παραβάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση κάποιων πρόσκαιρων καθημερινών αναγκών τους στις οποίες κατά κύριο λόγο περιλαμβάνονται τα τσιγάρα, το αλκοόλ κλπ, θέματα αρκούντως γνωστά στα διάφορα κείμενα του συγγραφέα.  

Στη μεγαλύτερη ιστορία της συλλογής, τα «Τρία χρόνια απ’ τη ζωή μου», ο Χανς Φάλαντα αναφέρεται στον εαυτό του, και κυρίως την δεινή  εξάρτησή του από το αλκοόλ, τη μορφίνη και την κοκαΐνη. «…Μετράω εφτά χρόνια εθισμένος - ένας κύκλος εθισμού απ’ τη μορφίνη την κόκα, απ’ την κόκα στον αιθέρα, απ’ τον αιθέρα στο αλκοόλ και πάει λέγοντας…», γράφει. Και συνεχίζει, «Σανατόρια, τρελάδικα, ελευθερία, εθισμός και πάει λέγοντας». Εδώ, προσπαθεί να εξωθήσει τους αστυνομικούς και το δικαστικό σώμα της χώρας του, ώστε να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν σε φυλακές, με αντικειμενικό και απώτερο σκοπό την διαδικασία αποτοξίνωσής του σε ειδικά ιδρύματα. Έτσι, επιδίδεται σε ψεύτικες ομολογίες ότι έχει καταχραστεί χρήματα και παραδίνεται στις κατάλληλες αρχές για τα περαιτέρω! Στις διάφορες φυλακίσεις του, περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις που γνωρίζουν σχεδόν αποκλειστικά μόνον οι φυλακισμένοι, όπως για παράδειγμα τις χαρακτηριστικές αναφορές του στους κοριούς που αφθονούν σε όλα τα σωφρονιστικά ιδρύματα και την αντιμετώπισή τους από τους μόνιμους ή προσωρινούς τους τρόφιμους. Η καθημερινότητα των φυλακισμένων, οι συνθήκες κράτησής τους, αναλύονται με απλότητα, αλλά δεν παύουν επ’ ουδενί να εμφανίζονται κάποιες σκληρές αλήθειες, όπως σε εκείνη την παράγραφο: «Μέσα σ’ όλες της τις φρικαλεότητες, η φυλακή κάνει και τούτο, στο τέλος καθιστά τους ανθρώπους, ακόμα κι εκείνους που εξακολουθούν να λαχταρούν μιαν άλλη ζωή, ανίκανους να ζήσουν διαφορετικά, επειδή είναι πλέον ψυχικά άρρωστοι… Ο άνθρωπος ο οποίος εισέρχεται στη φυλακή για πρώτη φορά είναι σαν ένας Ροβινσώνας, παρασυρμένος από την καταιγίδα σε κάποιο ερημονήσι. Καμία από τις ικανότητες που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια του βίου του  δεν θα τον βοηθήσουν εδώ - πιο πιθανό είναι να τον επιβαρύνουν κιόλας…». Και τελειώνει τον συλλογισμό του γράφοντας,  «Αν θέλει να τα βγάλει πέρα, πρέπει να ξεχάσει ό,τι ξέρει και να μάθει ό,τι έμαθε κι ο Ροβινσώνας». Αναφέρεται στις διάφορες κατηγορίες των κρατούμενων, και κυρίως στους καινούργιους, τους νεοφερμένους, οι οποίοι συν τοις άλλοις, βρίσκονται και «…στο έλεος των φρουρών, αυτών των κακοπληρωμένων, σαλταρισμένων, υστερικών ανθρώπων που αρέσκονται να εκτονώσουν τον θυμό τους σε ανυπεράσπιστα θύματα…». Συμπερασματικά σε τούτη την ιστορία, κάπου μας  ομολογεί πως δεν είχε ανάγκη το αλκοόλ, αλλά περισσότερο μια μακροχρόνια φυλάκιση, η οποία θα τον κρατούσε μακρυά από αυτή την εξάρτηση.

Η μικρότερη ιστορία του βιβλίου με τίτλο «Ο φυλακισμένος ονειρεύεται τη φυλακή του», παριστά μάλλον μικρό παράρτημα της προηγούμενης, με κύριο αντικείμενο την ψυχολογία και την άποψη των μικροαπατεώνων  για τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Στην τελευταία ιστορία, «Πιάνω δουλειά», ο αφηγητής εξιστορεί την προσπάθειά του να βρει κάποια εργασία, και τελικά προσλαμβάνεται ως διαφημιστής και πωλητής μιας εφημερίδας, με βασική αποστολή την συλλογή των συνδρομών. Περιγράφει την περιπλάνησή του σε διάφορα σπίτια και εταιρείες, την αισιοδοξία αλλά και απογοήτευσή του, και κυρίως τη ζοφερή πραγματικότητα της χώρας του την εποχή εκείνη.

Οι «Ιστορίες του υποκόσμου», ενέχουν πολλαπλά αυτοβιογραφικά ψήγματα του Χανς Φάλαντα κατά την οργιαστική, εγκυμονούσα  και πολλά υποσχόμενη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σε αυτήν άλλωστε διαδραματίζονται τα περισσότερα διηγήματα της παρούσας συλλογής και ειδικά μεταξύ των ετών 1925 και 1933, ενώ μόνο το διήγημα «Αναζητώντας τον πατέρα μου», τοποθετείται χρονικά στα 1944. Η κατάσταση στη Γερμανία στις προαναφερόμενες χρονικές περιόδους είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη. Ανεργία, πείνα, φτώχεια, ανεκδιήγητη εξαθλίωση, διάχυτη απελπισία την κοινωνία, διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις τεταμένες ή και ανύπαρκτες, πορνεία, πολλαπλοί εθισμοί στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και καθημερινός αγώνας όλων για επιβίωση ή εξοικονόμηση της απαραίτητης δόσης μορφίνης ή οποιασδήποτε άλλης ουσίας, χωρίς να διαφαίνεται χαραμάδα αισιοδοξίας ή βοήθειας απ’ το κράτος ή από  κάπου αλλού. Παντού, σε όλα τα διηγήματα οι πρωταγωνιστές φλερτάρουν με τη ζωή και το θάνατο, πολλοί επιχειρούν να αυτοκαταστραφούν, άλλοι αναφέροντας στις αρμόδιες αρχές παραβατικές συμπεριφορές με την αμυδρή ελπίδα αλλαγής τρόπου ζωής ή έστω μιας προσπάθειας για προσωρινής προσωπικής ανάκαμψης, έρμαια μιας άγριας και μελαγχολικής κοινωνίας.  Στις «Ιστορίες του υποκόσμου», το χαρακτηριστικό στοιχείο είναι δεν αχνοφαίνεται αισιόδοξη πορεία της όποιας υπόθεσης, έτσι παρουσιάζονται και έτσι θα συνεχίσουν να είναι και μετά το πέρας της ιστορίας, ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις ενδιαμέσως, φτωχοί, εξουθενωμένοι ψυχικά καισωματικά άρρωστοι, μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές, βουτηγμένοι στην παρανομία, στιγματισμένοι,  εθισμένοι και παρατημένοι απ’ τη ζωή, και παλεύοντας με θεμιτά και αθέμιτα μέσα απλώς για επιβίωση και ικανοποίηση των ημερήσιων αναγκών τους από τον χρόνιο εθισμό, πλημμυρισμένοι από την ανυπαρξία οποιουδήποτε οράματος, που από πολλές απόψεις παραπέμπει σε εκείνη την ‘χαμένη γενιά’ που εκκολάφτηκε και δρομολογήθηκε  κάποιες άλλες εποχές και σε άλλα χώματα και έμεινε πλέον στην ιστορία από την Γερτρούδη Στάιν. Η εποχή τούς σημάδεψε άγρια το παρόν τους, φυσικά το μέλλον τους και οριστικά και ανεξίτηλα το παρελθόν  τους. Ένας από αυτούς ήταν αναμφίβολα και ο Χανς Φάλαντα, ο οποίος πορεύτηκε έτσι μέχρι το τέλος της ζωής του η οποία χαρακτηρίστηκε από πολυποίκιλες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Ο Χανς Φάλαντα βίωσε πολλαπλά και δραματικά γεγονότα τόσο στη προσωπική, όσο  και την οικογενειακή του ζωή. Υπήρξε μια διαλυμένη προσωπικότητα, μέσα σε μια ακόμα περισσότερο διαλυμένη κοινωνία και χώρα, την οποία όμως δεν θα εγκαταλείψει ποτέ.  Οι ιστορίες ετούτης της συλλογής δεν έχουν την μεγαλοπρέπεια των γνωστών μεγάλων μυθιστορημάτων του συγγραφέα, αλλά δίνουν εν συντομία χαρακτηριστικές σκηνές της ζωής στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται και κυρίως τις λύσεις ανάγκης των πρωταγωνιστών τους. Τελειώνοντας, δεν θα έπρεπε να λησμονήσουμε να τονίσουμε το εξαιρετικό, εμπεριστατωμένο και ουσιώδες επίμετρο της μεταφράστριας Αγγελικής Κορρέ, για την γραφή-ντοκυμαντέρ του Χανς Φάλαντα.