Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: "Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα" | Γιώργος Μολέσκης

 

Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα

 

Όλο το βράδυ έβλεπε στον ύπνο του μαύρα σταφύλια.

Ήταν απλωμένα παντού, στοιβαγμένα σε τεράστιους σωρούς. Σε όποια κατεύθυνση κι αν στρεφόταν, έβρισκε μπροστά του τα σταφύλια, ώριμα, με ρώγες ασυνήθιστα αδρές και κατάμαυρες. Ήταν απειλητικά, σαν φίδια που ήθελαν να τον καταπιούν, σαν ένας βάλτος ή μια θάλασσα που ήθελαν να τον πνίξουν. Όλο το βράδυ πολεμούσε μαζί τους. Ξύπνησε ταραγμένος και λουσμένος στον ιδρώτα. Ήταν Σεπτέμβριος, όμως έκανε ακόμη ζέστη και υγρασία. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν αποπνικτική. Κοιμόντουσαν και με τα παράθυρα κλειστά, από φόβο μήπως κρυώσει το νεογέννητο παιδί τους.

Σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά, βγήκε και προχώρησε στο διπλανό δωμάτιο, που ήταν κάτι σαν κουζίνα και πλυσταριό μαζί. Πλύθηκε, έβαλε σ’ ένα καλάθι ψωμί και λίγες ελιές, γέμισε μια πήλινη στάμνα με νερό, τα πήρε και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Έλυσε το μουλάρι, το έζεψε στο αμάξι, έριξε μέσα μερικά κοφίνια, άνοιξε την πόρτα της αυλής και βγήκε στον δρόμο. Το χωριό μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά και οι πρώτοι πρωινοί γεωργοί και βοσκοί ξεκινούσαν για τις δουλειές τους.

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και φωτεινή, ωστόσο μια ασυνήθιστη κουφόβραση και υγρασία αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Αυτό του φάνηκε παράξενο για την εποχή, δεν έδωσε όμως σημασία. Τη σκέψη του βασάνιζε το δράμα που ζούσε εκείνη την περίοδο η οικογένειά του και που αφορούσε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η γυναίκα του. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την ημέρα που γέννησε το παιδί τους, το πρώτο τους παιδί, και δεν φαινόταν να συνέρχεται. Κάτι μέσα της τη βασάνιζε, χωρίς να μπορεί να πει τι ήταν. Μέρα με τη μέρα βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά σε μια ανεξήγητη μελαγχολία. Κάποιες έμπειρες γυναίκες του χωριού είπαν πως ήταν επιλόχεια κατάθλιψη και πως θα τελείωνε σύντομα. Πότε όμως; Περνούσε μέρες ολόκληρες σιωπηλή, χαμένη μέσα στις σκέψεις της. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού και φρόντιζε το μωρό, όμως αδιάφορα και χωρίς χαρά. Ίσως να έφταιγε και το γεγονός πως δεν είχε κανέναν συγγενή κοντά της, ούτε μάνα ούτε αδελφή, μόνο αυτόν. Η ευθύνη του ήταν βαριά. Το δράμα που περνούσαν τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ μεγάλο. Η σχέση τους είχε διαταραχθεί. Κάποτε έχανε και ο ίδιος την υπομονή του και της μιλούσε άσχημα. Πώς είχαν καταντήσει έτσι, ύστερα από τόσο πάθος, που τους έκανε να μην λογαριάζουν τίποτα μπροστά στον έρωτά τους!

Εκείνη καταγόταν από ένα διπλανό χωριό. Τα κτήματα και τα περιβόλια τους γειτόνευαν. Συναντιόντουσαν εκεί από παιδιά, κυρίως τα καλοκαίρια που δεν πήγαιναν σχολείο. Ακολουθούσαν και οι δύο τους γονείς τους και τους βοηθούσαν στις δουλειές. Μεγάλωσαν κι αγαπήθηκαν. Ο πατέρας της αντιδρούσε και δεν δεχόταν με τίποτα τη σχέση τους – μια τόσο γνωστή ιστορία. Ένα Σάββατο απόγευμα την έκλεψε και την πήρε στο σπίτι του στο χωριό. Θυμάται πως καθόταν στη γωνιά του σπιτιού ανάμεσα στους γονείς του, τρέμοντας από τον φόβο της. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω στον δρόμο. Ένας γείτονας μπήκε μέσα τρομαγμένος, λέγοντας πως ο πατέρας της με τον αδελφό της είχαν έρθει να την πάρουν και πως κρατούσαν όπλα. Τότε ο ίδιος, ο πατέρας του κι ένας θείος του βγήκαν έξω κι έτρεξαν να τους κυνηγήσουν. Τους είδαν να φεύγουν μέσα στο σούρουπο, προς τη μεριά του χωριού τους, και να χάνονται. Όλο το βράδυ όμως δεν κοιμήθηκαν καθόλου, από φόβο μήπως έρθουν ξανά και τους κάνουν κακό.

Ύστερα παντρεύτηκαν. Οι δικοί της δεν ήρθαν στον γάμο, ούτε τους έδωσαν τη μικρή εκείνη προίκα που συνηθιζόταν στον τόπο τους για να ξεκινήσουν τη ζωή τους. Ύστερα η μάνα της πέθανε. Πήγε στην κηδεία της, όμως όλοι την αντιμετώπισαν σαν ξένη κι ένοχη. Γύρισε πίσω κουβαλώντας μια βαθιά λύπη μέσα της. Σε λίγο γέννησε το πρώτο τους παιδί. Πέρασαν οι σαράντα μέρες, που όλοι έλεγαν πως ήταν οι πιο κρίσιμες για την υγεία της, όπως και του παιδιού. Όμως η θλίψη αυτή, αντί να περάσει, μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κι ούτε ο πατέρας της ούτε κανένας άλλος δικός της ερχόταν να τη δει.

Βγαίνοντας από το χωριό, κοίταξε τον ουρανό. Η μέρα φαινόταν συνηθισμένη, ένα μικρό σύννεφο έστεκε μονάχα πάνω από την οροσειρά του Πενταδάχτυλου. Τίποτε άλλο. Ωστόσο, ένα ανεξήγητο αίσθημα ανησυχίας είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα του. Καθώς διέσχιζε την κοίτη του χειμάρρου, που έκανε ένα ελαφρύ τόξο στις παρυφές του χωριού και προεκτεινόταν προς την πεδιάδα της Μεσαορίας, εκεί, μέσα στην κοίτη του ποταμού, μια μαύρη γάτα πέρασε ξαφνικά από μπροστά του και του έκοψε τον δρόμο. Το μουλάρι τρόμαξε, σκουντούφλησε πάνω σε μια πέτρα και παραλίγο να πέσει. Δεν ήταν προληπτικός. Όμως αυτό έκανε το αίσθημα της ανησυχίας που ένιωθε να μεγαλώσει. Όσο κι αν ήθελε να αγνοεί τις διάφορες προλήψεις, που ήταν τόσο διαδεδομένες στο χωριό, αυτό δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Φοβήθηκε για τη γυναίκα του, το παιδί του, τον ίδιο τον εαυτό του. Θυμήθηκε και το όνειρο με τα μαύρα σταφύλια, άλλη μια πρόληψη που προμήνυε κάτι κακό, κι ένας ανεξήγητος φόβος τον κυρίευσε. Για μια στιγμή έκανε ακόμη και τη σκέψη να γυρίσει πίσω, πώς όμως θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο; Θα ήταν μια τρέλα. Συνέχισε τον δρόμο του, προσπαθώντας να τα ξεχάσει όλα. Ωστόσο, καθώς περνούσε έξω από το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, που βρισκόταν κοντά δύο χιλιόμετρα από το χωριό, σταμάτησε, έδεσε το μουλάρι στον κορμό ενός δέντρου και μπήκε μέσα. Άναψε το καντήλι, έκανε τον σταυρό του και προσκύνησε την εικόνα του αγίου. Αυτό δεν θυμόταν να το είχε κάνει ξανά στη ζωή του. Περνούσε συχνά απ’ εκεί πηγαινοερχόμενος στο χωράφι του, ποτέ όμως δεν είχε σκεφτεί να σταματήσει να προσευχηθεί. Βγαίνοντας, γύρισε πίσω και κοίταξε την εικόνα, του φάνηκε πως ο άγιος τον κοίταζε παράξενα. Αυτό δεν του έφερε την ηρεμία που αποζητούσε. Γεμάτος ανησυχίες, όπως και πριν, συνέχισε τον δρόμο του.

Έφτασε στο αμπέλι, όπου τα ώριμα σταφύλια περίμεναν τον τρύγο. Αυτή δεν ήταν δουλειά για να την κάνει κάποιος μόνος του, όμως δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει. Ξέζεψε το μουλάρι και το έδεσε σ’ ένα δέντρο στο διπλανό χωράφι, κατέβασε τα άδεια κοφίνια από το αμάξι κι άρχισε δουλειά.

Τα σταφύλια ήταν μαύρα και ζουμερά, έλαμπαν στον ήλιο. Θυμήθηκε τ’ όνειρο της περασμένης νύχτας και τη μαύρη γάτα που τον τρόμαξε πρωί πρωί, αλλά γρήγορα τ’ απόδιωξε όλα από τη σκέψη του, καθώς άρχισε με γρήγορες κι επιδέξιες κινήσεις να μαζεύει σταφύλια. Κόντευε να γεμίσει και το τρίτο κοφίνι όταν κοίταξε τον ουρανό. Ανάμεσα βορρά και ανατολή, ένα πυκνό μαύρο σύννεφο κρεμόταν χαμηλά πάνω από τη γη. Το σύννεφο αυτό μεγάλωνε διαρκώς και πήγαινε να σκεπάσει όλο τον ουρανό. Σε λίγο θα έφτανε κοντά του. Ήταν φανερό πως δεν επρόκειτο για συνηθισμένο σύννεφο και μάλλον προμήνυε μία από εκείνες τις σπάνιες στα μέρη τους φοβερές καταιγίδες του καλοκαιριού. Το μουλάρι του άρχισε να σκαλίζει ανήσυχο το χώμα με τα μπροστινά του πόδια και να χλιμιντρίζει παράξενα. Αισθάνθηκε ακόμη πως ο αγέρας είχε αλλάξει, έγινε κρύος και υγρός, πυκνός και ηλεκτρισμένος. Σε λίγο ο ήλιος χάθηκε και ο ουρανός από πάνω του γινόταν όλο και πιο σκοτεινός. Ξαφνικά ένιωσε τον πρωινό του φόβο να επιστρέφει και να τον τυλίγει, εισχωρώντας ως μέσα στην ψυχή του.

Καθώς στεκόταν όρθιος, προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση, τον χτύπησαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες της βροχής που ερχόταν. Σε άλλη περίπτωση θα σταματούσε τη δουλειά και θα έμπαινε κάτω από το αμάξι, για ν’ αποφύγει όση βροχή ήταν δυνατό, και θα περίμενε να περάσει, για να συνεχίσει τη δουλειά του ή να γυρίσει στο σπίτι. Όμως εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να λειτουργήσει έτσι. Θυμόταν το όνειρο, τη γάτα, τη μελαγχολική γυναίκα του, το αδύναμο βρέφος… Κοίταξε και το ζώο, που αναστατωμένο προσπαθούσε να κόψει το σχοινί με το οποίο ήταν δεμένο στο γέρικο δέντρο, και τον έπιασε πανικός. Στο μεταξύ οι σταγόνες της βροχής γινόντουσαν όλο και πιο χοντρές και πυκνές. Αποφάσισε να φύγει αμέσως. Ήθελε να βρεθεί στο σπίτι του, κοντά στη γυναίκα και το παιδί του, να νιώσει ασφαλής. Να τους προστατέψει και τους ίδιους από το κακό που ερχόταν.

Με πολλή δυσκολία κατάφερε να κάνει το ανήσυχο ζώο να πειθαρχήσει για να το ζέψει στο αμάξι, και ακόμη να φορτώσει σ’ αυτό τα τρία κοφίνια με τα σταφύλια που είχε μαζέψει. Αφού τελείωσε, ξεκίνησε για το χωριό. Όμως το ζώο και πάλι δεν πειθαρχούσε κι αναγκαζόταν να του φωνάζει, να τραβά δυνατά το χαλινάρι και να το χτυπά με μια μακριά βέργα, την οποία είχε πάντα μαζί του στο αμάξι, για να προχωρεί. Στο μεταξύ, το πυκνό εκείνο σύννεφο σκέπασε γρήγορα τα πάντα κι έπεσε στη γη μαύρο σκοτάδι, σάμπως να ήταν νύχτα. Οι σταγόνες της βροχής όλο και πύκνωναν, σε λίγο ξέσπασε η καταιγίδα. Ήταν τέτοια που ούτε ο ίδιος θυμόταν να έχει ξαναδεί αλλά ούτε και να είχε ακούσει από τους πιο παλιούς. Άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού και τα νερά χύνονταν από ψηλά και κυλούσαν σε όλη τη γη, που πήγαινε να γίνει θάλασσα. Μαζί με τη βροχή πύκνωναν οι αστραπές και οι βροντές και σειόταν ο κόσμος όλος.

Σκέφτηκε πως αυτό ίσως και να ήταν το τέλος του κόσμου. Με φόβο και με αγωνία οδηγούσε το μουλάρι με το αμάξι μέσα από τον πλημμυρισμένο δρόμο που έμοιαζε με ποτάμι, προσπαθώντας να φτάσει μια ώρα γρηγορότερα στο σπίτι του, αν υπήρχε ακόμη σπίτι, αφού το χωριό δεν φαινόταν καθόλου, σάμπως να το είχαν καταπιεί το σκοτάδι και η βροχή.

Όταν έφτασε κοντά στο ξωκλήσι, σκέφτηκε να σταματήσει, να μπει μέσα, να προστατευτεί από τη βροχή, ήταν όμως τόσο βρεγμένος και ήθελε τόσο πολύ να βρεθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε κοντά στη γυναίκα και το παιδί του που απόδιωξε αμέσως τη σκέψη αυτή. Κέντρισε δυνατά το μουλάρι, το οποίο έτρεχε ακανόνιστα πια, χωρίς ρυθμό, σέρνοντας το αμάξι, που χοροπηδούσε μέσα στα νερά και πάνω στις πέτρες του δρόμου.

Μέσα στο βουητό της βροχής και τις βροντές, δεν είχε ακούσει το μουγκρητό του χειμάρρου, ούτε και τον πρόσεξε, μέσα στη σκοτεινιά που επικρατούσε ολόγυρα, πώς φούσκωνε διαρκώς και πώς κυλούσε ορμητικός, ξεχειλίζοντας από τις κοίτες του. Έτρεχε, γεμάτος αγωνία, να περάσει το γρηγορότερο απέναντι, να βρεθεί στο χωριό του και στο σπίτι του. Ξαφνικά, μια τρομακτική αστραπή καρφώθηκε ίσια μπροστά του. Μέσα στην κοσμογονική της λάμψη είδε τα άγρια νερά του ποταμού να τον κυκλώνουν απειλητικά. Όμως ήταν ήδη αργά. Τα πόδια του ζώου και οι τροχοί του αμαξιού βυθιζόντουσαν κιόλας μέσα στο νερό, που ανέβαινε διαρκώς όλο και πιο ψηλά…

Από κει και πέρα όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε να ελέγξει τίποτα. Τράβηξε το χαλινάρι να σταματήσει το μουλάρι, εκείνο γλίστρησε, έπεσε και σκεπάστηκε από τα νερά, που ορμητικά παρέσυραν και το ζώο και το αμάξι και τον ίδιο. Ένιωσε πως χανόταν, πως ήταν το τέλος. Το νερό τον άρπαξε με δύναμη, τον παρέσερνε, τον στριφογύριζε και τον χτυπούσε πάνω στις πέτρες, ενώ αυτός προσπαθούσε διαρκώς να πιαστεί από κάπου. Εκεί που είχε απελπιστεί εντελώς και κόντευε να παρατήσει κάθε προσπάθεια, βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα στα κλαδιά μιας μεγάλης ακακίας, που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού. Με τεράστια προσπάθεια, τέτοια που μόνο ένας εντελώς απελπισμένος μπορεί να κάνει, πιάστηκε από ένα κλαδί, ύστερα από άλλα, και παλεύοντας με το νερό κατάφερε να συρθεί στην όχθη, ν’ αρπαχτεί από άλλα φυτά και πέτρες και να ξεφύγει από τον χείμαρρο, που σαν άγριο θηρίο πάλευε να τον καταπιεί.

Κάθισε σε μια πέτρα, αφήνοντας τη βροχή, που συνεχιζόταν με την ίδια ένταση, να τον ξεπλένει από τις λάσπες. Δεν έβλεπε όμως πουθενά ούτε το μουλάρι ούτε το αμάξι. Η σκέψη πως τα έχασε για πάντα τον χτύπησε σαν ένας καινούργιος εφιάλτης. Αυτά ήταν όλη του η περιουσία. Χάρη σ’ αυτά μπορούσε να δουλεύει τα λιγοστά κτήματά του και να θρέφει την οικογένειά του. Η ιδέα, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να είχε χαθεί κι ο ίδιος μέσα στα νερά, καθώς και η έγνοια για την τύχη των δικών του, τον τρόμαζαν ακόμη περισσότερο.

Βρισκόταν αποκομμένος από το χωριό, μέσα στα νερά και τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα. Κουρασμένος, απελπισμένος, καταβρεγμένος και καταλασπωμένος, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ξωκλήσι του αγίου. Προχωρούσε με πολύ κόπο και δυσκολία, καθώς σε κάθε βήμα τα πόδια του βούλιαζαν στο νερό και στο λασπωμένο χώμα. Έτσι, σέρνοντας τον εαυτό του με κάθε βήμα, έφτασε μπροστά στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε. Η βροχή χτυπούσε άγριατη στέγη, μέσα όμως ήταν στεγνά. Τότε ένιωσε το αίμα του να παγώνει και το κρύο να του τρυπά τα κόκαλα.

Προχώρησε αργά προς το εικονοστάσι. Το καντήλι που είχε ανάψει το πρωί έκαιγε ακόμη. Αυτό τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Πρόσθεσε κι άλλο λάδι στο καντήλι, άναψε και τρεις χοντρές λαμπάδες, που βρίσκονταν εκεί ως προσφορές κάποιων πιστών που ξεπλήρωσαν τα τάματά τους, κι ένιωσε μια οικειότητα με τον χώρο και κάποια ελπίδα να γεννιέται μέσα του. Ίσως να μην είχαν χαθεί όλα. Τότε έβγαλε τα παπούτσια του και άδειασε το νερό από μέσα, ύστερα έβγαλε ένα ένα όλα του τα ρούχα, τα έσφιξε να φύγει το νερό και τα άπλωσε πάνω σ’ ένα σκαμνί να στεγνώσουν. Δεν τον τάραζε πια η ματιά του αγίου. Αντίθετα, του προκαλούσε ένα αίσθημα ηρεμίας. Στάθηκε για λίγο γυμνός μπροστά στο εικονοστάσι και κοίταζε το καντήλι και τις λαμπάδες που έκαιγαν, ύστερα κάθισε σ’ ένα άλλο ψηλό σκαμνί κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

Καθώς κοίταζε επίμονα τις αναμμένες λαμπάδες, προσπαθώντας να ζεσταθεί, ένιωσε να χάνεται. Έπεσε σ’ έναν βαθύ λήθαργο, πότε έβρισκε τις αισθήσεις του, πότε τις έχανε και πάλι. Σε κάποιο στάδιο αυτής της κατάστασης που είχε βυθιστεί, με τα μάτια του κλειστά, μπήκε σ’ έναν άλλο κόσμο. Εκεί είδε μπροστά του τον δίδυμο αδελφό του, που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, αφού τη μέρα της βάπτισής τους, όταν γύρισαν σπίτι από την εκκλησία, τους έβαλαν και τους δύο, μυρωμένους με το λάδι της βάπτισης, μέσα στις κούνιες τους να κοιμηθούν και πήγαν όλοι στο διπλανό δωμάτιο, για να φάνε και να γιορτάσουν το γεγονός. Τότε το αναμμένο κερί που ήταν στερεωμένο στη βάση της κούνιας του αδελφού του έγειρε κι έπεσε μέσα, βάζοντας φωτιά στα λαδωμένα ρούχα του παιδιού. Ήταν κι εκείνη μια μέρα βροχερή και σκοτεινή. Μέσα στη φασαρία, κανείς δεν άκουσε τι γινόταν στο δωμάτιο των παιδιών. Μέχρι να αντιληφθούν τι είχε συμβεί, το παιδί καιγόταν σαν λαμπάδα μέσα στην κούνια του. Όμως, κατά παράξενο τρόπο, ο καμένος αδελφός του ήταν τώρα μεγάλος άντρας, ίδιος ακριβώς μ’ αυτόν. Στεκόταν μπροστά από το εικονοστάσι γυμνός, τον κοίταζε και του χαμογελούσε ήρεμος, ενώ καιγόταν ολόκληρος σαν λαμπάδα…

Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως κοιμόταν, γυμνός, κουλουριασμένος σ’ ένα ξύλινο κάθισμα, παγωμένος ολόκληρος. Κοίταξε τις εικόνες των αγίων κι ένιωσε ντροπή για τη γύμνια του. Φόρεσε ξανά τα βρεγμένα του ρούχα και τα παπούτσια και βγήκε από το ξωκλήσι. Η βροχή είχε σταματήσει, ο ουρανός ήταν καθαρός και ο ήλιος βυθιζόταν στη δύση του. Όλα ήταν ήσυχα, εκτός από το βουητό του χειμάρρου, που ακουγόταν ακόμη δυνατό.

Από το ξωκλήσι οδηγούσαν στο χωριό δύο δρόμοι. Ο ένας περνούσε μέσα από την κοίτη του ποταμού, ήταν ευθύς και πιο σύντομος, και αυτόν χρησιμοποιούσε πάντα όταν πήγαινε στο κτήμα του. Ο άλλος πήγαινε δεξιότερα κι έβγαζε στην άκρη του χωριού, όπου υπήρχε ένα παλιό πέτρινο γεφύρι. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, αφού ήταν η μόνη επιλογή που είχε για να περάσει απέναντι. Περπατούσε βαρύς μέσα στα νερά και τις λάσπες, συλλογιζόμενος τη γυναίκα και το παιδί του. Όσο προχωρούσε, η αγωνία του μεγάλωνε, αλλά και μια λάμψη ελπίδας χάραζε μέσα του. Αφού σώθηκε απ’ όλα αυτά, κάτι θα μπορούσε να γίνει και με τη γυναίκα και το παιδί του. Ευχόταν να μην τους είχε βρει κάποιο κακό, και τ’ άλλα θα βρισκόταν τρόπος να διορθωθούν. Θα στεκόταν δίπλα της με αγάπη και κατανόηση, να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τη θλίψη εκείνη που την καταπλάκωνε. Ύστερα απ’ όλα αυτά που πέρασε τις τελευταίες ώρες, ένιωθε πως και ο ίδιος είχε αλλάξει σαν άνθρωπος. Κι αν ήταν κάποτε σκληρός μαζί της, τώρα θα προσπαθούσε να τ’ αλλάξει όλα. Θα έκανε τα πάντα για να είναι καλά.

Ο ήλιος είχε βυθιστεί στον ορίζοντα όταν έφτασε στο γεφύρι, το οποίο ήταν καθαρό και τον καλούσε να περάσει απέναντι. Η λαχτάρα του να συναντήσει τη γυναίκα και το παιδί του μεγάλωσε και επιτάχυνε τα βήματά του. Είχε ήδη πατήσει στην άκρη το γεφυριού όταν κοίταξε κάτω στα θεμέλιά του και είδε με τρόμο το μουλάρι του νεκρό και το αμάξι κατατσακισμένο, περιπλεγμένα όλα με τα λουριά του αμαξιού, τα κορδόνια της σέλας και τα σχοινιά του χαλιναριού του ζώου και σφηνωμένα στο άνοιγμα της πέτρινης καμάρας από κάτω του. Το θέαμα ήταν θλιβερό και αποκρουστικό. Όλη η τραγωδία που πέρασε κορυφώθηκε σ’ αυτό το σπασμένο αμάξι και κυρίως σ’ αυτό το νεκρό μουλάρι, για το οποίο πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τόση λύπη. Λυπήθηκε το ίδιο το ζώο, όχι μόνο γι’ αυτόν τον τραγικό θάνατο αλλά και για όλα τα βάσανα της ζωής του, τη σκληρή δουλειά που έκανε, την πείνα και τη δίψα που γνώρισε τόσα χρόνια μέσα στην ανυπόφορη κάψα του καλοκαιριού.

Στεκόταν ακουμπισμένος στο προστατευτικό κάγκελο του γεφυριού και κοίταζε με πόνο αλλά και αμηχανία το νερό, που η ορμή του είχε λιγοστέψει τώρα, να κυλά ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια του αμαξιού και τα τσακισμένα μέλη του νεκρού ζώου. Τα σημάδια στη βάση του γεφυριού έδειχναν πως στη διάρκεια της μεγάλης βροχής το νερό κυλούσε από πάνω του, κάνοντάς το αδιάβατο, ενώ το δυστυχισμένο μουλάρι, που τώρα πρόβαλε νεκρό, θα ήταν σκεπασμένο ολόκληρο από το ορμητικό νερό.

Κοίταζε απελπισμένος το τρομερό εκείνο θέαμα και δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί ούτε να κάνει κάτι άλλο. Ξαφνικά άκουσε μια σχεδόν άγρια φωνή, γεμάτη αγωνία, να επαναλαμβάνει τ’ όνομά του. Γύρισε και κοίταξε. Από την άλλη άκρη του γεφυριού ερχόταν τρέχοντας η γυναίκα του, κρατώντας το βρέφος στην αγκαλιά της. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, άρχισε να τρέχει κι αυτός προς το μέρος της. Συναντήθηκαν στη μέση του γεφυριού, άνοιξε τα χέρια του και τους αγκάλιασε και τους δύο. 

«Θεέ μου! Θεέ μου! Σ΄ ευχαριστώ!... Είσαι καλά! Είσαι ζωντανός!...» φώναζε κλαίγοντας η γυναίκα του.

Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, φίλησε και το παιδί, που χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν έκλαιγε απαρηγόρητο.

«Είμαι καλά! Είμαστε ζωντανοί!» επαναλάμβανε διαρκώς, σφίγγοντάς τους όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά του.

Κι έτσι αγκαλιασμένοι, στη μέση του γεφυριού, έκλαιγαν και οι τρεις. Καθένας με τον δικό του πόνο, με το δικό του κλάμα, δίνοντας βουβά τη δική του υπόσχεση πως όλα θα διορθώνονταν, πως όλα θα πήγαιναν καλά!

 


 

 

Το διήγημα "Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα" περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Μολέσκη Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, εκδόσεις Βακχικόν (α΄έκδοση: Νοέμβριος 2017 | β' έκδοση: Ιανουάριος 2019).