Top menu

Μιλάμε με τον Σλοβένο συγγραφέα Έβαλντ Φλίσαρ για την "Αμαρτία"

 

Ο Σλοβένος συγγραφέας Έβαλντ Φλίσαρ, λίγους μήνες μετά το Μακάρι να είχα χρόνο, παραδίδει στο ελληνικό κοινό ακόμα ένα μυθιστόρημα που κυκλοφορεί, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαμανώλη, από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Η Αμαρτία είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε και έχει μακρά ιστορία. Μας την διηγείται ο ίδιος στην συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Πρώτη Δημοσίευση: Literature

 

Λίγο μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματός σας «Μακάρι να είχα χρόνο», οι Έλληνες αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν και το βιβλίο σας «Αμαρτία». Θα μοιραστείτε μαζί μας λίγα λόγια για το ταξίδι της δημιουργίας του;

Το ταξίδι της δημιουργίας της «Αμαρτίας» είναι πολύ μεγάλο. Ξεκίνησε το 1966, όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή στη Λιουμπλιάνα και είχα ήδη εκδώσει τη μοναδική μου ποιητική συλλογή, την Symphonia poetica (Ποιητική συμφωνία). Όλοι, συμπεριλαμβανομένων των καθηγητών μου, περίμεναν να εξελιχθώ σε μεγάλο ποιητή. Απογοητεύτηκαν όλοι. Γιατί; Επειδή ο εκδότης της ποιητικής μου συλλογής, γνωρίζοντας για την πενιχρή υποτροφία μου, μου έδωσε να μεταφράσω ένα βιβλίο 900 σελίδων, το «Die Baumeister der Welt» του Στέφαν Τσβάιχ, μια συλλογή από θαυμάσιες βιογραφίες των Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Στένταλ, Νίτσε, Καζανόβα, Χάινριχ φον Κλάιστ και άλλους μεγάλους. Η εξαιρετική, πρωτότυπη και κομψή πεζογραφία του Τσβάιχ μου έκανε τέτοια εντύπωση που αποφάσισα να εγκαταλείψω την ποίηση και να αφιερώσω τη ζωή μου στη συγγραφή πεζών. Η «Αμαρτία» ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα, εκδόθηκε με τον τίτλο «A swarm of dust» (Ένα σμάρι σκόνης), αλλά αυτή η έκδοση δεν ήταν αυτή που δημοσίευσα 50 χρόνια αργότερα ως «Αμαρτία». Έχοντας πίσω μου μισό αιώνα συγγραφικής εμπειρίας, το πρώτο μου μυθιστόρημα, αν και εγκωμιάστηκε όταν δημοσιεύτηκε, ξαφνικά μου φάνηκε ανεπαρκές, πολύ μεγάλο, επαναλαμβανόμενο, με πάρα πολλά δευτερεύοντα στοιχεία, έτσι αποφάσισα να το ξαναγράψω και το έκανα με τη βοήθεια του δράματος «The Chestnut Crown» (σσ. θεατρικό έργο του ίδιου του συγγραφέα), το οποίο είχα βασίσει χαλαρά στην πρώτη εκδοχή του 1970, και το οποίο, απροσδόκητα, έγινε μεγάλη επιτυχία, αν και μετά την έβδομη παράσταση το Εθνικό Θέατρο αναγκάστηκε να το αφαιρέσει από το ρεπερτόριό του λόγω της αγανάκτησης «αξιοπρεπών πολιτών», που ισχυρίζονταν ότι η αιμομιξία δεν είχε θέση στη σκηνή του θεάτρου. Ωστόσο, στην «Αμαρτία», που δημοσιεύτηκε σε αγγλική μετάφραση με τον πρωτότυπο τίτλο, «A swarm of dust», η αιμομιξία παρέμεινε ως ο πυρήνας της ιστορίας.

Ποιανού αμαρτία βρίσκεται στον τίτλο και ποιος είναι ο πυρήνας της ιστορίας;

Βάσισα το μυθιστόρημα στις ζωές των Ρομά που ζούσαν σε μικροσκοπικoύς οικισμούς, μισο – κρυμμένους από τον κόσμο, στη γειτονιά του χωριού στη βορειοανατολική Σλοβενία (Gerlinci, στα αυστριακά σύνορα), όπου μεγάλωσα και σε κάποιο βαθμό γνώρισα τον τρόπο ζωής των Τσιγγάνων που ζούσαν στα χωριά (το όνομα Ρομά δεν τέθηκε σε χρήση παρά μόνο 40 χρόνια αργότερα). Η «αμαρτία» ήταν η αιμομικτική σχέση μεταξύ μιας τσιγγάνας μητέρας και του γιου της, ο οποίος, λόγω των προσόντων του, τελείωσε αργότερα το πανεπιστήμιο. Ωστόσο, επειδή η μητέρα του ήταν κάτι παραπάνω από μητέρα, η εμπειρία του από τον έξω κόσμο δεν ήταν φυσιολογική και η συμπεριφορά του έφερε προβλήματα που δεν μπορούσε να λύσει ούτε με τη βοήθεια μιας φίλης φοιτήτριας Ψυχολογίας, μιας κοπέλας που προσπάθησε πολύ να τον απελευθερώσει από την ψυχική του φυλακή: από την ψυχολογική δουλεία στη μητέρα του, στη σχέση τους, στο χωριό του, στην πεποίθησή του ότι η μητέρα του ανήκει μόνο σε αυτόν και σε κανέναν άλλον άντρα. Αυτό τελικά οδηγεί σε παρερμηνευμένα γεγονότα και τον μετατρέπει σε μια τραγική φιγούρα που βρίσκει την αληθινή ελευθερία μόνο σε μια πραγματική φυλακή στην οποία τον στέλνουν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.

Ένας άνθρωπος σε διαρκή αντιπαράθεση με τον κόσμο. Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και πώς δουλέψατε για τη δημιουργία του κεντρικού χαρακτήρα;

Δεν είναι μόνο ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος που βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον κόσμο: εγώ ο ίδιος, ως συγγραφέας, αναγκάστηκα στα είκοσί μου να έρθω σε επαφή με τον έξω, πιο περίπλοκο κόσμο. Το αγόρι Ρομά στο μυθιστόρημα αντιμετωπίζει πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, αν και χωρίς αιμομιξία (είχα φυσιολογική σχέση με τη μητέρα μου). Η επιθυμία μου να επιστρέψω στην παιδική ηλικία δεν με άφησε ποτέ και είναι ζωντανή ακόμα και τώρα, που μπορώ να την αντιμετωπίσω ορθολογικά. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν χαρούμενα και απλά και η πραγματικότητα που συνάντησα καθώς απομακρυνόμουν στον άγνωστο κόσμο ήταν πολύ συχνά πηγή πόνου και σύγχυσης. Όχι μόνο για μένα, φυσικά, αλλά προσπαθούσα, και προσπαθώ ακόμα, να «ξεφύγω από τη φυλακή» γράφοντας γι’ αυτήν. Είμαι ευγνώμων που μπορώ να το κάνω. Δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτό το δώρο.

Σε μια προηγούμενη συνέντευξη είπατε: «Το να δημιουργείς ιστορίες με τις οποίες μπορούν να ταυτιστούν άλλοι άνθρωποι είναι μια μορφή μαγείας». Πώς και πότε ξέρετε ότι μια ιστορία που σκεφτήκατε είναι μαγική; Όταν συλλαμβάνεται την ιδέα, όταν την ξεδιπλώνετε στο χαρτί, όταν την ολοκληρώνετε;

Λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλο όλη την ώρα. Ακόμη και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων είναι ιστορίες κατά κάποιον τρόπο. Ή οι αναρτήσεις μας, σύντομες ή εκτενέστερες, στο Facebook, το Instagram και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το να καθόμαστε μισομεθυσμένοι ή τελείως μεθυσμένοι, ανάμεσα σε φίλους σε μια παμπ ή ένα εστιατόριο και να τους κάνουμε να βαριούνται περιγράφοντας τι μας συνέβη ή τι πιστεύουμε ότι συμβαίνει στον κόσμο, δεν είναι τίποτα άλλο από το να λέμε ιστορίες. Αλλά σε αυτές τις ιστορίες, σε αυτές τις ανταλλαγές πληροφοριών και απόψεων, δεν υπάρχει μαγεία. Η μαγεία εμφανίζεται όταν παίρνουμε ένα βιβλίο και διαβάζουμε μια ιστορία με την οποία μπορούμε να συνδεθούμε. Μια ιστορία που θα μπορούσε να αφορά εμάς, τις ζωές μας, τα πεπρωμένα που η μοίρα μας βοήθησε να αποφύγουμε. Αυτή είναι η μόνη αληθινή μαγεία των καλών ιστοριών, των καλών μυθιστορημάτων: μας συνδέουν με τα κομμάτια μας που είναι κρυμμένα από εμάς, που δεν είμαστε ενήμεροι γι’ αυτά μέσα στην καθημερινότητά μας.

Κάθε συγγραφέας θέλει φυσικά να τον διαβάζουν και να τον αγαπούν οι αναγνώστες. Αλλά αν κάποιος σας ρωτήσει: Γιατί γράφετε; Τι σημαίνει για εσάς η ίδια η γραφή;

Νομίζω ότι μπορεί να έχω απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση ήδη λίγο νωρίτερα, ή στις περισσότερες από τις εκατοντάδες συνεντεύξεις που έχω δώσει σε 50 γλώσσες στις οποίες έχουν μεταφραστεί μέχρι στιγμής τα έργα μου. Αλλά επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να την απαντήσω ξανά (γιατί, για να είμαι ειλικρινής, κάθε απάντηση είναι λίγο διαφορετική). Γιατί γράφω; Έχω κάνει άλλα πράγματα: οδήγησα μετρό στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, επιμελήθηκα (μεταξύ άλλων) μια επιστημονική εγκυκλοπαίδεια στο Λονδίνο, επιμελήθηκα ένα λογοτεχνικό περιοδικό, δεν έχω γράψει μόνο αλλά και σκηνοθετήσει θεατρικά έργα, έχω πλύνει πιάτα (μου αρέσει να πλένω πιάτα γιατί βάζει σε τάξη τις σκέψεις μου), έχω κάνει πολλά άλλα πράγματα και μπορούσα να επιβιώσω κάνοντας σχεδόν τα πάντα (μπορώ να φτιάξω παντελόνια, μπορώ να φτιάξω έπιπλα, ο πατέρας μου ήταν ράφτης, ο παππούς μου κατασκευαστής επίπλων). Γιατί λοιπόν γράφω, ειδικά τώρα που η ανάγνωση ποιοτικών βιβλίων γίνεται σπάνια; Γράφω για να μάθω ποιος είμαι. Και τι είδους άνθρωπος είμαι. Γράφω για να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Και να βοηθήσω τους άλλους (τους αναγνώστες μου) να ανακαλύψουν τον εαυτό τους.